Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2023

Ροϊδης, Μποέμ και οι γράφουσες Ελληνίδες

Στην «Ακρόπολη», στο φύλλο της 28-4-1896 δημοσιεύτηκε ένα άρθρο του μεγάλου  Εμμανουήλ Ροΐδη με τον τίτλο «Αι γράφουσαι Ελληνίδες» όπου ο ιδιόρρυθμος συγγραφέας κατακεραύνωνε τα ανήσυχα πρωτοφεμινιστικά πνεύματα της εποχής που βασικά μέσα από τις σελίδες της «Εφημερίδας των Κυριών» της Καλλιρρόης Παρρέν προσπαθούσαν να βρουν μια θέση στον αποκλειστικά ανδροκρατούμενο χώρο της νεοελληνικής φιλολογίας. Το κείμενο ήταν μία συρραφή από χοντροκοπιές και κοινοτυπίες του τύπου «…Δύο μόνα υπάρχουσι γυναικεία επαγγέλματα, το της οικοκυράς και της εταίρας» και εν κατακλείδι υποστήριζε ότι δεν υπήρχε γυναικείο ζήτημα στην Ελλάδα.

Το άρθρο, όπως ήταν φυσικό, άνοιξε συζητήσεις, αναστάτωσε τον φιλολογικό κόσμο. Ο Παλαμάς στην «Εστία» έγραψε χωρίς περιστροφές πως «… η Τέχνη δεν έχει γένος», όμως ο περισσότερος πνευματικός κόσμος είχε άλλη άποψη.
Ο τότε διευθυντής του «Σκρίπ»,  ο άτυχος Ευάγγελος Κουσουλάκος άδραξε την ευκαιρία και εντός δύο μόλις ημερών ανέθεσε στον πιο δραστήριο, εύστροφο και λίγο κατεργάρη δημοσιογράφο που διέθετε, το Μήτσο Χατζόπουλο (που υπέγραφε τότε με το ψευδώνυμο «Μποέμ»), τη διεξαγωγή μιάς σειράς συνεντεύξεων στο χώρο των «γράφουσων Ελληνίδων» με σκοπό φυσικά να αυξήσει το ενδιαφέρον για τη διαμάχη. Πράγματι το πράγμα θεωρήθηκε σχεδόν προσβολή από τον Ροϊδη, οπότε τις 8 Μαίου ο «Μποέμ» αναγκάστηκε να δημοσιεύσει μια συνέντευξη – απάντηση του δημοφιλούς Συριανού που όμως δεν κατάφερε να αποσοβήσει τη οξυμένη αντιπαράθεση.  (Την συνέντευξη αυτή θα δημοσιεύσω στην επόμενή μου ανάρτηση).
Παραθέτω ένα άρθρο της Φανής Πετραλιά που μιλάει διεξοδικά για την όλη υπόθεση καθώς και για το βιβλίο της Βαλάντω Λάνδρου που ασχολείται λεπτομερειακά με την διαμάχη γύρω από τις «γράφουσες Ελληνίδες».
Γ.Χ.

https://www.efsyn.gr/nisides/321090_enas-mpoem-stin-esiea

Ενας Μποέμ στην ΕΣΗΕΑ

Φανή Πετραλιά

«Η Εφημερίδα των Συντακτών» 27.11.2021

Ενας ωραίος κύριος, τύπος, θα έλεγες, αλλοτινού δανδή, θρονιασμένος στο τεράστιο πορτρέτο του κυριαρχεί στη μεγάλη αίθουσα της Βιβλιοθήκης της ΕΣΗΕΑ. Καθισμένος χαλαρά στο γραφείο του, με το μολύβι, στο αριστερό χέρι, σκόρπιες εφημερίδες στο πάτωμα, «Σκριπ», «Αστυ» και άλλες.
Διαφορετικός από τους διπλανούς λόγιους εφημεριδογράφους που υπέροχα έχει ζωγραφίσει ο Ροϊλός, ανάμεσά τους, ξεχωριστό διαμάντι, το μικρό πορτρέτο του Πορφύρα.
Για το ποιος ο εικονιζόμενος, υπήρξαν πολλές οι εκδοχές. Με επί χρόνια επικρατέστερη, εκείνη που επέμενε πως πρόκειται για κάποιον πρόγονο της οικογενείας Κύρου. Ενώ, εγώ, έμενα στα όσα είχε πει ο Παναγιώτης Πατρίκιος, ο αξέχαστος δημιουργός της Βιβλιοθήκης. Ο οποίος, στις συζητήσεις μας, πίσω από στοίβες βιβλίων και αρχείων, όλο και ανέσυρε και κάποιο εικαστικό απόκτημα. «Είναι ο Μήτσος Χατζόπουλος, αδελφός του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου. Αλλη φορά, θα σου εξηγήσω γιατί εσείς οι δημοσιογραφίνες θα πρέπει να τον τιμάτε...»
Ο Πατρίκιος αρρώστησε και στη συνάντησή μας στο σπίτι του της οδού Στουρνάρη, κουράστηκε εύκολα. Αναβάλαμε για μια άλλη φορά τη συζήτηση. Εφυγε από τη ζωή αφήνοντας μετέωρες τις σχετικές πληροφορίες.
Εγκυκλοπαίδειες και διαδίκτυο έδιναν με φειδώ κάποια στοιχεία. Μάθαμε, ωστόσο, ότι ο Δημήτριος Χατζόπουλος γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1872 και πέθανε στην Αθήνα, το 1936. Αδερφός του λογοτέχνη, πρωτοπόρου σοσιαλιστή Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, μαζί με τον οποίο σπούδασε στη Γερμανία. Γυρνώντας στην Ελλάδα, έγραψε διηγήματα πριν αφιερωθεί αποκλειστικά στη δημοσιογραφία με τα ψευδώνυμα Μποέμ και Πεζοπόρος. Μαζί με τον Γιάννη Καμβύση ίδρυσαν το περιοδικό «Διόνυσος», το οποίο έπαιξε σημαντικό ρόλο «στη μετάδοση φιλοσοφικών και καλλιτεχνικών ρευμάτων της Δυτικής Ευρώπης».
Και να που τυχαία, τις προάλλες, έπεσα πάνω στις χαμένες πληροφορίες. Στο ράφι βιβλιοπωλείου, σε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Ο Ροΐδης για τις γράφουσες Ελληνίδες και οι συνεντεύξεις τους στον Μποέμ». Με χιουμοριστική στο εξώφυλλο εικονογράφηση και τη λεζάντα «Συνεδριάζουν διά να λάβουν μέτρα κατά του κ. Ροΐδου».
Από τις εκδόσεις Ηριδανός, μικρός, κομψός τόμος, με εισαγωγή του δημοσιογράφου και κριτικού λογοτεχνίας Βασίλη Καλαμαρά. Και επίλογο της Βαλάντως Λάνδρου, βασισμένο στη μεταπτυχιακή εργασία της «Για ένα διαλεκτικό ενσταντανέ, οι απαρχές του θεσμού της συνέντευξης με λογοτέχνες στην Ελλάδα και η συμβολή του Μήτσου Χατζόπουλου».
Σύγγραμμα διαφωτιστικό και απολαυστικό. Με θέμα, τη σφοδρότατη διαμάχη ανάμεσα στον επιφανή εκ Σύρου λογοτέχνη Εμμανουήλ Ροΐδη και τις γυναίκες που αφήνοντας πίσω, ημερολόγια και λευκώματα, τόλμησαν να διατυπώσουν δημόσιο γραπτό λόγο, γράφοντας βιβλία και άρθρα και αιφνιδιάζοντας μέχρι παροξυσμού την ανδρική αθηναϊκή κοινωνία.
Τέλη του 19ου αιώνα. Στον απόηχο των Ολυμπιακών Αγώνων, παραμονές του ελληνοτουρκικού πολέμου και με τη χώρα πτωχευμένη.
Εποχή που το «γυναικείο ζήτημα», επηρεασμένο από τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά φεμινιστικά κινήματα, είχε φτάσει και στην Ελλάδα. Με ηγέτιδα την Καλλιρρόη Παρρέν, η οποία με την «Εφημερίδα των Κυριών –και το Λύκειο των Ελληνίδων – έφερνε καινά δαιμόνια, έχοντας συναγωνίστριες κάποιες τολμηρές, που διεκδικούσαν την κοινωνική και πολιτική χειραφέτηση των γυναικών, το δικαίωμα στη μόρφωση και στην εργασία. Μαζί τους και ένας άνδρας, ο σύζυγος της Παρρέν, Ιωάννης, γαλλοαγγλικής καταγωγής Κωνσταντινουπολίτης, δημοσιογράφος, ιδρυτής και πρώτος διευθυντής του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων.
Αφορμή για τη μετωπική κόντρα, ένα άρθρο με το οποίο ο Ροΐδης εγκαινίασε τη συνεργασία του με την εφημερίδα «Ακρόπολις» και με την προτροπή, όπως ελέχθη, του πολυμήχανου εκδότη της, Βλάση Γαβριηλίδη. Μια και από πάντα, τα «πικάντικα» -σχετικά με τις γυναίκες- δημοσιεύματα έδιναν φύλλα στις εφημερίδες.
Στόχος του προσβλητικού άρθρου «οι γράφουσες Ελληνίδες». Τις οποίες ο Ροΐδης αποκάλεσε «ανδρογυναίκες», «κουλτουριάρες», «ταραξίες». Με φανατικές εναντίον τους θέσεις και τη διευκρίνιση ότι «τας γραφούσας γυναίκας αγαπώμεν υπό τον όρον να μην μετενδύονται γράφουσαι εις άνδρας, αρκούμεναι εις μόνα του φύλου των χαρίσματα, την λεπτότητα, την χάριν, την φιλοκαλίαν, την ευαισθησίαν ή την πονηρίαν».
Είναι η στιγμή του δημοσιογράφου Μήτσου Χατζόπουλου, ιδρυτικού μέλους της Ενώσεως Συντακτών το 1914, σ’ έναν πόλεμο «όπου όλον το γυναικείον πνεύμα εξεστράτευσε κατά της πικρότατης ειρωνείας του συγγραφέως των “Συριανών Διηγημάτων”», εγκαινιάζοντας τη συζήτηση γύρω από το θέμα του φύλου στη γραφή, ανοιχτή μέχρι σήμερα.
Εγκαινιάζοντας επίσης τον θεσμό των συνεντεύξεων και μάλιστα με ανθρώπους του πνεύματος. Εναν από τους σταθμούς στην εξέλιξη του ελληνικού Τύπου. Με όπλο του την εφημερίδα «Σκριπ», παρεμβαίνει παίρνοντας συνεντεύξεις από μερικές από τις «γράφουσες» με πρόλογο, όπου παρουσιάζεται η προσωπικότητα και το έργο της κάθε μιας και με ακριβή καταγραφή των ερωταποκρίσεων. Τις υπογράφει με το ψευδώνυμο Μποέμ, μια και τότε οι δημοσιογράφοι υπέγραφαν με ψευδώνυμα (οι πρώτες δημοσιογραφικές υπογραφές έκαναν την εμφάνισή τους κατά τη δεκαετία του 1920).
Η αρχή έγινε στο φύλλο της 1ης Μαΐου 1896, με την Καλλιρρόη Παρρέν που πρόσφατα είχε επιστρέψει από ενημερωτικό ταξίδι στην Αμερική. Την «πρώτη Ελληνίδα δημοσιογράφο», όπως ο Χατζόπουλος την αποκάλεσε και -κατά τον Ροΐδη- «εγεννήθη γυνή αλλά είναι μάλλον ανήρ», η οποία με την εφημερίδα της απευθυνόταν «προς όλα τας τάξεις» και δυσαρέστησε τον Ροΐδη γιατί «χωρίς την άδειάν του ετόλμησε να παρουσιαστεί εις το κοινόν ως συγγραφεύς ή δημοσιογράφος». Να δηλώσει ότι επεδίωκε «την δ’ εντίμου και αξιοπρεπούς εργασίας εξασφάλισιν του άρτου των γυναικών». Και να επισημάνει ότι ο καινούργιος αιώνας έμπαινε «με δύο μόνον επαγγέλματα διά την γυναίκα, της οικοκυράς και της εταίρας».
Ακολούθησαν άλλες «γράφουσες». Η Ευγενία Ζωγράφου, δημοσιογράφος, διευθύντρια του περιοδικού «Ελληνική Επιθεώρησις», συγγραφέας διηγημάτων και δύο θεατρικών έργων που είχαν ανεβεί στη σκηνή. Η Ελένη Κανελλίδου, λογία που ασχολήθηκε με κοινωνικά ζητήματα, σύζυγος του εκδότη της εφημερίδας «Καιροί» όπου σε συνέχειες μετέφρασε Ιούλιο Βερν. Η Σοφία Αλιμπέρτη, η οποία στην «Εφημερίδα των Κυριών» αρθρογραφούσε για την πολιτική ζωή του τόπου και την κοινωνική θέση των γυναικών.
Η Σεβαστή Καλλισπέρη, «λόγια δεσποινίς, η επαναστατικοτέρα, ίσως μορφή της Αθήνας», με σπουδές στη Σορβόνη, επιθεωρήτρια σχολείων και αρθρογράφος σε θέματα Τέχνης στην εφημερίδα «Ακρόπολις». Η Καλλιόπη Κεχαγιά, διευθύντρια του Παρθεναγωγείου Χιλλ και του Παρθεναγωγείου Κωνσταντινουπόλεως, με μελέτες για παιδαγωγικά και εκπαιδευτικά ζητήματα. Η Αρσινόη Παπαδοπούλου, εκπαιδευτικός στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο της Θεσσαλονίκης, συγγραφέας «προς χρήσιν των παιδίων» σειράς διηγημάτων παιδικής λογοτεχνίας.
Τελευταία -και σύμφωνα με τη δεοντολογία- η συνέντευξη με τον ίδιο τον «διώκτη των γραφουσών». Τον εξηντάχρονο Εμμανουήλ Ροΐδη, γνωστό ήδη και στο εξωτερικό συγγραφέα της «Πάπισσας Ιωάννας», αφορισμένο από την Ιερά Σύνοδο, σοφό διευθυντή της Εθνικής Βιβλιοθήκης, άνδρα με μεγάλο πνευματικό εκτόπισμα, υπέρμαχο της δημοτικής γλώσσας που, ωστόσο, έγραφε στην καθαρεύουσα.
Τον οποίο, ο Χατζόπουλος, συνέστησε ως εξής: «... πασίγνωστος εις την αθηναϊκήν κοινωνίαν ο ιδιόρρυθμος συγγραφεύς, ο κατατρώγων τα περιοδικά και τας εφημερίδας πάσης γλώσσης μετά τα μεσάνυχτα, χειμώνα καλοκαίρι εκεί εις του Ζαχαράτου στο Σύνταγμα, ο ιδιόρρυθμος βαίνων εις τους αθηναϊκούς δρόμους, ο πλήρης εν τη ζωή, τη μελέτη και παραγωγή πρωτοτυπίας και ειρωνείας...».
Συναντήθηκαν στο εντυπωσιακά επιπλωμένο γραφείο του συγγραφέα, στην οδό Νικοδήμου, όπου η πανύψηλη βιβλιοθήκη συνυπήρχε με «αρχαϊκές εικόνες επί του τοίχου, διάφορα μεσαιωνικά όπλα και ακόντια ιπποτών».
Απολαυστική η συνέντευξη, με τον Ροΐδη να αναπτύσσει διά μακρών τις υποτιμητικές περί του γυναικείου φύλου θεωρίες του, η οποία, όπως και εκείνες των «γραφουσών», δεν γίνεται να χωρέσουν στις φιλόξενες σελίδες της «Εφ.Συν.». Συνέντευξη, όπου ο Χατζόπουλος δεν χαρίστηκε στον διάσημο και ισχυρό Ροΐδη, τον ικανό να επιφέρει «βαθύ, οξύ πόνον εις τους οπωσδήποτε περιπεσόντας εις την άκραν της γραφίδας του».
Οπως δεν του χαρίστηκαν και οι βαλλόμενες. Οι οποίες συνασπίστηκαν και τον αντιμετώπισαν κατά μέτωπο με τη δράση και τα «γυναικογραφήματα» τους, δημιουργώντας «φλέγον ζήτημα» και αναστατώνοντας την κοινωνία, τόσο ώστε ο Νικόλαος Επισκοπόπουλος να γράψει στην εφημερίδα «Το Αστυ»: «Το γυναικείον ζήτημα κατεκάλυψε και αυτάς τας εκλογάς και ο ολίγος ενθουσιασμός διά την νίκην του δημάρχου Αθηνών κ. Καλλιφρονά οφείλεται εν μέρει εις το άρθρο του κ. Ροΐδου».
___________________

Πηγές για εμβάθυνση

http://ikee.lib.auth.gr/record/295002
«Για ένα "διαλεκτικόν ενσταντανέ": οι απαρχές του θεσμού της συνέντευξης με λογοτέχνες στην Ελλάδα και η συμβολή του Μήτσου Χατζόπουλου (1893-1911)» Βαλάντω Λάνδρου, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Φιλολογίας.

https://www.maxmag.gr/afieromata/kallitexnes/afieromata-kallitexnes/kalirroi-parren/

https://diastixo.gr/arthra/10295-emanouil-roidis

https://agonigrammi.wordpress.com/2012/03/08/καλλιρροή-σιγανού-παρρέν-η-εφημερί/

http://maritheodo.blogspot.com/2008/04/blog-post_18.html

https://www.efsyn.gr/nisides/142284_o-roidis-hleyazei-ti-gynaikeia-heirafetisi

 

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2023

«ΕΣΠΕΡΑ ΓΑΛΗΝΗΣ» ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Εορταστικό κείμενο όπου ο Δημ. Χατζόπουλος με τη δικαιολογία των Χριστουγέννων βρίσκει την ευκαιρία να μιλησει για την αγαπημένη του πόλη, το Βερολίνο, όπως την είδε και την έζησε πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Χαρακτηριστική η φιγούρα του "Χριστουγεννάνθρωπου" με το πράσινο ραβδί, που μοιράζει δώρα στα παιδιά. 
Γ.Χ. 

Εφημερίδα «Εμπρός» 25 Δεκεμβρίου 1919

ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

ΕΣΠΕΡΑ ΓΑΛΗΝΗΣ

Εις το αντικρυνόν πάρκο, εις το πλησίον μπουλβάρ, το χιόνι είχε πλαστουργήση, εις όλα τα πάρκα, τα μπουλβάρ, τας πλατείας, τον ποταμόν και τα κανάλια του, τας δενδροστοιχίας και τα μεγάλα οικοδομήματα, τα μνημεία και τους στύλους της απεράντου πόλεως, τας φαντασμαγορικωτέρας απόψεις. Λευκοί σταλακτίται εκρέμαντο από τους κλάδους των υψηλών δένδρων, τους εξώστας των σπιτιών. Αι συνεχείς δεκεμβριαναί χιονοθύελλαι είχαν εργασθή με καλλιτεχνικήν διάθεσιν, δια το μέγιστον λευκόν κέντημα, που εκάλυπτε με δαντέλλας και κρόσσια την κοσμόπολιν. Τόση ευτυχία λευκής διακοσμήσεως δια την μεγάλην χριστιανικήν εορτήν, που είνε συμπαθητική εξ ίσου εις τας απλοϊκάς καρδίας και τους ανήσυχους αρνητικούς της θετικής σκέψεως, ήτο ένα βαθύ ποίημα. Νηνεμία απόλυτη και ο θολός ουρανός είχε χαμηλώση, δια να ευφρανθή την λευκήν γαλήνην, σχεδόν ήγγιζε τας στέγας των σπιτιών.
Ο θόρυβος των εκατομμυρίων ανθρώπων εφαίνετο, ότι είχε παγώση και αυτός εις την λευκήν σιγήν. Εις τα βάθη των χιονισμένων μπουλβάρ πυκναί μαύραι σκιαί εκινούντο και εξηφανίζοντο βαθμηδόν. Αθόρυβα ανοιγόμμεναι θύραι τας κατέπιναν. Ήσαν αι ομάδες των εργατών, που διέκοψαν την εργασίαν των ενωρίς το απόγευμα. Εξαιρετικώς την ημέραν εκείνην δεν επήγαιναν εις το μπαρ. Το ιερόν συναίσθημα, υποβλητικώς πανίσχυρον, τους οδηγούσε εις την κατοικίαν των νηφαλίους και εγκρατείς. Εις τα καταστήματα, εις τα κολοσσιαία πρατήρια, όπου το θέαμα της κινήσεως ομοιάζει το των μυρμηγκοφωληών, ελάχιστοι ήσαν οι αγορασταί. Βιαστικοί, καθυστερημένοι εις τας εορταστικάς προμηθείας των εψώνιζον και απήρχοντο. Έπειτα αι χιλιάδες των λαμπιονιών, οι μεγάλοι ήλιοι των πανυψήλων ορατηρίων έσβυσαν, σμήνη κοράκων διεχύθησαν εις τα λευκά μπουλβάρ. Αι χιλιάδες των πωλητριών με το μαύρον ένδυμα και τον πλεχτόν σκούφον, βυθισμένον έως τα μάτια, έφευγαν γοργαί δια το ζεστόν σπίτι. Τα περνώντα τραμ προς όλας τας διεθύνσεις τας επήραν, ο ατμήρης  σιδηρόδρομος, τα λεωφορεία με τους μεγαλόσωμους ίππους, τα αυτοκίνητα όμνιμπους, ο υπόγειος και ο ανώγειος ηλεκτρικός, τας απήγαγον εις μακρυνάς συνοικίας, εις χαμένα εις το λευκόν χάος πολυάριθμα προάστεια, εις δάση και λίμνας, εις ποταμούς και κανάλια. Η τεφρά ημέρα έσβυνε και η βραδειά είχε πλέον το φως της ανταυγείας του χιονιού. Τα μεγάλα καφενεία, τα οποία δεν κλείουν στιγμήν του ημερονυκτίου, δεν είχαν έναν πελάτην την εσπέραν εκείνην. Σιγά-σιγά έσβυσαν τον φωτισμόν των. Και ολόκληρον το μεγαθήριον, το οποίον καθ’όλον τον χρόνον ασθμαίνει με μυριάδας παλμούς εργασίας, η γιγαντιαία πόλις με τον ρυθμικόν μηχανισμόν, ήταν ωσάν να έπαθε συγκοπήν. Εις τα μεγαλήτερα μπουλβάρ της, όπου η κίνησις δεν γνωρίζει διακοπήν ημέραν και νύχτα, δεν εφαίνετο σκιά ζωντανή. Μονάχα εις τους σιδηροδρομικούς σταθμούς κατέφθανον με βροντάς θυέλλης τα μακρυά τραίνα, λευκά από τον χιονοστρόβιλον, δεν επρόφθαναν να σταματήσουν  και εξετινάσσοντο εις την νέαν γοργήν κίνησίν των. Ήσαν τραίνα ερχόμενα από το ένα άκρον της Ευρώπης και διευθυνόμενα εις το απώτερον άκρον της Ασίας και ήσαν τραίνα πηγαίνοντα εις τας άλλας πόλεις της μεγάλης χώρας. Οι τελευταίοι ταξειδιώται, εορτασταί, που τα ανέμεναν εις τους υπεργείους σταθμούς, με τας μεγάλας θολωτάς υαλίνους στέγας, ενέβαιναν εις αυτά επειγόμενοι, σύροντες τα χριστουγεννιάτικα δέματά των από καρτόνι.

Χρόνια κάθε παραμονήν των Χριστουγέννων εδοκίμαζα ζωηράν ευχαρίστησιν να πλανώμαι εις τους δρόμους της κοσμοπόλεως δι’ αυτό το θέαμα της μεγάλης, της γενικής αργίας, δια την εκπληκτικήν ερήμωσιν και το σταμάτημα πάσης κινήσεως εις αυτήν. Είχε κανείς την εντύπωσιν, ότι εβάδιζε εις νεκράν πόλιν, την οποίαν εσαβάνωνε το χιόνι. Και προς την ερήμωσιν αλλόκοτη ήταν η αντίθεσις της πανηγυρικής φωταγωγήσεως των ατελευτήτων σειρών των σπιτιών, δεξιά και αριστερά των νεκρών δρόμων. Από τα ισόγεια έως τον πέμπτον πάτωμα, όλα τα παράθυρα ήσαν φωτισμένα. Μυριάδες φωτεινά τετράγωνα απλώνοντο εις το χιονόστρωμα των δρόμων, εις τους κρεμμάμενους σταλακτίτας των γυμνών μαύρων δένδρων. Εβάδιζε κανείς εις τον συνεχή λευκόν τάπητα με τας φωτεινάς, χρυσάς ανταυγείας του, ως εις ονειρώδη πορείαν. Όπου τα λευκά παραπετάσματα των παραθυριών δεν είχαν συρθή, έβλεπε ο διαβάτης δια μέσου των μεγάλων τζαμιών σκιάς ανθρώπων κινουμένας, αστερόχρυσον την φωταγώγησιν του χριστουγεννιάτικου δένδρου με τον γλυκύν φωτισμόν των κεριών του ή των μικρών ηλεκτρικών σφαιριδίων του, με τον λαμπερόν παιγνιώδη διάκοσμόν του, κορίτσια λευκοφορεμένα με την αισθηματικήν μπλουζίτσαν της χειμερινής εορτής, ξανθόμαλλα παιδάκια σκιαζόμενα υπό το μαγικόν δένδρον, γεμάτα από έκφρασιν χαράς, συγκινήσεως, εκστάσεως. Εις το βάθος απήστραπτο από ολόφωτην γαλήνην η τραπεζαρία με το στρωμένον, έτοιμον τραπέζι. Τα ποτήρια εσπινθηροβολούσαν, ρουμπινιών αντανακλάσεις είχαν η καράφες με την ξανθήν μπείραν, ηλεκτρώδεις αι φιάλαι με τον παραρρήνειον οίνον. Εις το μέσον του τραπεζιού ερρόδιζε εις τεραστίαν πιατέλλαν η χριστουγεννιάτικη χήνα, μεγάλη ως πασχαλινός αμνός. Από τα μέγαρα των εκλεκτών τμημάτων της μεγαλοπόλεως έως τα ογκώδη στρατωνοειδή οικοδομήματα των εργατικών συνοικιών της το χαρμόσυνον εορταστικόν θέαμα της «αγίας βραδειάς» ήτο το ίδιον, φωτεινόν, γαλήνιον, αισθηματικόν, ευφρόσυνον. Δια πέντε εκατομμύρια ανθρώπων, στεγασμένων εις μίαν και την αυτήν πόλιν, καλοθερμασμένων από την ιδίαν υψηλήν πήλινην σόμπαν, την φθάνουσαν έως την οροφήν, δοκιμαζόντων το αυτό γλυκύ συναίσθημα της οικογενειακής συγκεντρώσεως, έγεννάτο ο Χριστός εξ ίσου. Ήταν τα προπολεμικά χρόνια, τα ηρεμώτερα οπωσούν εις ανθρώπινην εκδήλωσιν, με ολιγώτερον μίσος εις τας καρδίας των ανθρώπων, με ολιγώτερα δάκρυα εις τους οφθαλμούς των και με ολιγώτερον πένθος εις το ένδυμά των. Τα φυλετικά πάθη ύπνωττον και εξεδηλούντο μόνον με τον οικονομικόν ανταγωνισμόν, αι κοινωνικαί αντιθέσεις της πάλης των τάξεων εφανερώνοντο με την πολεμικήν των ειρηνικών μέσων, η εργασία δεν ήτο τόσον βαρειά, η φροντίς δεν απεξήραινε τόσον το αίσθημα, ο οικονομικός βίος ήτο ευκολώτερος, το αίμα δεν είχε ακόμη μιάνη την λευκότητα του χιονιού και ο Χριστός εύρισκε οπωσούν εις κάθε ανθρωπίνην καρδία μίαν γωνίαν, δια να την συγκινηση με την συμβολικήν γλυκείαν γέννησίν του.
Και ενώ τα εκατομμύρια των κατοίκων της μεγαλοπόλεως ανεπαύοντο εις την εσωτερικήν γαλήνην του σπιτιού, ένα μόνον άνθρωπος είχε πολλά ασχολίας την χιονισμένην δεκεμβριανήν εσπέραν. Ο «Χριστουγεννάνθρωπος» πόσα πατώματα έπρεπε να ανεβή, πόσας θύρας διαμερισμάτων ώφειλε να κρούση. Από τα πρώτα πατώματα της προσόψεως των πλουσίων έως τα τέταρτα των οπισθίων οικοδομημάτων, όπου κατοικούν οι πτωχοί άνθρωποι. Αλλά όλαι αι θύραι και όλαι αι κατοικίαι του είνε ομοίως προσφιλείς, διότι εις όλας τας κατοικίας, μεγάλας και μικράς, είνε παιδάκια με την αγωνίαν εις τα ματάκια των  δια τη άφιξίν του, με την φαντασίαν των εις πυρετόν δια την μυστηριώδη εμφάνισίν του και τα δώρα του. Και είνε αγαπημένος ο ερχομός του και δια τους μεγάλους, που μειδιούν ευχαριστημένοι δια το παραμύθι της ζωής, διότι θυμούνται, ότι έζησαν και αυτοί με τας συγκινήσεις του εις τα παιδικά των χρόνια και δεν τους είνε ξένη η αποψινή του ποίησις, αφού την βλέπουν να λάμπη εις τα μάτια των παιδιών, εις τα οποία έχομεν όλας τας ελπίδας της ζωής μας. Και όταν ο «Χριστουγεννάνθρωπος» σημάνη την θύραν και εμφανίζεται εις τον διάδρομον του σπιτιού, λευκός και κουρασμένος, κτυπών την ράβδον του, φορτωμένος με τον σάκκον, από τον οποίον θα εκχυθούν χαραί δια μικρούς και μεγάλους, είνε ωσάν να εξαγνίζεται η παναθλία αυτή ζωή από ένα φως ειρήνης και ιερότητος. Γίνεται κανείς τόσον παιδί, κυριευμένος  από απλούν συναίσθημα. Όλη η πικραμένη ζωή περιενδύεται την καλήν και ευγενή μορφήν του μύθου.
- Καλέ μου Χριστουγεννάνθρωπε, καλώς ώρισες και σε ευχαριστούμεν διά τα ευτυχή δώρα σου. Αλλά κάθησε, λοιπόν, λιγάκι δια να αναπαυθής. Σου έχομεν έτοιμον το τσάϊ σου και τα γλυκά σου τα έχομεν δέση με κόκκινην μεταξωτήν κορδέλλαν.
Αλλά ο γέρος είνε πολύ βιαστικός. Έχει να επισκεφθεί τόσα πολλά άλλα παιδάκια. Αποθέτει την πράσινην βέργαν του, σύμβολον της ακαταλύτου ισότητος εις τον βαρύν χειμώνα, ξεφορτώνεται τον σάκκον του, από την μακράν άσπρην γενειάδα του τινάζεται το χιόνι του δρόμου και ακούει ευχαριστημένος τα χαιρετιστήρια τραγουδάκια των παιδιών διά την ευτυχή άφιξίν του. Τα χαϊδεύει και τα νουθετεί. Η έκστασις, που εκπορεύεται από τα γοητευμένα ματάκια των γίνεται χαρά εις τα πρόσωπα των μεγάλων και εις το αναποδογύρισμα του σάκκου του ασπρομάλλη  γέροντος, επάνω εις το χριστουγεννιάτικον τραπέζι, το σπίτι γεμίζει από ζωηρά ξεφωνήματα. Εις το πιάνο ηχεί ο απλούς, λιτός ύμνος της ιεράς εσπέρας. Των προγόνων αι μορφαί εις τα κάδρα των τοίχων φαίνονται να κινούν τα χείλη εις ευλογίαν. Ποία ευωδία είνε αυτή, που διαχύνεται εις τον θερμόν, καλόν κλειστόν χώρον;
Αλλά δεν γνωρίζομεν καμμίαν άλλην μορφωτικήν δύναμιν, άλλην εξανθρωπιστικήν προσπάθεια, η οποία να κατώρθωσε να συγκινή βαθύτερον τας μυριάδας των ανθρώπων και να τας προσεγγίζει φιλίως, όπως το επιτυγχάνη η συμβολική χριστουγεννιάτικη εσπέρα.  Πιθανόν να μη γεννάται ασκόπως ο Χριστός μίαν νύχτα του Δεκεμβρίου δι’ημάς τους κακούς ανθρώπους, οι οποίοι επί τέλους τοιούτοι εδόθημεν ανευθύνως. Μας υπενθυμίζει, με την ηδείαν συγκίνησιν της συμβολικής ταύτης εορτής, ότι η αγάπη έχει, αν όχι τίποτε άλλο, δικαιώματα εις την ζωήν καθώς και το μίσος.

ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ