Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2024

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ – ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Πως η μουσική του Richard Wagner επηρέασε την ελληνική ποίηση

Ο Δημήτριος Χατζόπουλος, γνωστότερος ως Μήτσος, συνέδεσε το όνομά του με την ελληνική λογοτεχνία, το χρονογράφημα και την κριτική, συμμετέχοντας ενεργά από μικρή ηλικία στα λογοτεχνικά δρώμενα της εποχής του. Με τα χρονογραφήματά του, τα διάσπαρτα διηγήματά του, τα άρθρα, τις μεταφράσεις, την έκδοση βιβλίων, καθώς και ως συνεκδότης του περιοδικού «Διόνυσος» με τον Ι. Καμπύση, ο Μήτσος Χατζόπουλος ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα είχε διαμορφώσει ένα ιδιαίτερο, προσωπικό λογοτεχνικό προφίλ.
Αν και διαφορετικός από τον αδελφό του, ο Μήτσος Χατζόπουλος μοιράστηκε μαζί του κοινές ανησυχίες και ενδιαφέροντα. Και οι δύο υπήρξαν θερμοί υποστηρικτές του σοσιαλισμού και του βαγκνερισμού. Στο Μήτσο Χατζόπουλο οφείλουμε την σημαντική μελέτη «Η επανάσταση των λέξεων» που δημοσιεύτηκε στο “Περιοδικό μας” της 14/1/1900 με υπογραφή “Μποέμ”, όπου για πρώτη φορά στα ελληνικά χρονικά αναδεικνύεται, με αναλυτικότητα και ευγλωττία, η βαθιά επίδραση του Ρίχαρντ Βάγκνερ στους Έλληνες συμβολιστές ποιητές.
Σε αυτό το πρωτοποριακό για την εποχή του κείμενο, ο Χατζόπουλος επιχειρεί να αποκρυπτογραφήσει τις μεταμορφώσεις που υπέστη η ελληνική γλώσσα στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Απομακρυνόμενος από τις εξισώσεις του δημοτικισμού, ο κριτικός αναλύει πώς η επίδραση του βαγκνερισμού επηρέασε τόσο καθαρευουσιάνους όσο και “μαλλιαρούς” ποιητές.
Χαρακτηριστικά αναφέρει: «Πόσο πιο σαφώς θα μπορούσε να εξαρτήσει κανείς την νέα μορφή έκφρασης στην ποίηση από τη μουσική;» Εστιάζοντας ιδιαίτερα στο έργο του Βάγκνερ, ο Χατζόπουλος παραθέτει παραδείγματα από τη «νεοδημοτική» ποίηση, αναφερόμενος σε ποιητές όπως ο Παλαμάς, ο Γρυπάρης, ο Καμπύσης, ο Πορφύρας, ο Παπαντωνίου, ο Μαλακάσης και ο Βασιλικός (ψευδώνυμο του αδελφού του) που «... ανύψωσαν την ταπεινήν γλώσσαν των αγρών εις ύψος ποιητικής γλώσσης, έδωσαν εις τας λέξεις τας περιφρονημένας τιμήν έκφράσεως, τιμήν αισθήματος, τιμήν αριστοκρατίας. Κατά τήν τελευταίαν τετραετίαν μάλλον η ελληνική ποίησις ήρχισεν εισχωρούσα εις την μουσικήν και φέρουσα προς την απήχησιν του τόνου με βιαίαν ορμήν τούς στίχους της. Χειραφετηθέντες οι ποιηταί από τον αλεξανδρινόν στίχον, ηλευθερίασαν με τούς ελευθέρους ρυθμούς και επικοινώνησαν κατά το μάλλον και ήττον ο εις περισσότερον του άλλου με την συνεχή μελωδίαν θα έλεγε τις των Βαγνερείων έργων».
Ως χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της βαγκνερικής επιρροής, ο Χατζόπουλος αναφέρει τη «σκοτεινή» ποίηση του Γιάννη Καμπύση, η οποία, όπως υποστηρίζει, αποδίδει «ἕναν παλμὸν μεγαλοδύναμον Βαγνερείου ὀρχήστρας».
Λίγες σελίδες πιο κάτω παρατίθεται ένα ποίημα του Κώστα Χατζόπουλου (με ψευδώνυμο Πέτρος Βασιλικός), που φαίνεται να πληρεί τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο κείμενο του αδελφού του Μήτσου, παρόλο που στο άρθρο δεν γίνεται βέβαια συγκεκριμένη μνεία (θα το βρείτε στο τέλος του κειμένου).
Γ.Χ.

Η επανάστασις των λέξεων” υπό Μποέμ
“Το Περιοδικό μας” 14 Ιανουαρίου 1901

Πάντοτε ησθάνθην και αισθάνομαι κάποιαν απέχθειαν προς τας λέξεις, απέχθειαν η οποία νομίζω, ότι θα προέρχηται από ειλικρινή αγάπην προς αυτάς. Ό,τι αγαπά τις με πάθος δεν δύναται παρά να αισθάνεται εις στιγμάς παροξυσμού ψυχικού και μίσος προς αυτό. Ό,τι μάς είνε αδιάφορον, ο,τι μας κινεί την περιφρόνησιν δεν δύναται να γεννήση εις την ψυχήν μας το αίσθημα του μίσους. Αλλά νομίζω ακόμη, ότι η απέχθειά μου προς τας λέξεις δεν προέρχεται εντελώς εκ της μεγάλης αγάπης μου προς αυτάς. Υπάρχει και αφορμή εκτάκτως διάφορος. Αισθάνομαι, ότι η πρώτη αποστροφή προς τον κόσμον των λέξεων μου εγεννήθη, όταν άνεκάλυψα εν τη εργασία μου ότι πολλοί ευρύτερον εύρον και ευρίσκουν την απόστασιν ήτις χωρίζει τας λέξεις από τας αισθήσεις. Εάν επρόκειτο να εξομολογηθώ μετά συντριβής ενώπιον πνευματικού καλλιτέχνου θα ωμολόγουν, ότι η σκέψις μου, η αίσθησις μου εβάδισε μάλλον παραλλήλως προς τας λέξεις δι’ ών έξεφράσθη αυτή παρά συμφυώς και ομοουσίως. Δεν θα υπάρξη δε αντίρρησις, ότι οι αληθείς λάτρεις των λέξεων ουδέποτε κατόρθωσαν να συλλάβουν ταύτας ασφαλώς, να τας υποτάξουν εις την δημιουργικήν πνοήν των, να τας μεταβάλουν εις μαλακήν λάσπην με την οποίαν να ζυμώσουν τον χρυσόν της σκέψεως και να εκφράσουν το αίσθημά των κατ’ευθείαν, αμέσως άνευ κωλύματος, πάναγνον από την πηγήν της ’Ιδέας. Υπάρχει εις την περίπτωσιν ταύτην μυστήριον, εις το οποίον όσον τις εμβαθύνει τόσον διαυγέστερον βλέπει και κρίνει ότι ο κόσμος των αισθημάτων και ο κόσμος των λέξεων συμπίπτουν και συνταυτίζονται όσον ο φυσικός κόσμος και ο μεταφυσικός. Όσον και αν φαίνωνται συμφυείς και αδελφικαί αι ιδιότητες αύται τόσον χωρισμέναι απ’ αλλήλων είνε εν τη βαθυτάτη ρεαλιστική διεισδύσει, εν τη μυστική περιπλανήσει των ονείρων. Το μόνον μέσον υπελείπετο να είνε διά τον καλλιτέχνην η άρνησις η παντελής του κόσμου των λέξεων και η ολοσχερής καταφυγή του εις τον κόσμον της αισθήσεως και της σκέψεως, εις τον μέγαν και απέραντον κόσμον της εν σιγή ενεργείας. Και ενθυμούμαι ακόμη το χαρμόσυνον ψυχικόν ρίγος, το οποίον ησθάνθην, όταν ήκουσα τον Ίσλανδόν του Ίψεν Ζάτζεζρ, τον όντα ποιητήν διά τον έχοντα κατά την ιδίαν του βαθειάν έκφρασιν το δώρον του πόνου, λέγοντα προς τον Βασιλέα του ζητούντα να θυσιάση απέναντι ενός στέμματος τα ποιήματά του εκείνα, τα όποια δεν είδον ακόμη το φως, τα ποιήματά του τα εγρηγορούντα εις τας πτυχάς του εγκεφάλου του :

Τα ποιήματα αυτά είνε πάντοτε τα ωραιότερα.

Ώ ! εάν υπάρχη τι ωραίον εις την τέχνην, βεβαίως θα υπάρχη εκείνο, το οποίον δεν έλαβε ποτέ σχήμα και έκφρασιν, παλμόν και ζωήν, το οποίον είνε ωραίον διότι εις την νεφελώδη του υπόστασιν έχει τόσους σπόρους αλήθειας και τόσην θερμήν ενέργειαν.

Εις την Ελληνικήν φιλολογίαν ο κόσμος των λέξεων υπέστη ριζικήν και μεγάλην επανάστασιν κατά τα τελευταία έτη. Αι λέξεις έπαυσαν διά τούς αληθείς τεχνίτας να είναι είδος ωραίων πανοπλιών κρεμασμένων εις τον τοίχον και από τας όποιας εκλέγει τις οποίον θα ήθελε να περιβληθή, καμαρώνων μετά την αμφίεσιν πρό του καθρέπτου του.

Τοιαύτην εντύπωσιν τουλάχιστον αισθάνομαι όταν αναγινώσκω σελίδας γραμμένας προ της παρελθούσης δεκαετίας είτε εις την δημοτικήν, είτε εις την καθαρεύουσαν. Αι σελίδες αύται βεβαίως έξακολουθούν ακόμη να γράφωνται και εν πλειονότητι μάλιστα, αλλ’ αι σελίδες αύται απέναντι των νέων σελίδων τας οποίας φέρει εις φώς η συντελουμένη επανάστασις των λέξεων δεν ανήκουν παρά εις το παρελθόν. Γιά ιδέτε, γύρω σας, εις ότι φυλλάδιον, η περιοδικόν, η εφημερίδα, εις όσα έντυπα τέλος πόσαι ξηραί, άψυχοι, ψυχραί πανοπλίαι λέξεων και ύφους υπάρχουν. Αφθονία καλουπιών γλώσσης δημοτικής, γλώσσης καθαρευούσης. Λούσατε εις πηγήν υψηλού όρους, εις μίαν βρύσιν του Παρνασσού τους οφθαλμούς της διανοίας σας, σύρατε την ψυχήν σας εις κόσμον ωραιότερον του κόσμου που ζήτε, έλθετε εις ιδανικωτέρους ορίζοντας και παρατηρήσατε εν μέσω πανοπλιών των αψύχων, των λαξευτών λέξεων, θα ίδετε ένα νέον κόσμον λέξεων, νεφελωδώς εναργό, μίαν νέαν πνευματικήν κοινωνίαν ασχημάτιστον έτι, εις ατελή σύστασιν, η όποία αγωνίζεται να θερμάνη τας πανοπλίας των ψυχρών λέξεων και να δώση εις αυτάς την ζωήν του απολύτως ωραίου, τον παλμόν της ιδανικής σκέψεως, την αοριστίαν του μυστικισμού, προ παντός δε μίαν πρωτοφανή εκδήλωσιν, αόριστον και ασύλληπτον ως το ά ρ ω μ α του φωτός, μίαν μουσικήν απήχησίν,—θα ίδετε μίαν πνευματικήν κοινωνίαν μουσικοποιούσαν τας λέξεις, εγχύνουσαν εις αυτάς περισσότερον ήχον από την μέχρι τούδε ψευδή των λάμψιν. Η πεζή σύνθεσις των λέξεων παντός ότι γράφεται εκ δημοσιογραφικής ορμήσεως εις τας ελληνικάς εφημερίδας, παντός ότι γράφεται εις τα εικονογραφημένα περιοδικά με την χαμηλήν αντίληψιν και τας οπισθοδρομικάς ιδέας, η φουσκωμένη ατμόσφαιρα των λέξεων των ρητόρων των δικαστηρίων, ο μονότονος χρωματισμός των λέξεων των ακουομένων από τας πανεπιστημιακός έδρας και των απαντωμένων εις τας εγκυκλίους των Υπουργείων αποπνίγει διά τα ώτα τα συνηθίσαντα εις την μονοτονίαν ταύτην τον μουσικόν αυτόν ήχον, όν αφίνουν αι λέξεις της μικράς πνευματικής κοινωνίας, ήτις έπανεστάτησε παρ’ ημίν τελευταίως τον μυστηριώδη κόσμον των λέξεων.

Η επανάστασις αύτη των λέξεων έλαμψε δια μίαν στιγμήν ωραίαν λάμψιν εις τας αρχάς του παρελθόντος αιώνος εις την τελευταίαν τεχνοτροπίαν του Σολωμού, εις τας πλήρεις μυστικισμού μουσικάς εκείνας συμφωνίας των ατελών κομματιών της τελευταίας του ποιήσεως,(*) έπειτα παρήλθον δεκάδες ετών, καθ’ άς η επανάστασις απεπνίγη διά να εκδηλωθή μάλλον καρποφόρα εις την εποχήν μας. Η επανάστασις των λέξεων είχε, λοιπόν, την αρχήν της εις την ποίησιν, εις το είδος αυτό της τέχνης το μάλλον συμφυές με την ψυχήν του τεχνίτου και εκείθεν επήλθεν εις τον πεζόν λόγον. Η εισαγωγή του ελευθέρου ρυθμού τελευταίως εις την ποίησιν υπεβοήθησε μεγάλως την επανάστασιν τών λέξεων, την μουσικοποίησιν αυτών, από την εισαγωγήν δε της μουσικής εις τον στίχον, έλαβε μουσικόν τόνον και η φράσις του πεζού λόγου. Φυσική δε η εξήγησις της μουσικοποιήσεως των λέξεων των στίχων και των λέξεων των πεζογραφημάτων παρά των ανταρτών τεχνιτών μας σήμερον. Ό,τι έγινε και αλλού όπου καλλιεργείται η Ιδέα δεν ηδύνατο παρά να γίνη και εδώ από τούς τεχνίτας τούς ειλικρινείς και αγνώς καλλιεργούντας ταύτην. Αφ’ ότου η κλίσις του κόσμου των τεχνιτών εξεδηλώθη ζωηρά προς την μουσικήν δεν ηδύνατο παρά να επιδράση η μουσική εις την ποίησιν, η μία τέχνη επί της άλλης. Είτε εξ ενσυνειδήτου ενεργείας, είτε εξ ασυνειδήτου εξεδηλώθη εκ της κλίσεως ταύτης προς την μουσικήν, τάσις προς μουσικοποίησιν των λέξεων, τάσις προς σπουδήν υπολογιστικήν η ορμέμφυτον των μουσικών ιδιοτήτων των λέξεων, του χρώματος του ήχου αυτών. Παραδόξως δε, η μάλλον πολύ συνεπώς η μουσικοποίησις των λέξεων εγένετο και γίνεται με πολλήν λεπτότητα και καλαισθησίαν, κατά τους επιδεξίους νόμους.

Οί περισσότεροι των γραφόντων υπό την επήρειαν της επαναστάσεως των λέξεων συχνάζουν σήμερον εις τα κοντσέρτα της «Μουσικής Εταιρίας» και του «Ωδείου», όπου πολλάκις αν δεν υπάρχη εκτέλεσις μουσικής αξία της εκτελουμένης μουσικής, ακούει τις κάποτε αληθείς καλλιτέχνας και καλλιτέχνιδας. Αρκετοί δε των νέων συγγραφέων μας και ποιητών μας έχουν ταξειδεύση ταξείδια προσκυνήματος προς τας Τέχνας εις την Γερμανίαν και την Γαλλίαν, πολλοί δε τούτων δεν έλειψαν από του να επισκεφθούν ευλαβώς και τον ναόν του Βάγνερ εις το Μπάϋροιτ. Εις την ζωηρώς, λοιπόν, εκδηλουμένην αυτήν κλίσιν προς την μουσικήν των νέων τεχνιτών παρουσιάζεται και η τέχνη σήμερον εν Έλλάδι μάλλον μουσικοποιημένη.

Γενικώτερον δε η ποίησις σήμερον έχει την ιδέαν τέχνης μάλλον ρ ε ο ύ σ η ς παρά λαξευτής, πλέον δονουμένης παρά σταθεράς, μάλλον ικανής να θίξη τας λεπτυνθείσας ψυχάς μας διά της επιβολής του ήχου. Δεν το διακηρύσσει αυτό η νεωτέρα κριτική σήμερον, η ομιλούσα εκ της εναργείας των αποτελεσμάτων της μουσικής επαναστάσεως των λέξεων εις τας φιλολογίας, αυτό το ίδιον προείπεν η υψηλή αντίληψις του Ταίν, του όποιου τους άλλοτε λόγους με όχι πολλήν έκπληξιν ενθυμούνται οι τεχνίται σήμερον. «Δεν θα παρέλθουν πεντήκοντα έτη και η ποίησις θα διαλυθή εν τη μουσική» είπεν ο φιλόσοφος. Οι Βαγνερισταί δε σήμερον προχωρούν, θαρραλεότερον, ενισχυόμενοι εκ του μουσικού ποιητικού έργου των ποιητών και αποφαίνονται ότι η μουσική θα εκμηδενίση τας άλλας τέχνας, αι οποίαι σήμερον δεν κάμνουν τίποτε άλλο παρά να υποβοηθούν το έργον της μουσικής.

Και η επανάστασις αυτή των λέξεων έφερε φυσικά την επανάστασιν των δύο γραφομένων παρ’ ημίν γλωσσών αι οποίαι αργά η γρήγωρα θα καταλήξη να γίνουν μία, αδιάφορον ποία. Σήμερον χάρις εις την επανάστασιν των λέξεων εισήλθομεν ίσως και εις την λύσιν του γλωσσολογικού ζητήματος. Δεν έχομεν πλέον όπως προ δεκαετίας δημοτικήν και καθαρεύουσαν, αλλ’ έχομεν μίαν γλώσσαν είτε δημοτικώς γράφεται αύτη, είτε καθαρευόντως, παλλομένην από μουσικούς τόνους παρά γλυπτήν ως άψυχος πέτρα. Δημοτική και καθαρεύουσα εις τα γραφόμενα παρά των νεωτέρων είνε λέξεις και έννοιαι, αναφερόμεναι εις το παρελθόν.

Πρό δεκαπενταετίας θα ηδύνατο να ομιλή τις περί καθαρευούσης και δημοτικής, σήμερον δύναται να ομιλή περί νεο καθαρευούσης και περί νεο δημοτικής. Έχομεν δηλ και σήμερον διγλωσσίαν, αλλά διγλωσσίαν τείνουσαν να διαπλάτη μίαν γλώσσαν. Έχομεν την γλώσσαν την διαπλασθείσαν από τούς ορμηθέντας να γράφουν δημοτικά από την γλώσσαν του λαού, και η οποία γλώσσα σήμερον έχει ανυψωθή εις το ύψος της αποκαθαριξομένης καθαρευούσης διά της ενδελεχούς εργασίας πολλών αρτιστών, έχομεν την γλώσσαν την ανακαινισθείσαν από την γλώσσαν των λεξικών και των βιβλίων και η οποία σήμερον έχει προστρέξη αρκετά προς συνάντησίν της αδελφής της εν πνεύματι νεοδημοτικής γλώσσης. εις ποίον σημείον και κατά πόσον θα συναντηθούν αι δύο αύται νεοφιλολογικαί γλώσαι δεν δύναται να μάς είνε απολύτως γνωστόν, αρκούμεθα μόνον να πιστεύωμεν, ότι η μία θ’ αφομοιώση την άλλην. Τοιουτοτρόπως θ’ αποτελεσθή μία γλώσσα ενιαία εις την οποίαν το μέλλον θα δυνηθή, ίσως να εμπιστευθή το πάν, τοιουτοτρόπως θα έλθη ημέρα καθ’ ήν και η νέα αύτη γλώσσα θ’ αναθεματίζηται παρά των συγχρόνων της τεχνιτών και επαναστατικαί εκδηλώσεις θα υπάρξουν κατ' αυτών και νέαι αναγεννήσεις διαλέκτων θα αναφανώσι και νέοι αγώνες γλωσσολογικοί, διότι όσον συμπήγνυται μία γλώσσα τόσον και απονεκρούται, διότι όσον σταθερά και ωρισμένη και μεθοδική γίνεται τόσον στείρα δημιουργικών καλλιτεχνικών προϊόντων καθίσταται και τόσον γεννά αυτή η ιδία επαναστάσεις κατ’ αύτής. Τελεία λύσις γλωσσολογικού ζητήματος ποτέ ίσως δεν δύναται να υπάρξη άπαξ υπάρξη, θα λείψη η φιλολογική ζωή από τον τόπον, θα λείψουν αι νέαι διάνοιαι και οι νέοι αρτίσται, θα λείψη η ζωή απ’ αυτόν τον λαόν, ο ακοίμητος οργασμός των κοινωνιών. Η ρευστότης είνε η ζωή και η ύπαρξις των γλωσσών, θάνατος δε αυτών η σύμπηξίς των, οι ακλόνητοι κανόνες του συντακτικού των και της γραμματικής των. Όσον αποκαθαίρεται ξενικών στοιχείων, επηλύδων λέξεων, νέων εκφράσεων, πάσης καινοτομίας τέλος μία γλώσσα τόσον άψυχος γίνεται. Παράδειγμα η γλώσσα των υπηρεσιακών εγκυκλίων και εγγράφων, η οποία είνε ξηρά ως μούμια. Αι γλώσσαι, ομοιάζουν τας γυναίκας, διότι όπως και εκείναι και αυταί είνε προωρισμέναι να γονιμοποιούν και να παράγουν. Όταν μία όμορφη κόρη αγκαλιάζεται από όμορφο παλληκάρι θα φέρη εις το φώς εύρωστα καί σφριγώντα παλληκάρια, όταν αφεθή εις το ράφι θα γίνη μιά μαραζωμένη γεροντοκόρη, κινούσα τον οίκτον. Αι γλώσσαι, όπως τα πλατάνια λέγει κάποιος νεώτερος κριτικός, δεν ζουν παρά ανακαινίζοντα τον φλοιόν των, και τα όποια αφίνουν να πέσουν κάθε άνοιξιν μαζί με την φλοίδαν των και τα ονόματα των ερωμένων, τα χαραχθέντα επ'αυτών.

Έχομεν, λοιπόν, εν επαναστάσει τας δύο νεοελληνικός γλώσσας την νεοκαθαρεύουσαν και την νεοδημοτικήν. Η πρώτη απετίναξεν απ’ αυτής πάντα κανόνα δασκαλισμού, πάσαν ψυχράν καθηγητικήν διδασκαλίαν και εις τα γραφόμενα εν αυτή παρά των νέων παρουσιάζει μίαν ανατροπήν εξ ίσου ευχάριστον με την παρουσιαζομένην ανατροπήν εις την αρχικήν γλώσσαν του λαού με την οποίαν εκφράζονται τόσα ισχυρά ποιητικά ταλέντα παρ’ημίν. η σύνταξις της νεοκαθαρευούσης έχει ύποστή ωραίον αναρχικόν αναποδογύρισμα, αι δε λέξεις αναβράζουν εις αυτήν με όλην την γοητευτικήν έλξιν της μουσικής των απηχήσεως.

Εκεί όπου τα χονδρά πνεύματα των αστών, η δήθεν σκώπτουσα παρατηρητικότης των εφημερίδων ανακαλύπτει άγνοιαν γλωσσικήν, μαργαρίτας συντακτικούς και γραμματικούς, εκεί άκριβώς ύπάρχει η νέα ζωή της ανακαινιζομένης επί το ζωτικώτερον, της αναπλασσομένης επί το καλλιτεχνικώτερον γλώσσης. Αι νέαι και αι παλαιαί λέξεις προσλαμβάνουν τόρα ολονέν και αυξάνουσαν μουσικήν ηχηρότητα, έπειτα αερώδη τινά υπόστασιν διά μέσου της όποίας θα αναγινώσκει τις αυτήν την σκέψιν του τεχνίτου, διά μέσου της όποιας έρχεται τις εις άμεσον, όσον είνε δυνατόν να έλθη τις ποτέ εις άμεσον συνάφειαν με την σκέψιν κατ’ αυτήν την στιγμήν της γεννήσεώς της. Η αλλοίωσις της συνθετικής ιδιότητος των λέξεων δεν μας παρουσιάζει ενίοτε την απόστασιν ήτις έμφαίνεται σχεδόν πάντοτε καταφανής μεταξύ της σκέψεως και της εκφράσεως αυτής. Κάμνουν πολλάκις και αι λέξεις θαύματα απευθυνόμενα μόνον προς την καλλιτεχνικήν έννοιαν, οπόταν δεν οδηγεί αυτάς η γραμματική και το καθιερωμένον, αλλ’ η πνοή του καλλιτέχνου. Καθίσταται δηλ. η έκφρασις των λέξεων μεταφυσικωτέρα, αι δε λέξεις αποβάλλουν κατά πολύ τήν ψευδότητά των, χάνουν πολλάκις την βαρείαν και την ψευδή μάσκαν των. Βεβαίως εντός δημοσιογραφικού γραφείου το μυστήριον των λέξεων δεν δύναται να διευκρινισθή, ούτε μέσα εις τας λέξεις των συναναστροφών και των καφενείων. Την πεποίθησιν αυτήν την έχω ακράδαντον διότι εις τας λέξεις των δημοσιογραφικών βαναύσων γραψιμάτων, εις την καταναγκαστικήν ταύτην εργασίαν, κατά την οποίαν αι λέξεις δεν έχουν ποτέ την αληθή των έννοιαν ούτε την αληθή των αξίαν, έτυχε δυστυχώς ν’ αποπνίξω μίαν ζωήν ωραίαν. Αλλά και δεν πρέπει ν’αδική τις ένα δημοσιογράφον, όταν γράφη διαμαρτυρόμενος κατά των καλλιτεχνικών νέων εκφράσεων, οποίας υπερηφάνως τας παρουσιάζει εις τούς αναγνώστας του ως μαργαρίτας. Ό,τι αγνοεί αυτός, ότι δεν δύναται να εννοήση, ότι διαφεύγει την αντίληψιν του προς τας λέξεις, των αρχών του προς την ξηράν γραμματικήν και το ξηρόν συντακτικόν, πολύ φυσικά το θεωρεί ως άγνοιαν, ως σολοικισμόν του άλλου. Φαντάζομαι εάν ο συγγραφεύς του «Κωδονοκρούστου» έγραφεν ελληνικά όπως έχη γράψη εις ενα διήγημά του προκειμένου περί ενός τρελλού, ότι «εθαύμαζε τα κάτοπρα ως ανοικτά παράθυρα επί του απείρου», τί προσωπικάς ύβρεις θα εδέχετο ο πτωχός Ρόντεμπαχ, φαντάζομαι δε άκόμη εάν ό Στέφανος Μαλλαρμέ, ο Σωκράτης αυτός του δεκάτου έννάτου αίώνος, έγραφεν ελληνιστί το «Après-midi d’ un faune», πως θα ελιθοβολείτο εξ άπαντος ως και ο μακαρίτης άγιος, του οποίου το όνομα έφερεν. Αμφιβάλλω δε εάν θα έστεργον να μη ονομασθή αγράμματος εάν έτυχε να έγραφεν ελληνιστί εις μίαν ερημικήν γωνίαν της Ελλάδος ο κ. Elemir Bourges, ο συγγραφεύς του «Τα πτηνά φεύγουν και τα άνθη πίπτουν». Εάν κατεδέχετο δε κανέν εικονογραφημένον περιοδικόν να του δημοσιεύση το μυθιστόρημά του το «Λυκόφως των θεών», η δυστυχής ελλανόδικος επιτροπή, ήτις θ’ ανεγίνωσκε το έργον του θα ήναγκάζετο να σχίση τα ρούχα της.

Εξ ίσου ωραία είνε η επανάστασις των λέξεων εις την δευτέραν γλώσσαν την νεοδημοτικήν. Πολυαριθμότεροι οι επαναστάται εδώ, λαμπρότερα τα αναρχικά των κατορθώματα. η επανάστασις της ελληνικής ποιήσεως, αξίζει ιδιαίτερον κεφάλαιον και θα επιχειρήσωμεν μίαν ημέραν να ομιλήσωμεν ειδικώτερον περί αυτής. Εάν ο Σολωμός ανεγεννάτο σήμερον θα εχειροκρότει με τας δύο χείρας του την επελθούσαν ποιητικήν αλλοίωσίν. Εκλεκτή χορεία νέων ποιητών προεξάρχοντος του κ. Κωστή Παλαμά εν υψηλή πτήσει, εργαζομένων εν εμπνεύσει και καλλιτεχνική αποβλέψει, ποιητών ως ο κ. Γρυπάρης, ο κ. Καμπύσης, ο κ. Πορφύρας, ο κ. Παπαντωνίου εις μερικά τελευταία ποιήματα, ο κ. Μαλακάσης, ο κ. Βασιλικός, κτλ. ανύψωσαν την ταπεινήν γλώσσαν των αγρών εις ύψος ποιητικής γλώσσης, έδωσαν εις τας λέξεις τας περιφρονημένας τιμήν έκφράσεως, τιμήν αισθήματος, τιμήν αριστοκρατίας. Κατά τήν τελευταίαν τετραετίαν μάλλον η ελληνική ποίησις ήρχισεν εισχωρούσα εις την μουσικήν και φέρουσα προς την απήχησιν του τόνου με βιαίαν ορμήν τούς στίχους της. Χειραφετηθέντες οι ποιηταί από τον αλεξανδρινόν στίχον, ηλευθερίασαν με τούς ελευθέρους ρυθμούς και επικοινώνησαν κατά το μάλλον και ήττον ο εις περισσότερον του άλλου με την συνεχή μελωδίαν θα έλεγε τις των Βαγνερείων έργων. Απτότερον το αποτέλεσμα τούτο απαντώμεν εις την εκλάμπρως σκοτεινήν ποίησιν του κ. Γιάννη Α Καμπύση. Όπως τα επαναστατικά δράματά του μάς ενθυμίζουν την υψηλήν πνοήν του Ίψεν και την βαυκαλιστικήν ποίησιν του Μαίτερλίνγκ, ούτω τα ποιήματα του «Βιβλίου των Συντριμιών» μάς δίδουν ένα παλμόν μεγαλοδύναμον Βαγνερείου ορχήστρας. η ποίησις του κ. Καμπύση χειραφετημένη πλέον και από τας καταναγκαστικάς απαιτήσεις του κ. Ψυχάρη, η έκφρασις αύτής χειραφετημένη από πάσαν ιταλικήν μελωδικότητα μας ανοίγει ένα ορίζοντα βαθύτατον. Κατόπιν της επαναστάσεως ταύτης των ποιητών δύνανται ούτοι να επανέλθουν πάλιν εις τον Αλεξανδρινόν στίχον, δεν θα μάς κουράσουν, θα μάς αποδώσουν αυτόν μουσικώτερον, εύηχον, καθόλου γλυπτώς αβίαστον, όπως συμβαίνει εις τα τελευταία ωραία ποιήματα του κ. Κωστή Παλαμά.

Εις την ποίησιν ταύτην των τελευταίων ετών αι λέξεις ήκολούθησαν θαυμαστώς την γενικήν επαναστατικήν τάσιν του παγκοσμίου πνεύματος, εβαπτίσθησαν εις το μουσικόν ρεύμα το συγκλονίζον την παγκόσμιον καλλιτεχνίαν. Πολλαί αυτών προσέλαβον μίαν αόριστον και αμφίβολον σημασίαν, μουσικώς υποσημαίνουσαι το πράγμα, ωσεί διά μέσου νεφέλης απηχούσαι, πολλαί δε άπέβαλον την μέχρι τούδε κοινότοπον σημασίαν των και προσέλαβον ωσεί εν αναβαπτίσει νευρικόν παλμόν. Εν γένει δε από το όλον της επαναστάσεως ταύτης των λέξεων πνέει αύρα μεταβάσεως προς εποχήν αν όχι άγνωστον άπολύτως, αλλά νέαν καί ώραίαν ώς κόσμος πρωτόπλαστος, η οποία θα εγκυμονήση εξ άπαντος ωραιότερον πνευματικόν κόσμον, καθ' όν οι ποιηταί και οι συγγραφείς ή θα ομιλούν με νέαν πάντοτε απήχησιν και με νέαν σημασίαν ή θα παύσουν να ομιλούν καθόλου, διότι το να επανέλθουν εις την γλώσσαν της δημοσιογραφίας και εις την γλώσσαν του τσοπάνου θα ήτο καλλιτεχνική αδυναμία, επομένως κατάστασις η oποία ζήτημα αν θα ωδήγει πρός πρόοδον.

Μ π ο έ μ

__________________

(*) Οι “Ελεύθεροι Πολιορκούμενοι”, Άπαντα Διονυσίου Σολωμού.


VARIATIONS ΣΕ ΓΝΩΣΤΟ ΚΟΙΝΟ ΘΕΜΑ

ΥΙΙΟ ΠΕΤΡΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ

Το μυστικό μου !
τό μυστικό μου ποιός μόχει πάρει;
Μιάν άχνα τύλιγε εκειό το βράδυ,
μιάν άχνα τύλιγε το φεγγάρι·
μιά νέκρα γύρω·
οι γρύλλοι σώπαιναν.
τα κυπαρίσσια,
ουτ' ανάσαιναν τα κυπαρίσσια στο δρόμο κάτου.
Κ ’ είδαν —
μα δεν τον γνώρισαν τον καβαλλάρη,
τόν καβαλλάρη που το σούρπωμα είχε περάσει
και πάει σαν άνεμος και χάθηκε μες στα δάση·

Το μυστικό μου,
το μυστικό μου ποιός μόχει πάρει ;
Και δεν μου χτύπησε κανείς τη θύρα,
κι άλλος δεν πέρασε εκειό το βράδυ,
άλλος δεν πέρασε στο δρόμο κάτου·
άλλος δεν πέρασε παρά η κόρη
η άρρωστη του βασιλιά,
κ’ έπαιζε ο ήλιος (με τι θλίψη!)
στα μαραμένα της μαλλιά·
κ' οι γρύλλοι σώπαιναν,
κι ούτε ανάσαιναν τα κυπαρίσσια στο δρόμο κάτου.

Κ' είδαν τάχα — κ' είπαν άκουσαν στο σκοτάδι,
κ’ είπαν είδαν —
ποιοι ; —ξέρω γω ;
κάποιους ίσκιους πόφευγαν τρομασμένοι
προς τον έρημο πέρα γιαλό.

Και πέρασα μιά αυγή απ' το σπίτι πάλε,
μιά αυγή που γέλαγε ένας ήλιος
και που ένα όνειρο άνοιξης μηνούσε·
και πέρασα από το παλιό το σπίτι πάλε·
Νέκρα τριγύρω·
στην αυλή τα σκόρπια φύλλα, τα ξερά τα φύλλα μες στο χιόνι
μου πρόδωσαν το πέρασμα μιας μπόρας.
Και στάθηκα—
καπνός δε θόλωνε απ’ το τζάκι τον αγέρα,
ψυχή πουλιού δεν έχυνε έναν ήχο
κ’ έχασκε στάδειο πέρα τάδειο παραθύρι.
Το μυστικό που μόκρυβαν τα κυπαρίσσια !
τα όρθά ψηλά, τάσάλευτα τα κυπαρίσσια !
Και πέρασα—και δεν εχτύπησα τη θύρα.
μα κάποια χνάρια το κατόπι πήρα,
τα χνάρια πόφευγαν στο χιόνι απάνου,
κάποια χνάρια που χάνονταν βαθιά στο δάσος.

Πέτρος Βασιλικός

____________________

Πηγές

Στέλλα Κουρμπανά, “Όψεις του Βαγκνερισμού στον Ελληνικό 19ο αιώνα”, Διδακτορική Διατριβή, Τμήμα Μουσικών Σπουδών – Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα 2017

https://www.academia.edu/35932540/%CE%8C%CF%88%CE%B5%CE%B9%CF%82_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%92%CE%B1%CE%B3%CE%BA%CE%BD%CE%B5%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8D_%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD_%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C_19%CE%BF_%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CE%B1

https://eclass.upatras.gr/modules/document/file.php/LIT1911/%CE%98%CE%95%CE%9C%CE%91%CE%A4%CE%9F%CE%9B%CE%9F%CE%93%CE%99%CE%91/%CE%8C%CF%88%CE%B5%CE%B9%CF%82%20%CF%84%CE%BF%CF%85%20%CE%92%CE%B1%CE%B3%CE%BA%CE%BD%CE%B5%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8D%20%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD%20%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%2019%CE%BF%20%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CE%B1.pdf

https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/41961



Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

“Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ” ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ” 25 Δεκεμβρίου 1921

ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

Εις την γέννησιν του Χριστού δεν οφείλουν οι άνθρωποι μόνον την θρησκείαν της συγνώμης και της ανοχής, αλλά και την ανέλιξιν της τέχνης. Εις τους χρόνους εκείνους όλα είχαν αποθάνη, διότι πολύ είχαν ζήση. Τα άνθη του λόγου, της γλυφίδος, του χρωστήρος είχαν μαραθή. Η Ρώμη είχε δόση ό,τι μπορεί να προσφέρη η ισχύς του δόρατος, του ξίφους, την αυστηρότητα της κρατικής επικρατήσεως, η οποία προϋποθέτει την δουλείαν του πνεύματος. Δεν υπήρχον πλέον ιδανικά εις τον κόσμον, ούτε εμπνεύσεις. Συνεπώς η τέχνη περιωρίζετο εις αντιγραφάς χωρίς πνοήν. Τα παλαιά σύμβολα είχαν περιέλθη εις την κατάστασιν τυπικής απομιμήσεως. Τα εργαστήρια των καλλιτεχνών δεν διέφερον από τα συμβολαιογραφεία, όπου παραγγέλομεν σήμερα αντίγραφα. Αλλά αιώνες εχρειάσθησαν δια την αναζωογόνησιν της καλλιτεχνικής πνοής. Δεδομένον γεγονός. Ο τεχνίτης δια να εκφρασθή γενικώτερον του χρειάζεται πρόσφορος κοινωνική κατάστασις. Από αυτήν κρούεται η ψυχή του και αναβλύζει η πηγή της καθολικωτέρας εμπνεύσεώς του. Και βαθύτερον, ευρύτερον ζωντανώτερον πεδίον καλλιτεχνικής εκφράσεως της ανθρωπίνης τέχνης ήσαν αι θρησκείαι. Εις τον διάμεσον χρόνον της πτώσεως της ελληνικής θρησκείας και της αναβιώσεως της χριστιανικής η τέχνη σιγά. Αξιολόγους εκδηλώσεις της δεν έχομεν. Μόνον όταν ερρίζωσε η νέα θρησκεία εις τας καρδίας των ανθρώπων επαναρχίζει η φανέρωσις της τέχνης με εκφράσεις γενικής αληθείας.

Πόσα δεν οφείλει η τέχνη εις τον χριστιανισμόν. Κατά ένα τυχαίον τρόπον, κατά αναπόφευκτον ιστορικόν λόγον, όπως θέλετε, η συνέχειά της επιστοποιήθη εις ελληνικά εδάφη. Η δύναμις του παρελθόντος. Οι πνευματικοί σπόροι δεν πηγαίνουν χαμένοι, καθώς και οι φυτικοί. Η τέχνη επανέθαλλε εις το Βυζάντιον. Είνε δυστύχημα ιστορικόν και φυλετικόν δι΄ημάς τους έλληνας η απώλεια των αριστουργημάτων της βυζαντικής τέχνης, της ελληνικής τέχνης εις την νέαν μορφολογίαν της. Κατέχομεν περισσότερα γνωρίσματα της τέχνης των π. χ. ελληνικών αιώνων παρά των βυζαντινών. Από όσα τούτων διεσώθησαν ελαχίστην ιδέαν μπορούμε να έχωμεν περί της αξίας της βυζαντινής τέχνης. Και τα περισσότερα εξ αυτών δεν είνε παρά αντίγραφα. Οι τύποι μας απέμειναν εκ της επαναλήψεως των με ψυχράν αντιγραφήν. Ό,τι σήμερα καλούμεν “βυζαντινήν τέχνην” είνε ωχροτάτη αντίλαμψις του αρχικού ωραίου φέγγους της. Η ελληνική γη διέσωσε φιλοστόργως πολλά γνήσια πονήματα των ελλήνων καλλιτεχνών. Έχομεν απτάς εκφράσεις του Σκόπα, του Φειδίου, του Πραξιτέλους κτλ. Κάτι θετικόν των μεγάλων βυζαντινών τεχνιτών δεν ηυτυχήσαμεν να βλέπωμεν. Μαντεύομεν, διαισθανόμεθα την καλλιτεχνικήν των πρωτοτυπίαν από την επίδρασίν των εις την τέχνην της Αναγεννήσεεως όχι μόνο εις την Ιταλίαν, αλλά και εις τας άλλας ευρωπαϊκάς χώρας. Αν αποβιβασθώμεν μίαν πρωϊαν εκ του ελληνικού εδάφους εις την Βενετίαν, δοκιμάζομεν αιφνιδίως εις την ενατένισιν των αρχιτεκτονικών ρυθμών της την ευχάριστον έκπληξιν επανευρέσεως γνωστών μας, οικειοτάτων μοτίβων εις τα μάτια μας, εις την ψυχήν μας. Η πνοή του βυζαντινισμού, όπως την συνηθίσαμεν εις τον τόπον μας εις τα ελάχιστα διατηρηθέντα μαρτύριά του. Μελετώντες μεθοδικά την μεσαιωνικήν τέχνην εις ευρωπαϊκά εδάφη, ανευρίσκομεν την επίδρασιν της βυζαντινής εις τους πρώτους σταθμούς της ιστορικής ανελίξεώς της, έως ότου αρχίζει η πρωτότυπος σφραγίς των διαφόρων ευρωπαϊκών σχολών της χριστιανικής τέχνης. Αλλά ένα γνώρισμα απομένει εις ταύτην, γνώρισμα της αρχικής επιδράσεως των καλλιτεχνών του Βυζαντίου. Το χρώμα. Είναι κολλορίσται της ιταλικής αναγεννήσεως, αναδειχθέντες εκ της χρωματικής μέθης των, οι οποίοι παραμένουν μαθηταί, άριστοι βέβαια, της βυζαντινής τέχνης. Καταλήγομεν όχι αυθαιρέτως εις το συμπέρασμα. Αν ο οφθαλμός μας ασκηθή εις την παρατήρησιν, την μελάνην των ιχνών, των υπολειμμάτων της βυζαντινής τέχνης, των αντιγράφων και απομιμήσεων ταύτης εις τας χιλιάδας των ερημοεκκλησίων της ελληνικής γης, τα οποία δεν έπεσαν από τη σελήνην αλλά ένα ιστορικόν λόγον έχουν εις αυτήν, κατανοούμεν βαθμηδόν περισσότερον την σπουδαιότητα, που είχε η βυζαντινή τέχνη επί της ευρωπαϊκής, δεδομένου, ότι αυτογενής δεν υπήρξε εκείνη. Εχρειάσθη το πλήρωμα του χρόνου, όπως εκδηλώση αυθόρμητον την δύναμίν της.

Αλλά πως συνέβη να χαθή μία ακμή, οποία η της βυζαντινής χριστιανικής τέχνης; Από τον ανθρώπινον φανατισμόν, από τα ανθρώπινα μίση. Δυστυχώς δι΄ημάς τους επιγενεστέρους η βυζαντινή τέχνη είχε απεριόριστον προτίμησιν εις την εκδήλωσίν της προς την ζωγραφικήν. Το μάρμαρον δεν εχρησιμοποίησε πολύ. Εκ της επαναστατικής μάλιστα χριστιανικής εκδηλώσεως προς την ειδωλολατρίαν το μάρμαρον επί πολλούς αιώνας εθεωρείτο ασεβές υλικόν προς πλαστούργησιν χριστιανικών μορφών. Οι τεχνίται έγιναν αποκλειστικώτεροι εις την ζωγραφικήν. Και το ξύλον, εις το οποίον εζωγράφιζαν συνηθέστερον οι βυζαντινοί, καλύπτοντες αυτό με ειδικόν επίστρωμα, δεν έχει την αντοχήν του μαρμάρου και του χαλκού. Αλλά την μεγαλυτέραν φθοράν της βυζαντινής εικονογραφίας έφερον οι εικονοκλάσται. Αριστουργήματα εχάθησαν κατά τους θλιβερούς εκείνους χρόνους. Αι ιεραί εικόνες έφευγαν τον όλεθρον εις τα τέσσαρα άκρα της αυτοκρατορίας. Μετά μακρόν χρόνον εφανερώθησαν μερικαί, αποτελούσαι σήμερα σύμβολα της χριστιανικής λατρείας, χωρίς να δυνάμεθα ούτε ιστορικώς, ούτε τεχνικώς να επιβεβαιώσωμεν απολύτως την προέλευσίν των εκ της κλασσικής βυζαντινής εποχής.

Τι οφείλωμεν όμως εις τον χριστιανισμόν υπό έποψιν τέχνης. Όλην την γνωστήν εις τας ημέρας μας παρελθούσαν ζωγραφικήν υπεροχήν κατά πρώτον λόγον. Ολιγώτερα εις αριθμόν τα γλυπτικά έργα της χριστιανικής τέχνης. Τι απέδοσε έκτοτε, μετά την σιγήν των χριστιανικών εκδηλώσεών της η τέχνη; Αρκετά βέβαια, αλλά απείρως καθυστερούντα εις γενικότητα χαρακτήρος, εις την ιδανικήν έξαρσιν. Μετά ένα Φειδίαν, μετά ένα Μιχαήλ Άγγελον, μετά ένα Πραξιτέλην, μετά ένα Ραφφαήλον, οι νεώτερο αιώνες τι μας εξεδήλωσαν; Πιθανόν την επιτακτικήν ανάγκην της αναγεννήσεως των ιδανικών με την πανίσχυρον ορμήν του αισθήματος, όπως επέτυχαν κατ΄εξοχήν εξαισιώτερα ο ελληνισμός και ο χριστιανισμός αι δύο υπερλαμπρότεραι εποχαί της ιστορίας των ανθρώπων επί της γης.

ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΚΛΑΡΑΣ – ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Το όνειρο της Κλάρας” πρωτοδημοσιεύτηκε στο “Εθνικόν Ημερολόγιον του έτους 1913” του Κωνστ. Σκόκου με την ένδειξη: Μόναχο, 1912, και συμπεριλήφθηκε στη συλλογή “Τάσω, στο σκοτάδι και άλλα διηγήματα”, του Κωστ. Χατζόπουλου, που τυπώθηκε στο τυπογραφείο της “Εστίας” στην Αθήνα και κυκλοφόρησε το 1916.
Διήγημα σκοτεινό, “βορεινό” όπως έλεγαν τότε, προπομπός του “Φθινόπωρου”, βυθίζει τον αναγνώστη σε ένα αινιγματικό σύμπαν, όπου οι λέξεις ξεπερνούν τα προφανή νοήματα και διερευνούν τα κρυφά βάθη της ψυχής.

Η Κλάρα είναι μια άσχημη ανέραστη κοπέλα, που αναπληρώνει την ερωτική της στέρηση με τα όνειρα που πλάθει η άρρωστη, από τον καταπιεσμένο πόθο, φαντασία της. Ζει σ’έναν δικό της κόσμο με φανταστικούς έρωτες, που διηγείται με πολλή πειστικότητα στις συντροφιές της. 0 αναγνώστης, παρασυρμένος από τις φαντασιοπληξίες της ηρωίδας, μετεωρίζεται ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Ο Χατζόπουλος στήνει έναν αφηγηματικό καμβά, όπου η πραγματικότητα λειτουργεί ως πέπλο που καλύπτει τις φαντασιώσεις της Κλάρας και την έντονη επιθυμία της για ανταποδοτικό έρωτα. Η ηρωίδα, λοιπόν, χτίζει έναν ιδιωτικό κόσμο όπου πρωταγωνιστεί ο ανύπαρκτος εραστής των ονείρων της, σε ένα αφήγημα που θυμίζει έντονα το «ονειρόδραμα». Το κλίμα ασάφειας, του υπονοούμενου και της αοριστίας που επικρατεί στο διήγημα αποτελεί βέβαια ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του Συμβολισμού.
Όπως υποστηρίζει ο Χρήστος Τζούλης, στην γραφή του Χατζόπουλου εντοπίζεται η έννοια της «ανικανοποίητης επιθυμίας» όπως την έχει περιγράψει ο Φρόιντ.(*) Αυτή ακριβώς η ανικανοποίητη επιθυμία αποτελεί και τον πυρήνα του «Φάουστ» του Γκαίτε, έργο που ο Χατζόπουλος μετέφρασε. Η Κλάρα, παγιδευμένη σε αυτό το διαλεκτικό πεδίο επιθυμίας και φόβου, προσπαθεί να εξορθολογίσει το όραμά της για τον εραστή, όμως η επιθυμία παραμένει κυρίαρχη, ανεξάρτητα από τις αναστολές και τους φραγμούς που αντιμετωπίζει.
Ο άγνωστος εραστής είναι βέβαια ένα κατασκεύασμα της φαντασίας της Κλάρας, η συμπεριφορά του καθορίζεται από τις βαθύτερες επιθυμίες και ανασφάλειες της ηρωίδας, οι σκέψεις και οι ενέργειές του δεν είναι παρά αντανάκλαση των δικών της εσωτερικών διεργασιών. Το διήγημα κλείνει με ένα σαρκαστικό γέλιο. Το γέλιο είναι καταλυτικό και σκόπιμα ο αφηγητής αφήνει ασαφή την προέλευσή του. Η χρησιμοποίησή του μπορεί να οφείλεται στην “Ηλέκτρα” του Hugo von Hoffmannsthal, που ο Χατζόπουλος μετάφρασε και εξέδωσε το 1916. (**)
Γ.Χ.

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΚΛΑΡΑΣ

Την Κλάρα δεν την αγάπησε ποτέ κανείς. Πώς ήταν τόσο άσχημη δεν ήθελε να το πιστέψη, κι ας το φοβότανε. Όμως δεν την αγάπησε ποτέ κανείς, και στις συντρόφισσές της πού φλυαρούσαν για τούς έρωτές τους, έπρεπε να κάθεται να πλάθη και να διηγήται κι αυτή φανταστικές ιστορίες για νέους πού την αγαπήσαν μιά φορά και γι' άλλους πού την κυνηγούν ακόμα. Πότε διηγότανε ρομαντικούς περίπατους μέσα στα δάση μέ τον έναν, πότε ταξίδια με τις βάρκες και τα βαποράκια στο ποτάμι και στις λίμνες με τον άλλον. Αυτά όλα γίνονταν τις Κυριακές που η Κλάρα έμενε στο σπίτι και συντρόφευε την άρρωστη μητέρα της, ή έβγαινε το αποβραδίς στ' απόμερα για ν' ανασάνη και νά πλάση καλύτερα έξω στον αέρα το όνειρο πού θα ιστορούσε την άλλη μέρα στις συντρόφισσές της. Ό φίλος πού είχε τώρα ήταν ένας ξένος με μελαψή θωριά, μέ μαύρα μάτια και μαλλιά. Ήταν από μακρυσμένον τόπο, από μια χώρα όπου δεν πέφτει ποτέ χιόνι, όπου οι κάμποι χάνονται στο άπειρο μάκρος σε πυρρή άχνα, τα δέντρα κρεμούνε προς τα κάτω τα κλαδιά, μέσα στα δάση ζουν πουλιά παράξενα και τα λευκά και σιωπηλά παλάτια καθρεφτίζουν τις κολώνες τους και τις κορφές στ' ακίνητα κίτρινα νερά των ποταμιών. Οι συντρόφισσές της ανοίγανε πλατιά τα μάτια, όταν ή Κλάρα διηγόταν πώς έχει κι ο φίλος της ένα παλάτι και θα την πάρη να πάν εκεί να ζήσουνε μαζί.

Κ' ή Κλάρα τον περίμενε να ρθή, όπως είχε περιμείνει και τούς άλλους πού δεν ήρθαν. Κ' ένα βράδυ, εκεί πού γύριζε στο σπίτι κ' ένιωσε ξαφνικά να την ακολουθούν σιγά κι αργά σαν τα δικά της κάποια πατήματα, υποψιάστηκε μην είναι αυτός αληθινά. Μα σα να τη σταμάτησε μεμιάς το αίμα, ή καρδιά της χτυπούσε τόσο πού δεν μπόρεσε να στρέψη πίσω να στρέψη πίσω να τον δεί. Μόνο όταν έφτασε στην πόρτα της και μπήκε μέσα, γύρισε κ' έριξε πίσω γλήγορη ματιά και είδε αντίκρυ τα μάτια του πού λάμπαν κάτω από το φως του φαναριού. Ανέβηκε βιαστική τη σκάλα κ' έτρεξε στο παράθυρο. Εκείνος στεκόταν ακίνητος κοντά στο στύλο του φαναριού κ' είχε τα μάτια καρφωμένα στο παράθυρο της.

Η Κλάρα δεν κοιμήθηκε ούτε κείνη τη νύχτα ούτε την άλλη. Γιατί τα βήματα του αγνώστου την ξαναπήρανε κοντά και το άλλο βράδυ. Κι όταν ανέβηκε στο σπίτι, εκείνος ξαναστάθηκε σα στύλος αντίκρυ στο παράθυρο με τα μάτια γυρισμένα εκεί. Το τρίτο βράδυ δεν βαστούσε άλλο ή Κλάρα. Φόρεσε πάλι το καπέλο της και ξανακατέβηκε στο δρόμο. Κατέβηκε αποφασισμένη να πάη ίσια στον άγνωστο, αθέλητα όμως τράβηξε ίσια στο δρόμο χωρίς να ξέρη που τραβά. Ο ένας δρόμος έβγαζε στον άλλο και κείνος έξω στο μεγάλο πάρκο. Η Κλάρα πέρασε το μέρος πού ήτανε γεμάτο φως και κόσμο και μπήκε σ' ένα από τα στενά μονοπάτια, πού φιδωτά και μισοφωτισμένα χανόνταν κάτω από τούς μαύρους θόλους των κλαριών. Χώθηκε μέσα σε αυτούς και προχωρούσε. Πίσω της ένιωθε να την ακολουθούν τα βήματα τού αγνώστου αργά, σιγά σαν τα δικά της πάντα. και προχωρούσε όσο πού έφτασε στο μέρος όπου μια λίμνη μισοκρυμμένη κάτω από τα δέντρα έκοβε το πάρκο. Άμα σταμάτησε, σταματήσαν και τα βήματα κοντά της, κι όταν κάθισε στο κάθισμα πού ήταν εκεί στην άκρη του νερού, βρέθηκε καθισμένος σιμά της κι ο άγνωστος. Ένα φανάρι κρεμασμένο ανάμεσα στα δέντρα, τής έφεξε και κει να ξαναδή την όψη του. Ήταν μελαψή, μέ μαύρα μάτια και μαύρα μακριά μαλλιά. Ήταν εκείνος.
Η Κλάρα τον κοίταζε αμίλητη κι ασάλευτη, σα βυθισμένη σε όραμα. Δέντρα κοντά, λιγνά, σκυφτά, γυρτόκλωνα, δέντρα μέ φύλλα αριά, μακριά, λεπιδωτά, πολύχρωμα, παράξενα χρυσοφεγγίζανε σα γνώριμα, σαν άγνωρα στη ρόδινη αντηλιά, ή έκταση των πλατιών κάμπων πού χάνονται πέρα μακριά σέ πυρρά βάθη ανοιγόταν γλαυκόλαμπη μπροστά της.
Είχε διαβάσει στα βιβλία για τα μέσα μάτια πού κάποτε βλέπουν πρωτύτερα από τα έξω μάτια, και κοίταζε πάντα τον άγνωστο και περίμενε να της μιλήση κι ονειρευόταν και λαχτάριζε να τής μιλήση για το μακρινό τόπο του, για τα παράξενα πουλιά πού ζουν στα δάση, για τα κίτρινα ακίνητα νερά πού καθρεφτίζουν τα λευκά παλάτια. Μα ο άγνωστος δεν άνοιγε τα χείλη, παρά την κοίταζε και κείνος σιωπηλός κι ασάλευτος. Έτσι σιωπηλός όλο το βράδυ εκείνο, έτσι ασάλευτος και σιωπηλός και τ' άλλα βράδυα στη σειρά, όταν ή Κλάρα τον έσερνε κατόπι της κ' έρχονταν και καθίζανε κοντά - κοντά στο ίδιο κάθισμα εκεί στην άκρη του νερού.

Η Κλάρα τώρα δε μιλούσε λόγο στις συντρόφισσές της για την ιστορία αυτή. Έμενε σιωπηλή, συλλογισμένη όλη την ήμερα, σα να ονειρευόταν και να περίμενε μόνο να ρθει το βράδυ.

Τέλος ένα βράδυ σιωπηλό και σκοτεινό σαν όλα τ' άλλα, ένα βράδυ πού σαν πάντα το φως του φαναριού έπεφτε στο πρόσωπο του άγνωστου και σερνότανε στα πόδια του σα φίδι και τρεμόπαιζε κιτρινωπό εκεί στην άκρη του νερού, ή Κλάρα σίμωσε πιο κοντά τον άγνωστο και του έπιασε το χέρι.

Εκείνος δεν κουνήθηκε. Την άφησε να το κρατά, την κοίταξε στα μάτια και τη ρώτησε:

«Πώς σε λένε;»

Η Κλάρα είπε το όνομά της.

Κι ό άγνωστος κοιτάζοντας την πάντα ψιθύρισε:

«Δεν είσαι συ — »

Η Κλάρα τέντωσε τα μάτια.

«δεν είσαι συ, της μοιάζεις μόνο, της μοιάζεις στην ασχημιά —· »

Η Κλάρα έκαμε να τραβήξη το χέρι της, μα εκείνος το κράτησε:

«τά ίδια κρεμασμένα χείλη, τα ίδια τ' αχαμνά, τα κοκαλιάρικα τα μάγουλα, τα πεταγμένα έξω' τα ίδια τα μικρά, τ' άχρωμα, τ' άλαμπα τα μάτια, το ίδιο το καμπουριασμένο το κορμί.

Ήταν η πιο άσχημη και κείνη απ' όλες. Κανείς δεν την κοίταζε, κανείς δεν της μιλούσε, κανείς δεν την αγάπησε. Οι άνθρωποι δεν μπορούνε να δούνε την ψυχή. και κείνη είχε καλή ψυχή. Δε μίλησε ποτέ δέ γέλασε ποτέ με μένα εκείνη. Καθότανε μόνη στην άκρη, μαζεμένη, και κοίταζε άφωνη, σαν πάρδαλη από το κλουβί, τις άλλες πού γελούσανε με μένα. Εκείνη δεν έμοιαζε μ' αυτές, δεν ταίριαζε στον κόσμο. Γι' αυτό τή σκότωσα».

Κλάρα τινάχτηκε, μα ο άγνωστος δεν της άφησε το χέρι.

«Τήν αγαπούσα και τή σκότωσα», ξακολούθησε, «μα μη φοβάσαι, εσέ δε σ' αγαπώ. Εσύ δεν είσαι κείνη, όπως φαντάστηκα όταν σε είδα πρώτη φορά. Νόμισα πώς πέρασε ή ψυχή της σε σένα, πώς αναστήθηκε σε σένα, πώς ξαναήρθε στη ζωή με σένα. Μα όχι, εσύ δεν είσαι εκείνη. Εσύ τρέμεις. Εκείνη δεν έτρεμε. Ξέπλεξε μόνη τα μαλλιά και μου τα έδωσε στο χέρι. Μου τα έδωσε και της τα πέρασα γύρω στο λαιμό θηλιά, τράβηξα, έσφιξα τη θηλιά γερά, και τα μάτια της, τα μικρά τα μάτια της ανοίξανε πλατιά στο χάος, τεντωθήκανε πόρτες ορθάνοιχτες στην άβυσσο σαν πλάκες σμάλτο άσπροφεγγίσαν τ' άχρωμα τα μάτια, σαν αίμοστάλαχτα ρουμπίνια αστράψαν τ' άλαμπα τα μάτια. Τρόμαξα και της σκέπασα το πρόσωπο. Έβλεπα μόνο το γυμνό κορμί. Παίζανε φέγγη χλωμοκίτρινα, αχνορόδινα κι αυτού, πνιγόταν άσπρογάλαζες, πρασινωπές, θαμπόχρυσες αναλαμπές. Πώς πνίγονται μουντά μιά μέρα θαμπερή τα χρώματα στο φίλδισι, πώς τρεμοφέγγει στα νερά εκεί το λειψό φεγγάρι πού τρυπά τούς κλάδους — έτσι έφεγγε μπροστά μου το γυμνό κορμί».

Η Κλάρα, κοίταξε στη λίμνη όπου έδειχνε το χέρι του. Τα νερά ήταν σκοτεινά, φεγγάρι δε φαινόταν. μόνο στήν άκρη, εκεί μπροστά θαμπότρεμε ή λάμψη του φαναριού κιτρινωπή. «Γιατί τη σκότωσα, γυμνή», ξακολούθησε ο άγνωστος. «γυμνώθηκε όταν είδε πώς την ήθελα γυμνή, κ' έπεσε στο κρεβάτι,. Εσύ δε θέλεις, εσύ δε λύνεις μόνη τα μαλλιά —- »

Έφερε το χέρι στο λαιμό της, σα να ήθελε να της ξεκουμπώση την τραχηλιά.

Η Κλάρα ξανατινάχτηκε.

«Μην τρομάζης. δεν σε θέλω εσένα», είπε ο άγνωστος και κατέβασε το χέρι. «Εκείνη άφησε και τη γύμνωσα, κ' έπεσε έτσι στο κρεβάτι. Δεν το μόλυνα. Σκέπασα το γυμνό κορμί γιατί με φόβισε κι αυτό όπως έφεγγε. Τής φίλησα μόνο το χέρι πού κρεμόταν κάτω ασκέπαστο. Ήταν τόσο μικρό, τόσο απαλό το χέρι της. Το δικό σου είναι άσχημο, δεν το φιλώ. Τραχύ, πλατύ, κακοπλασμένο. Δεν είσαι εκείνη εσύ, δεν ξαναβγήκες από το κίτρινο νερό πού πήγα και την έριξα για να μην της δη κανένας άλλος το γυμνό κορμί. Δεν είσαι συ, της μοιάζεις μόνο. Εσύ δε θέλεις να πεθάνης, δε θέλεις ν' αγαπήσης, δέν μπορείς — ή θέλεις; Λέγε!»

Έμεινε κρατώντας, σφίγγοντας δυνατά το χέρι της.

Η Κλάρα έσκυψε το πρόσωπο. Δε μπορούσε ν' αντικρύζη το δικό του, δε βαστούσε να βλέπη τα μάτια του πού αστράφτανε μεγάλα, μαύρα, κρύα κάτω από το κίτρινο φως.

Σε λίγο ένιωσε πώς τής άφησε το χέρι, κι όταν τόλμησε και ξανασήκωσε το πρόσωπο, ό άγνωστος είχε χαθή.

Το άλλο βράδυ, όταν γύριζε στο σπίτι, δεν άκουσε πίσω της το βήμα του. Κι όταν βγήκε στο παράθυρο, δεν τον είδε να στέκη αντίκρυ, να περιμένη. Περίμενε, περίμενε κι αυτή — δε φάνηκε. Ύστερα κατέβηκε στο δρόμο και δίχως να το νιώση βρέθηκε στο πάρκο καθισμένη στην άκρη του νερού. Έμεινε ώρες μόνη, ασάλευτη, σκυφτή. Ό άγνωστος δεν ήρθε. Όταν όμως σηκώθηκε να φύγη και μπήκε στο στενό σκοτεινό μονοπάτι, τότε της φάνηκε πώς άκουσε να σβήνη σαν αποπίσω της, σαν από μακριά ή κοντά, ή σαν απομέσα της μονάχα ένα μακρύ, τρικυμιστό, χαχανιστό άγριο γέλιο.


______________

(*) Βλ. Χρήστος Τζούλης, «Η ονειρική διεργασία στον Κ. Χατζόπουλο. Προσπάθεια ανίχνευσης με βάση την ερμηνευτική των ονείρων του S. Freud», Πρακτικά επιστημονικού συμποσίου, Ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος ως συγγραφέαςκαιθεωρητικός, Αγρινιο 14 έως 17 Μαΐου 1993, σ.347.

(**) Η Ηλέκτρα μιλώντας στη μητέρα της Κλυταιμνήστρα, της λέει και τα εξής: «Έτσι, όπως τότε που έπνιγες τον πατέρα κάθονται [οι θεοί] στο δείπνο κ’ είναι κουφοί σε κάθε αγκομαχητό. Μόνο ένας μισότρελος θεός, το Γέλιο, μπαίνει στην πόρτα τρεκλιστά: θαρρεί πως παίζεις χωρατά, ερωτικά παιχνίδια με τον Αίγισθο, μα βλέπει ευθύς την πλάνη του, γελά σπαρταριστά και χάνεται μεμιάς». Βλ. “Κωνσταντίνος Χατζόπουλος ο πρωτοπόρος” Τάκης Καρβέλης, Εκδόσεις Αθηνά Σοκόλη, 1998 σ. 185.


Πηγές

Χριστίνα Γκορίτσα, “Οι ανδρικοί χαρακτήρες στα διηγήματα του Κώστα Χατζόπουλου” διπλωματική εργασία, ΑΘΗΝΑ 2017
https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/uoadl:1668150

Ανθούλα Σεφεριάδου, “Οι γυναικείες μορφές στο πεζογραφικό έργο του Κ.Χατζόπουλου”
Διδακτορική διατριβή - Ιωάννινα 1982
https://search.lib.auth.gr/Record/456192

https://olympias.lib.uoi.gr/jspui/bitstream/123456789/7247/1/%CE%94.%CE%94.%20-%20%CE%91%CE%9D%CE%98%CE%9F%CE%A5%CE%9B%CE%91%20%CE%A3%CE%95%CE%A6%CE%95%CE%A1%CE%99%CE%91%CE%94%CE%9F%CE%A5.pdf