Χιουμοριστικό χρονογράφημα του Δημήτρη Χατζόπουλου γραμμένο στη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, το 1915, όταν ακόμη δεν είχε εκδηλωθεί το Κίνημα Εθνικής Αμύνης και δεν είχε αρχίσει ο «Εθνικός Διχασμός». Ο Χατζόπουλος χρονογραφούσε ταυτόχρονα σε πολλές καθημερινές εφημερίδες, συχνά διαφορετικού πολιτικού προσανατολισμού, παρ’ όλ’ αυτά κατάφερε πάντοτε να εκφράσει τις εκκεντρικές για την εποχή ιδέες του χωρίς φανατισμό και χωρίς να πάρει ανοιχτά το μέρος της φιλοβασιλικής ή της βενιζελικής παράταξης. Στους «Καιρούς» υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Πολυντώρ». Βλέπουμε ότι πέρασαν 106 χρόνια από τότε που γράφτηκε το άρθρο, κι΄όμως τα επιχειρήματα του «οικονομολόγου» τα ακούμε – σε πιο ήπιο ίσως τόνο- στις καθημερινές μας συζητήσεις και ιδιαίτερα στα τηλεοπτικά κανάλια, ξεστομισμένα από κάθε λογής ειδήμονες και επαΐοντες των οικονομικών…
Γ.Χ.
Εφημερίδα “ΚΑΙΡΟΙ”, 9 Δεκεμβρίου 1915
ΑΘΗΝΑΪΚΑΙ ΩΡΑΙ
Ο ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ
- “Και αν επ΄άπειρον διαρκέση ο πόλεμος, το μόνον κράτος,
που δεν έχει να ζημιωθή είνε η Ελλάς”, είπε χθες δεινός οικονομολόγος
συμπολίτης. Επειδή αντηλλάξαμεν βλέμμα δυσπιστίας, δεν εβράδυνε να μας αναπτύξη
τον κοσμοθεωρίαν του “Εγώ δεν είμαι”, είπε, “διόλου δυσαρεστημένος από όλην
αυτήν την διεθνή περιπέτειαν, πολύ ολιγώτερον από την παραβίασιν της ελληνικής
ουδετερότητος. Ξέρετε τι χρήμα πέφτει εις τον τόπον;” - “Τόσον όπου δεν υπάρχει
πλέον τάλληρον εις την τσέπην μας.” - “Κρίνετε πολύ ταπεινά, περιοριστικά, δεν
έχετε την ευρείαν αντίληψιν του γενικού
καλού.”
Ο Μήτσος Χατζόπουλος στο γραφείο του, γύρω στο 1900, πίνακας αγνώστου ζωγράφου. |
Επειδή δεν την
είχαμεν, ανέλαβε να μας εξηγήση ως εξής:
- “Οι σύμμαχοι κατέλαβον την Τένεδον, την Λήμνον, την
Μυτιλήνην, την Θεσσαλονίκην. Εσκέφθητε, λοιπόν, τι εκατομμύρια εξώδευσαν και εξοδεύουν
εις αυτά τα μέρη; Εκατοντάδες. Ο τόπος θα πλουτίση.” - “Οι προμηθευταί δηλαδή;”
ερριψοκινδύνευσε και είπε κάποιος. - “Μήπως οι προμηθευταί δεν ανήκουν εις τον τόπον;” - “Πως δεν
ανήκουν, αφού παίρνουν τα τρόφιμα του τόπου, τα παίρνουν από το στόμα του λαού
και τα δίνουν εις τους ξένους στρατούς.” - “Ηθέλατε όμως να δίνουν οι ξένοι τα
εκατομμύρια των χωρίς να παίρνουν τίποτε;”
Προ τοιαύτης
λογικής εσιωπήσαμεν και ο δεινός οικονομολόγος εξηκολούθησε:
- “Και πόσα εκατομμύρια εκέρδισεν η ελληνική ατμοπλοΐα, χάρις εις τον πόλεμον;
Τούτο είνε μικρά ωφέλεια δια τη χώραν μας; Μήπως η αλευροβιομηχανία δεν
ετετραπλασίασε τα κεφάλαιά της; Ή εζημιώθησαν αι διάφοροι επιχειρήσεις του
ποδιού;” - “Και του χεριού επίσης”, προσέθεσεν άλλος. “Προπαντός της
λαθροχειρίας. ” - “Αυτά έχει το εμπόριον, κύριοι. Αλλ΄ ας έλθωμεν εις την
οικονομικήν κίνησιν των Αθηνών. Ο πόλεμος ενισχύει την αγοράν της πρωτευούσης,
εκτός των άλλων, και με τριακοσίας χιλιάδας δραχμάς καθ΄εκάστην από τους
ξένους, οι οποίοι κατέφυγον εις την πόλιν μας ένεκα του πολέμου.”
Κατόπιν τοιαύτης
αποκαλύψεως θα ήταν έγκλημα κατά της ευημερίας της ελληνικής πρωτευούσης, αν
ετολμούσε να είχε κανείς αντίρρησιν περί της ωφελιμότητος των ξένων, δι΄ό και ο
ευφυέστατος οικονομολόγος εξηκολούθησε τον ενθουσιασμόν του· “Ξενοδόχοι,
ιδιοκτήται σπιτιών, έμποροι, αμαξηλάται, σωφφαίρ, ανθρακοπώλαι, κρεοπώλαι, αρτοπώλαι,
λαχανοπώλαι εκέρδισαν και κερδίζουν μικράς και μεγάλας περιουσίας. Τα ελάχιστα
αντικείμενα έλαβον εκπληκτικήν αξίαν. Τι σημαίνει τούτο παρά γενναίαν ενίσχυσιν
της αγοράς από αύξησιν της ζητήσεως και της καταναλώσεως; Σας βεβαιώ, ότι οι
έχοντες μεγαλείτερον άδικον, από τους θέλοντας να λήξη ο πόλεμος, είνε οι
έλληνες. Δυνατόν να εζημιώθη και να ζημιώνεται όλος ο άλλος κόσμος από τον
πόλεμον, όχι όμως οι έλληνες.”
Και έπλεεν εις
μακαρίαν ευδαιμονίαν εκ της αναπτύξεως της θεωρίας του. Περίπου μας είχε
κατακεραυνώση, διότι εις κάθε στιγμήν προσέθετε: “Μη λησμονείτε, κύριοι, ότι
ομιλώ περί της κοινής ωφελίας, περί του γενικού καλού.” Ων εκτάκτως αμαθής εις
τα οικονομολογικά, ετόλμησα να τον διακόψω με μίαν πρόστυχον ερώτησιν:
“Ειμπορείτε να μου πήτε κάτι;” - “ Ό,τι θέλετε, διότι πρέπει να σας φωτίσω
εντελώς.” - “Είσθε τόσον καλός διδάσκαλος. Αλλά βρήτε μου μιαν καν δεκάραν από
όλα αυτά τα σκορπισθέντα εκατομμύρια εις τον τόπον, η οποία να κατέληξεν εις τα
λαϊκά βαλάντια. Απ΄εναντίας εις την τεράστιαν αυτήν κίνησιν των εκατομμυρίων,
βλέπομεν, ότι κι΄αν υπήρχε μία δεκάρα εις το λαϊκόν βαλάντιον, εξηφανίσθη και
αυτή ένεκα της γενικής υπερτιμήσεως.” - “Σκέπτεσθε πολύ ταπεινά”, μου
απήντησεν. “Η συγκέντρωσις του χρήματος εις τας χείρας των ολίγων είνε μία μεγαλειτέρα
απόδειξις της οικονομικής ακμής του τόπου. Αλλοίμονον αν τα εκατομμύρια αυτά
περιήρχοντο εις τον λαόν. Θα επήγαιναν χαμένα, διότι ο λαός δεν γνωρίζει να εκτιμά το χρήμα. Αλλά ούτε και του
χρειάζεται το χρήμα. Θέλετε, λοιπόν, να διαφθείρετε τον εργατικόν λαόν, να τον
καταστήσετε άεργον και τρυφηλόν, παρέχοντες εις αυτόν το χρήμα, το οποίον θα
τον κάμη να παύση να εργάζεται;”
Το τελευταίον
ερώτημα του έπεσεν ως βόμβα εις τας κεφαλάς μας. Εσιωπήσαμεν ηττηθέντες κατά
κράτος. Τι απέμεινε πλέον εις αυτόν τον λαόν; Η εργασία του και η στέρησίς του.
Τόσον κακούργος δεν δύναται να είνε κανείς δια ν΄αφαιρέση και την ελαχίστην
αυτήν ευτυχίαν του. Θριαμβευτικώς ο δεινός οικονομολόγος άναψε πούρο Αβάννας
και ανέβη εις το αυτοκίνητόν του.
Ο Πολυντώρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου