Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

ΝΕΑ ΣΜΥΡΝΗ 1960

 Περί τα τέλη του 1959 η οικογένειά μου μετακόμισε από το Χολαργό στη Νέα Σμύρνη. Εγώ βέβαια ήμουν νήπιο και δεν μου έπεφτε λόγος, ούτε κανείς ποτέ σκέφτηκε να μου δώσει εξηγήσεις, πάντως φαντάζομαι ότι κύριος εμπνευστής-αυτουργός αυτής της απόφασης ήταν ο αδελφός της μάνας μου Λευτέρης, που από χρόνια είχε παντρευτεί και εγκατασταθεί εκεί. Το νέο σπίτι ήταν στην οδό Βάρνης, ένα αρκετά ευρύχωρο διαμέρισμα που έπιανε όλο το ισόγειο, με τεράστια βεράντα στο πίσω μέρος και μεγάλο κήπο. Βέβαια, με τα σημερινά κριτήρια η διευρυμένη οικογένειά μας ήταν αρκετά πολυάριθμη για να χωρέσει άνετα σε ένα σπίτι πέντε δωματίων. Συνολικά ήμασταν έξι άτομα: η μητέρα μου, ο πατέρας μου -που ήταν μονίμως ταξίδι- εγώ, η γιαγιά Ελένη, ο αγαπημένος μου ξάδερφος Τάκης και ο αδερφός της μάνας μου Διονύσης, που όταν παντρεύτηκε και έφυγε τον αντικατέστησε η - ανύπαντρη τότε-  θειά μου Μαρία, νιοφερμένη  από το Μεσολόγγι. Η οικογένειά μου ήταν ανοιχτή και φιλόξενη, στο σπίτι υπήρχε και το δωμάτιο των ξένων που ήταν σχεδόν μονίμως κατειλημμένο από ανύπαντρες μακρινές συγγενείς από το Μεσολόγγι ή το Αγρίνιο που ερχόταν στην Αθήνα με προοπτική εγκατάστασης ή τέλος πάντων ταχτοποίησης. Στην αυλή υπήρχε ένα κοτέτσι που μου απαγορευόταν να πλησιάσω και στο βάθος καλαμιές που χώριζαν το οικόπεδο από το γειτονικό. Όταν έβρεχε στις καλαμιές δημιουργούνταν λιμνάζοντα νερά που δεν στέγνωναν εύκολα, η αγαπημένη μου ασχολία ήταν να παρατηρώ τους γυρίνους που μονίμως υπήρχαν εκεί. Στην αυλή του διπλανού σπιτιού υπήρχαν κάτι παράγκες, χαμηλές και στενές, στις οποίες ζούσαν κάτι οικογένειες από τη Ρουμανία, φαντάζομαι ελληνικής καταγωγής που είχαν έρθει στην Ελλάδα με το τέλος του πολέμου αλλά ακόμη μιλούσαν με μεγάλη δυσκολία τα Ελληνικά.

 Το σπίτι στην οδό Βάρνης όπως είναι σήμερα, περιέργως δεν δόθηκε αντιπαροχή, παρμένη από το Google maps.

Οδός Σαχτούρη στη Νέα Σμύρνη, 1965. Αριστερά ο ξάδερφός μου Κώστας Μεντής, δεξιά ένας γείτονας,  ο Παναγιώτης, δυστυχώς δεν θυμάμαι το επώνυμό του. 

Η Νέα Σμύρνη του 1960 δεν είχε βέβαια καμμία σχέση με τη σημερινή, ήταν ακόμη μια αραιοκατοικημένη περιοχή με χαμηλά σπίτια, κακοφωτισμένη τη νύχτα, με λίγους ασφαλτοστρωμένους δρόμους χωρίς πεζοδρόμια, παντού πέτρες και χώματα, που όταν έβρεχε μεταβαλλόταν σε άπειρα ρυάκια από λάσπη. Η κεντρική πλατεία και ο χώρος γύρω από την Αγία Φωτεινή ήταν απέραντες αλάνες δίχως πράσινο ή κάποιο καλλωπισμό. Για τα παιδικά μας μάτια αυτή η γενική εικόνα εγκατάλειψης, η ατημελισιά και ακαλαισθησία του χώρου δεν ενοχλούσαν καθόλου, κάθε ξέφραγο οικόπεδο, ξέφωτο, ήταν για μας παράδεισος, μέρη που παίζαμε μπάλα, κυνηγητό, μπίλιες, κάθε είδους παιγνίδι μέχρις εξουθενώσεως.  Κοντά στο σπίτι μας δεν υπήρχαν μαγαζιά, για να βρεις παντοπωλείο, μανάβικο ή κρεοπωλείο έπρεπε να πας στο Φάρο (Άνω Νέα Σμύρνη) ή στην πλατεία. Μερικά σπίτια πιο δίπλα μας μέσα στα πεύκα  ήταν η παράγκα του κυρ Χειμώνα, ενός γεράκου  που πούλαγε κρασί χύμα και αυγά. Στο διπλανό δρόμο υπήρχε βέβαια ένα σημαντικό μαγαζί, το γαλατάδικο του κ. Σιότροπου, πατέρα του κατοπινού δημάρχου, που εκτός από γάλα πούλαγε και γιαούρτι και άλλα γαλακτοκομικά. Η κόρη του Γεωργία αργότερα άνοιξε το πρώτο φροντιστήριο ξέων γλωσσών στη Νέα Σμύρνη, που υπάρχει και σήμερα.

Σχολείο πήγα στο τρίτο Δημοτικό, μερικά τετράγωνα πιο κάτω, στη γωνία Αρτάκης και Αιγαίου. Το σχολείο βρισκόταν στην άκρη μιας αχανούς άδειας κακοτράχαλης έκτασης που λεγόταν «Δεξαμενή», αργότερα στη θέση της χτίστηκαν το κολυμβητήριο και τα γηπεδάκια. Στο οίκημα συστεγαζόταν δύο δημοτικά σχολεία,  που δούλευαν με το σύστημα της διπλής βάρδιας, ένα σχολείο το πρωί και ένα το απόγεμα, και στη μέση της εβδομάδας αλλαγή, εγώ τύχαινα στη βάρδια που έπεφτε Δευτέρα/Τετάρτη απόγεμα και Πέμπτη/Σάββατο πρωϊ οπότε το Σαββατοκύριακο μπορούσα να τεμπελιάσω πιο άνετα. Παρόλο που δεν διάβαζα πολύ ήμουνα πολύ καλός μαθητής, σχεδόν ο καλύτερος της τάξης, η καλύτερη ήταν μια κοπελίτσα που τη λέγαν Δελή, δεν θυμάμαι το όνομα, που την είχα άχτι γιατί μου έπαιρνε μονίμως την πρωτιά… Οι τάξεις αποτελούταν από τριάντα και άνω μαθητές, οι δάσκαλοι ήταν παλιομοδίτικοι και χρησιμοποιούσαν τις χειρότερες παιδαγωγικές μεθόδους: ξύλο με τη βέργα για τους αμελείς και άτακτους, στοχοποίηση των διαφορετικών/φτωχότερων μαθητών, κλπ.  Τα πράγματα διαφοροποιήθηκαν με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Ε. Παπανούτσου το 1964, το κλίμα αυστηρότητας χαλάρωσε,  άλλαξε  το περιεχόμενο και ο τρόπος διδασκαλίας καθώς και η αντιμετώπιση των μαθητών.  Οι προοδευτικοί δάσκαλοι πήραν θάρρος και άρχισαν να εκδηλώνονται, απ΄την άλλη ήδη στην πέμπτη και έκτη δημοτικού εμείς οι πιο «ξύπνιοι» μαθητές δημιουργήσαμε παρατάξεις, κάναμε ένα είδος παράτυπου συνδικαλισμού με συνεδριάσεις, επιτροπές με  αιτήματα και διεκδικήσεις. Φυσικά το 1967 με τη δικτατορία όλα αυτά κοπήκανε, αλλά εγώ ήμουνα ήδη στην πρώτη Γυμνασίου και είχα άλλα ν’ασχοληθώ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου