Κυριακή 16 Μαρτίου 2025

"ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΦΑΟΥΣΤ" ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ” 3 Ιουλίου 1896

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΦΑΟΥΣΤ (Απὸ τις «Ιστορίες ενὸς Ρεπόρτερ»)

Άποψη της Σμύρνης το 1910

Κάτω εκεί στην Κολοκυθού (*) μέσα στις ψηλές λεύκες και στα μυροβόλα περιβόλια ξέρω ένα μικρό καφενεδάκι ποιητικώτατο. Έχει δροσιά, πρασινάδα, περίσσια αγροτικὴ χάρη, και κάποτε την περασμένη άνοιξη περνούσα πολλὲς ήσυχες ώρες το πρωί, ἡ τ᾿ απόγευμα μέσα στις τριανταφυλλιές του, αποκάτω απ' τις ανθισμένες ροδακινιές του. Στο καφενεδάκι αυτό μαζεύουνταν όλοι οι γύρω περιβολάρηδες, οι καρροτσέρηδες που στέκουνταν κομμάτι εκεί για ανάπαυση και αρκετοί Αθηναίοι έμποροι, υπάλληλοι με τις φαμελιές τους αφίνοντας μπόλικο άρωμα μπουρζουαζὶ από κάτω απ᾿ τα πράσινα κλωνάρια του κήπου. Δύο τρία γκαρσόνια κουτσαβάκηδες σερβίριζαν όλους αυτοὺς τους πελάτες ανάκατα.

Όπως πάντα και κείνη την ημέρα είχα ξαπλωθή σε μια καρέκλα και χάζευα κοιτάζοντας μια θεόρατη λεύκα καταπράσινη από την πανύψηλη κορφή της έως κάτω, που το βραδυνό αεράκι την έκανε ν᾿ ανατριχιάση μ᾿ ένα αδιάκοπο φρου-φρου μεθυστικώτερο κι από φρουφρού ποδόγυρου. Ο ήλιος κάτω στο Δαφνί έρριχνε λουξές τις κατακόκκινες αχτίδες του στις ψηλές καμινάδες που ύψωναν στο γαλανό ουρανό οι φάμπρικες του Φαλήρου, τα μαγκανοπήγαδα δουλεύαν στην εξοχή και άρια και που ακούονταν το σφύριγμα και το τραντάρισμα του Τραμ που περνούσε στο δρόμο.

Αντικρύ μου κάθουνταν ένας σαραντάρης ανθρωπάκος και ρουφούσε πότε το σιγάρο του, πότε τον καφέ του, με τώνα ποδάρι απάνω στ᾿ άλλο. Κάποτε μου έρριχνε κάτι ματιές που φαίνουνταν σα να ζήλευε κάτι τι σε μένα. Άξαφνα μια στιγμή γυρίζει και μου λέει με μιά φωνή ανθρώπου σκασμένου γιὰ κουβέντα.

Ωραία εσπέρα απόψε, έ, κύριε;

Ναι, ψιθύρισα κομμάτι πειραγμένος.

Όταν είνε κανείς νέος, εξηκολούθησεν ο σαραντάρης ανθρωπάκος σιμώνοντας το κάθισμά του κοντήτερα προς το μέρος μου, δὲ μπορεί παρά να βρίσκη όλα όμορφα και μάλιστα την άνοιξη, έ; και έρριξε μια μελαγχολική ματιά κάτω προς τη δύση, πολύ κάτω ακόμα σα να θυμήθηκε κάτι πολύ θλιβερό.

Εκείνη τη στιγμή μιά πορτίτσα ξύλινη του κοκκινόχωματου τοίχου εκεί κοντά έτριξε, πάμ! άνοιξε δυνατά και φάνηκε πηδώντας ορμητική πίσω από το περιβόλι μ᾿ένα καλάθι στο κεφάλι, μια παιδούλα γελαστή, νόστιμη. Είταν όλη γεμάτη αγροτική ζωή. Ένα κεφαλάκι με σκορπιστά σγουρά μαλλιά, με μεγάλα κομμένα μαύρα μάτια, με γυμνά τριανταφυλλένια μπρατσάκια, με τα βυζάκια της μόλις μπουμπουκιασμένα, με κάτι ολοστρόγγυλες γυμνές γάμπες, ξυπόλυτη, γεμάτη υγεία και δροσιά, κάτι τι αναμιχτό από κορίτσι και γυναίκα μαζί. Διάβηκε μπροστά μας γλήγωρα, βιαστική, με κάτι κουνήματα νευρόσπαστου, αφού μας έρριξε μια κρυφή ματιά χαμογελώντας.

Ὁ σαραντάρης είχε ανάψη αυτή είχε χαθή πέρα στο βάθος του δρόμου κι αυτός κοίταζε ακόμα γυρισμένος προς το μέρος που χάθηκε, γεμάτος συγκίνηση, ταραχή, με τα μάτια του γεμάτα επιθυμία, με μιά έκφραση που φαίνουνταν πως ήθελε ξαφνικά να το πιπιλίση, να το δαγκάσει, να το ρουφήξη το μικρουλάκι εκείνο, χαμήλωσε πιο ταραγμένος τα μάτια του σα μ᾿ είδε να τον βλέπω με κάποια ειρωνεία. Έπειτα είπε μ᾿ ένα στεναγμό:

- Σου έκαμε αίσθηση βέβαια που μ' είδες να κοιτάζω έτσι ένα κοριτσάκι; Αν ήξερες όμως, κύριε, τί νιώθω αυτή τη στιγμή μέσα μου· τι είδος επανάσταση που γίνεται μέσα στο αίμα μου, στο κεφάλι μου, στην καρδιά μου. Είμαι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος· δεν είμαι ίσως ο μόνος μέσα στην Αθήνα, άλλα τί σημαίνει· είμαι πολύ δυστυχισμένος. Αλλά θα σας κουράζω με τη φλυαρία μου;
- Μπα καθόλου, είπα εγκαρδιόνοντάς τον τόρα αρκετά περίεργος με τις κουβέντες του.

- Ε, τότε ας σας μιλήσω ξάστερα. Θα το πιστεύσετε, κύριε; Δεν έχω αγαπήση ακόμα γυναίκα στη ζωη μου, και όμως είμαι απάνω από σαράντα χρόνια. Έως τα τόρα δε μου φαίνουνταν τίποτε αυτό, μα είνε καμπόσος καιρός τόρα που αγριεύω σαν ταύρος. δεν αγάπησα, δε γλέντησα, δεν ένιωσα νιότη, ζωή, δεν έκαμα τρέλλες, δε ξενύχτησα σε χαρτιά, σε καρέ κον σέρ, με γυναίκες, με κοκκότες. Τίποτε απ'αυτά, τίποτε. Όχι γιατί δεν τα ήθελα, άλλα γιατί δε μπόρεσα να τα κάμω. Δώδεκα χρόνων έμεινα ορφανός από μητέρα, εγώ και δύο αδερφές μου. Ο πατέρας μου είταν αυστηρός άνθρωπος. Με βασάνισε με τη μελέτη περισσότερο απ' ό,τι έπρεπε. Άπό μικρό παιδί χειμώνα καλοκαίρι κλεινόμουνα στο δωμάτιό μου και διάβαζα, διάβαζα· ο λίγος καιρός που μόμεινε τον περνούσα κάμνοντας αντίγραφα ενός δικηγόρου φίλου μας γιατί τα οικονομικά δὲ πήγαιναν καλά! Έτσι έβγαλα το γυμνάσιο με χίλια βάσανα. Κατόπι άρχισαν τα μαρτύρια στο Πανεπιστήμιο. Ο πατέρας μου πέθανε πρὸ του να πάρω δίπλωμα. Οι αδερφές μου μέμειναν πάντα στην πλάτη μου. Πέντε χρόνια έλυωσα στη μελέτη σπούδαξα δικηγόρος· κανένα μέσον δεν είχα· έπρεπε να γίνω πολύ δυνατός για να πάρω χαρτί. Ω, εκείνη η μελέτη! Νύχτα μέρα κλεισμένος σε μια καμάρα μισοσκότεινη με το κεφάλι μέσα στα χέρια μου, με τα μάτια κολλημένα στις σελίδες των βιβλίων. Το δυστύχημα είταν πως είμουνα στενοκέφαλος· δεν είχα καθόλου αντίληψη κ᾿ έπρεπε να διαβάζω ένα ζήτημα είκοσι φορές για να το καταλάβω. Έτσι πέρασαν για με πολύ σκληρά χρόνια. Πήρα τέλος το χαρτί, την άδεια. Νομίζετε πως τελείωσαν τότε τα βάσανά μου; Όχι. ‘Επρεπε να εξασκήσω το επαγγελμά μου· αλλά πως, με τι φίλους; Μ' αυτή μου την κλεισμάρα, στην ᾿Αθήνα δε γνώριζα και πολύ κόσμο· αποφάσισα να πάω στη Σμύρνη την πατρίδα του πατέρα μου. Και πήγα μαζί με τις αδερφές μου. Άλλα βάσανα εκεί. Δε σκάμπαζα καμμιά γλώσσα. Έπρεπε να μάθω τουρκικά, γαλλικά, ιταλικά, εγγλέζικα για να πάω εμπρός. Η μελέτη άρχισε πάλι, η κούραση πάλι μ' έσπασε. Την ημέρα στα δικαστήρια, τη νύχτα μελέτη και ξαγρύπνισμα. Έτρωγα λεξικά, μεθόδους, γραμματικές. Ά! πόσο πρέπει να παιδευθή σήμερα ένας φτωχός νέος για να γίνη κάτι τι. Κόπιασα, έλυωσα. και τα χρόνια περνούσαν ξηρά, μονότονα για μένα, κ' η νιότη μου στράγγιζε μέσα στις δικογραφίες, στα βιβλία. Πέρασαν μπόλλικα χρόνια η κουραστική ζωή, οι διάφορες δουλειές μου κ' έκαναν να είμαι πότε νευρικός και παράξενος, και πότε μωραμένος, χάχας, σχεδόν κουτός. Έβγαλα μερικά παραδάκια, πάντρεψα τις αδερφές μου κ' ήρθα πάλι στην Αθήνα εδώ και ένα χρόνο. Κάνω τώρα κ' εδώ το δικηγόρο, αλλ' όχι με πολλή πια όρεξη. Κουράσθηκα πολύ, πάρα πολύ τελείωσα το στάδιό μου στην εποχή που έπρεπε να τ' αρχίσω. Αυτό δε με μέλλει και τόσο, όσο με βασανίζει ἡ ιδέα που δεν κατάλαβα τίποτε από ζωὴ, από νιότη, απ' αγάπη. Είμαι σαν το γέρο Φάουστ απελπισμένος στα μέσα της ηλικίας μου όμως εγώ, και χωρίς να ελπίζω, ότι μπορεί να υπάρξη για μένα κανείς διάβολος και καμμιά Μαργαρίτα. Μ' είδες να τρέμω μπροστά σ' ένα κοριτσάκι προ ολίγου σαν ένα παιδί δεκάξη χρόνων; να ήξερες τι θάλασσα παθών, τι ωκεανός επιθυμίας γεννάται μέσα μου σήμερα, όταν βλέπω μια όμορφη γυναίκα στο δρόμο. Και οι καημοί μου αυτοί όσο μεγάλοι και τρομεροί είνε, τόσο σβύνονται, νεκρόνονται στη στιγμή, για να ξαναγεννηθούν ύστερα πιο φλογεροί, χωρίς να μπορώ πια να τους δώσω όπως όλοι αυτοί οι νέοι που περνούν μπροστά μου σήμερα, όπως θα μπορούσα να τους δώσω, αν ήμουνα κι' εγώ σαν αυτούς σήμερα. Ώ, πόσο σκληρή πόσο σκληρή είνε η ζωή σήμερα, κύριε, πόσο άδικη είνε η ζωή, η κοινωνία για τους φτωχούς ανθρώπους, και πόσο ακριβά πληρώνουν όλοι του είδους μου οι επιστήμονες το ψωμί που βγάζουν μισότριβοι τώρα, αφού το πληρώνουν με το πολυτιμώτερο νόμισμα, με τη γλυκύτερη ζωή τους, με τη χαμένη νιότη τους. Κι' ο σαραντάρης ανθρωπάκος άναψε ένα άλλο σιγάρο και άρχισε να το καπνίζη πολύ μελαγχολικά.

Μποέμ

Στη φωτογραφία άποψη της Σμύρνης το 1910.

_____________________

(*) Η Κολοκυθού (ή Κολοκυνθού) είναι δυτική συνοικία του Δήμου Αθηναίων, συνορεύει με τον Κολωνό, την Ακαδημία Πλάτωνος και τους Δήμους Αιγάλεω και Περιστερίου. Μέχρι το 1960-’70 ήταν γεμάτη κήπους και περιβόλια και το γεγονός αυτό δημιούργησε την εντύπωση ότι το όνομα της περιοχής ίσως να προέρχεται από τις κολοκύθες που καλλιεργούνταν κάποτε εκεί (ακόμη και στην Βικιπαίδεια λανθασμένα αναφέρεται αυτή η εκδοχή). Στην πραγματικότητα το όνομα στην περιοχή έδωσε το ναϊδριο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγία της Κολοκυνθούς), που αναγέρθηκε τον 17° αιώνα από τη γνωστή αθηναϊκή οικογένεια Κολοκύνθη. Ο ναός ανοικοδομήθηκε εκ θεμελίων το 1854 και ξανά το 1967, σήμερα βρίσκεται στη συμβολή Λένορμαν και Κηφισού.

Πηγή: https://www.taathinaika.gr/otan-oi-athinaioi-giortazan-tin-panagia-kolokynthou/#_ftn1

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου