"Eμπρός" 6 Αυγούστου 1920
ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Η ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΗΣ ΣΙΓΗΣ
Εις τας μεγάλας πόλεις η ησυχία είνε άγνωστος εις όλας σχεδόν τας εκδηλώσεις του καθημερινού βίου, επομένως και εις το φαγητόν. Δύσκολα μπορεί κανείς να βρη εστιατόριον, όπου να εισέλθη αθορύβως, να μην ακούση τον κρότον του ιδικού του βήματος, καθώς και του των άλλων, να καθήση εις ένα τραπεζάκι, όπως γευματίση χωρίς φωνάς, φασαρίαν, ορυμαγδόν. Αι μεγάλαι ομάδες αγαπούν τον σάλον, την βοήν, την επίδειξιν, θέλουν να είνε κύματα σοροκάδας, η οποία μουγκρίζει και θραύεται παταγωδώς εις την ακτή. Δια τούτο εις τας μεγάλας πόλεις παρατηρούμεν κατά τα τελευταία χρόνια την ίδρυσιν και λειτουργίαν κολοσσιαίων εστιατορίων, εις τα οποία πυκνά πλήθη πελατών εισέρχονται και εξέρχονται καθ’όλας σχεδόν τας ώρας της ημέρας, έως αργά την νύχτα, καθόσον γευματίζουν συγχρόνως δυο χιλιάδες, πέντε χιλιάδες άτομα εις συνεχομένας μεγάλας αιθούσας τεσσάρων πατωμάτων. Τρώγουν με τους ήχους της τρικυμίας εις τα αυτιά, αλλά κατορθώνουν να απομονούνται εις μικράν ή μεγαλυτέραν τράπεζαν, όπου συνηθέστατα αφοσιούνται εις τον ιδιαίτερον κύκλον των. Κατά την προπολεμικήν περίοδον τα παμμέγιστα αυτά εστιατόρια είχαν επιτυχίαν γενικήν. Το αυτό συνέβη και εις τα καφενεία. Εις πολλάς ευρωπαϊκάς πόλεις ιδρύθησαν καφενεία με τέσσαρα πατώματα. Εις το ισόγειον ήτο αίθουσα τεΐου, αναγνωστηρίου, κουρείου, εστιατορίου, εις το πρώτον πάτωμα υπήρχε καφενείον χωρίς μουσικήν, εις τον δεύτερον και τον τρίτον μεγάλαι αίθουσαι, όπου έπαιζαν μέχρι πρωίας εκκωφαντικαί ορχήστραι και μπάντες, ενώ το τέταρτον πάτωμα κατελάμβανον αι αίθουσαι του σφαιριστηρίου. Οι κολοσσοί αυτοί τέρψεως και αναπάυσεως απετέλουν τα προσφιλέστερα κέντρα του πλήθυσμού. Κατέλαμπον την νύχτα με τον θαυμαστόν φωτισμόν των ως μαγικά μυθικά παλάτια. Εις τας θύρας των χρυσοστόλιστοι θυρωροί υπεκλίνοντο προ των εισερχομένων και εξερχομένων. Οι ανελκυστήρες δεν εγνώριζον την ανακωχήν όλην τη νύχτα. Θα εχρειάζετο ο πελάτης των πολυκόσμων τούτων κέντρων να είχε αποκτήση την συνήθειαν του βίου των μεγαλοπόλεων, δια να κυκλοφορή ανέτως εντός αυτών, χωρίς νευρικήν διαταραχήν. Εις τον ερημικόν αγροτικόν βίον οξύνεται η ακοή του ανθρώπου και προσαρμόζεται με την μεγάλην ησυχίαν της φύσεως. Εις τον βίον των μεγαλοπόλεων το άτομον χρειάζεται μακρόν χρόνο δια να συνηθίση τους μεγάλους κρότους, τον βόμβον των χιλιάδων φωνών, την γοργήν, κινηματογραφικήν κίνησιν μυριάδων προσώπων. Βαθμηδόν η ακοή του δεν ενοχλέιται, το βλέμμα του δεν κουράζεται. Κάποτε αν αποτόμως διακοπή ο πολύς και μέγας θόρυβος, δοκιμάζει παράξενον εντύπωσιν από την επερχομένην σιγήν. Νομίζει πως εξεσφενδονίσθη με μιάς εις άγνωστον κόσμον.
Αλλά αν ο πολύς αριθμός παντού και πάντοτε ελκύεται από το άφθονον φως τον πολύηχον θόρυβον, την ενατένισιν προσώπων αλληλοπαρερχομένων, όπως μας συμβαίνει να βλέπωμεν εις τα πολυσύχναστα κέντρα εκάστης πόλεως, είνε όμως και άνθρωποι, οι οποίοι προτιμούν την σιγήν και την αναζητούν και μέσα εις την μεγαλόπολιν. Η αναζήτησίς των δεν είνε ματαία, διότι παντού θα βρουν ευτυχώς και μικρά, ήσυχα, αθόρυβα μέρη, τα οποία αποτελούν ευχάριστα, ηρεμούντα νησάκια, όπου δεν φθάνει η έφοδος του πλήθους. Ο βόμβος του παρέρχεται προ της κλειστής θύρας των, η οποία έχει και διπλά πυκνά παραπετάσματα, όπως την αποπνίγη εντελώς. Σύρει κανείς το παραπέτασμα και ευρίσκεται εις λοκάλ θρησκευτικής γαλήνης. Θα έλεγε την αίθουσαν του τραπεζαρίαν παλαιού μοναστηρίου. Κάτι σαν την θολωτήν παλαιάν, μισοφωτισμένην τραπεζαρίαν της μονής Αστερίου επί του Υμηττού, όπου μόλις εισερχόμενον φως αφίνει να διαφαίνεται το υψηλόν παράστημα και οι μεγάλοι μαύροι οφθαλμοί της Παναγίας την Αθηνιώτισσας, καλής εκδηλώσεως συνεχείας της μορφής της Παλλάδος Αθηνάς. Οι πελάται βαδίζουν τόσον ελαφρά, ώστε νομίζει κανείς, ότι εξέλειπε η ατμοσφαίρα εκεί μέσα, δια να μην ακούεται ο ήχος των βημάτων των, αλλά και κάθε ήχος. Και όταν οι πελάται ανταλλάσσουν χαιρετισμόν, τούτο γίνεται με ελαφράν κίνησιν της κεφαλής. Τα γκαρσόνια κύπτουν προς τους πελάτας και δέχονται ψιθυριστά τας παραγγελίας. Είνε σκιαί σερβίρουσαι. Μία ζωηροτέρα καλημέρα, που θα ηκούετο εκεί, θα εθεωρείτο σκάνδαλον, ασυγχώρητος παρανομία, έγκλημα καθοσιώσεως. Οι πελάται θεωρούνται κωφάλαλοι.
Και ένα από τα τελευταία μεσημέρια μου συνέβη να γευματίσω εις μίαν παρόμοιον αίθουσαν πρωτεύοντος αθηναϊκού ξενοδοχείου, σχεδόν απόκρυφην, μυστικήν. Κάποια αποκάλυψις πάντως εις την πόλιν μας, όπου χωρίς να έχωμεν μεγάλα εστιατόρια, δεν στερούμεθα του ενοχλητικωτάτου πατάγου. Εκλάθησα με καλόν, ευχάριστον σύντροφον εις λευκόν, απαστράπτον τραπεζάκι μιάς γωνίας και εδοκίμασα αρκετήν έκπληξιν. Οι πελάται έτρωγαν με σιγήν τραππιστών. ήσαν ιδικοί μας και ξένοι. Κυρίαι, δεσποινίδες και κύριοι. Επίσης και παιδάκια. Μία καν καρέκλα δεν εκροτούσε. Η συζήτησις άγνωστος. Το στρωμένον με τάπητα λινελάιου πάτωμα δεν έτριζε, ήχος μαχαιροπήρουνου δεν ηκούετο και τα γκαρσόνια διολίσθαινον σιωπηλά και σοβαρά, όπως σοβαροί εφαίνοντο και οι γευματίζοντες. Οι περισσότεροι ήσαν ένοικοι του ξενοδοχείου και ελάμβανον τροφήν εις ανομοίους ώρας. Το ρεστωράν λειτουργεί από την ενδεκάτην πρωινήν έως την τρίτην απογευματινήν. Ιδού ευκολία δια μίαν πόλιν, όπου εις όλα σχεδόν τα άλλα εστιατόρια ο πελάτης είνε υποχεωμένος να ενθυμηθή το φαγητόν ακριβώς με την καμπάναν, άλλως δεν το βρίσκει. Εις τας περισσοτέρας μεγαλοπόλεις συνήθως γευματίζουν οι κάτοικοι οποιανδήποτε ώραν του ημερονυκτίου θελήσουν. Η κουζίνα λειτουργεί συνεχώς. Είνε τόσον ποικίλος ο τρόπος του βίου, της εργασίας, εκατομμυρίων ανθρώπων, ώστε δεν είνε δυνατόν να γευματίζουν ταυτοχρόνως τα εκατομμύρια τούτων. Ο πόλεμος και αι συνέπειαί του σήμερα θα μετέβαλον αρκετά τας καλάς, ρυθμιζομένας συνηθείας των κατοίκων μεγαλοπόλεων και η δημοκρατική ασχημία πιθανών να εξηφάνισε και τα ήρεμα ρεστωράν, όπου δεν υπάρχει καμμία ανάγκη να κρατή κανείς τύμπανον, διότι προβαίνει εις το κοσμοϊστορικόν γεγονός του γεύματος. Εδοκίμασα, λοιπόν, καλήν εντύπωσιν εις την αθόρυβον εκείνην αθηναϊκήν αίθουσαν, οπόθεν μετά το γεύμα κυρίαι και κύριοι διηυθύνοντο εις τα παρακείμενα σαλονάκια με κινήσεις καουτσού. Ο σύντροφός μου είπε μίαν στιγμήν ψιθυριστά:
- Έχουν, καθώς βλέπεις, και αι Αθήναι τα απρόοπτά των. Επίστευες, ότι θα υπήρχε εις την χωρίς κανένα σπουδαίον λόγον πολυθόρυβον πόλιν μας μία τοιαύτη αίθουσα σιγής;
- Τα συγχαρητήριά μου δια την ανακάλυψιν, αλλά μου έρχεται επιθυμία να απαγγείλω.
- Ποιήμα; Δι’ όνομα Θεού! Δεν εγκληματίσαμεν διότι εγευματίσαμεν τόσον απλά και καλά.
- Ολίγον Νοίστε: Άνθρωποι πατάτε στερεά, αναπνέετε ελέυθερα, φωνάζετε δυνατά!
- Θέλεις να λιποθυμήσουν οι πελάται.
- Τότε μου έρχεται η ακαταγώνιστος επιθυμία να φωνάξω μέσα εις την πρωτοφανή αυτήν αθηναϊκήν σιγήν: Ένα πιλάφι, σάλτσα περισσότερη, με γεώμηλον και γαρύφαλλον, περιμένω, μάστορα!
- Θα δειχθής αναρχικός της πράξεως, ώστε ρίξε καλλίτερα βόμβαν. Οι άνθρωποι θα είνε διατεθειμένοι να σου το συγχωρήσουν, όχι όμως και την φωνήν.
ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου