Έξω
από το σπίτι της γιαγιάς μου στη Νέα
Σμύρνη το 1965. Οι δρόμοι (η Ηλία Κοκκώνη
που είναι παρκαρισμένο το αυτοκίνητο,
αλλά και η Κράτητος που φαίνεται πίσω)
είναι ακόμη όλοι χωματόδρομοι. |
Όπως και οι άλλοι αρσενικοί της οικογένειας ο θείος Νιόνιος δούλευε σαν ιατρικός επισκέπτης, χωρίς βέβαια να έχει τα τυπικά προσόντα που χρειάζονται σήμερα, άλλες εποχές τότε. Και ήταν καλός, πολύ καλός στη δουλειά του. Λόγω επαγγέλματος ταξίδευε συχνά, αυτή η συνεχής μετακίνηση και η σχετική οικονομική ευχέρεια του έδωσαν σιγουριά, έγινε δανδής, γλεντζές, πάντα καλοντυμένος, σύχναζε σε μπαρ και ακριβά εστιατόρια, έπινε single malt whisky (το 1960… ). Γερό ποτήρι, κατάφερνε να βγαίνει με τους φίλους του για χαβαλέ και πιοτό μέχρι αργά και παρ' όλ' αυτά το πρωί να παρουσιάζεται φρέσκος φρέσκος, πλυμένος, ξυρισμένος, έτοιμος για να πάει δουλειά. Το δωμάτιό του ήταν πάντα κλειστό και δεν επιτρεπόταν σε μας τα παιδιά να πλησιάσουμε. Τι κρυβόταν εκεί μέσα στάθηκε για μένα αξεδιάλυτο μυστήριο για χρόνια. Όταν κάποτε κατάφερα στα κρυφά να μπω μέσα δεν βρήκα τίποτε το περίεργο, δυο τρεις ντουλάπες με αντρικά ρούχα, κυρίως πουκάμισα και γραβάτες όλων των ειδών και αποχρώσεων.
Το 1960 αγόρασε ένα Renault Dauphine για τη δουλειά του, χρώμα λαχανί, το έπλενε, το περιποιόταν, το στόλιζε, του'βαλε και ραδιόφωνο, άκουγε κυρίως Τρίτο Πρόγραμμα και μου κόλλησε την αγάπη για την κλασσική μουσική. Τις Κυριακές πηγαίναμε πάντα εκδρομή, στη Γλυφάδα, στην Πάρνηθα, στο Λαγονήσι ή απλά στο Φάληρο για μαριδάκι, γαρίδες ή ψαρομεζέ.
Λυπήθηκα πολύ όταν παντρεύτηκε, γιατί βέβαια μετακόμισε στο νέο σπίτι με τη γυναίκα του, μιά μοντέρνα και όμορφη αιτωλικιώτισα. Το σπίτι τους ήταν αρκετά μακριά από μας για τα δεδομένα της εποχής, στην Αθήνα στην οδό Ισαύρων ή ίσως Τσιμισκή, ψηλά στο Λυκαβηττό. Παρόλ'αυτά δε χαθήκαμε, ερχόταν συχνά να με βρει και που και που - φαντάζομαι για το εθιμοτυπικό - πηγαίναμε επίσκεψη με τη μητέρα μου. Μαζί τους ζούσε για ένα διάστημα και ο εργένης αδελφός της συζύγου, ο Τάκης, που ήταν τότε ένας άσημος ηθοποιός που όμως μέσα σε λίγα χρόνια έκανε καριέρα. Ο Τάκης πρέπει να είχε μεγάλη επιτυχία με τις γυναίκες, κάθε φορά τον βλέπαμε με καινούργια φιλενάδα. Κάποια φορά με άφησαν μόνο μου για πολλή ώρα με μία από τις αρραβωνιάρες, μια ψηλή και αδύνατη κοπέλα, φιλική και οικεία, με κοντά κόκκινα μαλλιά και εντυπωσιακά, μεγάλα πράσινα μάτια. Υπνωτίστηκα, δεν τολμούσα να την κοιτάξω κατάματα, έγινα κατακόκκινος και δεν κατάφερα να αρθρώσω λέξη. Αργότερα όταν η μάνα μου με πήρε να φύγουμε με επέπληξε γιατί “καθόμουνα σα βλάκας χωρίς να μιλάω με τον ξένο κόσμο”...
Το καλοκαίρι του 1963 πήγαμε μαζί οι δυο οικογένειες, οι Στουμπαίοι και οι Χατζοπουλαίοι διακοπές στο “Νησί Τουρλίδας”, ένα τεχνητό νησί που δημιουργήθηκε όταν σκάφτηκε το κανάλι για τα καράβια στο λιμάνι του Μεσολογγίου. Στο νησί δεν υπήρχε ηλεκτρικό ούτε τρεχούμενο νερό, ήδη από την δεύτερη μέρα αρρώστησα γιατί έφαγα πολλά ωμά σπαρίδια (η ιδέα ήταν του Νιόνιου), η μάνα μου μ' έτρεχε σε γιατρούς και καταράστηκε τη στιγμή που σκέφτηκε να κάνει “προσκοπικές” διακοπές. Όταν τελικά έγινα καλά μου κόλλησε η ιδέα να πάρω μαζί μου στην Αθήνα ένα μαύρο γατάκι που είχα βρει εκεί, είδαν και έπαθαν να με μεταπείσουν, τελικά το αφήσαμε σε μια φίλη της μάνας μου στο Μεσολόγγι.
Παρόλα τα ταξίδια και την παντρειά, ο Νιόνιος εύρισκε πάντα χρόνο να αφιερώσει σε μένα. Ερχόταν συχνά τα απογεύματα και μου άνοιγε συζητήσεις για μουσική, μ’έβαζε με το σώνει και καλά να διαβάζω ποίηση, Παλαμά, Μαλακάση, Σικελιανό. Άλλες φορές έβγαζε από την τσέπη την εφημερίδα, στην αρχή τα “Νέα” και από το '64 την «Δημοκρατική Αλλαγή» (1) και μου εξηγούσε την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα.
Τον θαύμαζα και τον αγαπούσα πολύ, παρόλο που με φόβιζε λίγο, ήξερε να είναι τρυφερός και ήπιος αλλά συγχρόνως απαιτητικός και σχολαστικός, ενδόμυχα τον έβλεπα σαν παράδειγμα προς μίμηση παρόλο που δεν ήθελα να το παραδεχτώ.
Αυτή του η μανία για την εγκυκλοπαιδική μόρφωση (μανία που είχε ίσως σε μεγαλύτερο ακόμη βαθμό ο πατέρας μου) με έσωσε πολλές φορές στο σχολείο, γιατί αρκετά θέματα από τη διδακτέα ύλη πολλών μαθημάτων τα ήξερα ήδη από τις ατελείωτες συζητήσεις με τον πατέρα μου ή με τον Νιόνιο.
Αυτός και η γυναίκα του, η Δήμητρα, μου χάρισαν δεκάδες βιβλία, πολλά “παιδικά” (Ιούλιο Βερν, Αλ. Δουμά κλπ) αλλά και “σοβαρά” Χέμινγουεϊ, Στάϊνμπεκ, Κορδάτο, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι. Κάποτε βρήκε στο Μοναστηράκι ένα αντίτυπο από τα “Ελεγεία και ειδύλλια” του Κωστα Χατζόπουλου και ενθουσιασμένος απαίτησε από μένα όχι μόνο να το διαβάσω αλλά και να το αποστηθίσω (πράγμα που βέβαια δεν κατάφερα).
Μεσολόγγι, Κήπος των Ηρώων, 1995, ο Διονύσης Στούμπος με τη μητέρα μου Σταυρούλα και τη γυναίκα μου Νατσαρένα. |
Όταν κατάλαβε ότι δεν είχα κλίση προς την ποίηση προσπάθησε (και το πέτυχε) να μου εμφυσήσει την αγάπη του για τη φωτογραφία. Το 1964 μου χάρισε μία απλοϊκή φωτογραφική μηχανή Kodak brownie, τον επόμενο χρόνο μια διοπτική Lubitel 2 (6x6) και το 1967 μια κινηματογραφική μηχανή λήψης 8mm Yashica 8-E III. Μαζί με τη μηχανή λήψης μου χάρισε και μιά μηχανή προβολής και ένα έντιτορ να κάνω μοντάζ στα φιλμ που τραβούσα. Στο κουτί της μηχανής προβολής βρισκόταν και μια μπομπινούλα με ένα λιγόλεπτο φιλμ που λεγόταν «Η διακόρευσις της Χουανίτα», η πρώτη «τολμηρή» ταινία που είδα στη ζωή μου.
Όταν έγινα 13 χρονών, χωρίς να δώσει εξηγήσεις στους δικούς μου ήρθε ένα βράδυ και με πήρε “να πούμε τα αντρικά μας”. Μετά από πολλούς γύρους και αφού ήταν πλέον αργά φτάσαμε σε μιά σκοτεινή περιοχή, Τζιτζιφιές, Μοσχάτο, Καλλιθέα δεν προσανατολίστηκα καλά. Μπήκαμε σ' ένα κέντρο που έξω δεν φαινόταν να έχει φώτα ή επιγραφή, μέσα όμως ήταν πολυτελέστατο, χλιδάτο, κάτι το εντελώς πρωτόγνωρο για μένα. Υπήρχε ορχήστρα, κορίτσια με φανταχτερά ρούχα, κουστουμαρισμένα γκαρσόνια και τα τοιαύτα. Παρ'όλη τη μικρή μου ηλικία μου έδειχνα ενήλικας, ήμουν ήδη 1,80 ύψος και ξυριζόμουνα, οπότε κανείς δεν φαντάστηκε ότι ήμουν παιδί. Ήπια για πρώτη φορά στη ζωή μου ουίσκι και χάζεψα το χορευτικό πρόγραμμα. Όταν μετά από μέρες μου ξέφυγε και ανέφερα το γεγονός στη μάνα μου έγινε πυρ και μανία, τον κατσάδιασε για τα καλά και του κράτησε μούρη για καιρό.
Στο σπίτι μου στο Γαλάτσι, 2003. |
Μπαίνοντας στην εφηβεία άρχισα να βλέπω τα πράματα με άλλο μάτι, έπαψα να ενδιαφέρομαι τόσο για το διάβασμα και τα μαθήματα, άλλαξα παρέες, συνήθειες, προτιμήσεις, οπότε αναπόφευκτα έπαψα να βλέπω το θειό μου το Νιόνιο σα δάσκαλο ζωής. Όχι ότι χαθήκαμε, βλεπόμασταν πιο αραιά, κάποιες χρονιές πήγαμε μαζί διακοπές το καλοκαίρι, δεν χάσαμε ποτέ επαφή. Όταν εγκαταστάθηκα στο εξωτερικό αποξενωθήκαμε κάπως περισσότερο, παρόλο που δεν έπαψα ποτέ να τον αγαπώ και να τον εκτιμώ πιο πολύ απ'όλα τα αδέρφια της μάνας μου. Το '82 αρρώστησε βαριά από την καρδιά του, χειρουργήθηκε στην Αγγλία, κατάφερε να επιζήσει και να καλοζωήσει για εικοσιεφτά ακόμη χρόνια.
Πάνε δεκατρία χρόνια που μας άφησε, δεν τον ξέχασα, μου λείπει ακόμη και τώρα, μου λείπει το πρόσχαρο του χαμόγελο, το καλοκάγαθο του γέλιο, πολλές φορές ασυναίσθητα τον σκέφτομαι λες και είναι ακόμη ζωντανός, δεν νομίζω ότι θα καταφέρω ποτέ να αποδιώξω από μέσα μου αυτή τη σκέψη.
(1) Η «Δημοκρατική Αλλαγή» ήταν μία φιλοαριστερή εφημερίδα με πιο ελαφρό περιεχόμενο από την «Αυγή», κυκλοφόρησε από το 1964 έως το 1967 όταν την έκλεισε η δικτατορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου