Εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ” 25 Δεκεμβρίου 1921
ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ
Εις την γέννησιν του Χριστού δεν οφείλουν οι άνθρωποι μόνον την θρησκείαν της συγνώμης και της ανοχής, αλλά και την ανέλιξιν της τέχνης. Εις τους χρόνους εκείνους όλα είχαν αποθάνη, διότι πολύ είχαν ζήση. Τα άνθη του λόγου, της γλυφίδος, του χρωστήρος είχαν μαραθή. Η Ρώμη είχε δόση ό,τι μπορεί να προσφέρη η ισχύς του δόρατος, του ξίφους, την αυστηρότητα της κρατικής επικρατήσεως, η οποία προϋποθέτει την δουλείαν του πνεύματος. Δεν υπήρχον πλέον ιδανικά εις τον κόσμον, ούτε εμπνεύσεις. Συνεπώς η τέχνη περιωρίζετο εις αντιγραφάς χωρίς πνοήν. Τα παλαιά σύμβολα είχαν περιέλθη εις την κατάστασιν τυπικής απομιμήσεως. Τα εργαστήρια των καλλιτεχνών δεν διέφερον από τα συμβολαιογραφεία, όπου παραγγέλομεν σήμερα αντίγραφα. Αλλά αιώνες εχρειάσθησαν δια την αναζωογόνησιν της καλλιτεχνικής πνοής. Δεδομένον γεγονός. Ο τεχνίτης δια να εκφρασθή γενικώτερον του χρειάζεται πρόσφορος κοινωνική κατάστασις. Από αυτήν κρούεται η ψυχή του και αναβλύζει η πηγή της καθολικωτέρας εμπνεύσεώς του. Και βαθύτερον, ευρύτερον ζωντανώτερον πεδίον καλλιτεχνικής εκφράσεως της ανθρωπίνης τέχνης ήσαν αι θρησκείαι. Εις τον διάμεσον χρόνον της πτώσεως της ελληνικής θρησκείας και της αναβιώσεως της χριστιανικής η τέχνη σιγά. Αξιολόγους εκδηλώσεις της δεν έχομεν. Μόνον όταν ερρίζωσε η νέα θρησκεία εις τας καρδίας των ανθρώπων επαναρχίζει η φανέρωσις της τέχνης με εκφράσεις γενικής αληθείας.
Πόσα δεν οφείλει η τέχνη εις τον χριστιανισμόν. Κατά ένα τυχαίον τρόπον, κατά αναπόφευκτον ιστορικόν λόγον, όπως θέλετε, η συνέχειά της επιστοποιήθη εις ελληνικά εδάφη. Η δύναμις του παρελθόντος. Οι πνευματικοί σπόροι δεν πηγαίνουν χαμένοι, καθώς και οι φυτικοί. Η τέχνη επανέθαλλε εις το Βυζάντιον. Είνε δυστύχημα ιστορικόν και φυλετικόν δι΄ημάς τους έλληνας η απώλεια των αριστουργημάτων της βυζαντικής τέχνης, της ελληνικής τέχνης εις την νέαν μορφολογίαν της. Κατέχομεν περισσότερα γνωρίσματα της τέχνης των π. χ. ελληνικών αιώνων παρά των βυζαντινών. Από όσα τούτων διεσώθησαν ελαχίστην ιδέαν μπορούμε να έχωμεν περί της αξίας της βυζαντινής τέχνης. Και τα περισσότερα εξ αυτών δεν είνε παρά αντίγραφα. Οι τύποι μας απέμειναν εκ της επαναλήψεως των με ψυχράν αντιγραφήν. Ό,τι σήμερα καλούμεν “βυζαντινήν τέχνην” είνε ωχροτάτη αντίλαμψις του αρχικού ωραίου φέγγους της. Η ελληνική γη διέσωσε φιλοστόργως πολλά γνήσια πονήματα των ελλήνων καλλιτεχνών. Έχομεν απτάς εκφράσεις του Σκόπα, του Φειδίου, του Πραξιτέλους κτλ. Κάτι θετικόν των μεγάλων βυζαντινών τεχνιτών δεν ηυτυχήσαμεν να βλέπωμεν. Μαντεύομεν, διαισθανόμεθα την καλλιτεχνικήν των πρωτοτυπίαν από την επίδρασίν των εις την τέχνην της Αναγεννήσεεως όχι μόνο εις την Ιταλίαν, αλλά και εις τας άλλας ευρωπαϊκάς χώρας. Αν αποβιβασθώμεν μίαν πρωϊαν εκ του ελληνικού εδάφους εις την Βενετίαν, δοκιμάζομεν αιφνιδίως εις την ενατένισιν των αρχιτεκτονικών ρυθμών της την ευχάριστον έκπληξιν επανευρέσεως γνωστών μας, οικειοτάτων μοτίβων εις τα μάτια μας, εις την ψυχήν μας. Η πνοή του βυζαντινισμού, όπως την συνηθίσαμεν εις τον τόπον μας εις τα ελάχιστα διατηρηθέντα μαρτύριά του. Μελετώντες μεθοδικά την μεσαιωνικήν τέχνην εις ευρωπαϊκά εδάφη, ανευρίσκομεν την επίδρασιν της βυζαντινής εις τους πρώτους σταθμούς της ιστορικής ανελίξεώς της, έως ότου αρχίζει η πρωτότυπος σφραγίς των διαφόρων ευρωπαϊκών σχολών της χριστιανικής τέχνης. Αλλά ένα γνώρισμα απομένει εις ταύτην, γνώρισμα της αρχικής επιδράσεως των καλλιτεχνών του Βυζαντίου. Το χρώμα. Είναι κολλορίσται της ιταλικής αναγεννήσεως, αναδειχθέντες εκ της χρωματικής μέθης των, οι οποίοι παραμένουν μαθηταί, άριστοι βέβαια, της βυζαντινής τέχνης. Καταλήγομεν όχι αυθαιρέτως εις το συμπέρασμα. Αν ο οφθαλμός μας ασκηθή εις την παρατήρησιν, την μελάνην των ιχνών, των υπολειμμάτων της βυζαντινής τέχνης, των αντιγράφων και απομιμήσεων ταύτης εις τας χιλιάδας των ερημοεκκλησίων της ελληνικής γης, τα οποία δεν έπεσαν από τη σελήνην αλλά ένα ιστορικόν λόγον έχουν εις αυτήν, κατανοούμεν βαθμηδόν περισσότερον την σπουδαιότητα, που είχε η βυζαντινή τέχνη επί της ευρωπαϊκής, δεδομένου, ότι αυτογενής δεν υπήρξε εκείνη. Εχρειάσθη το πλήρωμα του χρόνου, όπως εκδηλώση αυθόρμητον την δύναμίν της.
Αλλά πως συνέβη να χαθή μία ακμή, οποία η της βυζαντινής χριστιανικής τέχνης; Από τον ανθρώπινον φανατισμόν, από τα ανθρώπινα μίση. Δυστυχώς δι΄ημάς τους επιγενεστέρους η βυζαντινή τέχνη είχε απεριόριστον προτίμησιν εις την εκδήλωσίν της προς την ζωγραφικήν. Το μάρμαρον δεν εχρησιμοποίησε πολύ. Εκ της επαναστατικής μάλιστα χριστιανικής εκδηλώσεως προς την ειδωλολατρίαν το μάρμαρον επί πολλούς αιώνας εθεωρείτο ασεβές υλικόν προς πλαστούργησιν χριστιανικών μορφών. Οι τεχνίται έγιναν αποκλειστικώτεροι εις την ζωγραφικήν. Και το ξύλον, εις το οποίον εζωγράφιζαν συνηθέστερον οι βυζαντινοί, καλύπτοντες αυτό με ειδικόν επίστρωμα, δεν έχει την αντοχήν του μαρμάρου και του χαλκού. Αλλά την μεγαλυτέραν φθοράν της βυζαντινής εικονογραφίας έφερον οι εικονοκλάσται. Αριστουργήματα εχάθησαν κατά τους θλιβερούς εκείνους χρόνους. Αι ιεραί εικόνες έφευγαν τον όλεθρον εις τα τέσσαρα άκρα της αυτοκρατορίας. Μετά μακρόν χρόνον εφανερώθησαν μερικαί, αποτελούσαι σήμερα σύμβολα της χριστιανικής λατρείας, χωρίς να δυνάμεθα ούτε ιστορικώς, ούτε τεχνικώς να επιβεβαιώσωμεν απολύτως την προέλευσίν των εκ της κλασσικής βυζαντινής εποχής.
Τι οφείλωμεν όμως εις τον χριστιανισμόν υπό έποψιν τέχνης. Όλην την γνωστήν εις τας ημέρας μας παρελθούσαν ζωγραφικήν υπεροχήν κατά πρώτον λόγον. Ολιγώτερα εις αριθμόν τα γλυπτικά έργα της χριστιανικής τέχνης. Τι απέδοσε έκτοτε, μετά την σιγήν των χριστιανικών εκδηλώσεών της η τέχνη; Αρκετά βέβαια, αλλά απείρως καθυστερούντα εις γενικότητα χαρακτήρος, εις την ιδανικήν έξαρσιν. Μετά ένα Φειδίαν, μετά ένα Μιχαήλ Άγγελον, μετά ένα Πραξιτέλην, μετά ένα Ραφφαήλον, οι νεώτερο αιώνες τι μας εξεδήλωσαν; Πιθανόν την επιτακτικήν ανάγκην της αναγεννήσεως των ιδανικών με την πανίσχυρον ορμήν του αισθήματος, όπως επέτυχαν κατ΄εξοχήν εξαισιώτερα ο ελληνισμός και ο χριστιανισμός αι δύο υπερλαμπρότεραι εποχαί της ιστορίας των ανθρώπων επί της γης.
ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου