Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

ΤΑ “ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΗΘΗ” ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΌΠΟΥΛΟΥ

 Από τα πρώτα χρόνια που άρχισε να γράφει τα -ας τα πούμε- πρώιμα διηγήματα του ο Δημ. Χατζόπουλος επιχείρησε μια άκρως αναπαραστατική καταγραφή βασικά του ρουμελιώτικου αγροτικού βίου. Οι αφηγήσεις του δεν περιορίζονταν σε μιά επιφανειακή περιγραφή, αλλά εμβάθυναν στην καθημερινότητα και, ιδιαιτέρως, στην συναισθηματική ζωή των κατοίκων της υπαίθρου. Ο Χατζόπουλος αναδείκνυε τις εσωτερικές συγκρούσεις που διατάρασσαν τον ψυχισμό του αγρότη: από τη μιά τα φυσικά ένστικτα και από την άλλη οι κυρίαρχες προλήψεις, οι δεισιδαιμονίες, η μοιρολατρία, καθώς και οι μικρές ή μεγάλες ζήλιες ή κακίες που χαρακτήριζαν την τότε κοινωνία. Αυτή η έλλειψη ιδεολογικής διάστασης υποδηλώνει μια καθαρά παρατηρητική, σχεδόν εθνογραφική, προσέγγιση της αγροτικής ζωής από τον συγγραφέα.

Μετά από τις συλλογές διηγημάτων «Αγριολούλουδα» (1894), «Ντόπιες ζωγραφιές» (1896), που εκδόθηκαν σε βιβλίο και τα "Λησμονημένα στρατιωτικά" (1895) που δημοσιεύτηκαν στον καθημερινό τύπο της εποχής,  με τη σειρά "Ιστορίες ενός ρεπόρτερ" (1896, 1897) και ακόμη περισσότερο με τα “Αθηναϊκά ήθη” (1900) ο Χατζόπουλος μεταστράφηκε προς την απεικόνιση του άστεως, τη λεγόμενη τότε αθηναιογραφία. Το ενδιαφέρον του συγγραφέα επικεντρώθηκε στην ψυχολογία των χαρακτήρων και στη ζωή των αστών και μικροαστών της Αθήνας. Η μεταλλαγή αυτή του Χατζόπουλου σηματοδότησε μια βαθύτερη εμβάθυνση στην αστική πραγματικότητα, αποκαλύπτοντας την ικανότητα του να αντλεί υλικό από την προσωπική του εμπειρία και να το μεταπλάθει σε εύγλωττη λογοτεχνική ύλη. Η επιλογή αυτή οφείλεται πιθανώς σε μια σειρά από λόγους:

α. Στην προσωπική του αποστασιοποίηση από την επιφανειακή ηθογραφία της υπαίθρου (που έγινε ακόμη πιο ριζοσπαστική με την έκδοση του περιοδικού “Διόνυσος” λίγο αργότερα)

β. Στην επιρροή ευρωπαϊκών ρευμάτων όπως ο νατουραλισμός και ο ψυχολογικός ρεαλισμός με έμφαση στο κοινωνικό περιβάλλον, τη μιζέρια, και τον ντετερμινισμό

γ. Στην επιθυμία του να αποτυπώσει τις ηθικές και υπαρξιακές συγκρούσεις της νεοσύστατης αστικής τάξης

Η επιλογή του αυτή δεν ήταν τυχαία, ήταν μια συνειδητή καλλιτεχνική κατεύθυνση. Παρά τις αντιφάσεις, τις διαρκείς αναζητήσεις, τις αρνήσεις και μεταστροφές που χαρακτήρισαν τη ζωή και το έργο του συγγραφέα η στροφή του προς την αθηναιογραφία εκφράζει μια αυθεντική καλλιτεχνική αναζήτηση και μια επιτακτική ανάγκη για την αποτύπωση του αστικού τοπίου και των ηθών του. Η επιλογή του δε να στραφεί στην Αθήνα, υποδηλώνει την αναγνώριση της μοναδικότητας και της λογοτεχνικής αξίας της πρωτεύουσας.

Γ.Χ.

°ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΜΑΣ° 31.10.1900

Τα Αθηναϊκά Ήθη

ΑΤΘΙΣ

Μετά τον Γύρον ανήλθομεν εις την δενδροστοιχίαν. Εβαδίζομεν πάντοτε εμπρός, αυτή και εγώ, οπίσω δε η μαμά και η θεία της. Ο κόσμος ήρχετο εκ της πόλεως ν’αναπνεύση, φερόμενος προς την ανοικτήν έκτασιν του Ζαππείου. Εβαδίζομεν βραδέως. Το λυκόφως επήρχετο και διά μέσου του απαλού πέπλου που διεκρίνομεν εις τους περιπατητάς πολλάς φυσιογνωμίας γνωστάς, εχαιρετούσαμεν δε η σύνοδός μου και εγώ. Η ανιαροτέρα των συνηθειών ο χαιρετισμός των περιπατητών. Κλίσεις κεφαλών, μειδιάματα, απ’ εκείνα τα οποία τόσον παραστατικά εζωγράφισε εις εν διηγημά του ο Σούδερμαν, ενίοτε δε και χειραψίαι προς ιδρωμένας χείρας. Η σύνοδός μου ήτο ωραία νεάνις, έφερε μαύρην τουαλέτταν καίτοι δεν είχε πένθος, αψηφούσε την μόδαν, ήτις δια τας δεσποινίδας καταδικάζει τους μαύρους χρωματισμούς άνευ πολλών διατυπώσεων και με τόσην σκληρότητα, όσην καταδικάζει το Στρατοδικείον στρατιώτην απολέσαντα το κομβίον της χλαίνης του. Η εξαιρετική αυτή κλίσις της νεάνιδος προς τον μαύρον χρωματισμόν του ενδύματος δια τους πολλούς ήτο ανεξήγητος, δια τους ευνοούντας την φιλαρέσκειαν της γυναικός είχε τον λόγον, όν λόγον είχε και ο Καλβίνος φέρων παντοτε μαύρον ένδυμα δια να εξαίρη διά της αντιθέσεως τας λευκάς γραμμάς του προσώπου του. Και η επιδερμίς της νεάνιδος ήτο τόσον λευκή. Έβαινε με σεμνόν ύφος, ανασύρουσα ίσως υπέρ το δέον τον ποδόγυρον της δια να δεικνύη κατά την αιωνίαν μέθοδον των φιλαρέσκων γυναικών την κνήμην της, φιλαρέσκειαν, την οποίαν ανήγαγεν εις όρον απαράβατον η Αικατερίνη των Μεδίκων, - διότι η ωραία γυνή, όταν έχη ωραίαν κνήμην δεν οφείλει να την κρύπτη από τα όμματα του κόσμου, αφού το ωραίον δεν είναι κτήμα του ατόμου, αλλά παντός έχοντος οφθαλμούς. Επί της μορφής της εδεικνύετο ουρανία γαλήνη, όλαι αι λεπταί γραμμαί του προσώπου της απέπνεον αβρότητα, παρθενικήν ηδύτητα. Ο Ρουσσώ δεν θα εύρισκεν ωραιότερον τύπον δια να πλάση την Ελοϊζαν του, η Μαντάμ δε Στάελ την ιδεώδη Κορίνναν της, ο Λαματρίνος την εξιδανικευθείσαν Ελβίραν του, ο Γκαίτε την Μαργαρίταν του, ο Μωπασσάν την Ιωάνναν του, ο Σιένγκιεβιτς την Αγγελικήν του. Ενώ εχαιρέτησα μία μικράν ασχημομουρίτσαν η ωραία κόρη μου είπεν αίφνης:

- Την γνωρίζεις αυτήν;

- Ναι.

Και χωρίς να αναμείνη την απάντησίν μου:

- Πως δεν ειμπορώ να βλέπω άσχημες γυναίκες!

Ετόλμησα να παρατηρήσω, ότι εάν δεν υπήρχον τα άσχημα πρόσωπα δεν θα είχομεν την ευτυχή αντίθεσιν των ωραίων προσώπων.

Ανύψωσε τους ώμους.

Ηθέλησα να προχωρήσω ακόμη δια τας ασχήμους γυναίκας και της ανεπόλησα τον γυναικοζωγράφον Ολιβιέ του Μωπασσάν, ο οποίος όταν ήθέλησε να ζωγραφίση την Ονειροπόλον του εδίσταζε τόσον εάν έπρεπε να την κάμη ωραίαν ή άσχημον. Ωραία θα κατέθελγε περισσότερον, θα εσκόρπιζε περισσότερον θέλγητρον, θα ήρεσε καλλίτερον εις τους πολλούς, ενώ άσχημος θα είχε χαρακτήρα, θα εξήγειρε περισσότερον την σκέψιν, θα συνεκίνει πλειότερον, θα είχε βαθυτέραν φιλοσοφίαν.

Εγέλασε και δεικνύουσα τους μαργαρίτας, ους έκρυβε εις τα χείλη, είπε:

- Μα επί τέλους ειμπορεί να συγκινούν τους καλλιτέχνας αι άσχημαι, προς Θεού όμως να μη έχουν και αξιώσεις φιλαρεσκείας!

- Και έχει αξιώσεις αυτή η μικρά;

- Ου! Σαν δαιμονισμένη κάνει εις τα σαλόνια, σας βεβαιώ.

Έπειτα ενώ εχαιρέτα μίαν υψηλήν θελκτικήν νεάνιδα με τον προσηνέστερον τρόπον, έλεγε:

- Αυτή πάλιν τι σου λέγει; Δεν έχει αφήση νέον, που να μη έκαμε κόρτε μαζί του.

Ζωηρόν χρώμα έβαφε τας παρειάς της, εβάδιζε τόρα ελαφρότερον, πνοή βαθείας αγαλλιάσεως κατήρχετο επί του αιγλήεντος προσώπου της. Είχεν υποστεί αιφνιδίαν μεταμόρφωσιν. Ησθανόμην, ότι ο ιδανικός της αβρότητος τύπος, όν ενόμισα προς στιγμήν, ότι διέβλεπον εις αυτήν, διελύετο ως ελαφρόν νεφίδιον και η κοινωνική αύρα πνεύσασα απεκάλυπτε προ των ομμάτων το πραγματικόν βάθος της ψυχής της ενοικούσης εντός των θελκτικών μεσοφορίων, εντός διεγερτικού ποδογύρου. Το είδωλον της Κορίννας μετεβάλλετο εις κακολόγον επαρχιώτην μεσήλικον, η ποιητική Ελβίρα των ρωμαντικών στίχων των “Ποιητικών Αρμονιών” εγίνετο η Κυρά-Κώσταινα του κήπου των Μουσών, η ποιητική Ελοϊζα η καμωμένη από καρδίαν και αισθήματα μόνον, εξελίσσετο εις την πλύστραν της συνοικίας φέρουσαν τα άπλυτα των πελατών της από την σκάφην της εις τον δρόμον.

Και ο Καλβίνος εφόρει μαύρον πάντοτε ένδυμα δια να αναδεικνύη προ των οφθαλμών των μαθητών του επιβλητικωτέραν την μορφήν του, είχεν εν ωραίον ιδεώδες αγωνιζόμενος υπέρ της θρησκευτικής μεταρρυθμίσεως του κόσμου, αλλ΄η ψυχή του ησθάνετο την μεγαλειτέραν χαράν εν τω ερημητηρίω του της Γενεύης, όταν εμάνθανε τας σφαγάς των οπαδών του. Δια των σφαγών και της καταδιώξεως θ’ ανυψούτο το δόγμα του. Δια των μαρτυρίων και των διωγμών μήπως δεν ιδρύθη ο χριστιανισμός; Δια των διωγμών κατά των ομοφύλων των ζητούν ν’ ανέλθουν εις την συνείδησιν των άλλων και αι γυναίκες σήμερον. Η παρέλασις των γνωστών και αγνώστων μας την ενεψύχωνε πάντοτε εις ένα προπετές και ανερυθρίαστον κατηγορητήριον.

- Την ξέρεις την ***άδου! Μάνα και κόρες του δρόμου.

Πάσα διαμαρτυρία ήτο περιττή. “Αι ***ίδου ήσαν διεφθαρμέναι μέχρι μυελού οστέων, αι ***πούλου χθες ακόμη έκαμαν νέον σκάνδαλον. Η ***άκη. Ας την αυτήν. Τόρα τα τουαλέττας της της τας κάμνει ο τάδε χρηματιστής. Η ***ίδου, άλλο τσανάκι αυτή. Κάθε ημέρα πηγαίνει εις το σπίτι του τάδε. Άλλοτε επήγαινεν εις άλλον. Η ωραία ***πούλου τόρα. Τι, δεν ήξευρα τα προχθεσινά; Που έζων λοιπόν; Το σκάνδαλον της αμάξης, την οποίαν εσταμάτησεν ο αστυφύλαξ. Να και αυτό το μικροκαμωμένο, ο μικρομέγας αυτός ποδόγυρος. Προκλητικώτατον. Δέτε την ***άλλη. Αυτός που τη συνοδεύει και με τον οποίον χαριεντίζεται δεν έχει καμμίαν συγγένειαν. Τι θράσος αυτή η ***” ετόλμησεν ακόμη να είπη δια μίαν νεανίδα, θεωρουμένην ως προσωποποίησιν της ηθικής και της αξιοπρεπείας.

- Αλλ’ αυτή; διέκοψα.

- Τι αυτή δεν τα ξέρετε της Κηφισσιάς;

Εχει βοήξη ο κόσμος. Μόνον σεις δεν τα ξέρετε...

Και διηγήθη νέας ιστορίας, όσον νέα πρόσωπα αντιπαρήρχοντο με ύφος πολύ ζωηρόν. Έπειτα καθώς επηγαίναμεν εις του Γιαννάκη (*) δια το βραδυνόν παγωτόν, εστέναζε ελαφρώς και είπε:

- Πως θα ήθελα να έγραφα! Σεις δεν ξέρετε όλοι σας να γράψετε. Διαβάζω τόσα πράγματα, κανέν αληθές, κανέν κοινωνικόν γράψιμον τίποτε δεν είνε βγαλμένο από την αληθή αθηναϊκήν ζωήν. Γράφετε δια τας Αθήνας ωσεί να έχετε προ των οφθαλμών σας πέπλον. Ήθελα να έγραφα σαν τον Πρεβό, Διαβάζετε Πεβό; Πόσας Μωδ, πόσας Ζακελίνας, πόσους τύπους Μαγδαληνής, Δόρας, Μάρθας, Ιουλιέττας θ’ ανεύρισκα εις την Κηφισσιάν, εις το Φάληρον, εις τς Αθήνας, εις τον Πειραιά. Θα έγραφα ωραία, πολύ ωραία πράγματα. Τι λέτε, μου είπε προσηλούσα την σασαμαίν της επί των αγγελικών οφθαλμών της και βλέπουσα αναιδώς εις τα πέριξ τραπεζάκια:

- Λέγω, ότι θα είχατε ωραίαν γ λ ώ σ σ α ν, της είπα προσφέρων εν κάθισμα.

Μποέμ

_______

* Στη γωνία των οδών Κριεζιώτου και Πανεπιστημίου που λόγω στενότητος οι αθηναίοι ονόμαζαν “τα Δαρδανέλια” υπήρχαν τότε δύο ονομαστά ζαχαροπλαστεία, το ένα απέναντι από το άλλο, το ”Ντορέ” και του “Γιαννάκη”.

2 σχόλια:

  1. Δημιούργησα και εξεδωσα ενα βιβλίο με τις καταγραφές του Δ. Χατζόπουλου για τα Μεσόγεια και τη Λαυρεωτική, που απέσπασα από την εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ το1921. εως 1923.Συμπλήρωσα και μνήμες των κατοίκων της εποχής αυτής από τα μεσόγεια. Ειναι ενα βιβλίο που αξίζει τον κόπο να διαβάσετε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Το εχω υπόψη μου αγαπητή Σοφία, το εχω ηδη πάρει και το διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον, χαίρομαι που υπάρχουν μελετητές που ασχολούνται με το έργο το αγαπητού μου συγγενούς

      Διαγραφή