Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025

“ΟΙ ΚΑΛΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ” ΤΟΥ ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Εφημερίδα “ΣΚΡΙΠ”

Αθήναι, Σάββατον 6 Ιανουαρίου 1896
ΛΑΪΚΑΙ ΔΟΞΑΣΙΑΙ

ΟΙ ΚΑΛΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ


Μόλις παρήλθεν η βασιλεία των, βασιλεία δώδεκα μόνο ημερών επί της γης. Ήλθαν με τα Χριστούγεννα και έφυγαν με τα Φώτα, τα εύθυμα και ευτράπελα αυτά δαιμόνια. Ήλθαν – οι αρχαίοι αυτοί Σάτυροι – οικογενειακώς με τα μουρέλια των, εξ ών αγαπούν μετά μανίας τα άρρενα, και με τας γυναίκας των, όσας αρπάσαντες κατά το παρελθόν έτος δεν τας κατέφαγον. Τι περίεργα δαιμόνια τα δυσμορφότατα αυτά όντα, με τους πόδας ομοιάζοντας πολύ προς τους των όνων, και των τράγων, και με μορφήν ανθρωπίνην! Ποτέ σχεδόν δεν αποδεικνύονται κακοποιά. Δι’ αυτά ζωή και ύπαρξις είνε το γυναικείον κάλλος, δια το οποίον χάνονται κυριολεκτικώς, και το οποίον καταβασανίζουν ποικιλοτρόπως, ως να θέλουν να τιμωρήσουν το προπατορικόν αμάρτημά του. Ήλθον, διεσκόρπισαν τον φόβον εις τους χωρικούς και τα χωρία, παρεμβάλλοντες μυρίας μαγγανίας, μύρια κωλύματα εις τος χριστιανούς. Το φως της ημέρας ουδέποτε τους είδε. Διέμενον όπως πάντοτε εις σκοτεινά και ανήλια σπήλαια, ευωχούμενοι καθ΄όλην την ημέραν δια των σαρκών ναρκωμένων όφεων και σαυρών, ποικιλλομένων ενίοτε και δια της ροδαλής ευσαρκίας απογόνου τινός της Εύας. Και όταν η νυξ επήρχετο καλύπτουσα δια του μέλανος πέπλου της κοιλάδας και τα όρη, δάση και λαγκάδια, πολιτείας και χωρία, απετίνασσον την ημερησίαν νάρκην των, και την υπνηλότητά των, και διασκορπίζοντο ανά τους αγρούς και τους λόγκους, συνάπτοντες μεθυστικούς χορούς αδελφικώς μετά διαφόρων άλλων πνευμάτων, και προπάντων μετά των καλλιζώνων Νεράιδων, δια τας οποίας τρελλαίνονται, οι ευτράπελοι αυτοί δαιμονίσκοι. Και δεν διέλυον τον συνεχή και ακούραστον χορόν των, την χαροπήν και ηδονικήν ευθυμίαν των, προ των πρώτων λαρυγγισμών των αλεκτόρων της υποφωσκούσης πρωϊας.

Αλλά το μακρόν διάστημα των χειμερινών νυκτών δεν κατηναλίσκετο ολόκληρον εις χορούς μόνον. Είχον και άλλας αποστολάς, και άλλα καθήκοντα να εκπληρώσουν αι μικροσκοπικαί θεότητες. Και τώρα μεν, ενώ περιπλανώντο αναμέσον της νυκτερινής σκοτίας, επέπιπτον κατά του τυχόντως διαβάτου,τυραννούντες και εμπαίζοντες τον δυστυχή δια φοβερών μαγγανειών, κάμνοντες τον όνον του – αν τυχόν είχε τοιούτον – να παρεκκλίνη του σκοπού του, και να χάση τον δρόμον, και ξυλοκοπούντες εν τέλει τον αναβάτην του, όστις τότε μόνο θα ηδύνατο να διαφύγη σώος της επιδρομής των, αν ενθυμείτο να φωνάξη ξ ύ λ α κ ο ύ τ σ ο υ ρ α, και τούτο, αν ευρίσκετο πλησίον κατοικημένου μέρους, ή αν έτρεφεν εις τον οίκον του μέλανα αλέκτορα. Άλλοτε δε εφώρμων κατά των μύλων, προς ους τρέφουσιν ιδιάζουσαν στοργήν, και εισέλθοντες εις αυτούς παρενόχλουν δια παντοίων μηχανευμάτων τους μυλωθρούς, κατασκευάζοντες πήττες, μ α γ α ρ ί ζ ο ν τ ε ς τα τρόφιμά των, την στάκτην της πυράς, τον συντριβόμενον σίτον υπό την ασφυκτικήν πίεσιν της μυλόπετρας. Και αν κατά τύχην ευρίσκετο εντός του μύλου γυνή τις – ωραία όμως, διότι το γήρας βδελύσσονται, και εξαφανίζονται ενώπιόν του οι κύριοι αυτοί – εφιλοτιμούντο ν’ αλέσωσι δια των ιδίων χειρών των τον σίτον της, και κατόπιν επετίθοντο κατ’αυτής, τριγυρίζοντες και εποφθαλμιώντες ερωτικώτατα. Και δυστυχία εις την καλλονήν εκείνην, αν εστερείτο ευφυίας και ετοιμότητος, δια να τους αποστείλη αίφνης να της φέρουν τα ν υ φ ι κ ά της, αποπλανώσα αυτούς και κερδίζουσα καιρόν να φορτώση το άλευρόν της, και να ευρεθή μίαν ώραν αρχήτερα εις το χωρίον της.

Άλλοτε περιφερόμενοι πέριξ των οικιών, και οσφραινόμενοι εκ του αναθρώσκοντος καπνού των καπνοδόχων την οικογενειακήν συγκέντρωσιν πέριξ της φλογοβολούσης εστίας με τον παππούν κατέχοντα την πλησιεστέραν προς το πυρ θέσιν και τους μικρούς ουλότριχας εγγόνους του συνωστιζομένους περί αυτόν, εισεπήδων κατερχόμενοι δια της καπνοδόχου εντός της οικίας, και εις την πρώτην αταξίαν των μικρών ε μ α γ ά ρ ι ζ ο ν τας κάλτσας των και τα χονδρά των σανδάλια. Και δεν έφευγον εκείθεν, αν δεν εφώνει ο αμείλικτος εχθρός των, ο αλέκτωρ, εξερχόμενοι εν είδει καπνού δια μέσου των κλείθρων της θύρας. Άλλοτε πάλιν παρεφύλαττον την φιλεργό οικοκυράν, καθ’ ήν ώραν εξηγείρετο την νύκτα, δια να κατασκετάση τας απαραιτήτους τ η γ α ν ή τ α ς των εορτών, και κατήρχοντο πάλιν δια των καπνοδόχων, και αλληλοκρατούμενοι δια των χειρών εσχημάτιζον μακράν άλυσον πέριξ των αχνιζόντων γλυκισμάτων και έψαλλον επιμόνως, έως ότου τοις παρείχετο το ποθούμενον:

Μάννα, τσιτσί λουκάνικο
μαχαίρι μαυρομάνικο,
κομμάτι ξεροτήγανο
να φάω και να φύω.

Και άλλοτε ηλεκτριζόμενοι εκ της συνεχούς κωδωνοκρουσίας των νυκτερινών λειτουργιών των Χριστουγέννων, και του αγίου Βασιλείου, παραμόνευον τους εξεγειρομένους δια να λειτουργηθώσι και να κοινωνήσωσι, σβύνοντες τα μικρά φαναράκια των, και παρεμβάλλοντες σκότος πυκνόν προ των οφθαλμών των, μυκτηρίζοντες και περιπλανώντες αυτούς μακράν της εκκλησίας· ενίοτε δε καταμολύνοντες μόνον τα ενδύματα αμαρτωλού τινος, τον άφινον να υπάγη εν οικτρά καταστάσει εις τον ναόν. Και τέλος καθ’ όλον το διάστημα της δωδεκαημέρου βασιλείας των, εφεύρισκον από στιγμής εις στιγμήν πλεκτάνας απείρους, εν αις περιέπλεκον αδιεξόδως πάντα άνθρωπον, μη φέροντα ιδιαίτερα τινα γνωρίσματα, δι’ ών καθίστατο αδύνατον να τον βλάψωσιν. Αλλ’ επήλθε τέλος η ημέρα των Θεοφανείων.

Οι ιερείς ητοίμασαν τον αγιασμόν των, και την επάυριον αφού εψάλη η δοξολογία, ο Σταυρός, παρόντος απείρου πλήθους, εορτασίμως ενδεδυμένου, και ανάμεσον των ημιγύμνων ναυτών και λεμβούχων, ανυπομόνως αναμενόντων την ιεράν κατάδυσιν, ερρίφθη εις τους ποταμούς και τας θαλάσσας καθαγιάσας τα ν ε ρ ά, και οι πονηροί και ευτράπελοι δαίμονες περίτρομοι εκ της εμφανίσεως του πολιού ιερέως με το σύμβολον του αγιασμού εις την χείρα, έφυγον με ορμήν ανέμου, και κατέβησαν εις τα θεμέλια της γης όπου θα μοχθήσωσι καθ’ όλον τον υπόλοιπον χρόνον, πριονίζοντες το γιγαντιαίον δένδρον, το υποστηρίζον την γήν, μυκτηρίζοντες και εις αυτήν την φυγήν των ακόμη, τον πολιόν ιερέα δια της ευτραπέλου επωδού των

Φεύγεστε να φύγουμε
κ’ έφθασε ο Ζουρλόπαππας!
Με την αγιαστούρα του,
και με την βρεχτούρα του·
και θα μας ραντίση
και θα μας μαγαρίση!

Μ. Χ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου