Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2023

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΓΕΥΜΑ – ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Εφημερίδα “ΣΚΡΙΠ”, 25 Δεκεμβρίου 1895

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΓΕΥΜΑ

Περί το μεσημέρι μας τον έφεραν εις το Θεραπευτήτιον. Δεν είχαμεν πολλούς ασθενείς την ημέραν των Χριστουγέννων και δύο τρεις απ’ αυτούς εν αναρρώσει ευρισκόμενοι είχον κατέλθη μαζί μας με την λινήν περιβολήν των εις την ευρείαν αυλήν, όπου αντί άλλης διασκεδάσεως ο προϊστάμενος του Θεραπευτηρίου, ένας κοντός δεκανίσκος, οι δύο νοσοκόμοι, οι τρείς οικουροί, και ο υποφαινόμενος ο φαρμακοτρίπτης ερρίχναμε τα φέσια μας στον αέρα, “οποιανού πάει ψ’λότερα ορέ”. Ότε μας τον έφεραν τέσσαρες άνδρες επί τινος ψάθας ξαπλωμένον, φρικωδώς οιμώζοντα με βλοσυρούς οφθαλμούς και φοβερά κόκκινον τον ωραίον εύσωμον όσον και κοντόχονδρον και ολοστρόγγυλον λοχίαν του δ’ λόχου, αν δεν απατώμαι, του τάγματος.
- Τι τρέχει ορέ; εβόηξε το προσωπικόν του Θεραπευτηρίου και προσέδραμεν ολόκληρον προς τον εξαφνικόν εκείνο φορτίον.
- Ντέτε ορέ, ου κυρ λοχίας είναι, τι καν’ τε έτσι, απήντησαν κάθιδροι οι φορείς.
Αλλ’η διαβεβαίωσις των αύτη δεν καθησύχασεν την περιέργειάν μας. Τι συνέβαινε, τι είχε πάθει ο λοχίας; Και περεκυκλώναμεν ολοέν τον ατυχή φερόμενον λοχίαν, όστις εφαίνετο, από στιγμής εις στιγμήν ότι θα διερρηγνίετο. Τόσην στενοχώριαν ενείχε το πρόσωπόν του, το σώμα του ολόκληρον! Οι νοσοκόμοι, οι οικουροί συγκινηθέντες εκ του απαισίου αυτού θεάματος ηρώτησαν με απαλήν, παρηγορητικήν φωνήν.
- Τι έχεις, κυρ λοχία;
Και ο κατακείμενος τότε μη απολέσας ουδόλως την στρατιωτικήν του μεγαλοπρέπειαν και το αρειμάνιον ύφος του παρόλην την φοβεράν αγωνίαν που τον παράδερνεν, εβρυχήθη.
- Μωρ’ σύρτε με απάνω, κουθώνια τ’ διαόλου κι θα σκάσου η κακομοίρης!…
~ ~ ~
Τον ανεβάσαμεν επάνω εις την μεγάλην αίθουσαν των ασθενών, ενώ η κλίμαξ έτριζεν απαισίως εκ των βαρέων βημάτων και εκ των μηκυθμών(1) του λοχίου. Τον εξαπλώσαμεν τότε επί τινος κλίνης , και προσεπαθήσαμεν να τον γδύσωμεν, μόλις τολμήσαντος του προϊσταμένου δεκανέως, να τον ερωτήση τι είχε, τι ησθάνετο.
- Ορ’ τι έχου ρουτάς; Για αγγούσα(2) μούρχεται πάου να σκάσου η κακομοίρης!... Ανοίξ’ τι ορέ χαϊβάνια τ’διαόλ’ κάνα περιθύρι. Θα σκάσου δεν ακούτε;…
Ανοίξαμεν παραπλεύρως εν παράθυρον, σκεπάσοντες καλά προηγουμένως τους πλησίον ασθενείς. Ήλιος θερμός ήρχετο εκ του παραθύρου θωπεύων απαλά το φαιόν σανίδωμα και τους υψηλούς ωχρούς τοίχους. Ήτο γλυκεία χειμωνιάτικη θαλπωρή, τα πουλιά επτερύγιζαν τρελλά και πέραν από την πόλιν ήρχετο ζωηρός ο θόρυβος των εορταζόντων την πρώτην Χριστουγεννιάτικην ημέραν Χριστιανών. Και όσον η θαλπωρή απέβαινε χλιαρωτέρα και ο ήλιος εθώπευε μαλακά, εκνευρισμένα την αυλήν κάτω, το Θεραπευτήριον όλον με τους προσεγγίζοντας επί των παραθύρων του πρωϊμως ανθισμένους κλώνους μερικών γηραιών αμυγδαλεών, και ζέστη σχεδόν εαρινή υπήρχε, τότε εμαίνετο ο ατυχής λοχίας, βροχώμενος.
- Θα σκάσου ου μαύρος, θα σκάσου!… Καμ’ τε μου αέρα με τα λαγγιόλα(3) σας ουρέ, με τς’ φουστανέλλες σας κάματ’ αέρα, θα σκάσου ου άτυχους.
~ ~ ~
Περί την δευτέραν ώραν μ.μ. έφθασεν ο ιατρός. Λοχαγός, μεσόκοπος, με ψαρά γενειάδα, μ’ένα οφθαλμόν κόκκινον από θερμήν λατρείαν προς την εγχώριον οινοπνευματοπαραγωγήν και τον άλλον κόκκινον τις οίδεν εκ τίνος δυστυχήματος, αγαθός όσον δεν έπαιρνε, περιπατών πάντοτε κατά γραμμήν των οικιών, και τρικλιζόμενος, ως ήτο κόκκινος κόκκινος, σαν παπαρούνα θωπευομένη υπό της αύρας. Ανέβη όχι με πολλήν ευκολίαν την κλίμακα και ήλθεν εις την αίθουσαν.
Τσιμουδιά ήδη εν αυτή, ησυχία απόλυτος και ευθεία στάσις σωμάτων ακινήτων. Ως είδε τον ιατρόν ο λοχίας ανεθάρρησε κάπως, ανεκάθησεν ολίγον επί της κλίνης και εμουρμούρησεν εν αμηχανία:
- Θα σκάσου κυρ γιατρέ!
Ο ιατρός προσήγγισε πλησιέστερον, επήρε την χείρα του, προσπαθών να εύρη τον σφιγμόν του, και τον ηρώτησε τι ησθάνθη, τι έπαθεν. Ο λοχίας ευτυχώς ήρχισε διαλευκαίνων το γεγονός με ολίγας λέξεις:
- Να με συμπαθής , κυρ γιατρέ, έχου κουμάτ’ αδύνατου στουμάχι. Λίγου πλειότερου να φάου μι σακατεύει.
- Ε! Τι έφαγες σήμερα;
- Είχαμε ένα γρουνοπ’λάκ’ ιγώ κιου Μήτρους η Μηλιάς ου δικανέας. Τούχαμε στου φούρνου, κι θάτανε εξ ιφτά ουκάδες. Καθόμαστε τ’λες , κυρ γιατρέ, και δυο μπονουρούλια κι του κάνουμε για του ταψί. Πως διάτανον μι χάλιασε, έχου γλέπεις, κυρ γιατρέ αδύνατου στουμάχι, ή Μηλιάς η δικανέας δεν έπαθε ντιπ του ζαγάρι. Ου!… ου…! Ου…! Θα σκάσου, τι θα γένου η μαύρος!
Ο ιατρός παρ-όλην την εκτάκτως χριστουγεννιάτικην ερυθρότητά του, εμειδία σατανικώτατα και τρικλιζόμενος, με φουσκωμένες τις κυλλότες του και τας τριζούσας μπότας του, είπε:
- Ποιός σούπε να το φας μονάχος σου. Δεν άφινες να πάθωμε κι’ ημείς.
Μ. Χ.
______________________

(1) μηκυθμός: μούγκρισμα.
(2) αγγούσα: πνιγμονή. ασφυξία
(3) λαγγιόλι ή λαγκιόλι: Τρίγωνο κομμάτι τής φουστανέλλας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου