Σύντομο
διήγημα του Κ.Χατζόπουλου, πρωτοδημοσιέυτηκε
στο περιοδικό “Νέα Ζωή” της Αλεξάνδρειας
Αιγύπτου στο τεύχος 7/1912. Στην Αλεξάνδρεια
εκείνη την εποχή υπήρχε έντονο και
δυναμικό ελληνικό στοιχείο, μετά την
Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη ήταν η πόλη με
τον μεγαλύτερο ελληνικό πληθυσμό. ( * )
Στο χώρο του εμπορίου και των συναλλαγών
τα ελληνικά ήταν η πραγματική “lingua
franca”. «Τι
συνοψίζεται σ΄αυτή τη λέξη: Αλεξάνδρεια;
… Πέντε φυλές, πέντε γλώσσες, μια ντουζίνα
θρησκείες, πέντε στόλοι που αυλακώνουν
τα νερά… Και μονάχα η ελληνική δημοτική
φαίνεται να τα ξεχωρίζει…» γράφει ο
Λώρενς Ντάρρελ, στην «Ιουστίνη»
(“Αλεξανδρινό κουαρτέτο” 1957).
Στην
Αλεξάνδρεια κυκλοφορούσε πληθώρα
ελληνικών ημερησίων εφημερίδων, η πιό
δημοφιλής και με μακρά ιστορία ήταν ο
“Ταχυδρόμος”
που ιδρύθηκε το 1880 και συνέχισε να
κυκλοφορεί μέχρι και το 1985.
Εκδίδονταν και πολλά λογοτεχνικά
περιοδικά, ένα από τα πιο σημαντικά ήταν
η “Νέα Ζωή” που κυκλοφόρησε από το 1904
έως το 1927, με την οποία συνεργάστηκαν
τα σπουδαιότερα ονόματα της ελληνικής
λογοτεχνίας και ποίησης της εποχής,
ο Κ. Καβάφης, ο Κ. Παλαμάς, ο Κ. Καρυωτάκης,
ο Ι. Γρυπάρης, ο Ι. Πολέμης, ο Γ. Ξενόπουλος,
ο Μ.
Μαλακάσης ο
Α. Σικελιανός κ.α.
Ο Κώστας Χατζόπουλος φωτογραφημένος στο σπίτι του στην Αθήνα το 1920.
Δημοσιέυτηκε στο τεύχος 332/15-10-1940 της “Νέας Εστίας”.
Στη
“Νέα
Ζωή” ο Χατζόπουλος δημοσίευε συχνά
μεταφράσεις γερμανών κλασσικών
(“μεταφραστικές δοκιμές” τις ονόμαζε)
και για σειρά ετών είχε στο ίδιο περιοδικό
μιά μόνιμη στήλη κριτικής που διακρινόταν
για τον ανορθόδοξο και αυστηρό της τόνο.
Στο ίδιο τεύχος που δημοσιεύτηκε “Η
Αδερφή”, στις σελίδες 351-354 υπήρχε και
το άρθρο του “Ποιητική τέχνη” όπου
σχολίαζε τον “Ίσκιο του πλατάνου” του
Ψυχάρη, τον “Κακό δρόμο” του Ξενόπουλου
και τους “Καϋμούς της Λιμνοθάλασσας”
του Παλαμά, έργο που δεν δίστασε μάλιστα
να χαρακτηρίσει “... άτονο και κουρασμένο,
... ξερό και άψυχο”.
Γ.Χ.
“Νέα Ζωή” Αλεξάνδρειας, τεύχος 7/1912
Η ΑΔΕΡΦΗ
του Κωσταντίνου Χατζόπουλου
Όταν πέθανε η μητέρα και το σπίτι μας σκόρπισε σαν από ξαφνικό άνεμο, η ριπή του πήρε και την αδερφή μακριά. Την κλείσανε σ' ένα σκολειό στη χώρα. Είτανε δέκα χρόνια μεγαλύτερή μου κι ο παππούς κ΄η γιαγιά δεν μπορούσαν να την πάρουν, όπως εμένα, στην έρημη εξοχή που ζούσαν. Έτσι, μαζί με τη θολή θύμηση της μητέρας μου έμεινε και τ'όνειρο μιάς αδερφής, τόσο θολό κι αυτό, όπως μπορούσε να μείνει στο νου ενός παιδιού τριών ή τεσσάρων χρονών. Και θα σβηνότανε ολότελα, αν τ' όνομά της δε ζούσε πάντα στο σπίτι, αν η γιαγιά δεν έδινε του μικρού αδερφού τα φιλιά, που του έστελνε ξεχωριστά σε κάθε γράμμα της και αν πάντα την πρωτοχρονιά δεν έφτανε κάτι εξεπίτηδες γι΄αυτόν. Θυμούμαι ακόμη τη χαρά που είχα μ'ένα μικρό αλογάκι, που κουρδιζότανε κ΄έτρεχε γοργά στο πάτωμα. Μιά μέρα όμως το πήρα να το δείξω ενός χωριατόπουλου, που ερχότανε και παίζαμε όξω στην αυλή. Δεν μπορούσε να κυλίσει καταγίς στα χόρτα κ΄έτσι πήγα και το έβαλα να τρέξει απάνω στη στενή σανίδα, που είχε για γεφύρι το ποταμάκι, που περνούσε μέσα στις ιτιές και στα καλάμια στην άκρη του περιβολιού μας. Δε στοχάστηκα πως μπορούσε να λοξέψει και να πέσει στο νερό. Σαν το βγάλαμε και τόφερα στο σπίτι, δεν κυλούσε πιά. Όταν το έμαθε η αδερφή, έγραψε πως θα φέρει άλλο το καλοκαίρι εκείνο, που θα ερχότανε. Ξεμπέρδεβε με το σκολειό και την περιμέναμε όλοι με χαρά.
Και να ένα δειλινό την έβγαλε το αμάξι στην αυλόπορτα μαζί με τον παππού, που πήγε και την πήρε κάτω στο σκάλωμα, όπου πιάνανε τα βαπόρια. Σαν άκουσα τον κρότο, έτρεξα και γω, μα σαν είδα την αδερφή που πήδηξε από το αμάξι, έχασα μεμιάς όλο το θάρρος μου και γύρεψα να κρυφτώ πίσω από το φουστάνι της γιαγιάς. Μ'έπιασε άξαφνα ντροπή για την παλιά, τη λερωμένη φορεσιά μου και τα χέρια μου τα μαυρισμέν΄από τον ήλιο και τα χώματα. Τ'όμορφο καπέλλο της αδερφής με τα κόκκινα τριαντάφυλλα και με το βέλο, το φανταχτερό της φόρεμα και τ'άσπρα τα σκαρπίνια με το ψηλό τακούνι με ξαφνιάσανε. Συνηθισμένος με τη μαυροφόρα τη γιαγιά, με τις χωριάτισσες, που έβλεπα μόνο εκεί στην ερημιά, δε φανταζόμουνα ποτέ την αδερφή έτσι σαν κυρία, όμοια με τις ζωγραφιές, που ξεκολλούσανε από τα τσίτια και μου δίνανε οι γυρολόγοι. Σα σταματούσανε όξω στην αυλόπορτα και ψούνιζε η γιαγιά.
Έπρεπε, πριν ακόμα ησυχάσει καλά-καλά η αδερφή, να πάει να βγάλει από το μπαούλο της και να μου δώσει το παιγνίδι που περίμενα, για να ξεθαρρέψω και να καθήσω μερικές στιγμές στα γόνατά της. Το παιγνίδι όμως δεν είτανε το αλογάκι που περίμενα. Είτανε μιά μικρή ξύλινη βαρκούλα με λευκό παννί.
“Αυτή δεν έχει φόβο να σκουριάσει” , είπε η αδερφή και μ' άφησε να πάω να δοκιμάσω κάτω στο νερό του ποταμού.
Την άλλη μέρα, που με πήρε η ίδια από το χέρι και πήγαμε μαζί να ρίξουμε τη βάρκα, δεν είτανε πια η χτεσινή κυρία. Φορούσε τσίτινο κοντό φουστάνι, είχε ριγμένη μιά πλατειά μαντήλα στα μαλλιά και μπήκε κι αυτή στο νερό και κυνηγούσαμε μαζί τη βάρκα, που το ρέμα ήθελε να την τραβήξει προς τον καταρράχτη, που βούϊζε απόβαθα πίσω από τις ιτιές. Εκεί στην άκρη του περιβολιού είταν ήσυχο και ρηχό το ποταμάκι. Σερνότανε σουφρώνοντας και μουρμουρίζοντας απάνω στα γιαλιστερά χαλίκια κι απλωνότανε τρεμόλαμπο και λαγαρό μέσα στα θερισμένα κίτρινα χωράφια. Εκεί ερχόμαστε κάθε πρωί και ρίχναμε τη βάρκα. Και γιά ν'ασφαλιστούμε καλήτερα να μη μας φύγει, πλέκαμε μιά δέση με κλαδιά και με χαλίκια παραπέρα εκεί που το ρέμα στένεβε, και καθισμένοι στην άκρη του νερού αμολούσαμε τη βάρκα και την κοιτάζαμε να τρέχει τρεκλιστά, πότε ίσια πότε λοξέβοντας, όπως την έσερνε το ρέμα, όσο που γύριζε και χανότανε μαζί με το ποτάμι πίσω από τα καλάμια. “Πάει, έστριψε στον κόρφο”, έλεγε κάθε φορά η αδερφή.
Πηγαίναμε, την παίρναμε και ξαναρχινούσε το παιγνίδι. Ξαναρμένιζε πάλε η βάρκα και χανότανε πάλε πίσω από τα καλάμια κ΄η αδερφή μου ξηγούσε τι είνε κόρφος και μου μίλαγε για τη θάλασσα, που δεν τη θυμόμουνα ούτε σαν όνειρο από τον καιρό που καθόμαστε στη χώρα. Πως φανταζόμουνα τη θάλασσα δε μου μένει πιά στο νου. Θυμούμαι μόνο πως το ποταμάκι ανοιγότανε μπροστά μου σαν κατιτίς απέραντο κ΄η βαρκούλα με το λευκό παννί μεγάλωνε με τρόπο που να χωρεί και μένα και την αδερφή και την έβλεπα να μας παίρνει μέσα και τους δυό και να κυλά και να χάνεται μαζί με μας σε μακρυνό, άγνωρο, όμορφο ταξίδι.
Έπειτα ήρθε ο πατέρας ξαφνικά ένα βράδι και την άλλη μέρα πήρε μαζί του την αδερφή. Έκλαιγα, όμως δεν ήθελα να πάω και γω, φοβόμουνα τον πατέρα. Πολύ σπάνια τον έβλεπα και δεν άκουγα στο σπίτι πολλά καλά γι΄αυτόν. Και μιά φορά, που πήγε ο παππούς στη χώρα να δει την αδερφή, δε θέλησα να πάω μαζί κι ας πιθυμούσα και γω να δω την αδερφή και να δω κιόλας και τη θάλασσα. Έπειτα ήρθε πάλι ξαφνικά ένα βράδι ο πατέρας και μάλλωσε με τον παππού. Και για καιρό δεν ξαναείδαμε ούτε κείνον ούτε την αδερφή.
Ύστερα όμως ξαναβρέθηκε μιά μέρα η αδερφή στο σπίτι. Πότε ήρθε, πως και ποιος την έφερε δεν το ένοιωσα ή δεν το θυμούμαι. Θυμούμαι μόνο τη θλίψη και τη σιωπή, που έφερε μαζί της. Κάτι χειρότερο, κάτι πιό ανήσυχο από τη σιωπή: έν' αδιάκοπο, ατελείωτο κρυφομουρμούρισμα. Κρυφομουρμούρισμα μέσα στην κάμαρα της αδερφής, όταν έμενε μόνη με τη γιαγιά· κρυφομουρμούρισμα της γιαγιάς με τον παππού παντού, όπου βρισκότανε κι αυτοί μονάχοι τους. Άμα βλέπανε μπροστά τους άλλον, πάβανε και ξαναέπεφτε η σιωπή πιό θλιβερή.
Τα μάτια της γιαγιάς είτανε σκοτεινά και δακρυσμένα κάποτε, ο παππούς σεργιανούσε αδιάκοπα πέρα δώθε στο μακρί χαγιάτι και ζάρωνε τα φρύδια, όπως το συνηθούσε, και κάπνιζε και μιλούσε μοναχός.
Η γιαγιά έλεγε πως η αδερφή ήταν άρρωστη, πως κρύωσε στο δρόμο. Μα δε φέρανε το γιατρό ούτε τότες ούτε ύστερα. Η γιαγιά καθότανε σιμά της και της χάδεβε το χέρι και τα μαλλιά, μα ο παππούς δεν έμπαινε ποτέ στην κάμαρα της αδερφής. Κ΄η αδερφή πάλι δεν έβγαινε ποτέ αποκεί. Κλεισμένη μέσα κι όσο ο χειμώνας σκοτείνιαζε το περιβόλι και την εξοχή, κλεισμένη μέσα κι άμα με την άνοιξη φούντωσε ξ αυλή μας, γέμισε ήλιο η λαγκαδιά και λιώσανε στα βουνά τα χιόνια. Δε θέλησε ναρθεί ούτε μία φορά να ρίξουμε τη βάρκα στο ποταμάκι, που ξεθόλωσε και ρήχηνε και καθώς ζέστανε ο καιρός μπορούσα πάλι να βουτώ μες το νερό. Η αδερφή καθότανε πάντα γερμένη στον καναπέ, σκυφτή στο κέντημά της, χλωμή κι αγέλαστη, αδύνατη και σιωπηλή. Μ' έπαιρνε κοντά της και με κοίταζε στα μάτια δίχως να μιλεί. Μόνο μιά μέρα, καθώς ακκουμπούσε στο παράθυρο και κοίταζε μέσα στο ανοιγμένο τζάμι, όπου καθρεφτιζότανε η αυλή κ΄οι ράχες πέρα, μου είπε άξαφνα:
“Δες, τι όμορφα που είναι δω μέσα”.
Έσκυψα στον ώμο της και κοίταξα καλύτερα. Το πηγάδι με τις ροδοδάφνες ένα γύρο φαινότανε μπροστά μπροστά, πίσω μαύριζε ψηλόλιγνο ένα κυπαρίσσι, έπειτα πρασινίζανε τα δέντρα του περιβολιού κι΄αποκάτω τους έλαμπε στο βάθος μιά στενή λωρίδ' από το ποταμάκι. Πολλές φορές είχα δει καθρεφτισμένη εκεί στο τζάμι την εικόν' αυτή της λαγκαδιάς· όμως την ώρα εκείνη, καθώς έγερνα στην αφερφή κ΄είχα μπροστά μου το αδυνατισμένο πρόσωπό της με τα βαθουλά τα μάτια, μου φάνηκε πως η εικόνα, που δειχνότανε στο τζάμι, την έβλεπα και γω με τα θλιβερά μάτια της αδερφής. Κ΄έμεν΄αμίλητος και κοίταζα εκεί μέσα και θυμούμαι πως το γνώριμο αυτό μέρος – όπως καθρεφτιζότανε σκουρότερο, όπως το φωτούσε κει θαμπότερα, πνιγμένα ο ήλιος και τ' άνθη από τις ροδοδάφνες κοκκινίζανε σπαρτά σα φλόγες – μου φάνταζε άξαφνα σαν κόσμος άγνωστος και νέος, παράξενος και μαγικός.
“Μόνο εδώ μέσα είν' όμορφος ο κόσμος”, ξαναείπε η αδερφή. Είτανε τα στερνά της λόγια που άκουγα.
Έπειτ' από λίγες μέρες το σπίτι βρέθηκε στο πόδι ένα πρωί. Η γιαγιά, που μπήκε στην κάμαρα, δεν βρήκε την αδερφή. Τη γυρέψανε παντού, όσο που τη βγάλανε νεκρή από το ποταμάκι, κάτω εκεί στον καταρράχτη πίσω από τις ιτιές, όπου μας έσερνε το ρέμα τη βαρκούλα. Τη φέρανε σκεπασμένη στο σπίτι. Είδα μόνο τα μαλλιά της, που στάζανε νερό, και τις άκρες από τα γυμνά πόδια της.
Η σιωπή ξαναβασίλεψε στο σπίτι. Δε λύθηκε ούτε όταν ήρθε ο πατέρας την άλλη μέρα και θάψανε την αδερφή. Δεν έμαθα την αφορμή ποτέ, η αδερφή έπνιξε μαζί της το κρυφό. Δεν το φανέρωσε η γιαγιά όσο έζησε κι ο πατέρας, όταν ύστερα πήγα μαζί του, δε μελέτησε ποτέ τ'όνομα της αδερφής. Μιά φωτογραφία της, από τον καιρό που είτανε στο σκολειό στη χώρα, έστεκε στο κομό της σάλας. Έπειτα χάθηκε κι αυτή, δεν την ξαναείδα. Ωστόσο δε λησμόνησα ποτέ το πρόσωπο της αδερφής. Το βλέπω πάντα σκυφτό μπροστά στο τζάμι του παλιού σπιτιού, εκεί που γέρνω κάποτε και εγώ να δω για μιά στιγμή όμορφο τον κόσμο.
ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ
___________
(
* ) Στην Αλεξάνδρεια έχουν γεννηθεί μία
σειρά από Έλληνες καλλιτέχνες και άνθρωποι των
γραμμάτων. Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, η
Πηνελόπη Δέλτα, ο Κωνσταντίνος Παρθένης,
ο Αλέξανδρος Ιόλας, ο Νίκος Τσιφόρος, ο
Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Γιάννης Χρήστου,
η Σούλη Σαμπαχ, ο Ζωρζ Μουστακί, ο Μάνος
Λοϊζος, ήταν αλεξανδρινοί. Ο Στρατής
Τσίρκας είχε γεννηθεί στο Καϊρο.
Στην
Αλεξάνδρεια είχε εγκατασταθεί και ο
μικρότερος αδελφός του Κ. Χατζόπουλου,
ο Ζαχαρίας Χατζόπουλος (1880-1935),
δημοσιογράφος, δραστήριος στον
φιλολογικό-αναρχο-συνδικαλιστικό χώρο,
το 1913 εξέδωσε στην Αίγυπτο τα βιβλία “Η
κλειστή θύρα” και “Χαρά και ηδονισμός
εις την επανάστασιν”.
https://lekythos.library.ucy.ac.cy/handle/10797/22834
https://cavafy.onassis.org/el/creator/nea-zoi-alexandria-magazine-el/
Ιστοσελίδα
της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξανδρείας
https://ekalexandria.org/el/%ce%af%ce%b4%cf%81%cf%85%cf%83%ce%b7/%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%81%ce%af%ce%b1/#.YdVua8nMI9A
https://web.archive.org/web/20120813190427/http://wwk.kathimerini.gr/kath/7days/1993/10/24101993.pdf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου