Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2021

ΤΟ ΙΠΠΗΛΑΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΤΩΝ ΘΗΒΩΝ

 Χρονογράφημα του Δημ. Χατζόπουλου που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ”Εμπρός” μερικές μόλις μέρες μετά τον θάνατο του αδελφού του Κωσταντίνου. Στο κείμενο δεν υπάρχει αναφορά στο θλιβερό γεγονός, θέμα της ημέρας είναι το “τέθριππον λεωφορείον των Θηβών” που γύρω στο 1890 πήγαινε από την Αθήνα στη Θήβα (90 χιλιόμετρα απόσταση) σε μία μέρα και κάτι... Πέρα από το γλαφυρό της αφήγησης ενδιαφέρον έχουν και οι αναφορές σε διάφορα τοπωνύμια: η Κατσιποδού και ο Διασωρίτης ήταν συνοικίες των Αθηνών, η Παληοκούντουρα, η Κάζα, το Κριεκούκι (Ερυθρές), το Πουρνάρι ήταν μέρη όπου υπήρχαν χάνια και το λεωφορείο έκανε στάση για ξεκούραση.
Γ.Χ.

Εμπρός”, 11 – 8 - 1920

ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

ΤΗΝ ΩΡΑΝ ΤΟΥ ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ

Απομένω αιώνιος αδιόρθωτος αθηναίος. Ο ήλιος με βρίσκει γυρίζοντας εις τους δρόμους. Ένας, κάποτε δεύτερος σύντροφος μου κάμνει την τιμήν να με συντροφεύη κατά τας πρωινάς εκείνας ώρας. Καταλήγομεν κάπου ή βαδίζομεν. Τας πρωινάς φαληρικάς απολαύσεις εις τας βεράντας των μπαρ με κάθοδον εντός πέντε λεπτών με αυτοκίνητον, διαδέχονται ήρεμοι μακρυνοί περίπατοι. Πότε εις την πόλιν, πότε εις τα περίχωρα. Αργεί τώρα να βγη ο ήλιος και έως τας εξ το πρωί έχει κανείς αρκετόν καιρόν να ξεκουρασθή. Κατά την πρωινήν αυτήν ανάπαυσιν δεν αναφέρομεν τίποτε από τον θόρυβον της ημέρας. Έχομεν νόμον δρακόντειον, άγραφον μεν, αλλά αμετακλήτως ισχύοντα. Να μην ομιλώμεν δια τίποτε σχετικόν με την ημερησίαν εργασίαν μας, με τα ζητήματα της εποχής, με τας πληκτικάς υποθέσεις . Ούτε περί θεάτρου, ούτε περί πολιτικής, ούτε περί φιλολογίας, ούτε περί κοινωνιολογίας, ούτε περί αισχροκερδείας ο λόγος. Σαπουνοφουσκολογούμεν. Συναντώμεν ένα κάρρο και ανάβομεν σιγαρέττα με τον καρραγωγέα!

- Λοιπόν, τι γίνεται εις τα χωράφια;
- Ησυχία.
- Καλή η υγεία;
- Καλά ευχαριστώ. Του λόγου σας;
- Και οι μουστιές πότε θα αρχίσουν;
- Σε δύο εβδομάδες.
- Άντε με το καλό, κουμπάρε, και δεν ξέρεις πόσον επεθυμήσαμεν την μουσταλευριά.
Συναντώμεν γαϊδαράκον και ονηλάτην.
- Από που, αγαπητέ;
- Από τα περιβόλια.
- Πως πάνε τα κουνουπίδια;
Τραβώμεν από το σακκάκι τον γκαφφαδόρον: “Πάλιν μας τα εχάλασες. Κουνουπίδια το καλοκαίρι αθεόφοβε;” Κουλουροπώλης περνά; “Κλούρια, φραντσουλάκια ζεστά!” Πρό ολίγου εσουπάραμεν
υπό τους υποχρεωτικούς βιολισμούς του Μπαζίλ λε Γκραν. Ο ανήσυχος του ομίλου αγοράζει δέκα φραντζολάκια. Δι΄όνομα Θεού! Θα ηδύνατο να τραφούν μυριάδες. Αλλά ο ανήσυχος πάντα αγοράζει ό,τι βρη εμπρός του την νύχτα. Κάποτε αγόρασε και την γκαϊδαν ενός νυκτερινού παίκτου. Μετά πέντε βήματα προσφέρει τα δέκα φραντζολάκια εις ένα μορτάκον διερχόμενον. Ούτος μίαν νύχτα μας ηυχαρίστησε ως εξής: “Ας είνε καλά το κορόϊδο!” Ηυχαριστήθημεν, όσον ούτε αν ακούαμεν την ενάτην συμφωνίαν του Μπετόβεν.
Πόσον ανιαρά έγινεν η πόλις μας αυτάς τας πρωινάς ώρας. Ούτε ένας από τους αλλοτινούς τύπους της δεν διεσώθη. Καν τραγούδι δεν ακούεται. Δεν υπάρχουν και τα λευκά θερινά φαντάσματα, τα οποία συνέρρεον από όλας τας συνοικίας εις την Ακαδημία. Οι ποτέ πρωινοί της φαληρικής θαλάσσης. Κατηργήθησαν τα λαϊκά τραίνα. Απέμεινε η πολυτέλεια. Τα αυτοκίνητα. Και αυτά δεν έχουν πελάτας εκείνην την ώραν. Συχνά οι διερχόμενοι σωφφαίρ μας χαιρετούν αξιοπρεπώς. Βραδύνουν την πορίαν των και φέρουν με αξιοπρέπειαν την δεξιάν εις τον κούκον των: Είνε ο Κώστας, ο Σταύρος, ο Σπύρος, ο Νιόνος, ο Άγγελος, ο Νίκος. Περίπου όλες οι μάρκες. Από την Κολ έως την Γκέϋς. Εις δύο – τρεις εβδομάδας γίνεται κανείς εις τας Αθήνας προσωπικότης. Μεγάλη πόλις; Πφ! Ένα προάστειον μεγαλουπόλεως. Με πολλούς από τους ένδοξους σωφφαίρ ανταλλάξαμεν και επισκεπτήρια. “Αυγουστίνος Θεοδωρακόπουλος”. Έχω την ευχαρίστησιν. Και χθες την πρωϊαν ο ανήσυχος του ομίλου ανέκραξε:
- Θέλω λεωφορείον!
Τοιαύτην ώραν λεωφορείον; Αν εξοικονομείτο με ένα ουίσκυ, με ένα τζιν-βέρμουτ; Όχι, ήθελε λεωφορείον. Προέβη εις κάτι ανελπιστότερον. Εδήλωσε, ότι ήθελε ένα τέθριππον μάλιστα λεωφορείον!
- Άνθρωπε, ή σιωπάς ή θα καταδικασθής να έλθης εις την Παλαιάν Αγοράν, εις την Στοάν, εις τον Κεραμεικόν, να ακούσης επί τρίωρον αθηναϊκήν αρχαιολογίαν.
- Και όμως θέλω ένα τέθριππον λεωφορείον, επέμενε. Το περίφημον θηβαϊκόν λεωφορείον θέλω!
- Να το κάμης τι;
- Να πάω εις τα Παληοκούντουρα, εις την Κάζαν, εις το Κριεκούκιον.
- Περίμενε δύο ώρας, να φωτίση ο ήλιος και θα σε πάμε εις τα χάνια της οδού Ερμού.
- Χάνια, που μυρίζουν μπετζίνα; Α! Την καταραμένην! Μας εφυγάδευσε και το παλαιόν τέθριππον λεωφορείον των Θηβών. Πηγαίνει κανείς και εις το χάνι του Πουρναριού με αυτοκίνητον λεωφορείον τώρα. Εκφυλισμός!
- Εκφυλισμός και μεγαλείο είνε η ισχύουσα έκφρασις περισσότερον και από τα χιλιόδραχμα.

Εστάθη εις το μέσον του μπουλβάρ, το οποίον εχλώμιανε εις την πρώτην αόριστην ανταύγειαν του ερχομένου φωτός και έκαμε ρητορικός σχήμα. Ήταν ωσάν να ετέλει μνημόσυνον εις προσφιλέστατον νεκρόν.
- Πάει και αυτή η νυχτερινή ποίησις των Αθηνών. Το λεωφορείον των Θηβών! Το ενθυμείστε;
- Όπως και τον παππού μας
- Πως εκυλίετο την νύχτα, πως εκροτούσαν αι οπλαί των τεσσάρων ίππων, πως έτριζε το κατάφορτον ταχυδρομικόν κιβώτιον, που έσυρε, φορτωμένον ανθρώπους, δέματα, μπαούλα, ταγάρια, κοφίνια. Και η στράκες του ταχυδρόμου. Μουσική φίλοι μου, μουσική, παληά, ρυθμική, ελαφρά και γλυκειά μουσική γκαβόττας. Το λεωφορείον των Θηβών περνά! Σου λέει ο άλλος. Κατάπληξις. Επήγαινε από τας Αθήνας εις τας Θήβας. Μία και περισσότερη μέρα. Ανέβαινε τον Κιθαιρώνα. Κάποτε απεκλείετο από τα χιόνια της Κάζας. Έστελναν πομπάς προς βοήθειάν του. Το λεωφορείον πάει εις τας Θήβας! Είνε σαν να πης τώρα: Αυτό το εξπρές Ακροπόλ πάει στα Παρίσια. Σήμερα πηγαίνεις εις τρεις ώρας με αυτοκίνητον εις τας Θήβας. Περνάς την κλεισώρειαν της Κάζας τόσον γλήγορα, που δεν προλαβαίνεις να δης το φρούριον των Ελευθερών. Τρέχεις τόσον γοργά τον μακρύν δρόμον του Κριεκουκίου, που χωρίζει εις δύο την κωμόπολιν, ώστε αδυνατείς να χαιρετήσης μανδηλοφορούσαν κουμπάραν. Τον πρώτον πρωϊνόν σου καφέν πίνεις εις του Ζαχαράτου και τον δεύτερον λαμβάνεις εις την οδόν Επαμεινώνδα εις τας Θήβας. Μόλις χάσης την Ακρόπολιν από τα μάτια σου, ενατενίζεις την Καδμείαν. Τι θα έδιδα να ξαναϊδώ το λεωφορείον των Θηβών, να γυρίζη τας πρωϊνάς ώρας τους αθηναϊκούς δρόμους, δια να περισυλλέξη τους επιβάτας του και να κύλισθή μέσα εις τα πυκνά νέφη σκόνης προς την Ιεράν οδόν. Πως μας έφυγε αυτός ο μεσαίων χθες ακόμη! Δεν έπρεπε να εξαφανισθή έτσι. Ήταν μία ιστορία, μία ζωή, χίλιοι διάολοι να με πάρουν. Το ολιγώτερον, που έπρεπε να κάμουν, θα ήταν να το τοποθετήσουν με ευλάβειαν εις το Εθνολογικόν μουσείον. Θυμάμαι τον χαμόν του και δάκρυα μου έρχονται.
Αλλά ήρχετο και ένα αυτοκίνητον. Δια να τον παρηγορήσωμεν, το εσταματήσαμεν.
- Για που, κύριοι; ηρώτησε ο σωφφαίρ.
- Στην Κατσιποδού.
- Εκέι που ρίχνουν τα σκουπίδια;
- Τότε πήγαινέ μας καλλίτερα στο Περιστέρι. Είνε μεγαλοπρεπεστέρα η θέσις μας εις τα σκουπίδια του Διασωρίτη. (*)
ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ

_______________________

(*) Κάποτε λεγόταν έτσι η περιοχή του Αιγάλεω, από το όνομα μιας εκκλησίας του 14ου αιώνα, του Αγίου Γεωργίου του Διασωρίτη, που υπάρχει ακόμη και σήμερα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου