Παραθέτω
ένα ενδιαφέρον κείμενο που μιλάει για
το γνωστό βιβλίο του Μάρκου Γκιόλια για
τον Κώστα Χατζόπουλο.
Το
εργατικό κίνημα στην Ελλάδα και ο Κώστας
Χατζόπουλος
περιοδικό
“Θέσεις”
Τεύχος
108, περίοδος: Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2009
Ο
Μάρκος Γκιόλιας ως ιστορικός του
εργατικού κινήματος. Η σημασία της
μελέτης του “Το εργατικό κίνημα στην
Ελλάδα και ο Κώστας Χατζόπουλος”, εκδ.
Π. Μοσχονά, Αγρίνιο 1996.
του
Γιάννη Μηλιού
Η
ενασχόληση με την ιστορία του εργατικού
κινήματος αποτελεί μια εξαιρετικά
δύσκολη υπόθεση. Δυσκολότερη από ότι
οι περισσότερες και οι περισσότεροι
αναγνώστριες/ες, έχουν φανταστεί. Τολμώ
να πω, δυσκολότερη από ότι οι ίδιοι οι
ιστορικοί υποθέτουν.
|
Στη φωτογραφία o Κώστας Χατζόπουλος με την κόρη του Σέντα στο Αγρίνιο το 1919, από το αρχείο της Σοφίας Λαχανά Πατρώνη |
Οι λόγοι για τη
δυσκολία αυτή είναι ότι η ιστορία του
εργατικού κινήματος τέμνει ουσιαστικά
τρεις θεωρητικές περιοχές ιδιοποίησης
του πραγματικού, ή αν θέλετε τρεις
ιστορίες:
1) Την κατανόηση και ιστορική
εξέλιξη των κοινωνικών σχέσεων που
χαρακτηρίζουν μια συγκεκριμένη κοινωνία,
δηλαδή, πιο συγκεκριμένα, την εδραίωση
και διευρυνόμενη αναπαραγωγή των
καπιταλιστικών σχέσεων κυριαρχίας σε
οικονομικό, πολιτικό, πολιτιστικό
επίπεδο. Το εργατικό κίνημα κάνει την
εμφάνισή του κατά τη φάση εκείνη της
εξέλιξης των καπιταλιστικών κοινωνιών,
κατά την οποία εδραιώνεται και κυριαρχεί
η μορφή του βιομηχανικού καπιταλισμού,
εκτοπίζοντας την προγενέστερη μορφή
του εμπορικού και μανουφακτορικού
καπιταλισμού. Κατά την περίοδο του
βιομηχανικού καπιταλισμού, που σύμφωνα
με το εννοιολογικό σύστημα που εισήγαγε
ο Μαρξ στο Κεφάλαιο μπορούμε επίσης
να ονομάσουμε «καπιταλισμό της σχετικής
υπεραξίας», σε αντιδιαστολή με την
προγενέστερη φάση του «καπιταλισμού
της απόλυτης υπεραξίας», δημιουργείται
εκείνη η συγκέντρωση της εργατικής
τάξης στις μεμονωμένες επιχειρήσεις,
τους οικονομικούς κλάδους και τα αστικά
κέντρα που καθιστούν δυνατή την κατανόηση
από τη μεριά των εργαζομένων των κοινών
τους συμφερόντων και την ανάπτυξη του
(οργανωμένου) εργατικού κινήματος.
Επιπλέον,
η διαμόρφωση της σκέψης και της δράσης
κάθε συγκεκριμένης προσωπικότητας του
εργατικού κινήματος και θεωρητικού του
σοσιαλισμού, όπως ο Κώστας Χατζόπουλος,
πρέπει να ειδωθεί ως προϊόν ενός
οικογενειακού και ιδιωτικού χώρου, ο
οποίος επηρεάζεται αποφασιστικά και
σε τελευταία ανάλυση διαμορφώνεται από
αυτό το σύνθετο πλέγμα των εξελισσόμενων
κοινωνικών σχέσεων.
2) Την πρόσληψη
της συγκεκριμένης διεθνούς και εσωτερικής
«ιστορίας των ιδεών» κατά την εξεταζόμενη
περίοδο, με παράλληλο συνυπολογισμό
των ιστορικών ιδιαιτεροτήτων που
αναγκαστικά χαρακτηρίζουν κάθε χώρα.
Εδώ
χρειάζεται να επιμείνουνε λίγο
περισσότερο: Εφόσον δεν πρόκειται
γενικώς για την ιστορία των ιδεών, αλλά
για την ιστορία πρόσληψης και ανάπτυξης
των σοσιαλιστικών ιδεών και ειδικότερα
των μαρξιστικών ιδεών, θα πρέπει να
έχουμε κατά νου ότι από την πρώτη στιγμή
εμφάνισής τους ως θεωρητικών ρευμάτων
και αντίστοιχα πολιτικών κινήσεων, ο
σοσιαλισμός και ο μαρξισμός χαρακτηρίζονταν
από μια εσωτερική σχισματικότητα. Η
ιστορία της σοσιαλιστικής αλλά και της
μαρξιστικής σκέψης είναι πάντοτε ιστορία
ιδεολογικών και θεωρητικών αγώνων:
Αγώνων, από τη μια για την κριτική των
κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων
εξουσίας και της κυρίαρχης αστικής
ιδεολογίας, και από την άλλη για να
εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα και
θεωρητική συνέπεια της σοσιαλιστικής
και μαρξιστικής δράσης και ανάλυσης,
απέναντι σε διαφορετικές και κατά
τεκμήριο «αντίπαλες» σοσιαλιστικές ή
μαρξιστικές προσεγγίσεις.
Μάλιστα, η
αδιάκοπη «εσωτερική διαμάχη» στο πλαίσιο
της σοσιαλιστικής σκέψης και του
μαρξισμού είναι τόσο επίμονη και ισχυρή,
που διασχίζει συχνά το έργο ενός και
του αυτού μαρξιστή θεωρητικού (και
υπάρχουν πάμπολλες περιπτώσεις στις
οποίες θα μπορούσαμε να αναφερθούμε),
αναπαράγει στο εσωτερικό του αντιφάσεις,
μεταστροφές, συσσωματώσεις, λογικά
ασύμβατων θεωρητικών θέσεων κ.ο.κ. Σε
τελευταία ανάλυση, δεν αποτελεί παρά
μια έκφανση της σύγκρουσης του σοσιαλισμού
και του μαρξισμού με την κυρίαρχη
ιδεολογία, μια που η τελευταία διαρκώς
αναπαράγεται, υπό μετασχηματισμένες
μορφές, στο εσωτερικό του μαρξισμού.
Σε
όλες τις περιπτώσεις, η ανάδυση τέτοιων
θεωρητικών αντιφάσεων και μεταστροφών
είναι στενά συνυφασμένη με την εξέλιξη
των πολιτικών και ιδεολογικών συσχετισμών
δύναμης, τόσο στο επίπεδο της κοινωνίας,
όσο και στο εσωτερικό της Αριστεράς.
3)
Από εδώ πηγάζει και εδώ ακριβώς εντοπίζεται
και η τρίτη δυσκολία που είναι συνυφασμένη
με την επιστημονική κατανόηση και μελέτη
του εργατικού κινήματος και των
πρωταγωνιστών του: Η «εσωτερικότητα»
του σοσιαλισμού και του μαρξισμού στο
εργατικό κίνημα και η καταστατική
«σχισματικότητά» τους συνεπάγεται ότι
για να μπορεί ο ιστορικός να λειτουργήσει
επιστημονικά, πρέπει προηγουμένως να
έχει υιοθετήσει μια συγκεκριμένη στάση
στο εσωτερικό της σοσιαλιστικής και
μαρξιστικής σκέψης. Μια στάση, αν θέλετε,
μη-ουδετερότητας, που θα του/της επιτρέψει,
όσο κι αν αυτό στο πρώτο άκουσμα ξενίζει,
να κατανοήσει αντικειμενικά και με
τρόπο επιστημονικό το αντικείμενο
μελέτης του/της. Όπως σωστά επεσήμαινε
αρκετά χρόνια πριν ο Louis Althusser:
«Η
αντίληψη αυτή στηρίζεται […] στην απλή
διαπίστωση ότι [...] δεν μπορεί κανείς να
δει από παντού τα πάντα. Μπορεί κανείς
να διακρίνει την υφή αυτής της συγκρουσιακής
πραγματικότητας μόνο αν υιοθετήσει
μέσα στην ίδια τη σύγκρουση ορισμένες
θέσεις και όχι κάποιες άλλες, διότι το
να υιοθετήσει παθητικά κάποιες άλλες
θέσεις θα σήμαινε ότι εμπλέκεται στη
λογική των ταξικών ψευδαισθήσεων, η
οποία πρέπει να ονομασθεί κυρίαρχη
ιδεολογία. Φυσικά η προϋπόθεση αυτή
αντιτίθεται σε ολόκληρη τη θετικιστική
παράδοση –μέσω της οποίας η αστική
ιδεολογία ερμηνεύει την πρακτική των
φυσικών επιστημών [...] Ουσιαστικά, σε
ολόκληρο το έργο του ο Μαρξ δεν λέει
τίποτε διαφορετικό. Όταν γράφει στον
επίλογο του Κεφαλαίου ότι αυτό το
έργο “εκπροσωπεί το προλεταριάτο”
εξηγεί σε τελική ανάλυση ότι πρέπει να
υιοθετήσει κανείς τις θέσεις του
προλεταριάτου για να γνωρίσει το
κεφάλαιο» (Αλτουσέρ, Λ. [1991]: «Για τον
Μαρξ και τον Φρόϋντ», Θέσεις τ.
35, σ. 56).
Ειδικότερα, αναφορικά με την
ιστορία του ελληνικού εργατικού
κινήματος, οι δυσκολίες αυτές μεγεθύνονται,
καθώς στην αντίστοιχη ιστοριογραφία
από τη δεκαετία του 1930 μέχρι πρόσφατα,
κυριαρχούσε ένα απλουστευτικό δογματικό
ιδεολογικό σχήμα, που αξιολογεί την
ιστορία και τους πρωταγωνιστές της
ανάλογα με την αναδρομικά κυριαρχούσα,
στην εκάστοτε συγκυρία, θέση της επίσημης
Αριστεράς.
Δεν ξέρω αν το αντιληφθήκατε
ήδη, αλλά τόσην ώρα μιλάω εμμέσως για
τον Μάρκο Γκιόλια και τη συμβολή του
στην πρόσληψη του ελληνικού εργατικού
κινήματος. Το βιβλίο του “Το εργατικό
κίνημα στην Ελλάδα και ο Κώστας
Χατζόπουλος”, αποτελεί μια σημαντική
συμβολή στη μελέτη του ελληνικού
εργατικού κινήματος της περιόδου
1880-1920, καθώς εστιάζει στη δράση και τη
σκέψη του κορυφαίου αγρινιώτη διανοητή
και αγωνιστή Κώστα Χατζόπουλου
(1868-1920).
Αν ακολουθήσουμε το σχήμα με
τις τρεις δυσκολίες που περιγράψαμε,
θα διαπιστώσουμε ότι ο Μάρκος Γκιόλιας
μας καθοδηγεί μέσα και πέρα από αυτές,
με ένα στρωτό, σχεδόν λογοτεχνικό,
αφηγηματικό ύφος, που αξιοποιεί και
καθιστά εύληπτο ένα τεράστιο όγκο
στοιχείων: Ξεκινά από την ανάλυση της
δομής και της ιστορικής εξέλιξης της
αγρινιώτικης κοινωνίας και της αντίστοιχης
πνευματικής κίνησης κατά τα παιδικά
και εφηβικά χρόνια του Κώστα Χατζόπουλου,
για να μας επιτρέψει να κατανοήσουμε
τον καθοριστικό ρόλο των κοινωνικών
σχέσεων και της εξέλιξής τους στη
διαμόρφωση της προσωπικότητας του
Χατζόπουλου (και των άλλων ηγετικών
φυσιογνωμιών της περιόδου). Ταυτόχρονα
εξετάζει τις διαδικασίες εκβιομηχάνισης
της χώρας και ανάπτυξης του εργατικού
κινήματος κατά τις τρεις τελευταίες
δεκαετίες του 19ου και τις αρχές του 20ού
αιώνα. Το βιβλίο παρέχει τέτοιο πλούτο
στοιχείων αλλά και την αντίστοιχη
επιστημονική αποκωδικοποίηση και
ερμηνεία τους, που θα μπορούσε να
διαβαστεί και ως πραγματεία για την
ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα
κατά την αναφερόμενη περίοδο.
Σε
αντιδιαστολή με τις δογματικές και εν
πολλοίς απολογητικές προς την καπιταλιστική
εξουσία δοξασίες περί υπανάπτυξης της
«αστικοτσιφλικάδικης Ελλάδας» ο Μάρκος
Γκιόλιας αντιλαμβάνεται με επιστημονικό
τρόπο τη μετάβαση από τον προβιομηχανικό
στον βιομηχανικό καπιταλισμό. Γράφει:
«Ενώ
ο εμποροχρηματικός καπιταλισμός
αναπτύσσεται με μια αξιόλογη δυναμική
κατά τις τελευταίες δεκαετίες του ΙΘ΄
αιώνα, ο τομέας της ελληνικής βιομηχανίας
δεν προχωρεί με ανάλογους ρυθμούς […]
Ωστόσο σημειώνεται πρόοδος. Μαζί με
τους πρώτους πυρήνες της βιομηχανίας
γεννιέται το ελληνικό εργατικό κίνημα»
(σ. 63). (1)
Έχοντας με τον τρόπο αυτό
ξεπεράσει την πρώτη δυσκολία που
αναφέραμε, ο Μάρκος Γκιόλιας προχωρεί
στην εξέταση των θεωρητικών απόψεων
και της πολιτικής δράσης του Κώστα
Χατζόπουλου. Μέσα από την επεξεργασία
και παρουσίαση, και πάλι, ενός μεγάλου
όγκου στοιχείων και πηγών, και φυσικά
των (δημοσιευμένων και μη) κειμένων του
Χατζόπουλου, αλλά και των απόψεων των
κύριων ρευμάτων του σοσιαλισμού στην
Ελλάδα και διεθνώς, αποκαθίσταται η
εικόνα του Χατζόπουλου ως ενός θεωρητικά
και πολιτικά πρωτοπόρου μαρξιστή, ο
οποίος συνέβαλε ποικιλόμορφα (ως πολιτικό
πρόσωπο, θεωρητικός συγγραφέας και
μεταφραστής) στη διάδοση και ανάπτυξη
του σοσιαλισμού και του μαρξισμού στην
Ελλάδα. Ενός θεωρητικού που μπορεί να
αξιολογεί όχι μόνο τα αντιμαχόμενα
σοσιαλιστικά και μαρξιστικά ρεύματα
της εποχής του (π.χ. τους «ορθόδοξους
μαρξιστές» υπό τον Κάουτσκι κατά την
περίοδο μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
από τη μια, και τους «ρεβιζιονιστές»
υπό τον Μπερνστάιν από την άλλη), αλλά
ακόμα και τα έργα των Μαρξ και Ένγκελς,
με τα οποία ο Κώστας Χατζόπουλος ήταν
εξοικειωμένος. (2)
Στο τμήμα αυτό της
ανάλυσής του, ο Μάρκος Γκιόλιας προφυλάσσει
πλήρως τον αναγνώστη από τη δεύτερη
δυσκολία που επισημάναμε, αυτή που
σχετίζεται με την καταστατική εσωτερική
σχισματικότητα του σοσιαλισμού και του
μαρξισμού. Όχι μόνο μας παραθέτει το
πανόραμα των διαφορετικών τάσεων και
ιδεολογικών ρευμάτων του σοσιαλισμού,
αλλά εστιάζοντας στην πρωτοπόρα στάση
και σκέψη του Κώστα Χατζόπουλου, δείχνει
ότι μόνο μέσα από τη σύγκρουση, τη σύνθεση
και την ανασύνθεση των τάσεων αυτών
μπορεί να προκύψει το προχώρημα του
σοσιαλιστικού κινήματος και της
μαρξιστικής θεωρίας, αλλά και η σύνδεσή
τους με το εργατικό κίνημα. Εστιάζοντας
στον Χατζόπουλο, ο συγγραφέας μάς
παρουσιάζει τις εντάσεις και συγκλίσεις
μεταξύ δημοτικισμού και σοσιαλισμού,
την εξέλιξη του κινήματος και των τάσεών
του στα βασικά αστικά κέντρα της Ελλάδας,
αλλά και σε χώρες της Δ. Ευρώπης και στην
Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Στο πλαίσιο
αυτό, ο Μάρκος Γκιόλιας έρχεται αντιμέτωπος
με εκείνη τη θεωρητική παράδοση που ο
ίδιος ονομάζει «παραχαράξεις του
δογματισμού». Στις λίγο-πολύ αναπαραγόμενες
απαξιωτικές και στρεβλωτικές κρίσεις
για τον Κώστα Χατζόπουλο ιστορικών της
επίσημης Αριστεράς κατά τις δεκαετίες
του 1940, 1950 ή και αργότερα, ο Μάρκος
Γκιόλιας αντιπαραθέτει τεκμηριωμένα
τις θέσεις του Χατζόπουλου, καταδεικνύοντας
τη συνάφειά τους με τις αναλύσεις των
Μαρξ και Ένγκελς, αλλά και άλλων θεωρητικών
του μαρξισμού.
Γίνεται έτσι φανερό
ότι ο Μάρκος Γκιόλιας υπερβαίνει και
την τρίτη δυσκολία στην οποία αναφερθήκαμε.
Η «θέση του παρατηρητή» την οποία
επιλέγει, είναι εκείνη του κριτικού και
αντιδογματικού σοσιαλιστή και μαρξιστή.
Είναι η θέση που επιτρέπει στον ιστορικό
να αναλύσει κριτικά και να κατανοήσει
το εργατικό κίνημα και την εξέλιξή του
με βάση την επιστημονική μέθοδο και τις
έννοιες που εισήγαγε ο Μαρξ, χωρίς
προειλημμένες θέσεις και χωρίς να
φοβάται τα οποιαδήποτε ευρήματα της
έρευνάς του. Με άλλη διατύπωση, κατανοεί
ότι η κριτική μέθοδος του Μαρξ οφείλει
να εφαρμόζεται επίσης και στην ιστορία
του εργατικού κινήματος, αλλά και του
ίδιου του μαρξισμού.
Στο
σημείο αυτό ας μου επιτραπεί, εντούτοις,
να δώσω έμφαση στο μοναδικό σημείο
διαφωνίας που έχω με την ανάλυση του
Μάρκου Γκιόλια, και το οποίο αφορά τη
μεταστροφή της θεωρητικής προσέγγισης
και δράσης του Κώστα Χατζόπουλου μετά
την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου
το 1914. Όπως είναι γνωστό, η έκρηξη του
Πολέμου προκάλεσε ένα τεράστιο ρήγμα
στην παγκόσμια μαρξιστική Αριστερά,
που σχηματικά αποτυπώνεται στη διάσπαση
ανάμεσα στη Β΄ και τη Γ΄ Διεθνή. Για
όσους θα ακολουθήσουν την Γ΄ Διεθνή, ο
μέχρι τότε «ορθόδοξος μαρξιστής» και
επαναστάτης Κάουτσκι γίνεται αποστάτης,
για να αναφέρουμε μόνο ένα παράδειγμα.
Στην
Ελλάδα, η διάσπαση του διεθνούς μαρξιστικού
σοσιαλισμού επικαλύπτεται με τον «εθνικό
διχασμό», τη διάσπαση της ίδιας της
κυβερνητικής εξουσίας στην κυβέρνηση
των Αθηνών και σε εκείνην της Θεσσαλονίκης.
Μέσα στη συγκυρία του εθνικού διχασμού,
μου είναι προφανές ότι η θεωρητική και
πολιτική στάση του Κώστα Χατζόπουλου,
μεταστρέφεται. Κατά την περίοδο 1909-1913,
όταν η μεταρρυθμιστική-«ανορθωτική»
κίνηση του Ε. Βενιζέλου επεδείκνυε τον
μέγιστο φιλεργατισμό της (εργατική
νομοθεσία κλπ.), ο Χατζόπουλος παρέμενε
δριμύς επικριτής της αστικής εξουσίας
και της στρατηγικής εδαφικής επέκτασης
δια των Βαλκανικών Πολέμων, ακολουθώντας
την πολιτική της αριστερής ή «ορθόδοξης»
πτέρυγας των σοσιαλιστών της εποχής:
«Στο
αίσθημά μου είναι τόσο αποκρουστικός
ο πόλεμος, τόσο ανήθικος στη σοσιαλιστική
αντίληψή μου […]». «Είναι φοβερό να
βλέπει κανείς τους άμοιρους λαούς να
κυλιούνται στο αίμα για να πέσουνε από
τη μια σκλαβιά στην άλλη». (Παρατίθεται
στο Γκιόλιας 1996: σσ. 362-63).
Αντίθετα,
μετά το 1914 τάσσεται υπέρ της συμμετοχής
της χώρας στον Πόλεμο στο πλευρό της
Αντάντ. Στο πλαίσιο αυτό μεταλλάσσει
και τη στρατηγική του στο εσωτερικό του
σοσιαλιστικού κινήματος: Όπως σημειώνει
ο ίδιος ο Μάρκος Γκιόλιας, «αναζητεί
ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές συμμαχίες
για την αντιμετώπιση της καπιταλιστικής
επίθεσης στις εργατικές κατακτήσεις.
Στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης, ο
Χατζόπουλος ανοίγεται κατά την πορεία
προς τους Κοινωνιολόγους, αλλά
και τους προοδευτικούς φιλελεύθερους»
(σ. 446).(3)
Νομίζω ότι ο Μάρκος Γκιόλιας
δεν αναδεικνύει αυτή την τομή στην
πορεία και τη σκέψη του Χ., καίτοι βεβαίως
την περιγράφει. Μοιάζει να συμμερίζεται
την αναγκαιότητα αυτής της μεταστροφής,
χωρίς να τη θεμελιώνει.
Ο εθνικός
διχασμός δεν είναι η ιστορία της
σύγκρουσης ανάμεσα σε δυο «στρατηγικές
εξάρτησης» της Ελλάδας από «ξένες
δυνάμεις», ούτε η διαμάχη ανάμεσα μερίδες
του κεφαλαίου. Είναι η ιστορία της
σύγκρουσης δύο στρατηγικών διαχείρισης
των γενικών αστικών συμφερόντων,
σύγκρουσης που μορφοποιήθηκε και
τροφοδοτήθηκε από την παρέμβαση των
μαζών.
Όταν η άρνηση των συμμάχων της
Αντάντ, αρχικά, στην ελληνική πρόταση
για συμμετοχή στον Πόλεμο (λόγω της
μέχρι τότε ουδετερότητας της Τουρκίας
και της Βουλγαρίας) και η έκβαση του
Πολέμου, στη συνέχεια (νίκες και προέλαση
των Κεντρικών Δυνάμεων), οδήγησαν στη
διαφωνία Βενιζέλου-Βασιλιά και στην
παράταση της ελληνικής ουδετερότητας,
τότε ήρθε ακριβώς η παρέμβαση των λαϊκών
μαζών της Νότιας Ελλάδας για να ακυρώσει
για έναν τουλάχιστο χρόνο την από
καταβολής ελληνικού κράτους επεκτατική
στρατηγική του αστισμού (τη «Μεγάλη
Ιδέα»). Από τον Φεβρουάριο ως τον Νοέμβριο
του 1915, η ουδετερότητα αναδεικνύεται
σε ηγεμονική (αστική) πρόταση
διακυβέρνησης.
Η μοναρχική στρατηγική
εξασφάλισε την υποστήριξη της μεγάλης
πλειοψηφίας των κινητοποιημένων λαϊκών
μαζών της παλιάς Ελλάδας, που είχαν ήδη
χύσει το αίμα τους στους πολέμους του
1912-13. Έτσι η υποστήριξη προς τη μοναρχική
πολιτική στρατηγική προσέλαβε ένα
ανοιχτά αντιπολεμικό περιεχόμενο και
χαρακτήρα, δεν ταυτιζόταν δηλαδή κατ’
ανάγκην με το γενικότερο πολιτικό
πρόγραμμα ή την ιδεολογία του μοναρχισμού.
Ήταν τελικά αγώνας ενάντια στη «Μεγάλη
Ιδέα», ενάντια στην κυρίαρχη επεκτατική
στρατηγική του ελληνικού αστισμού από
την ίδρυση ακόμα του ελληνικού κράτους,
στρατηγική που από το 1912 και μετά είχε
αρχίσει να γίνεται πραγματικότητα.
Ογκώδεις
διαδηλώσεις στην Αθήνα και αντίστοιχες
μαζικές εκδηλώσεις των επιστράτων,
καταδικάζουν τον πόλεμο και τη στρατηγική
του Βενιζέλου και συντάσσονται έτσι
πίσω από τις σημαίες της βασιλικής
παράταξης. Την ίδια στάση υιοθετούν και
οι περισσότερες σοσιαλιστικές οργανώσεις
της εποχής. Η παλιά Ελλάδα στην πλειοψηφία
της τάσσεται με την κυβέρνηση των
Αθηνών.
Μια αντίστοιχη μαζική υποστήριξη
υπέρ του Βενιζέλου, εκδηλώνεται βέβαια
στη Θεσσαλονίκης. Η βενιζελική παράταξη,
που έκφραζε την πάγια επεκτατική
στρατηγική του ελληνικού κεφαλαίου,
βρήκε σημαντική λαϊκή υποστήριξη, κυρίως
από τον ελληνικό πληθυσμό της Βόρειας
Ελλάδας, που αισθανόταν να απειλείται
άμεσα από τις βουλγαρικές βλέψεις στη
Μακεδονία. Το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα
του βενιζελισμού, συνέβαλε επίσης
αναμφίβολα στην εξασφάλιση αυτής της
υποστήριξης. Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει
να αντιληφθούμε το γεγονός ότι ένα από
τα πρώτα μέτρα που πήρε η προσωρινή
βενιζελική κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης
ήταν η αγροτική μεταρρύθμιση, η
απελευθέρωση δηλαδή των κολίγων της
νέας Ελλάδας κι η διανομή της γης των
τσιφλικιών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι
όταν ο στόλος της Αντάντ αποκλείει τα
λιμάνια της παλιάς Ελλάδας και αποβιβάζεται
στον Πειραιά το Νοέμβριο του 1916, η
κυβέρνηση της Αθήνας επιχειρεί να έρθει
σε ένα συμβιβασμό με την Αντάντ και να
παραδώσει ειρηνικά την εξουσία στον
Βενιζέλο. Η παρέμβαση όμως των
αντιβενιζελικών μαζών και των επιστράτων,
υπήρξε τόσο βίαιη («εφονεύθησαν 35 άνδρες
των συμμάχων και ετραυματίσθηκαν 80,
φονευθέντων και 40 περίπου Ελλήνων»
[στις 18 και 19.11.1916], Δασκαλάκης, Χ..:
«Νεώτεροι χρόνοι», σε Μεγάλη Ελληνική
Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΙΔ΄ [Ελλάς],
Αθήνα 1934, σ. 596), που η προοπτική αυτή
ακυρώνεται.
Με την έννοια αυτή έχει
απόλυτο δίκιο ο παλαίμαχος μαρξιστής
θεωρητικός Σεραφείμ Μάξιμος, μέχρι το
1927 μέλος του Πολιτικού Γραφείου και
κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ,
όταν γράφει:
«Η σύγκρουση δυο αστικών
μερίδων εξελίχθηκε σε σύγκρουση τάξεων,
κατά την οποία τα κοινωνικώς καταπιεζόμενα
στρώματα σηκώσανε την αντιβενιζελική
σημαία ως σύμβολο αγώνος κατά του
κεφαλαίου» (Μάξιμος Σ., Κοινοβούλιο ή
Δικτατορία, εκδ Στοχαστής 1975, σ. 14. Η
πρώτη έκδοση του βιβλίου έγινε το 1928).
Χαρακτηριστικό της υποστήριξης που
εξασφάλισε η αντιπολεμική στάση της
αντιβενιζελικής παράταξης είναι και
το γεγονός ότι στις εκλογές της 1-11-1920,
το κόμμα των Φιλελευθέρων συγκέντρωσε
μόλις 44,1% των ψήφων έναντι 55,9% της
αντιβενιζελικής Ενώσεως (στην οποία
συμμετείχε και το ΣΕΚΕ που λίγο αργότερα
μετονομάστηκε σε ΚΚΕ), παρ’ ότι οι
εκλογές διεξήχθησαν αμέσως μετά τη
γνωστοποίηση των αποφάσεων της Συνθήκης
των Σεβρών, με τις οποίες είχε «δικαιωθεί
ιστορικά» ο Βενιζέλος (προσάρτηση
Ανατολικής Θράκης και περιοχής της
Σμύρνης).
Η τελική επικράτηση της
επεκτατικής-ιμπεριαλιστικής στρατηγικής
θα ήταν αδύνατη χωρίς την επιδείνωση
της διεθνοπολιτικής συγκυρίας
(γερμανοβουλγαρική εισβολή στην ελληνική
Μακεδονία) και την αντίστοιχη υποστήριξη
που βρήκε η στρατηγική αυτή από τις
λαϊκές τάξεις της Βόρειας Ελλάδας.
Η
προσέγγιση του Κώστα Χατζόπουλου, στη
συγκυρία που μόλις περιγράψαμε, προς
τους «Κοινωνιολόγους» (4) και την ευρύτερη
βενιζελική στρατηγική, εκφράζει κατά
τη γνώμη μου, μια ευρύτερη ιδεολογική
και πολιτική μεταστροφή, στην οποία ο
Μάρκος Γκιόλιας ίσως έπρεπε να δώσει
περισσότερη έμφαση.
Σε καμία περίπτωση
πάντως, η διαφωνία που διατυπώνω εδώ,
ως προς τα συγκεκριμένα αυτά ζητήματα
της πολιτικοϊδεολογικής μεταστροφής
του Χατζόπουλου και της αποτίμησης του
«εθνικού διχασμού», δεν μειώνει την
τόσο εξαιρετική συμβολή του Μάρκου
Γκιόλια ως ιστορικού του εργατικού
κινήματος. Το εργατικό κίνημα στην
Ελλάδα και ο Κώστας Χατζόπουλος, αποτελεί
εξαιρετική συμβολή στην ελληνική
ιστοριογραφία, που αξίζει να διαβαστεί
και να συζητηθεί περαιτέρω.
Σημειώσεις