Έχω
ξαναμιλήσει για το άκρως ενδιαφέρον - και
δυσεύρετο - βιβλίο του
Μάρκου Α. Γκιόλια "Το Εργατικό Κίνημα
στην Ελλάδα και ο Κώστας Χατζόπουλος"
(Εκδόσεις Π. Μοσχονά, Αγρίνιο 1996). Ένα
θέμα που δεν έχει αναλυθεί αρκετά είναι
η διαφορετική κατεύθυνση που πήρε με
το πέρασμα του χρόνου η αρχικά παράλληλη
ιδεολογική πορεία των δύο αδελφών Κώστα
και Δημήτρη. Από τον άκρατο νιτσεϊσμό
και ελιτισμό της εποχής της “Τέχνης”
και του “Διόνυσου” μετά από δέκα σχεδόν
χρόνια οι αδελφοί Χατζόπουλοι βρέθηκαν
απόστολοι της κοινωνικής ισότητας και
αλλαγής, με διαφορετική βέβαια απόχρωση
ο ένας από τον άλλο. Το απόσπασμα από το
βιβλίο του Γκιόλια που παραθέτω εξιστορεί
τη γένεση του ενδιαφέροντος των
Χατζόπουλων για το “κοινωνικό πρόβλημα”,
περιγράφει το πέρασμά τους στη
σοσιαλιστική ιδεολογία και αναλύει με
κάθε λεπτομέρεια την κατοπινή τους
διαφοροποίηση.
Γ.Χ.
Δημήτριος Χατζόπουλος |
Από το βιβλίο του Μάρκου Α. Γκιόλια "Το Εργατικό Κίνημα στην Ελλάδα και ο Κώστας Χατζόπουλος" (Εκδόσεις Π. Μοσχονά, Αγρίνιο 1996).
Ο
Κώστας Χατζόπουλος σε αναφορά με άλλες
εργατοσυνδικαλιστικές και κοινωνιστικές
κινήσεις
Η
«Σοσιαλιστική Συνδικαλιστική Οργάνωσις»
και ο Δημήτριος Χατζόπουλος. Ιδεολογικές
διαφοροποιήσεις των δυο αδελφών
...
Μεγάλη επιρροή αποκτά στη θεωρία και
την πρακτική του ευρωπαϊκού εργατικού
κινήματος κατά την πρώτη δεκαετία του
K' αιώνα ο αναρχοσυνδικαλισμός. Πρόκειται
για ένα ρεύμα, που αναπτύσσεται και
διαμορφώνεται πάνω στις επαναστατικές
παραδόσεις του προυντονισμού, του
μπλανκισμού και του μπακουνισμού. Μετά
τη Συνδιάσκεψη και τον περίφημο Χάρτη
της Αμιένης (Charte d’Amiens) του 1906, ο
αναρχοσυνδικαλισμός οργανώνει επίθεση
εναντίον του μαρξισμού και της
σοσιαλδημοκρατίας, κερδίζοντας την
ιδεολογική υπεροχή στο διεθνές εργατικό
κίνημα[1]. Ο σημαντικότερος θεωρητικός
του εκπρόσωπος την εποχή αυτή είναι ο
George Sorel, που εξακολουθεί ωστόσο να
ονομάζει τον εαυτό του μαρξιστή[1].
Τί
ακριβώς πρεσβεύει ο αναρχοσυνδικαλισμός;
Καταρχήν στηρίζεται απόλυτα στα
συνδικάτα. Υποστηρίζει πως το μεγάλο
όπλο για την ανατροπή του καπιταλισμού
είναι η γενική απεργία[1], απορρίπτοντας
την πολιτική και κοινοβουλευτική δράση.
Αποδίδει μεγάλη σημασία στην αξία της
λεγόμενης «μαχητικής μειοψηφίας»,
δηλαδή των μικρών θαρραλέων ομάδων, για
την υπεράσπιση των συμφερόντων της
εργατικής τάξης. Θεωρεί πως τα συνδικάτα
θα είναι οι παραγωγικές οργανώσεις και
στη μελλοντική κοινωνία. Κηρύσσει το
σύνθημα «καμιά πολιτική στα συνδικάτα».
Αποδοκιμάζει τα πολιτικά κόμματα και
τη συμμετοχή στις εκλογές και στα
κοινοβούλια. Τέλος καλλιεργεί τη
δυσπιστία προς τους πολιτικούς αγώνες
και αναγορεύει τους συνδικαλιστές ως
μόνους ποδηγέτες της κοινωνίας[1].
Ο
αναρχοσυνδικαλισμός, γέννημα και θρέμμα
πρωτίστως του γαλλικού εργατικού
κινήματος, έχει και στην Ελλάδα τις
απηχήσεις του. Εισηγητής της συνδικαλιστικής
θεωρίας και πράξης στο ελληνικό εργατικό
κίνημα θεωρείται κατά την εποχή αυτή ο
Δημ. Χατζόπουλος, μικρότερος αδερφός
του Κώστα. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται
ο Δημ. Χατζόπουλος από τους συγχρόνους
του κοινωνιστές ιδεολόγους ως
«αρχισυνδικαλιστής»[2]. Τη συμπάθειά
του προς τον συνδικαλισμό ο Δημ.
Χατζόπουλος δείχνει από τη νεαρή του
ακόμα ηλικία.
Σε μια σειρά άρθρων του
στην εφημερίδα Άστυ του 1894, ο Δημ.
Χατζόπουλος ασχολείται διεξοδικά με
τα εργατικά επαγγέλματα της ελληνικής
πρωτεύουσας, τις ανθυγιεινές συνθήκες
εργασίας, τα προβλήματα στέγασης και
διατροφής των εργατών, τα σωματεία, τις
απεργίες. Επίσης καταγράφει κάποια
πολύτιμα στατιστικά στοιχεία για τα
αθηναϊκά εργοστάσια, τους εργάτες και
τις εργάτριες ορισμένων κλάδων, τα
ημερομίσθια, την παραγωγή, ενώ αναφέρεται
και στην ιστορική εμφάνιση μερικών
επαγγελμάτων. Και είναι τότε ο Δημ.
Χατζόπουλος μόλις είκοσι δύο ετών. Πολλά
από τα στοιχεία αυτά χρησιμεύουν ως
γνωσιακό υλικό για το εργατικό κίνημα
και στον Κώστα Χατζόπουλο.
Ιδιαίτερη
συμπάθεια εκδηλώνει ο Δημ. Χατζόπουλος
για τους τυπογράφους, που αρκετοί είναι
«σοσιαλισταί» και οι «περισσότερον
ανεπτυγμένοι» από τους άλλους εργάτες,
ενώ εξαίρει τη σωματειακή τους οργάνωση
και τον απεργιακό τους αγώνα για την
αύξηση «κατά 50% του ημερομισθίου των»[3].
Για τους σιδεράδες γράφει πως εργάζονται
από το πρωί ίσαμε το βράδυ και «ζουν και
τρέφονται» με μεγάλες στερήσεις. Σε
κάθε εργαστήριο απασχολούνται 5 περίπου
εργάτες, ενώ τα ¾ του συνόλου τους έχουν
«πολυμελείς οικογενείας». Τα σιδεράδικα
δεν είναι δικά τους, αλλά τα ενοικιάζουν
με πολύ υψηλό μίσθωμα[4].
Ανάλογη είναι
η κατάσταση των εργατών και στα
επιπλοποιεία. Στην Αθήνα, λέγει ο Δημ.
Χατζόπουλος, υπάρχουν 15 επιπλοποιεία,
που μερικά έχουν ατμοκίνητα μηχανήματα
και απασχολούν 1.500 εργάτες με ημερομίσθιο
για τους εξειδικευμένους 7 δραχμές.
Επίσης υπάρχουν 10 ταπετσαρίες και 2.000
μαραγκοί με ημερομίσθιο 4 δραχμές. Όλοι
αυτοί εργάζονται «καθ’ όλην την ημέραν»
και ζουν πολύ «στενοχωρημένα»[5], ενώ
δεν είναι οργανωμένοι σε επαγγελματικούς
«συνδέσμους» για να πιέζουν την εργοδοσία
προς αύξηση των αποδοχών τους.
Εξίσου
ζωηρά ενδιαφέρουν τον Δημ. Χατζόπουλο
και οι εργάτες στα μαρμαράδικα. Στην
Αθήνα υπάρχουν 5 μεγάλα μαρμαρογλυφεία,
που απασχολούν 300 εξειδικευμένους
τεχνίτες. Η ετήσια πρόσοδος από τη
μαρμαρογλυφία ανέρχεται σε 500.000 δραχμές.
Επίσης στα λατομεία μαρμάρων εργάζονται
500 εργάτες, που κατοικούν σε ανθυγιεινά
«υπόγεια» και τρώγλες, πληρώνοντας
μηνιαίο μίσθωμα ως 20 δραχμές. Κι εδώ ο
χρόνος εργασίας μετριέται με το μήκος
της ημέρας[6].
Όσο για τη βιομηχανία
της υποδηματοποιίας, αυτή τονίζει ο
Δημ. Χατζόπουλος ακμάζει πραγματικά,
αλλά η κατάσταση των εργατών δεν είναι
καλύτερη. Στα μεγάλα καταστήματα
εργάζονται 40-45 εργάτες και 15 εργάτριες,
που «πληρώνονται κατ’ αποκοπήν». Το
ημερομίσθιο για τους τεχνίτες σανδαλοποιούς
είναι 4-5 δραχμές, ενώ για τους τσαρουχάδες
2,30 δραχ. Οι υποδηματοποοί ιδρύουν το
1848 το σωματείο τους, που τώρα αριθμεί
600 μέλη. Το 1858 κάνουν την πρώτη απεργία
τους, ενώ το 1882 τη δεύτερη, που κρατάει
δυο μήνες[7].
Για τα πολυάριθμα εργατικά
ατυχήματα, επισημαίνει ο Δημ. Χατζόπουλος,
δεν λαμβάνεται καμιά πρόνοια ή προστασία.
Τραγική είναι η κατάσταση των οικοδόμων,
που τραυματίζονται κατά την εκτέλεση
της εργασίας τους. Εγκαταλείπονται
χωρίς ιατρική περίθαλψη, αποζημίωση ή
σύνταξη και ζουν «επαιτούντες»[8]. Ασύδοτη
εξάλλου είναι η εκμετάλλευση της
γυναικείας και παιδικής εργασίας στους
διάφορους τομείς της παραγωγής. Στα
εργαστήρια της «λαιμοδετοποιίας»
απασχολούνται ως εργάτριες πολλές ώρες
την ημέρα κορίτσια των 7 ετών[9].
Επίσης
ο Δημ. Χατζόπουλος ασχολείται με τους
εργάτες και τις εργάτριες και σε άλλους
τομείς: Στα κιβωτοποιεία[10], στα
καπελλάδικα[11], στα κουρεία[12], στα
γαλακτοπωλεία[13], στα κρεοπωλεία[14], στη
μυροποιία[15], στη ζαχαροπλαστική
βιομηχανία[16], στα βιβλιοδετεία[17]. Για
όλες αυτές τις κατηγορίες των εργαζομένων
ο νεαρός Δημ. Χατζόπουλος μιλάει με την
ίδια κοινωνική ευαισθησία. Τα κείμενά
του, που διακρίνονται και για την ποιότητα
του λόγου, δείχνουν ακόμα μια ψυχική
επαφή με το αντικείμενό του, πέρα από
την κοινωνική προσέγγιση και τη γνωσιακή
του ενημέρωση για τα εργατικά
επαγγέλματα.
Οι εμπειρίες και οι
γνώσεις που συγκομίζει ο Δημ. Χατζόπουλος
από τη μελέτη της ζωής και των προβλημάτων
των Ελλήνων εργατών, αποτελούν ως ένα
βαθμό τις πρώτες καταβολές για την
κατοπινή ιδεολογική του πορεία. Όταν ο
ίδιος μεταβαίνει αργότερα στη Γερμανία,
έχει ήδη μια συγκεκριμένη εικόνα για
την κατάσταση της εργατικής τάξης στην
Ελλάδα. Έτσι έλκεται ευκολότερα προς
τον σοσιαλισμό. Μελετάει διάφορα
μαρξιστικά κείμενα και οι άμεσες γνώσεις
του από «τάς εργαζομένας Αθήνας»
αξιολογούνται στο πλαίσιο μιας
κοινωνιστικής αντίληψης. Κατά την
παραμονή του στο Βερολίνο, το 1910, ο Δημ.
Χατζόπουλος δραστηριοποιείται στους
κόλπους του εργατικού συνδέσμου Πρόοδος,
κάνοντας διαλέξεις περί συνδικαλισμού
και σοσιαλισμού.
Ο ιδεολογικός δρόμος
που ακολουθεί ο Δημ. Χατζόπουλος έχει
το χαρακτηριστικό μιας ιδιαίτερης τάσης
μέσα στο ελληνικό εργατικό κίνημα. Όταν
ο Γιαννιός προτείνει στον Κώστα Χατζόπουλο
να έρθει και να μπει επικεφαλής για τη
συγκρότηση του ΣΚΑ, εκείνος του συστήνει
τον Ιανουάριο του 1911 ως συνεργάτη τον
αδερφό του, που προετοιμάζεται να κατέβει
από το Βερολίνο στην Ελλάδα. Η σύσταση
όμως ενέχει και μια ουσιαστική επιφύλαξη,
γιατί ο ίδιος δεν γνωρίζει πώς ακριβώς
αντιλαμβάνεται τον σοσιαλισμό: «Όταν
πρότεινες να κατέβω εγώ στη θέση σου,
έγραψα του αδερφού μου στο Βερολίνο αν
το αποφασίζει αυτός. Φαίνεται θα κατέβει
τον άλλο μήνα. Μπορείς να συνεννοηθείς
μαζί του. Πώς αντιλαμβάνεται το σοσιαλισμό
δεν ξέρω» (Β, α, 20).
Το θέμα μένει σ’
εκκρεμότητα. Ύστερα από δυο μήνες, τον
Μάρτιο του 1911, ο Κώστας Χατζόπουλος
γράφει και πάλι από το Μόναχο: «Μεθαύριο
προσμένω και τον αδερφό μου να περάσει
αποδώ κατεβαίνοντας αυτού. Θα του πω
ό,τι πρέπει. Έχω τρία χρόνια να τόνε δω
και δεν ξέρω πως θα τόνε βρω» (Β, α, 21).
Προς τον ίδιο σκοπό ο Κώστας Χατζόπουλος
γράφει και στον Σπύρο Μελά, συντάκτη
του Χρόνου, καθώς και σε άλλους λογίους
των Αθηνών (Β, α, 21).
Όταν τον Μάιο του
1911 συγκροτείται το ΣΚΑ, ο Δημ. Χατζόπουλος
συμμετέχει ως ιδρυτικό μέλος, σύμφωνα
με τις υποδείξεις του αδερφού του. Ο
ίδιος όμως είναι ήδη προσανατολισμένος
στη συνδικαλιστική εκδοχή του σοσιαλισμού.
Τον ίδιο χρόνο αποχωρεί από το ΣΚΑ και
ιδρύει την Σοσιαλιστικήν Συνδικαλιστικήν
Οργάνωσιν (ΣΣΟ), κατά το πρότυπο του
γαλλικού ερβεϊσμού. Στην κίνηση
εντάσσονται ο Σπ. Μελάς, ο δημοσιολόγος
Άριστος Αρβανίτης, ο Ηρ. Αποστολίδης, ο
τυπογράφος Ιωσήφ και κάποιοι άλλοι, που
αυτονομούνται από το ΣΚΑ και υποστηρίζουν
αποκλειστικά τη συνδικαλιστική πορεία
του εργατικού κινήματος.
Το ιδεολογικό
πρόταγμα για τον Δημ. Χατζόπουλο αποτελεί
η επαγγελματική οργάνωση των εργατών,
αρχή που προτάσσουν και οι Ευρωπαίοι
θεωρητικοί του συνδικαλισμού. Σε δυο
ομιλίες του, που οργανώνονται από την
Εταιρία των Γραμμάτων, ο Δημ. Χατζόπουλος
αναπτύσσει τις αντιλήψεις του για τον
σοσιαλισμό και τους δυο δρόμους για την
πραγματοποίησή του: Ο πρώτος είναι με
«το μέσο της πολιτικής αντιπροσωπείας
στις διάφορες Βουλές». Ο δεύτερος δρόμος
βασίζεται στη δύναμη των συνδικάτων
και την αγωνιστικότητα των εργατών. Κι
αυτό κρίνεται ως «στοιχείο απαραίτητο
για το μη λοξοδρόμημα της Ιδέας σε
αστικές στράτες»[18]. Και βεβαίως ο Δημ.
Χατζόπουλος προκρίνει τον δεύτερο
δρόμο.
Ως εκπρόσωπος των Ελλήνων
«συνδικαλιστών» της εποχής, ο Δημ.
Χατζόπουλος έγραφε σε υψηλούς τόνους:
«Ο συνδικαλισμός κατέκτησε την Γαλλίαν,
την Ιταλίαν και συναντά πεισματικήν
αντίδρασιν εις τάς γερμανικάς χώρας».
Ο ίδιος εκτιμούσε ότι «ο επιστημονικός
σοσιαλισμός του ΙΘ́ αιώνος υπήρξεν η
τραγικωτέρα κωμωδία της ζωής κατά τους
τελευταίους χρόνους». Γι’ αυτό και «οι
εργάται έπαυσαν να πιστεύουν εις αυτόν».
Έτσι «προήχθη το συνδικάτον», που
«επέτυχε το ακατόρθωτον, να δημιουργήση
μεταξύ των εργατών πλήρεις επαναστατικάς
συνειδήσεις, από τα πλήθη, από τον
όχλον»[19].
Αποσαφηνίζοντας περισσότερο
τις θέσεις του για την τακτική και την
ουσία του συνδικαλισμού, ο Δημ. Χατζόπουλος
τόνιζε επιπλέον: «Δια να κατανικήση ο
εργάτης τον εχθρόν του, το κεφάλαιον,
δεν χρειάζεται εμμέσους μεθόδους, αλλά
την άμεσον δράσιν, την γενικήν απεργίαν,
την αυτοκινητοποίησιν της εργατικής
τάξεως […]. Ο συνδικαλισμός κατά τούτο
αντιτίθεται του σοσιαλισμού, ότι ζητεί
την πίστιν, ενώ εκείνος την ξυραφίζει·
ο συνδικαλισμός κατά τούτο συνταυτίζεται
με τον χριστιανισμόν, ότι είναι
μυστικοπάθεια και αντιτίθεται αυτού
ως μέσον ενεργείας, θέλει την αμείλικτον
πάλην αντί της απεριορίστου
αγάπης»[19].
Αναγνωρίζει ο Δημ. Χατζόπουλος
ότι από τον «αρχαιοτάτον ιστορικόν
βίον», ο «τρόπος παραγωγής εκάστης
κοινωνίας κανονίζει και τον βαθμόν, την
έντασιν και την έκτασιν της πάλης των
τάξεων». Το κράτος «απομένει μια ρητή
εκδήλωσις της βίας της κρατούσης τάξεως
επί των λοιπών τάξεων». Επικαλούμενος
τις επιστολές του Engels, γράφει πώς «ο
ιστορικός υλισμός δεν είναι το ασφαλές
κλειδί» για την κατανόηση του «πολυσυνθέτου
φαινομένου της ιστορίας του κόσμου».
Το «οικονομικόν αίτιον παίζει σημαντικόν
ρόλον εις την ιστορίαν», αλλά υφίσταται
και τούτο ποικίλες «επιδράσεις πολιτικών,
θρησκευτικών, κλιματολογικών, γεωγραφικών,
πατριωτικών, ψυχικών, πνευματικών,
ηθικών συλλήβδην αιτίων», που οδηγούν
αναπόφευκτα «τους εργάτας εις
ταξικάς
συγκρούσεις»[20].
Οι διάφορες
τάσεις του ευρωπαϊκού αναρχοσυνδικαλισμού
εναντίον της πολιτικής δράσης και των
κοινοβουλευτικών θεσμών διαχύνονται
και σε άλλα στελέχη της Συνδικαλιστικής
Οργανώσεως. Ο Σπ. Μελάς γράφει για τον
ρόλο των «συνδικαλιστικών μειοψηφιών»
και τον «χρεωκοπημένον κοινοβουλευτισμόν».
Τονίζει πώς οι συνδικαλιστές είναι «μια
μειοψηφία εκλεκτών, οι οποίοι άλλο δεν
περιμένουν παρά την ευκαιρίαν ν’
ανατρέψουν από τα θεμέλια, μ’ έναν
βίαιον τιναγμόν, μ’ ένα ηρωικόν κίνημα
το σάπιον οικοδόμημα της παλαιάς
κοινωνίας». Κι αυτοί «οι σοσιαλισταί
βουλευταί δεν είναι κατά βάθος παρά
μετημφιεσμένοι αστοί, εκμεταλλευταί
του εργάτου πολύ χειρότεροι». Οι
συνδικαλιστές αποτελούν μειοψηφία και
«δια τούτο είναι βέβαιοι δια την νίκην.
Τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα υπήρξαν
έργα των μειοψηφιών»[21].
Από την πλευρά
του ο Ηρ. Αποστολίδης, ενταγμένος επίσης
στην ίδια οργάνωση, εκφράζει ανάλογες
αναρχοσυνδικαλιστικές απόψεις. Δηλώνει
πως είναι «συνδικαλιστής» και «αριστερός»
μ’ αυτή τη σημασία: «Παντού υπήρξα
αριστερός, συνδικαλιστής, άκαμπτος,
αδιάλλακτος, ασυμβίβαστος, στραβόξυλο.
Σοσιαλαρχηγός μόνον δεν υπήρξα ποτέ,
αλλά, τουναντίον, παντού και πάντοτε
εκαλλιέργησα την δυσπιστίαν κατά των
διανοουμένων κατεργαρέων, ως μόνην
εξασφαλίζουσαν τους εργάτας από πάσης
εκμεταλλεύσεως»[22].
Οι αναρχοσυνδικαλιστικές
απόψεις, που επιζητούν ερείσματα στο
ελληνικό εργατικό κίνημα, έρχονται σε
πλήρη αντίθεση με την μαρξιστική θεώρηση
του Κώστα Χατζόπουλου για τον σοσιαλισμό.
Αυτό εξάλλου και τον διαφοροποιεί σε
βάθος από τις ιδεολογικές θέσεις του
αδερφού του για το εργατικό κίνημα.
Είναι άλλωστε γνωστή η καταδικαστική
θέση του Κώστα Χατζόπουλου για τον
«αστικοαναρχικό σοσιαλισμό του Προυντόν»
(Α, 12). Ο ίδιος όμως ο Κώστας Χατζόπουλος
αποφεύγει εξαιτίας του αδερφού του την
ανοιχτή συζήτηση ή αντιπαράθεση με τους
«συνδικαλιστές» των Αθηνών.
Όταν ο
γραμματέας του ΣΚΑ ζητάει από τον Κώστα
Χατζόπουλο μια δημόσια δήλωση αποδοκιμασίας
κατά της «Συνδικαλιστικής Οργανώσεως»
του αδερφού του, εκείνος του απαντάει
πως τα ζητήματα αυτά δεν λύνονται με
τέτοιο τρόπο: «Και το λες σοβαρά πως μια
δική μου δήλωση “θα σάρωνε” το
συνδικαλισμό του αδερφού μου; Αν είμουνα
αυτού και λάβαινα, όπως και θα γινότανε,
μέρος στην κίνησή σας βέβαια, θα’ρχόμουνα
σε σύγκρουση με τον αδερφό μου. Μα από
δω, όσο μάλιστα δεν ξέρω τίποτε θετικότερο
για την ενέργειά του, δεν έχω διαβάσει
ούτε λέξη από όσα γράφει, πώς να βγω στη
μέση σα μανιτάρι που δεν το φύτεψε
κανείς» (Β, α, 32).
Σε άλλη απάντησή του
προς την ηγεσία του ΣΚΑ, ο Κώστας
Χατζόπουλος δίνει το γενικότερο στίγμα
για τον ρόλο του ευρωπαϊκού
αναρχοσυνδικαλισμού και την πολεμική
του κατά του κοινοβουλευτισμού: «Οι
καθαροί σοσιαλιστές έχουνε τη μεγαλύτερη
πολιτική προσοχή των στην κατάχτηση
του κοινοβουλίου. Εκείνοι που πολεμούνε
τον κοινοβουλευτισμό είναι οι
συντικαλιστές, που στη Γαλλία λ. χ.
κάνουνε προπαγάντα στους εργάτες να
μην ψηφίζουνε, με την ιδέα πως το ανακάτωμα
στην πολιτική διαφτείρει τους χαρακτήρες.
Εδώ στη Γερμανία η συνδικαλιστική κίνηση
δεν παίζει απόλυτα κανένα πραχτικό
ρόλο» (Β, α, 36).
Με τις απαντήσεις του
αυτές ο Κώστας Χατζόπουλος τοποθετείται
ουσιαστικά απέναντι στην Συνδικαλιστικήν
Οργάνωσιν του αδερφού του. Αντίθετα
προς την εδραίωση των πολιτικών μορφών
οργάνωσης του εργατικού κινήματος, η
«συνδικαλιστική» κίνηση του Δημ.
Χατζόπουλου ακολουθεί τη δική της
ανεδαφική κατεύθυνση, που τροφοδοτείται
από τα ομόλογα ρεύματα των χωρών της
λατινικής Ευρώπης. Γι’ αυτό και δεν
βρίσκει απήχηση σε πλατύτερα εργατικά
στρώματα. Δραστηριοποιείται στις
ιδεολογικές παρυφές του εργατικού
κινήματος.
Ορισμένες φορές η Σοσιαλιστική
Συνδικαλιστική Οργάνωσις επιχειρεί
και δυναμικές παρεμβάσεις στις πολιτικές
εξελίξεις. Κι όχι σπάνια τα μέλη της
λύνουν με καρεκλιές τις διαφορές με
τους πολιτικούς αντιπάλους τους. Όταν
ιδρύεται το ΕΚΑ, ο Δημ. Χατζόπουλος
προβαίνει ήδη σε μια ανάλογη ενέργεια.
Συγκεντρώνει τους οπαδούς του συνδικαλιστές
κι αποφασίζουν να εισβάλουν βιαίως στην
αίθουσα των εργασιών, με σκοπό ν’
αποδοκιμάσουν την υιοθέτηση της πολιτικής
του «κρατικού σοσιαλισμού» από τους
Φιλελευθέρους. Εμποδίζεται όμως η
είσοδός τους και τελικώς αποσοβούνται
τα επεισόδια.
Απέναντι στην Συνδικαλιστικήν
Οργάνωσιν του Δημ. Χατζόπουλου, το ΣΚΑ
αντιτάσσει τη θέση ότι μόνο με την
«πολιτική οργάνωση» είναι δυνατή η
ποδηγέτηση των εργατών και η απελευθέρωση
της κοινωνίας από τα «νύχια του
κεφαλαιοκρατισμού»[23]. Πρόκειται για
θέση που ο Κώστας Χατζόπουλος καλλιεργεί
ήδη από το 1908 στο ελληνικό εργατικό
κίνημα (Α, 3). Στο πλαίσιο της «συνδικαλιστικής
σχολής» κινείται ο Δημ. Χατζόπουλος κι
ως πρόεδρος του σωματείου των
δημοσιογράφων[24]. Τέλος ο ίδιος, αφού
επαναβεβαιώνει τις πεποιθήσεις του[25],
απόσύρεται από την ενεργό δράση,
διατηρώντας πάντοτε τον τίτλο του
«αρχισυνδικαλιστή» στην ιστορία του
ελληνικού εργατικού κινήματος.
Σημειώσεις
[1]
W. Z. Foster, Ιστορία ΠΣΚ, σσ.155-157, 192-193, 201-202.
Του Ίδιου, Τρείς Διεθνείς σσ.200-202.
[2]
Ν. Γιαννιού, Απάντηση. «Σοσιαλιστικά
Φύλλα», τχ 10 (Νοέμβρ. 1916), σ. 17. Πρβλ.
«Νουμάς», φ. 696 (8.8.1920), 91.
[3] «Το Άστυ»,
φ. 1160 (16.2.1894), 1-2.
[4] Μποέμ {=Δ. Χατζόπουλου},
Σιδηρουργεία και σιδηρουργοί. «Το Άστυ»,
φ. 1144 (31.1.1894), 1.
[5] Μποέμ {=Δ. Χατζόπουλου},
Επιπλοποιοί, μαραγκοί και καθεκλοποιοί.
«Το Άστυ», φ. 1145 (1.2.1894), 1-2.
[6] Μποέμ {=Δ.
Χατζόπουλου}, Μάρμαρα και μαρμαράδες.
«Το Άστυ», φ. 1146 (2.2.1894), 1-2.
[7] Μποέμ {=Δ.
Χατζόπουλου}, Υποδηματοποιοί, σανδαλοποιοί,
τσαρουχάδες. «Το Άστυ», φ. 1151 (7.2.1894),
2.
[8] Μποέμ {=Δ. Χατζόπουλου}, Οι κτίσται
και η τοιχοποιΐα. «ΤοΆστυ», φ. 1162
(18.2.1894), 1-2.
[9] Μποέμ {=Δ. Χατζόπουλου}, Η
λαιμοδετοποιΐα. «Το Άστυ», φ. 1157
(13.2.1894), 1-2.
[10] Μποέμ {=Δ. Χατζόπουλου},
Οργανοποιοί, κιβωτοποιοί και φερετροποιοί.
«Το Άστυ», φ. 1165 (21.2.1894), 2.
[11] Μποέμ {=Δ.
Χατζόπουλου}, Καπελλάδικα και καπελλάδες.
«Το Άστυ», φ. 1170 (26.2.1894), 1-2.
[12] Μποέμ {=Δ.
Χατζόπουλου}, Κουρεία και κουρείς. «Το
Άστυ», φ. 1172 (28.2.2894), 1-2.
[13] Μποέμ {=Δ.
Χατζόπουλου}, Γαλακτοπωλεία και
γαλακτοπώλαι. «Το Άστυ», φ. 1174 (2.3.1894),
1-2.
[14] Μποέμ {=Δ. Χατζόπουλου}, Η αγορά
των Αθηνών, κρεοπωλεία και κρεοπώλαι.
«Το Άστυ», φ. 1191 (19.3.1894), 1 και φ. 1192
(20.3.1894), 2.
[15] Μποέμ {=Δ. Χατζόπουλου},
Μυρεψοί και μυροποιεία. «Το Άστυ», φ.
1198 (26.3.1894), 1-2.
[16] Μποέμ {=Δ. Χατζόπουλου},
Ζαχαροπλαστεία και ζαχαροπλάσται. «Το
Άστυ», φ. 1201 (29.3.1894), 1-2.
[17] Μποέμ {=Δ.
Χατζόπουλου}, Λιθογράφοι και βιβλιοδέται.
«Το Άστυ», φ. 1156 (12.2.1894), 1-2.
[18] Επιθεωρητή
{=Ρ. Γκόλφη}, Κοινωνικές ομιλίες. «Νουμάς»
9 (1911), σ.269. Πρβλ. Μάρκου Αυγέρη, Οι
σοσιαλισταί και αι εν Ελλάδι αλήθειαι.
«Γράμματα» 1
(1911-1912), σσ.317-321.
[19] Δ.
Χατζόπουλου {=Μποέμ}, Σοσιαλισμός και
συνδικαλισμός. «Καιροί», φ. (14.5.1914),
1.
[20] Δ. Χατζόπουλου, Σκέψεις επί της
οργανώσεως της εργαζομένης αστικής
τάξεως. «Νεοελληνική Επιθεώρησις» 3
(1919), σσ.90-96.
[21] Σπ. Μελά, Συνδικαλισταί.
«Χρόνος», φ. (11.2.1912), 1. Πρβλ. του Ίδιου,
Κοινωνία και Βουλή, «Χρόνος», φ.
(7.11.1912), 1· Οι εκμεταλευταί, «Χρόνος»,
φ.
(30.5.1912), 1· Μάθημα προς εργάτας,
«Χρόνος», φ. (15.12.1912), 1.
[22] «Άμυνα», φ.
(21.8.1920), 1 {«Δια τον κ. Πετσόπουλον»}.
[23]
«Νουμάς» 13 (1915), 12 {«Δυο ομιλίες»}.
[24]
«Σοσιαλιστικά Φύλλα», φ. 10 (1916), σ. 17.
[25]
«Νεοελληνική Επιθεώρησις», 3 (1919),
σσ.90-96.
Πηγή:
https://ngnm.vrahokipos.net/index.php?option=com_content&view=article&id=115:%CF%83%CE%BF%CF%83%CE%B9%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BF%CF%81%CE%B3%CE%AC%CE%BD%CF%89%CF%83%CE%B9%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%AE%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CF%87%CE%B1%CF%84%CE%B6%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82&catid=17&Itemid=173
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου