“Το
όνειρο της Κλάρας” πρωτοδημοσιεύτηκε
στο “Εθνικόν Ημερολόγιον του έτους
1913” του Κωνστ. Σκόκου με την ένδειξη:
Μόναχο, 1912, και συμπεριλήφθηκε στη
συλλογή “Τάσω,
στο σκοτάδι και άλλα διηγήματα”, του
Κωστ. Χατζόπουλου, που τυπώθηκε στο
τυπογραφείο της “Εστίας” στην Αθήνα
και κυκλοφόρησε το 1916.
Διήγημα
σκοτεινό, “βορεινό” όπως έλεγαν τότε,
προπομπός του “Φθινόπωρου”, βυθίζει
τον αναγνώστη σε ένα αινιγματικό σύμπαν,
όπου οι λέξεις ξεπερνούν τα προφανή
νοήματα και διερευνούν τα κρυφά βάθη
της ψυχής.
Η
Κλάρα είναι
μια άσχημη ανέραστη κοπέλα, που αναπληρώνει
την ερωτική
της στέρηση με τα όνειρα που πλάθει η
άρρωστη, από τον καταπιεσμένο πόθο,
φαντασία της. Ζει σ’έναν δικό της κόσμο
με φανταστικούς έρωτες, που διηγείται
με πολλή πειστικότητα στις συντροφιές
της. 0 αναγνώστης, παρασυρμένος από τις
φαντασιοπληξίες της ηρωίδας, μετεωρίζεται
ανάμεσα
στο όνειρο και την πραγματικότητα. Ο
Χατζόπουλος στήνει έναν αφηγηματικό
καμβά, όπου η πραγματικότητα λειτουργεί
ως πέπλο που καλύπτει τις φαντασιώσεις
της Κλάρας και την έντονη επιθυμία της
για ανταποδοτικό έρωτα. Η ηρωίδα, λοιπόν,
χτίζει έναν ιδιωτικό κόσμο όπου
πρωταγωνιστεί ο ανύπαρκτος εραστής των
ονείρων της, σε ένα αφήγημα που θυμίζει
έντονα το «ονειρόδραμα». Το
κλίμα ασάφειας, του υπονοούμενου και
της αοριστίας που επικρατεί στο διήγημα
αποτελεί βέβαια ένα
από τα βασικά χαρακτηριστικά του
Συμβολισμού.
Όπως
υποστηρίζει ο Χρήστος Τζούλης, στην
γραφή του Χατζόπουλου εντοπίζεται η
έννοια της «ανικανοποίητης επιθυμίας»
όπως την
έχει περιγράψει
ο Φρόιντ.(*)
Αυτή ακριβώς η ανικανοποίητη
επιθυμία αποτελεί και
τον πυρήνα του «Φάουστ»
του Γκαίτε, έργο που ο Χατζόπουλος
μετέφρασε. Η Κλάρα, παγιδευμένη σε αυτό
το διαλεκτικό πεδίο επιθυμίας και φόβου,
προσπαθεί να εξορθολογίσει το όραμά
της για τον εραστή, όμως η επιθυμία
παραμένει κυρίαρχη, ανεξάρτητα από τις
αναστολές και τους φραγμούς που
αντιμετωπίζει.
Ο
άγνωστος εραστής
είναι βέβαια ένα
κατασκεύασμα της φαντασίας της Κλάρας,
η συμπεριφορά
του καθορίζεται από τις βαθύτερες
επιθυμίες και ανασφάλειες της ηρωίδας,
οι σκέψεις
και οι ενέργειές του δεν είναι παρά
αντανάκλαση των δικών της εσωτερικών
διεργασιών. Το διήγημα κλείνει με ένα
σαρκαστικό γέλιο. Το γέλιο είναι
καταλυτικό και σκόπιμα ο αφηγητής αφήνει
ασαφή την προέλευσή του. Η χρησιμοποίησή
του μπορεί να οφείλεται στην “Ηλέκτρα”
του Hugo von Hoffmannsthal, που ο
Χατζόπουλος μετάφρασε
και εξέδωσε το 1916. (**)
Γ.Χ.
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΚΛΑΡΑΣ
Την Κλάρα δεν την αγάπησε ποτέ κανείς. Πώς ήταν τόσο άσχημη δεν ήθελε να το πιστέψη, κι ας το φοβότανε. Όμως δεν την αγάπησε ποτέ κανείς, και στις συντρόφισσές της πού φλυαρούσαν για τούς έρωτές τους, έπρεπε να κάθεται να πλάθη και να διηγήται κι αυτή φανταστικές ιστορίες για νέους πού την αγαπήσαν μιά φορά και γι' άλλους πού την κυνηγούν ακόμα. Πότε διηγότανε ρομαντικούς περίπατους μέσα στα δάση μέ τον έναν, πότε ταξίδια με τις βάρκες και τα βαποράκια στο ποτάμι και στις λίμνες με τον άλλον. Αυτά όλα γίνονταν τις Κυριακές που η Κλάρα έμενε στο σπίτι και συντρόφευε την άρρωστη μητέρα της, ή έβγαινε το αποβραδίς στ' απόμερα για ν' ανασάνη και νά πλάση καλύτερα έξω στον αέρα το όνειρο πού θα ιστορούσε την άλλη μέρα στις συντρόφισσές της. Ό φίλος πού είχε τώρα ήταν ένας ξένος με μελαψή θωριά, μέ μαύρα μάτια και μαλλιά. Ήταν από μακρυσμένον τόπο, από μια χώρα όπου δεν πέφτει ποτέ χιόνι, όπου οι κάμποι χάνονται στο άπειρο μάκρος σε πυρρή άχνα, τα δέντρα κρεμούνε προς τα κάτω τα κλαδιά, μέσα στα δάση ζουν πουλιά παράξενα και τα λευκά και σιωπηλά παλάτια καθρεφτίζουν τις κολώνες τους και τις κορφές στ' ακίνητα κίτρινα νερά των ποταμιών. Οι συντρόφισσές της ανοίγανε πλατιά τα μάτια, όταν ή Κλάρα διηγόταν πώς έχει κι ο φίλος της ένα παλάτι και θα την πάρη να πάν εκεί να ζήσουνε μαζί.
Κ' ή Κλάρα τον περίμενε να ρθή, όπως είχε περιμείνει και τούς άλλους πού δεν ήρθαν. Κ' ένα βράδυ, εκεί πού γύριζε στο σπίτι κ' ένιωσε ξαφνικά να την ακολουθούν σιγά κι αργά σαν τα δικά της κάποια πατήματα, υποψιάστηκε μην είναι αυτός αληθινά. Μα σα να τη σταμάτησε μεμιάς το αίμα, ή καρδιά της χτυπούσε τόσο πού δεν μπόρεσε να στρέψη πίσω να στρέψη πίσω να τον δεί. Μόνο όταν έφτασε στην πόρτα της και μπήκε μέσα, γύρισε κ' έριξε πίσω γλήγορη ματιά και είδε αντίκρυ τα μάτια του πού λάμπαν κάτω από το φως του φαναριού. Ανέβηκε βιαστική τη σκάλα κ' έτρεξε στο παράθυρο. Εκείνος στεκόταν ακίνητος κοντά στο στύλο του φαναριού κ' είχε τα μάτια καρφωμένα στο παράθυρο της.
Η
Κλάρα δεν κοιμήθηκε ούτε κείνη τη νύχτα
ούτε την άλλη. Γιατί τα βήματα του
αγνώστου την ξαναπήρανε κοντά και το
άλλο βράδυ. Κι όταν ανέβηκε στο σπίτι,
εκείνος ξαναστάθηκε σα στύλος αντίκρυ
στο παράθυρο με τα μάτια γυρισμένα εκεί.
Το τρίτο βράδυ δεν βαστούσε άλλο ή Κλάρα.
Φόρεσε πάλι το καπέλο της και ξανακατέβηκε
στο δρόμο. Κατέβηκε αποφασισμένη να πάη
ίσια στον άγνωστο, αθέλητα όμως τράβηξε
ίσια στο δρόμο χωρίς να ξέρη που τραβά.
Ο ένας δρόμος έβγαζε στον άλλο και κείνος
έξω στο μεγάλο πάρκο. Η Κλάρα πέρασε το
μέρος πού ήτανε γεμάτο φως και κόσμο
και μπήκε σ' ένα από τα στενά μονοπάτια,
πού φιδωτά και μισοφωτισμένα χανόνταν
κάτω από τούς μαύρους θόλους των κλαριών.
Χώθηκε μέσα σε αυτούς και προχωρούσε.
Πίσω της ένιωθε να την ακολουθούν τα
βήματα τού αγνώστου αργά, σιγά σαν τα
δικά της πάντα. και προχωρούσε όσο πού
έφτασε στο μέρος όπου μια λίμνη
μισοκρυμμένη κάτω από τα δέντρα έκοβε
το πάρκο. Άμα σταμάτησε, σταματήσαν και
τα βήματα κοντά της, κι όταν κάθισε στο
κάθισμα πού ήταν εκεί στην άκρη του
νερού, βρέθηκε καθισμένος σιμά της κι
ο άγνωστος. Ένα φανάρι κρεμασμένο ανάμεσα
στα δέντρα, τής έφεξε και κει να ξαναδή
την όψη του. Ήταν μελαψή, μέ μαύρα μάτια
και μαύρα μακριά μαλλιά. Ήταν εκείνος.
Η Κλάρα τον κοίταζε αμίλητη κι
ασάλευτη, σα βυθισμένη σε όραμα. Δέντρα
κοντά, λιγνά, σκυφτά, γυρτόκλωνα, δέντρα
μέ φύλλα αριά, μακριά, λεπιδωτά, πολύχρωμα,
παράξενα χρυσοφεγγίζανε σα γνώριμα,
σαν άγνωρα στη ρόδινη αντηλιά, ή έκταση
των πλατιών κάμπων πού χάνονται πέρα
μακριά σέ πυρρά βάθη ανοιγόταν γλαυκόλαμπη
μπροστά της.
Είχε διαβάσει στα βιβλία
για τα μέσα μάτια πού κάποτε βλέπουν
πρωτύτερα από τα έξω μάτια, και κοίταζε
πάντα τον άγνωστο και περίμενε να της
μιλήση κι ονειρευόταν και λαχτάριζε να
τής μιλήση για το μακρινό τόπο του, για
τα παράξενα πουλιά πού ζουν στα δάση,
για τα κίτρινα ακίνητα νερά πού
καθρεφτίζουν τα λευκά παλάτια. Μα ο
άγνωστος δεν άνοιγε τα χείλη, παρά την
κοίταζε και κείνος σιωπηλός κι ασάλευτος.
Έτσι σιωπηλός όλο το βράδυ εκείνο, έτσι
ασάλευτος και σιωπηλός και τ' άλλα βράδυα
στη σειρά, όταν ή Κλάρα τον έσερνε κατόπι
της κ' έρχονταν και καθίζανε κοντά -
κοντά στο ίδιο κάθισμα εκεί στην άκρη
του νερού.
Η Κλάρα τώρα δε μιλούσε λόγο στις συντρόφισσές της για την ιστορία αυτή. Έμενε σιωπηλή, συλλογισμένη όλη την ήμερα, σα να ονειρευόταν και να περίμενε μόνο να ρθει το βράδυ.
Τέλος ένα βράδυ σιωπηλό και σκοτεινό σαν όλα τ' άλλα, ένα βράδυ πού σαν πάντα το φως του φαναριού έπεφτε στο πρόσωπο του άγνωστου και σερνότανε στα πόδια του σα φίδι και τρεμόπαιζε κιτρινωπό εκεί στην άκρη του νερού, ή Κλάρα σίμωσε πιο κοντά τον άγνωστο και του έπιασε το χέρι.
Εκείνος δεν κουνήθηκε. Την άφησε να το κρατά, την κοίταξε στα μάτια και τη ρώτησε:
«Πώς σε λένε;»
Η Κλάρα είπε το όνομά της.
Κι ό άγνωστος κοιτάζοντας την πάντα ψιθύρισε:
«Δεν είσαι συ — »
Η Κλάρα τέντωσε τα μάτια.
«δεν είσαι συ, της μοιάζεις μόνο, της μοιάζεις στην ασχημιά —· »
Η Κλάρα έκαμε να τραβήξη το χέρι της, μα εκείνος το κράτησε:
«τά ίδια κρεμασμένα χείλη, τα ίδια τ' αχαμνά, τα κοκαλιάρικα τα μάγουλα, τα πεταγμένα έξω' τα ίδια τα μικρά, τ' άχρωμα, τ' άλαμπα τα μάτια, το ίδιο το καμπουριασμένο το κορμί.
Ήταν η πιο άσχημη και κείνη απ' όλες. Κανείς δεν την κοίταζε, κανείς δεν της μιλούσε, κανείς δεν την αγάπησε. Οι άνθρωποι δεν μπορούνε να δούνε την ψυχή. και κείνη είχε καλή ψυχή. Δε μίλησε ποτέ δέ γέλασε ποτέ με μένα εκείνη. Καθότανε μόνη στην άκρη, μαζεμένη, και κοίταζε άφωνη, σαν πάρδαλη από το κλουβί, τις άλλες πού γελούσανε με μένα. Εκείνη δεν έμοιαζε μ' αυτές, δεν ταίριαζε στον κόσμο. Γι' αυτό τή σκότωσα».
Κλάρα τινάχτηκε, μα ο άγνωστος δεν της άφησε το χέρι.
«Τήν αγαπούσα και τή σκότωσα», ξακολούθησε, «μα μη φοβάσαι, εσέ δε σ' αγαπώ. Εσύ δεν είσαι κείνη, όπως φαντάστηκα όταν σε είδα πρώτη φορά. Νόμισα πώς πέρασε ή ψυχή της σε σένα, πώς αναστήθηκε σε σένα, πώς ξαναήρθε στη ζωή με σένα. Μα όχι, εσύ δεν είσαι εκείνη. Εσύ τρέμεις. Εκείνη δεν έτρεμε. Ξέπλεξε μόνη τα μαλλιά και μου τα έδωσε στο χέρι. Μου τα έδωσε και της τα πέρασα γύρω στο λαιμό θηλιά, τράβηξα, έσφιξα τη θηλιά γερά, και τα μάτια της, τα μικρά τα μάτια της ανοίξανε πλατιά στο χάος, τεντωθήκανε πόρτες ορθάνοιχτες στην άβυσσο σαν πλάκες σμάλτο άσπροφεγγίσαν τ' άχρωμα τα μάτια, σαν αίμοστάλαχτα ρουμπίνια αστράψαν τ' άλαμπα τα μάτια. Τρόμαξα και της σκέπασα το πρόσωπο. Έβλεπα μόνο το γυμνό κορμί. Παίζανε φέγγη χλωμοκίτρινα, αχνορόδινα κι αυτού, πνιγόταν άσπρογάλαζες, πρασινωπές, θαμπόχρυσες αναλαμπές. Πώς πνίγονται μουντά μιά μέρα θαμπερή τα χρώματα στο φίλδισι, πώς τρεμοφέγγει στα νερά εκεί το λειψό φεγγάρι πού τρυπά τούς κλάδους — έτσι έφεγγε μπροστά μου το γυμνό κορμί».
Η Κλάρα, κοίταξε στη λίμνη όπου έδειχνε το χέρι του. Τα νερά ήταν σκοτεινά, φεγγάρι δε φαινόταν. μόνο στήν άκρη, εκεί μπροστά θαμπότρεμε ή λάμψη του φαναριού κιτρινωπή. «Γιατί τη σκότωσα, γυμνή», ξακολούθησε ο άγνωστος. «γυμνώθηκε όταν είδε πώς την ήθελα γυμνή, κ' έπεσε στο κρεβάτι,. Εσύ δε θέλεις, εσύ δε λύνεις μόνη τα μαλλιά —- »
Έφερε το χέρι στο λαιμό της, σα να ήθελε να της ξεκουμπώση την τραχηλιά.
Η Κλάρα ξανατινάχτηκε.
«Μην τρομάζης. δεν σε θέλω εσένα», είπε ο άγνωστος και κατέβασε το χέρι. «Εκείνη άφησε και τη γύμνωσα, κ' έπεσε έτσι στο κρεβάτι. Δεν το μόλυνα. Σκέπασα το γυμνό κορμί γιατί με φόβισε κι αυτό όπως έφεγγε. Τής φίλησα μόνο το χέρι πού κρεμόταν κάτω ασκέπαστο. Ήταν τόσο μικρό, τόσο απαλό το χέρι της. Το δικό σου είναι άσχημο, δεν το φιλώ. Τραχύ, πλατύ, κακοπλασμένο. Δεν είσαι εκείνη εσύ, δεν ξαναβγήκες από το κίτρινο νερό πού πήγα και την έριξα για να μην της δη κανένας άλλος το γυμνό κορμί. Δεν είσαι συ, της μοιάζεις μόνο. Εσύ δε θέλεις να πεθάνης, δε θέλεις ν' αγαπήσης, δέν μπορείς — ή θέλεις; Λέγε!»
Έμεινε κρατώντας, σφίγγοντας δυνατά το χέρι της.
Η Κλάρα έσκυψε το πρόσωπο. Δε μπορούσε ν' αντικρύζη το δικό του, δε βαστούσε να βλέπη τα μάτια του πού αστράφτανε μεγάλα, μαύρα, κρύα κάτω από το κίτρινο φως.
Σε λίγο ένιωσε πώς τής άφησε το χέρι, κι όταν τόλμησε και ξανασήκωσε το πρόσωπο, ό άγνωστος είχε χαθή.
Το άλλο βράδυ, όταν γύριζε στο σπίτι, δεν άκουσε πίσω της το βήμα του. Κι όταν βγήκε στο παράθυρο, δεν τον είδε να στέκη αντίκρυ, να περιμένη. Περίμενε, περίμενε κι αυτή — δε φάνηκε. Ύστερα κατέβηκε στο δρόμο και δίχως να το νιώση βρέθηκε στο πάρκο καθισμένη στην άκρη του νερού. Έμεινε ώρες μόνη, ασάλευτη, σκυφτή. Ό άγνωστος δεν ήρθε. Όταν όμως σηκώθηκε να φύγη και μπήκε στο στενό σκοτεινό μονοπάτι, τότε της φάνηκε πώς άκουσε να σβήνη σαν αποπίσω της, σαν από μακριά ή κοντά, ή σαν απομέσα της μονάχα ένα μακρύ, τρικυμιστό, χαχανιστό άγριο γέλιο.
______________
(*) Βλ. Χρήστος Τζούλης, «Η ονειρική διεργασία στον Κ. Χατζόπουλο. Προσπάθεια ανίχνευσης με βάση την ερμηνευτική των ονείρων του S. Freud», Πρακτικά επιστημονικού συμποσίου, Ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος ως συγγραφέαςκαιθεωρητικός, Αγρινιο 14 έως 17 Μαΐου 1993, σ.347.
(**) Η Ηλέκτρα μιλώντας στη μητέρα της Κλυταιμνήστρα, της λέει και τα εξής: «Έτσι, όπως τότε που έπνιγες τον πατέρα κάθονται [οι θεοί] στο δείπνο κ’ είναι κουφοί σε κάθε αγκομαχητό. Μόνο ένας μισότρελος θεός, το Γέλιο, μπαίνει στην πόρτα τρεκλιστά: θαρρεί πως παίζεις χωρατά, ερωτικά παιχνίδια με τον Αίγισθο, μα βλέπει ευθύς την πλάνη του, γελά σπαρταριστά και χάνεται μεμιάς». Βλ. “Κωνσταντίνος Χατζόπουλος ο πρωτοπόρος” Τάκης Καρβέλης, Εκδόσεις Αθηνά Σοκόλη, 1998 σ. 185.
Πηγές
Χριστίνα
Γκορίτσα, “Οι ανδρικοί χαρακτήρες στα
διηγήματα του
Κώστα Χατζόπουλου” διπλωματική
εργασία, ΑΘΗΝΑ
2017
https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/uoadl:1668150
Ανθούλα
Σεφεριάδου, “Οι
γυναικείες μορφές στο πεζογραφικό έργο
του Κ.Χατζόπουλου”
Διδακτορική
διατριβή - Ιωάννινα
1982
https://search.lib.auth.gr/Record/456192
https://olympias.lib.uoi.gr/jspui/bitstream/123456789/7247/1/%CE%94.%CE%94.%20-%20%CE%91%CE%9D%CE%98%CE%9F%CE%A5%CE%9B%CE%91%20%CE%A3%CE%95%CE%A6%CE%95%CE%A1%CE%99%CE%91%CE%94%CE%9F%CE%A5.pdf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου