Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2023

«ΕΣΠΕΡΑ ΓΑΛΗΝΗΣ» ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Εορταστικό κείμενο όπου ο Δημ. Χατζόπουλος με τη δικαιολογία των Χριστουγέννων βρίσκει την ευκαιρία να μιλησει για την αγαπημένη του πόλη, το Βερολίνο, όπως την είδε και την έζησε πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Χαρακτηριστική η φιγούρα του "Χριστουγεννάνθρωπου" με το πράσινο ραβδί, που μοιράζει δώρα στα παιδιά. 
Γ.Χ. 

Εφημερίδα «Εμπρός» 25 Δεκεμβρίου 1919

ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

ΕΣΠΕΡΑ ΓΑΛΗΝΗΣ

Εις το αντικρυνόν πάρκο, εις το πλησίον μπουλβάρ, το χιόνι είχε πλαστουργήση, εις όλα τα πάρκα, τα μπουλβάρ, τας πλατείας, τον ποταμόν και τα κανάλια του, τας δενδροστοιχίας και τα μεγάλα οικοδομήματα, τα μνημεία και τους στύλους της απεράντου πόλεως, τας φαντασμαγορικωτέρας απόψεις. Λευκοί σταλακτίται εκρέμαντο από τους κλάδους των υψηλών δένδρων, τους εξώστας των σπιτιών. Αι συνεχείς δεκεμβριαναί χιονοθύελλαι είχαν εργασθή με καλλιτεχνικήν διάθεσιν, δια το μέγιστον λευκόν κέντημα, που εκάλυπτε με δαντέλλας και κρόσσια την κοσμόπολιν. Τόση ευτυχία λευκής διακοσμήσεως δια την μεγάλην χριστιανικήν εορτήν, που είνε συμπαθητική εξ ίσου εις τας απλοϊκάς καρδίας και τους ανήσυχους αρνητικούς της θετικής σκέψεως, ήτο ένα βαθύ ποίημα. Νηνεμία απόλυτη και ο θολός ουρανός είχε χαμηλώση, δια να ευφρανθή την λευκήν γαλήνην, σχεδόν ήγγιζε τας στέγας των σπιτιών.
Ο θόρυβος των εκατομμυρίων ανθρώπων εφαίνετο, ότι είχε παγώση και αυτός εις την λευκήν σιγήν. Εις τα βάθη των χιονισμένων μπουλβάρ πυκναί μαύραι σκιαί εκινούντο και εξηφανίζοντο βαθμηδόν. Αθόρυβα ανοιγόμμεναι θύραι τας κατέπιναν. Ήσαν αι ομάδες των εργατών, που διέκοψαν την εργασίαν των ενωρίς το απόγευμα. Εξαιρετικώς την ημέραν εκείνην δεν επήγαιναν εις το μπαρ. Το ιερόν συναίσθημα, υποβλητικώς πανίσχυρον, τους οδηγούσε εις την κατοικίαν των νηφαλίους και εγκρατείς. Εις τα καταστήματα, εις τα κολοσσιαία πρατήρια, όπου το θέαμα της κινήσεως ομοιάζει το των μυρμηγκοφωληών, ελάχιστοι ήσαν οι αγορασταί. Βιαστικοί, καθυστερημένοι εις τας εορταστικάς προμηθείας των εψώνιζον και απήρχοντο. Έπειτα αι χιλιάδες των λαμπιονιών, οι μεγάλοι ήλιοι των πανυψήλων ορατηρίων έσβυσαν, σμήνη κοράκων διεχύθησαν εις τα λευκά μπουλβάρ. Αι χιλιάδες των πωλητριών με το μαύρον ένδυμα και τον πλεχτόν σκούφον, βυθισμένον έως τα μάτια, έφευγαν γοργαί δια το ζεστόν σπίτι. Τα περνώντα τραμ προς όλας τας διεθύνσεις τας επήραν, ο ατμήρης  σιδηρόδρομος, τα λεωφορεία με τους μεγαλόσωμους ίππους, τα αυτοκίνητα όμνιμπους, ο υπόγειος και ο ανώγειος ηλεκτρικός, τας απήγαγον εις μακρυνάς συνοικίας, εις χαμένα εις το λευκόν χάος πολυάριθμα προάστεια, εις δάση και λίμνας, εις ποταμούς και κανάλια. Η τεφρά ημέρα έσβυνε και η βραδειά είχε πλέον το φως της ανταυγείας του χιονιού. Τα μεγάλα καφενεία, τα οποία δεν κλείουν στιγμήν του ημερονυκτίου, δεν είχαν έναν πελάτην την εσπέραν εκείνην. Σιγά-σιγά έσβυσαν τον φωτισμόν των. Και ολόκληρον το μεγαθήριον, το οποίον καθ’όλον τον χρόνον ασθμαίνει με μυριάδας παλμούς εργασίας, η γιγαντιαία πόλις με τον ρυθμικόν μηχανισμόν, ήταν ωσάν να έπαθε συγκοπήν. Εις τα μεγαλήτερα μπουλβάρ της, όπου η κίνησις δεν γνωρίζει διακοπήν ημέραν και νύχτα, δεν εφαίνετο σκιά ζωντανή. Μονάχα εις τους σιδηροδρομικούς σταθμούς κατέφθανον με βροντάς θυέλλης τα μακρυά τραίνα, λευκά από τον χιονοστρόβιλον, δεν επρόφθαναν να σταματήσουν  και εξετινάσσοντο εις την νέαν γοργήν κίνησίν των. Ήσαν τραίνα ερχόμενα από το ένα άκρον της Ευρώπης και διευθυνόμενα εις το απώτερον άκρον της Ασίας και ήσαν τραίνα πηγαίνοντα εις τας άλλας πόλεις της μεγάλης χώρας. Οι τελευταίοι ταξειδιώται, εορτασταί, που τα ανέμεναν εις τους υπεργείους σταθμούς, με τας μεγάλας θολωτάς υαλίνους στέγας, ενέβαιναν εις αυτά επειγόμενοι, σύροντες τα χριστουγεννιάτικα δέματά των από καρτόνι.

Χρόνια κάθε παραμονήν των Χριστουγέννων εδοκίμαζα ζωηράν ευχαρίστησιν να πλανώμαι εις τους δρόμους της κοσμοπόλεως δι’ αυτό το θέαμα της μεγάλης, της γενικής αργίας, δια την εκπληκτικήν ερήμωσιν και το σταμάτημα πάσης κινήσεως εις αυτήν. Είχε κανείς την εντύπωσιν, ότι εβάδιζε εις νεκράν πόλιν, την οποίαν εσαβάνωνε το χιόνι. Και προς την ερήμωσιν αλλόκοτη ήταν η αντίθεσις της πανηγυρικής φωταγωγήσεως των ατελευτήτων σειρών των σπιτιών, δεξιά και αριστερά των νεκρών δρόμων. Από τα ισόγεια έως τον πέμπτον πάτωμα, όλα τα παράθυρα ήσαν φωτισμένα. Μυριάδες φωτεινά τετράγωνα απλώνοντο εις το χιονόστρωμα των δρόμων, εις τους κρεμμάμενους σταλακτίτας των γυμνών μαύρων δένδρων. Εβάδιζε κανείς εις τον συνεχή λευκόν τάπητα με τας φωτεινάς, χρυσάς ανταυγείας του, ως εις ονειρώδη πορείαν. Όπου τα λευκά παραπετάσματα των παραθυριών δεν είχαν συρθή, έβλεπε ο διαβάτης δια μέσου των μεγάλων τζαμιών σκιάς ανθρώπων κινουμένας, αστερόχρυσον την φωταγώγησιν του χριστουγεννιάτικου δένδρου με τον γλυκύν φωτισμόν των κεριών του ή των μικρών ηλεκτρικών σφαιριδίων του, με τον λαμπερόν παιγνιώδη διάκοσμόν του, κορίτσια λευκοφορεμένα με την αισθηματικήν μπλουζίτσαν της χειμερινής εορτής, ξανθόμαλλα παιδάκια σκιαζόμενα υπό το μαγικόν δένδρον, γεμάτα από έκφρασιν χαράς, συγκινήσεως, εκστάσεως. Εις το βάθος απήστραπτο από ολόφωτην γαλήνην η τραπεζαρία με το στρωμένον, έτοιμον τραπέζι. Τα ποτήρια εσπινθηροβολούσαν, ρουμπινιών αντανακλάσεις είχαν η καράφες με την ξανθήν μπείραν, ηλεκτρώδεις αι φιάλαι με τον παραρρήνειον οίνον. Εις το μέσον του τραπεζιού ερρόδιζε εις τεραστίαν πιατέλλαν η χριστουγεννιάτικη χήνα, μεγάλη ως πασχαλινός αμνός. Από τα μέγαρα των εκλεκτών τμημάτων της μεγαλοπόλεως έως τα ογκώδη στρατωνοειδή οικοδομήματα των εργατικών συνοικιών της το χαρμόσυνον εορταστικόν θέαμα της «αγίας βραδειάς» ήτο το ίδιον, φωτεινόν, γαλήνιον, αισθηματικόν, ευφρόσυνον. Δια πέντε εκατομμύρια ανθρώπων, στεγασμένων εις μίαν και την αυτήν πόλιν, καλοθερμασμένων από την ιδίαν υψηλήν πήλινην σόμπαν, την φθάνουσαν έως την οροφήν, δοκιμαζόντων το αυτό γλυκύ συναίσθημα της οικογενειακής συγκεντρώσεως, έγεννάτο ο Χριστός εξ ίσου. Ήταν τα προπολεμικά χρόνια, τα ηρεμώτερα οπωσούν εις ανθρώπινην εκδήλωσιν, με ολιγώτερον μίσος εις τας καρδίας των ανθρώπων, με ολιγώτερα δάκρυα εις τους οφθαλμούς των και με ολιγώτερον πένθος εις το ένδυμά των. Τα φυλετικά πάθη ύπνωττον και εξεδηλούντο μόνον με τον οικονομικόν ανταγωνισμόν, αι κοινωνικαί αντιθέσεις της πάλης των τάξεων εφανερώνοντο με την πολεμικήν των ειρηνικών μέσων, η εργασία δεν ήτο τόσον βαρειά, η φροντίς δεν απεξήραινε τόσον το αίσθημα, ο οικονομικός βίος ήτο ευκολώτερος, το αίμα δεν είχε ακόμη μιάνη την λευκότητα του χιονιού και ο Χριστός εύρισκε οπωσούν εις κάθε ανθρωπίνην καρδία μίαν γωνίαν, δια να την συγκινηση με την συμβολικήν γλυκείαν γέννησίν του.
Και ενώ τα εκατομμύρια των κατοίκων της μεγαλοπόλεως ανεπαύοντο εις την εσωτερικήν γαλήνην του σπιτιού, ένα μόνον άνθρωπος είχε πολλά ασχολίας την χιονισμένην δεκεμβριανήν εσπέραν. Ο «Χριστουγεννάνθρωπος» πόσα πατώματα έπρεπε να ανεβή, πόσας θύρας διαμερισμάτων ώφειλε να κρούση. Από τα πρώτα πατώματα της προσόψεως των πλουσίων έως τα τέταρτα των οπισθίων οικοδομημάτων, όπου κατοικούν οι πτωχοί άνθρωποι. Αλλά όλαι αι θύραι και όλαι αι κατοικίαι του είνε ομοίως προσφιλείς, διότι εις όλας τας κατοικίας, μεγάλας και μικράς, είνε παιδάκια με την αγωνίαν εις τα ματάκια των  δια τη άφιξίν του, με την φαντασίαν των εις πυρετόν δια την μυστηριώδη εμφάνισίν του και τα δώρα του. Και είνε αγαπημένος ο ερχομός του και δια τους μεγάλους, που μειδιούν ευχαριστημένοι δια το παραμύθι της ζωής, διότι θυμούνται, ότι έζησαν και αυτοί με τας συγκινήσεις του εις τα παιδικά των χρόνια και δεν τους είνε ξένη η αποψινή του ποίησις, αφού την βλέπουν να λάμπη εις τα μάτια των παιδιών, εις τα οποία έχομεν όλας τας ελπίδας της ζωής μας. Και όταν ο «Χριστουγεννάνθρωπος» σημάνη την θύραν και εμφανίζεται εις τον διάδρομον του σπιτιού, λευκός και κουρασμένος, κτυπών την ράβδον του, φορτωμένος με τον σάκκον, από τον οποίον θα εκχυθούν χαραί δια μικρούς και μεγάλους, είνε ωσάν να εξαγνίζεται η παναθλία αυτή ζωή από ένα φως ειρήνης και ιερότητος. Γίνεται κανείς τόσον παιδί, κυριευμένος  από απλούν συναίσθημα. Όλη η πικραμένη ζωή περιενδύεται την καλήν και ευγενή μορφήν του μύθου.
- Καλέ μου Χριστουγεννάνθρωπε, καλώς ώρισες και σε ευχαριστούμεν διά τα ευτυχή δώρα σου. Αλλά κάθησε, λοιπόν, λιγάκι δια να αναπαυθής. Σου έχομεν έτοιμον το τσάϊ σου και τα γλυκά σου τα έχομεν δέση με κόκκινην μεταξωτήν κορδέλλαν.
Αλλά ο γέρος είνε πολύ βιαστικός. Έχει να επισκεφθεί τόσα πολλά άλλα παιδάκια. Αποθέτει την πράσινην βέργαν του, σύμβολον της ακαταλύτου ισότητος εις τον βαρύν χειμώνα, ξεφορτώνεται τον σάκκον του, από την μακράν άσπρην γενειάδα του τινάζεται το χιόνι του δρόμου και ακούει ευχαριστημένος τα χαιρετιστήρια τραγουδάκια των παιδιών διά την ευτυχή άφιξίν του. Τα χαϊδεύει και τα νουθετεί. Η έκστασις, που εκπορεύεται από τα γοητευμένα ματάκια των γίνεται χαρά εις τα πρόσωπα των μεγάλων και εις το αναποδογύρισμα του σάκκου του ασπρομάλλη  γέροντος, επάνω εις το χριστουγεννιάτικον τραπέζι, το σπίτι γεμίζει από ζωηρά ξεφωνήματα. Εις το πιάνο ηχεί ο απλούς, λιτός ύμνος της ιεράς εσπέρας. Των προγόνων αι μορφαί εις τα κάδρα των τοίχων φαίνονται να κινούν τα χείλη εις ευλογίαν. Ποία ευωδία είνε αυτή, που διαχύνεται εις τον θερμόν, καλόν κλειστόν χώρον;
Αλλά δεν γνωρίζομεν καμμίαν άλλην μορφωτικήν δύναμιν, άλλην εξανθρωπιστικήν προσπάθεια, η οποία να κατώρθωσε να συγκινή βαθύτερον τας μυριάδας των ανθρώπων και να τας προσεγγίζει φιλίως, όπως το επιτυγχάνη η συμβολική χριστουγεννιάτικη εσπέρα.  Πιθανόν να μη γεννάται ασκόπως ο Χριστός μίαν νύχτα του Δεκεμβρίου δι’ημάς τους κακούς ανθρώπους, οι οποίοι επί τέλους τοιούτοι εδόθημεν ανευθύνως. Μας υπενθυμίζει, με την ηδείαν συγκίνησιν της συμβολικής ταύτης εορτής, ότι η αγάπη έχει, αν όχι τίποτε άλλο, δικαιώματα εις την ζωήν καθώς και το μίσος.

ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου