Σκωπτικό χρονογράφημα που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Καιροί” στις 6 Ιανουαρίου 1916. Οι καλικάντζαροι κατά τη λαϊκή δοξασία ανεβαίνουν στη γη από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι την γιορτή των Θεοφανείων. Εδώ ο συγγραφέας χαριτολογώντας φαντάζεται ότι οι καλικάντζαροι από τα έγκατα της γης εμφανίστηκαν στην κινηματογραφική αίθουσα όπου ο ίδιος είχε πάει να δει μία περιπετειώδη ταινία.
Απ΄ότι
φαίνεται ο κινηματογράφος, παρόλες τις
δυσκολίες της εποχής – πόλεμος,
αβεβαιότητα, φτώχια- είχε ήδη γίνει
σημαντικό και διαδεδομένο μέσο ψυχαγωγίας.
Στις περισσότερες αίθουσες μάλιστα η
προβολή των ταινιών γινόταν με μουσική
συνοδεία, συνήθως ενός πιάνου, συχνά
όμως η μουσική υπόκρουση ήταν πιο
πολύπλοκη. Στην δεύτερη σελίδα των
“Καιρών” της ίδιας μέρας στη στήλη των
θεαμάτων διαβάζουμε στο πρόγραμμα του
κινηματογράφου ΑΠΟΛΛΩΝ: “... Ο μεγαλείτερος
θρίαμβος της εφετεινής σαιζόν. Αύριον
ο “Μασίστας” από τας 3 μμ. Με την μουσικήν
του Ορφανοτροφείου”.
“ΚΑΙΡΟΙ” 6 Ιανουαρίου 1916
ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ
Υπάρχουν καλικάντζαροι; Έως χθες ενόμιζα, ότι ο παλαιός ελληνικός μύθος, που διασώζει την παναρχαίαν ελληνικήν πλαστικότητα, ήταν ένα από τα πολλά παιγνίδια της λαϊκής φαντασίας. Χθες όμως εις τον κινηματογράφον ήκουσα αίφνης ένα κύριον να λέγη με θυμόν συνεχώς·
- Παληοκαλικάντζαροι! Ξέρω εγώ τι σας χρειάζεται, Η αγιαστούρα!
Όταν άναψαν τα φώτα της αιθούσης, κατά το διάλειμμα, είδα τον κύριον πολύ κόκκινον και ξανάκουσα την θυμωμένην φράσιν του.
- Παληοκαλικάντζαροι!
Τον εκοίταξα απορών και τότε μου είπε·
- Σωστοί καλικάντζαροι, κύριε!
- Αλλά ποίοι, παρακαλώ; ηρώτησα.
- Πως, δεν τους ακούτε να ασχημονούν τόσην ώραν τώρα;
Και μου έδειξεν εκεί πλησίον όμιλον νεανιών, οι οποίοι πράγματι εθορυβούσαν πολύ απρεπώς κατά την παράστασιν.
- Κάτι άκουσα, είπα, αλλ΄επρόσεχα σ΄αυτό το τέρας τον Ερρίκον, ο οποίος διέπραξε τόσα κακουργήματα...
- Α! είνε ανυπόφορη αυτή η νέα γενεά, κύριε! Τι διάβολο, δεν προέρχεται από οικογένειαν, αλλ΄από καπηλείον; Δεν έχουν μητέρας, αδελφάς αυτοί οι καλικάντζαροι, ώστε να βαναυσολογούν τόσον πρόστυχα μέσα εις μίαν κοσμικήν αίθουσαν; Νομίζει κανείς πως όλα αυτά τα αξιοθρήνητα παιδάρια κατοικούν εις οίκον Αφροδίτης και όχι εις οικογένειαν δια να φέρονται έτσι αδιάντροπα.
Είχε γίνη περισσότερον κόκκινος και η φωνή του έτρεμεν από οργήν.
- Αλλά τι έκαμαν, λοιπόν;
- Ό,τι δεν θα έκαναν ούτε καλικάντζαροι. Είδατε αυτήν την ωραίαν Ζερμαίν;
- Πολύ ευγενής κυρία, είπα.
- Λοιπόν μόλις ενεφανίζετο την υπεδέχοντο με βαναυσότητας απάχηδων. Ξεφωνητά, πιπιλίσματα, στεναγμοί, βακχισμοί, όλες οι προστυχιές, αντηχούσαν από τα ιπποτικά των χείλη. Άλλοι εφώναζον· «Πω πωπώ, Θεέ μου!» σαν τα μπακαλόπαιδα εις την θέαν δυστυχισμένου δουλικού. Τα «μωρέ κόμματος!» «μωρέ πράγμα!» ήσαν αι πλέον τριανταφυλλένιες των εκφράσεις. Εις ένα καταγώγιον μέθυσοι θα έχουν περισσοτέραν επιφυλακτικότητα εις το λεκτικόν των. Και αυτά τα παιδιά «καλών οικογενειών», πηγαίνουν εις το σχολείον, μαθαίνουν μουσικήν, ξένας γλώσσας, συχνάζουν εις τα κέντρα, έχουν μητέρας και αδελφάς, πατέρας, θείους αξιοπρεπείς, ανήκουν εις την «καλήν κοινωνίαν». Όχι, αυτή η νέα γενεά δεν βγήκε από σπίτι, αλλά από κάποιο καταγώγιον της οδού Ζήνωνος. Είνε να φτύνη κανείς δι΄όλην την κοινωνικήν ασχημίαν, διότι περί της πλέον μεγαλειτέρας κοινωνικής ασχημίας πρόκειται.
Τώρα είχε φουσκώση ολόκληρος και οι οφθαλμοί του απήστραπταν. Ηθέλησα να τον κατευνάσω·
- Αλλά δεν αξίζει τον κόπον να συγχύζεται κανείς, του είπα, δια τας βαναυσότητας των άλλων.
Διεμαρτυτήθη·
- Αλλ’ αυτό είνε ασέβεια, κύριε, προς τους άλλους. Μια αίθουσα κινηματογράφου δεν ανήκει εις τους καλικατζάρους, αλλ΄ εις την δημοσίαν ευπρέπειαν.
- Ναι, θα έπρεπε να είχαν ίσως οι κινηματογράφοι κοσμήτορας.
- Θα έπρεπε να είχαν οι μπαμπάκες των μάθημα κοινωνικής ανατροφής εις το σπίτι των δια τα παιδιά των, είπεν. Αλλ΄αυτό το μάθημα φαίνεται, ότι είνε άγνωστον πλέον εις τας Αθήνας.
Εν τω μεταξύ έγινε πάλιν σκότος και εις την οθόνην παρουσιάσθησαν εκ νέου τα γνωστά πρόσωπα του δράματος. Η ωραία Ζερμαίν εφορούσε κοντήν φούσταν και ενώ ανέβαινεν εις το αυτοκίνητον απεκάλυψε την κνήμην της. Οι καλικάντζαροι έβγαλαν κραυγάς σατύρων· «Φφφφφφ! Μτς ! Μτς ! Μτς ! Πωπωπώ αγριογάμπα!»
- Τους ακούτε, τους ακούτε; Μου είπεν ο θυμωμένος κύριος. Τι προστυχιά! Ούτε ναύται του καταστρώματος δεν εκδηλώνουν κατ΄αυτόν τομν τρόπον την αισθητικήν των.
Τώρα ενεφανίσθη εις την οθόνην η παχουλή καμαριέρα της ωραίας Ζερμαίν και οι καλικάντζαροι ήρχισαν να της στέλνουν θορυβώδη φιλήματα, πλαταγίζοντες τα χείλη. Το πράγμα ήτο εκτάκτως άσχημον, αλλά και όχι ολίγον τερπνόν, οπότε είδα εις το σκιόφως της αιθούσης ν΄ανυψούται με ορμήν η ράβδος του θυμωμένου κυρίου. Έπεσεν με αρκετόν κρότον εις την ράχιν δυο τριών καλικαντζάρων επανειλημμένως.
Κραυγαί απροσδοκήτου άλγους αντήχησαν εις το αόρατον σκιόφως, έπειτα έγινεν απόλυτος σιγή, μετά παρατεταμένα σςς των θεατών και ηδυνήθημεν να παρακολουθήσωμεν ανενοχλήτως τας περεταίρω περιπετείας της ωραίας Ζερμαίν. Όταν άναψαν πάλιν τα φώτα δεν υπήρχεν ίχνος σατύρων δίπλα μας. Ο κύριος είπε τότε ευχαριστημένος.
- Τι τα θέλετε, αυτή η αγιαστούρα είνε θαυματουργός κατά των καλικαντζάρων!
Ο Πολυντώρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου