Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

ΑΠΟΚΡΗΑ – Διήγημα του Δημ. Χατζόπουλου

 Η ¨'Αποκρηά”, σκωπτικό διήγημα από τη σειρά των “Λησμονημένων Στρατιωτικών”, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Σκριπ” της 4 Φεβρουαρίου 1896. Αξίζει να αναφερθεί ότι στην ίδια σελίδα της εφημερίδας (πρώτη) υπήρχε και άλλη δημοσίευση του Χατζόπουλου, με τίτλο “Ολυμπιακοί αγώνες – Η συγκοινωνία μας”.
Η ανάγνωση των διαλόγων μπορεί να φανεί προβληματική για όσους δεν έχουν κάποια επαφή με τον ρουμελιώτικο τρόπο ομιλίας. Έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του αυθεντικού κειμένου, αλλάζοντας το μόνο από πολυτονικό σε μονοτονικό.

Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ 4-2-1896
ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ

Α Π Ο Κ Ρ Η Α

- Πουτέ μ΄ δε ντύθ΄κα φράγκους. Θα γίνου κι γω μιά βουλά ψηλουκαπελλαδούρας! Σι θέλου ορ΄ Μητσ΄ να μι φκιάσ΄ς άϊντε, δικηόρου ορ να μι ντύσ΄ς! ..
Και ηγάλλετο ως παιδίον ο εύρωστος το παράστημα και την μορφήν δεκανεύς, στρίβων ένα ασταχυοειδή, μόλις επαλθούντα ξανθόλεκον μύστακα, και ηυφραίνετο εκ προκαταβολής δια την αποκρηάτικην μεταμφίεσίν του ο δεκανεύς Γιώργος Μπακογιώργος. Από ημερών πολλών είχεν εξοικονομήση εκ της ιματιοθήκης βουλευτού τινός μίαν παλαιάν βελλάδαν*, είχε δανεισθή ένα κλακ από τινα ελληνοδιδάσκαλον και εν πανταλόνι από τινα έμπορον. Όσον αφορά την γραβάταν και το υποκάμισον ανέλαβε να του τα προμηθεύση η γεροντοκόρη μιάς πλύστρας προς την οποίαν δεν τον συνέδεε μόνον η διατύπωσις του πλυσίματος και του σιδερώματος της φουστανέλλας του, αλλά κάτι περισσότερον. Εις τον οίκον αυτής μάλιστα, μικρόν πενιχρόν οικίσκον με λιθόστρωτον αυλήν πάντοτε υγράν από σαπουνάδες και πάντοτε χλοεράν την θέαν από περιποιημένας πρασινάδας, έμελλε να γίνη το νυκτερινόν γλέντι της τελευταίας Κυριακής των Απόκρεω.


Ο δεκανεύς Γιώργος Μπακογιώργος μου είχε προτείνει μάλιστα να τον ακολουθήσω εις την αποκρηάτικην εκείνην χοροεσπερίδα, καθ΄ ην ο αμανές και ο συρτός θα εφλόγιζαν μέχρι πρωίας τους λάρυγγας και τους πόδας, αλλ΄επροτίμησα να περάσω την τελευταίαν νύκτα των Απόκρεω όπως και τας προηγουμένας εις την βρίθουσαν και δια ημικλείστων οφθαλμών ορατών μικροβίων ελληνικής όλως καταγωγής και εθνικότητος.
Εν τούτοις, μετά το προσκλητήριον, ενώ απεσύρθησαν εις τον παρακείμενον θάλαμον ο επιλοχίας και ο λοχίας, και αφού εξαντλήθησαν όλα τα εξόχως βωμολοχικά παραμύθια των ανδρών, και τους κατέλαβε πλέον σχεδόν όλους το ροχαλητό, και της μεγάλης κρεμαστής λάμπας κατεβάσθη το φως, και ήρχισε πληρούμενος ο θάλαμος απο ανθρακικόν οξύ δυσωδών πνοών στομάτων και δυσωδεστέρων αναθυμιάσεων ποδών, ο δεκανεύς Γιώργος Μπακογιώργος μ΄ επλησίασε ψιθυρίζων προφυλακτικά:
- Πουσ' ορ΄Μήτσι χαντακουμένι, έλα να μι φκιάσ΄ς...
Μετ΄ου πολύ τη βοηθεία του αμυδρού φωτός της λυχνίας και των επιπόνων και πολλών καθοδηγήσεών μου, ο δεκανεύς μετεβλήθη εις περίφημον μασκαράν. Ήτο πρώτη φορά που εφορούσε ξενικόν δι΄αυτόν ένδυμα ο ατυχής και αι κινήσεις του και το βάδισμά του ενείχον τόσην κωμικότητα, ώστε εγελούσεν εκ καρδίας και ο ίδιος. Ήδη υπελείπετο να εξέλθη του στρατώνος χωρίς να τον αντιληφθή κανείς. Συνεφωνίσαμεν λοιπόν να πηδήση από το χαμηλόν παράθυρον το προς το όπισθεν μέρος του στρατώνος, και εκείθεν δια του μικρού εκεί στενού να τραβήξη τον δρόμον του. Το παράθυρο δεν θα το εκλείδωνα εγώ κατόπιν και ούτω αργά περί την πρωϊαν θα επενήρχετο ο δεκανεύς ησύχως δια της αυτής οδού, χωρίς να πάρη είδησιν ο επιλοχίας, όστις του είχεν αρνηθή του ατυχούς αμειλίκτως νυκτερινήν άδειαν εξόδου. Και ο δεκανεύς εγένετο άφαντος όπισθεν του παραθύρου μετά τινας στιγμάς.
 
Ο έρως είναι πολύ κακόν πράγμα και εις αυτόν τον στρατόν ακόμη. Προ παντός δε η ερωτική αντιζηλία. Μόλις ο δεκανεύς απήλθε δυο τρεις άνδρες κοντόχοντροι και λεβεντοειδείς ανηγέρθησαν με πολλήν προφύλαξιν, κάτι εψιθύρισαν μεταξύ των, ετυλίχθησαν με τους μανδύες των και ημιανοίξαντες το αυτό παράθυρον δι΄ου κατήλθεν ο δεκανεύς εχάθησαν εις το σκότος. Τους ανεγνώρισα ευκόλως. Ήσαν και οι τρεις απλοί στρατιώται, αλλ΄αυτό δεν τους ημπόδιζε να είνε τρομεροί αντίζηλοι εις τας ερωτικάς κατακτήσεις του δεκανέως Μπακογιώργου προς τας υπηρετρίας της συνοικίας, ήτις δεν είχεν ολίγας τοιαύτας. Εκ περιεργείας εσηκώθην και επλησίασα προς το παράθυρον. Σκότος βαθύ επεκράτει έξω, βήματα ηκούοντο πηγαινοερχόμενα μετά προφυλάξεως και κάτι τι φρικωδώς τρίζον ωσεί να εσύροντο πύργοι από παλιούρια. Ο σύμμικτος και ακατάληπτος αυτός θόρυβος διήρκεσε πλέον της ημισείας ώρας χωρίς να δύναμαι να εννοήσω τι εγένετο, ότε εις των ανδρών ήναψεν αιφνηδίως έν σπίρτον. Εις την ακαριαίαν λάμψην του αντελήφθην ταχέως περί τίνος επρόκειτο. Οι τρομεροί αντίζηλοι προς εκδίκησιν είχον κατασκευάση τεραστίαν παγίδα από παλιούρας, εις ην επιστρέφων ο δεκανεύς τη βοηθεία του σκότους θα ενέπιπτεν αναποφεύκτως, αδιεξόδως. Το πράγμα ήτο πολύ λυπηρόν, αλλά και ολίγον κωμικόν, ώστε απεσύρθην υψώνων κακεντρεχώς τους ώμους, ολίγον πριν να εισέλθουν οι εξελθόντες άνδρες εκ του παραθύρου. Και ο ύπνος μετ΄ολίγον μας κατέλαβεν όλους..
  
Ενθυμούμαι, ότι έντρομος ανεπήδησεν όλος ο στρατών αιφνιδίως, τρίβων φοβισμένα τους οφθαλμούς. Εκ του μέρους του στενού γοεραί κραυγαί ήρχοντο ωσάν να έσφαζαν κανένα:
- Ώουουου! Ου μαύρους τ΄έπαθα! ... ώουου ... ου! . .
Ο επιλοχίας, ο λοχίας, οι δεκανείς προσέτρεξαν εις τον θάλαμον ημίγυμνοι ερωτώντες εν ανησυχία:
- Τι είνε ουρ΄ κουτάβια τ΄διαόλου, τι είνε;
Αι γοεραί φωναί εξηκολούθησαν, ουδείς δε έδιδεν απάντησιν. Ο μέγας φανός τότε ηνείφθη, οι άνδρες ημίγυμνοι περιεζώσθησαν τας ξιφολόγχας των, έλαβον τους γκρα των, ο επιλοχίας εμπρός, ο λοχίας πίσω, ημείς από κοντά. Μετά τινα δευτερόλεπτα ευρέθημεν εις το μικρόν στενόν προ φρικαλέου θεάματος. Μία μαύρη σκιά οδυνηρώς οιμώζουσα είχε περιπλακή αδιεξόδως εις τους όγκους εκείνους των παλιούρων.
Ο επιλοχίας ωρύετο:
- Όρ΄τι μαυροκόρακας ειν΄ ικείνους ουρ΄ τραχανουλόγοι; ... τι δίαουλους απ΄το ρέμμα είνι;
Ότε ανασηκώσας τον φανόν εφωτίσθη καθαρώς το οδυνηρόν πρόσωπον του ατυχούς δεκανέως. Η βελλάδα του, το πανταλόνι του, το κλακ του είχαν γίνη κουρέλλια, ερυθραί δε κηλίδες έστιζον το αρειμάνιον πρόσωπόν του, τας χείρας του. Ο επιλοχίας έμεινε κατάπληκτος.
- Ουρ΄ου Μπακουγιώργους είνι! ...
Και χωρίς να δώση διαταγήν ν΄απελευθερώσουν τον ατυχή άνθρωπον εκ των βασάνων εκείνων, έτσι όπως ήτο με τα νυκτικά του, μισοτρομαγμένος έλαβε την αξιοπρεπή στρατιωτικήν του στάσιν και είπε με βροντώδη φωνήν:
- Μπακουγιώργου δικανέα, αύριο θάσι σ' ν' αναφορά. Δέκα μέρες φυλάκισ΄ δια λάθραν στρατώνους!...
-μ.

* βελλάδα: επίσημο ένδυμα, σακάκι μαύρο

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

ΑΙΤΩΛΙΑ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑ - Ποίημα του Πάνου Χατζόπουλου

Το βιβλίο του Πάνου Χατζόπουλου "Αιτωλικά" τυπώθηκε τον Γενάρη του 1967 και κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία τον επόμενο μήνα. Αντιμετώπησε σειρά περιπετειών λόγω δικτατορίας και όταν ήρθε επιτέλους η μεταπολίτευση θεωρήθηκε ήδη “παλιό” για να ξανακυκλοφορήσει, οπότε έπεσε στην αφάνεια. Ελπίζω σύντομα να καταφέρω να ετοιμάσω μιά νέα έκδοση, εμπλουτισμένη με ποιήματα και κείμενα που ο συγγραφέας άφησε ανέκδοτα. Σήμερα παραθέτω ένα ποίημα από τα "Αιτωλικά" που πιστεύω πως δεν έχει ακόμη αναρτηθεί στο διαδίκτυο.



ΑΙΤΩΛΙΑ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑ

Δρόμε που πας στ΄Απόκουρο,
στρατί, που στ΄Αγραφα σκαλώνεις,
Σάρες, λαγκάδια αδιάβατα,
βράχια, γκρεμνά, στεφάνια.
Τρανές κι απάτητες κορφές γεμάτες περηφάνεια.
Ψηλά βουνά λεβέντικα της λευτεριάς μπαϊράκια.
Βελούχι, Αραποκέφαλα, Βαρδούσια, Κυρά-Βγένα,
Τρίκαρδε, Μπούμπστε, Περγαντή κι Αϊτοφωλιές του Βάλτου.
Του Κατσαντώνη πήδημα, του Καραϊσκάκη κούλιες.
Κράβαρα κακοτράχαλα, Ζυγέ μ΄χαριτωμένε.
Λίμνη αρμυρή τ΄Αντιλικού, γιβάρια και πελάδες
κι ερειπωμένες ντάπιες* του δόλιου του Μισολογγιού.
Βαθειά γαλάζια πέλαγα του Ρίβιου, του Λιγοβιτσιού,
τ΄Αγγελοκάστρου και του Βραχωριού.
Κάμποι, ποτάμια, ρέματα, κλεισούρες, κλεισορέματα,
παμπάλαια μοναστήρια.
Κυκλώπεια τείχια και ναοί, των Αιτωλών μνημεία.
Και κάστρα Βενετσιάνικα, βυζαντινά εκκλησάκια,
πικρής σκλαβιάς απομεινάρια τα τζαμιά.
Άνθρωποι αγνοί, φτωχοί, τυραγνισμένοι,
από τα χρόνια τα παλιά στη μάχη αναστημένοι,
περήφανοι, ανυπόταχτοι, μπαρουτοκαπνισμένοι,
για λευτεριά και για ψωμί ακόμα πεινασμένοι...

Δρόμε, που πας στ΄Απόκουρο,
στρατί, που στο Μπρουσό σκαλώνεις.
Απρόσιτες βουνοκορφές, τρανά βουνά της λευτεριάς μπαϊράκια.
Άσπρε αδερφέ της κλεφτουριάς, Φίδαρη παινεμένε.
Δέντρα κι οξυές και λιόδεντρα κι έλατα και πλατάνια,
πεζούλες, καπνοχώραφα, λιβάδια, περιβόλια.
Ψαράδες του Μισολογγιού και καπνεργάτες τ΄Αγρινιού,
του Ξηρομέρου και της Μακρυνείας καπνουλάδες,
ξωμάχοι, τσοπανόπουλα, λοτόμοι, ζευγολάτες
του Βάλτου και του Έπαχτου και του Καρπενησιού.
Πατρίδα μου άγρια και ήμερη, σκληρή και τρυφερή,
μεσ΄στις πατρίδες Συ πανάχραντη και φοβερή.
Της λεφτεριάς το φλάμπουρο,
της αρετής και της τιμής το μετερίζι
και της θυσίας το σύμβολο το αιματοβαμμένο,
σ΄ορθώνουν στους αιώνες οι Πατροκοσμάδες,
οι Καψάληδες κι οι Παλαμάδες...
Κάρλελι και Βενέτικο, Άγραφα, Δραγαμέστο,
Κραβασαρά κι Απόκουρο, Βόνιτσα και Βλοχέ.
Χώματα πατρικά και πολυαγαπημένα,
απ΄τα πανάρχαια χρόνια μεσ΄στο αίμα βουτηγμένα,
περήφανα, ανυπόταχτα, μπαρουτοκαπνισμένα,
για λευτεριά και για ζωή ακόμα διψασμένα...


* ντάπιες: προμαχώνες


Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2021

Η πρώτη προτομή του Κ. Χατζόπουλου

 Στις αρχές της δεκαετίας του ΄50 το δημοτικό συμβούλιο του Αγρινίου ενέκρινε ένα κονδύλι για το στήσιμο μιάς προτομής του Κώστα Χατζόπουλου. Με τη συνδρομή  των αδελφών Παπαστράτου και άλλων τελικά το έργο φιλοτεχνήθηκε από τον Κλέαρχο Λουκόπουλο και τις 30 Σεπτεμβρίου του 1956 έγιναν τα αποκαλυπτήρια. «Πλήθη λαού κατέκλυσαν τον πέριξ της πλατείας  χώρον» έγραψε την επομένη η «Νέα Εποχή», «παρέστησαν ο Αρχιμανδρίτης μετά ιερέων, ο Πρόεδρος Πρωτοδικών, ο Εισαγγελεύς και το Δικαστικόν Σώμα, οι κ.κ. Διοικηταί Χωροφυλακής και ΤΕΑ και οι λοιπαί Αστυνομικαί Αρχαί …  ομίλησαν ο κ. Δήμαρχος, … ο επίτιμος Δήμαρχος Μεσολογγίου κ. Ευαγγελάτος, ο Δημ. Γιάκος και ο Ν. Παπακωνσταντίνου απήγγειλε ΄Ας τη βάρκα΄... Η επί τούτω  εκ Σουηδίας αφιχθείσα κόρη του ποιητή μετά του συζύγου της και των λοιπών συγγενών της, κατείχον δεσπόζουσαν θέσην προ της προτομής… Μετά την αποκάλυψιν της προτομής υπό του κ. Δημάρχου, η κόρη του ποιητή κ. Ελένη Σλέερ ανελύθη εις λυγμούς και επροκάλεσεν βαθείαν συγκίνησιν εις το παριστάμενον πλήθος το οποίον ετήρει ευλαβικήν σιγήν». Τέλος καλό, όλα καλά, θάλεγε κανείς.

Πλατεία Χατζοπούλου, 30-9-1956

Έλα όμως ο Ύψιστος είχε στο νου του άλλα σχέδια γι’αυτή την προτομή.  Στο άρθρο του που έγραψε για την εφημερίδα «Ελευθερία» της 20 Μαΐου 1963 ο  Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος εύστοχα συνοψίζει το τι έγινε τα επόμενα χρόνια: «… Έστησαν την προτομή στο επάνω μέρος της πλατείας, έγιναν πανηγυρικά τ΄αποκαλυπτήρια, έγραψαν οι εφημερίδες, … το Αγρίνιο είχε τιμήσει, και στον κατάλληλο τόπο, και με τον προσήκοντα τρόπο, τον σημαντικώτερο πνευματικό ήρωά του. Αλλ΄αργότερα το δημοτικό συμβούλιο στοχάσθηκε πάλι, πως έπρεπε να φροντίση και για την ανακούφιση των ταλαιπωρημένων περαστικών. Πολύ σωστά επίσης. Και βάλθηκε να κατασκευάση βεσπασιανή στην πλατεία Χατζοπούλου. Και άνοιξε την κάθοδό της τσίμα τσίμα  στη ράχη της προτομής. … Έφτασε από τη Στοκχόλμη ένα καλοκαίρι, … η κυρία Σέντα Σλέερ, μόνη κόρη, μόνη απόγονος του Κώστα Χατζόπουλου, πρόσωπο με ανεπτυγμένη ευαισθησία και υψηλή καλλιέργεια. Είδε την προτομή, είδε και την βεσπασιανή κ΄έφριξε κ΄έβαλε τις φωνές κ΄έφερε το θέμα στον τύπο κ΄έγραψαν οι αθηναϊκές εφημερίδες πολλά και όλοι είπανε, πως πρέπει κάπου αλλού να μεταφερθεί η προτομή. … Σχηματίστηκε ειδική επιτροπή, από τον Κλ. Λουκόπουλο, τον υπογραφόμενο και άλλα αρμόδια πρόσωπα. … Η λύση και ήταν και είναι αυτονόητη: η προτομή πρέπει να μεταφερθεί στο πάρκο Παπαστράτου. … Στο αναμεταξύ η κυρία Σλέερ μου γράφει και μου ξαναγράφει από τη Στοκχόλμη. Της αποκρίνομαι, πως δεν έχω χάσει κάθε ελπίδα. … Συλλογίζομαι: είναι τόσο δύσκολο να πάρη, μια και καλή, σ΄ένα τέταρτο, αύριο μεθαύριο, το δημοτικό συμβούλιο την απόφαση να μεταφέρη την προτομή στο πάρκο, να εγκρίνη τη μικρή δαπάνη της μεταφοράς και να την πραγματοποιήση χωρίς χρονοτριβή;»
Δεν γνωρίζω τι τέλος είχε αυτή η προτομή, όταν διαδραματίστηκαν αυτά τα γεγονότα δεν είχα την ηλικία ούτε και τη δυνατότητα να ασχοληθώ με το θέμα.
Στη ιστοσελίδα «Αγρίνιο γλυκές μνήμες» στην ανάρτηση για τον Κ. Χατζόπουλο της 8 Μαρτίου 2020 αναφέρεται ότι η προτομή αφαιρέθηκε κάποτε από την πλατεία και μεταφέρθηκε στο Παπαστράτειο Δημοτικό πάρκο. Εκεί βεβηλώθηκε (δεν αναφέρεται πότε, ο τύπος της εποχής φαντάζομαι θα έγραψε κάτι) και μετά από επιδιόρθωση μεταφέρθηκε στον χώρο του πρώην σιδηροδρομικού σταθμού. Αλλά τελικά αποσύρθηκε κι από εκεί και από τότε αγνοείται η τύχη της.
Ο «Αιτωλός» (Η προτομή του Χατζόπουλου - Γιάννης Βλασόπουλος στην ιστοσελίδα της «Εποχής») έγραψε ένα δηκτικό σχόλιο που καταλήγει έτσι:
«... Πέρασαν δύο ή τρεις δεκαετίες από την καταστροφή της και όποιος αναζητούσε στο Αγρίνιο την προτομή εκείνη όχι μόνο δεν την εύρισκε, αλλά και αν ρωτούσε γιατί εξαφανίστηκε δεν θα είχε απάντηση. Το καταστροφικό έργο δεν ήταν έργο επήλυδων βαρβάρων αλλά των ίδιων των αυτόχθονων Αγρινιωτών. Και μάλιστα όχι μόνο εκείνων, δια των χειρών των οποίων καταστράφηκε. Αλλά και εκείνων που ανέχτηκαν επί χρόνια, σιωπηρά χωρίς αντίδραση, την καταστροφή και άφησαν, χωρίς άμεση αποκατάσταση, την ζημιά. Εκείνων που δεν τους έλειψε η τιμητική προτομή του ποιητή και εκείνων που δεν αναζήτησαν τους υπευθύνους. Πληγή ασφαλώς στον πολιτισμό αυτού του τόπου!. Δεν έχω ονόματα και διευθύνσεις των υπευθύνων. Κανείς δεν έχει. Και αυτό είναι το χειρότερο.»

ΔΙΟΡΘΩΣΗ
Τελικά έκανα λάθος, δεν αγνοείται η τύχη της προτομής, όπως μου επισήμανε η ξαδέλφη μου Σοφία Λαχανά-Πατρώνη, βρίσκεται στη Δημοτική Πινακοθήκη Αγρινίου, λεπτρομέρεις μπορείτε να βρέιτε σε ένα άρθρο της 21 Γενάρη 2021 στο antenna-star.gr  ΄Χρ. Γαρουφαλής: «Μνήμη Κ. Χατζόπουλου – Μια έκθεση-σταθμός για το Αγρίνιο» (Σπάνιο Φωτογραφικό υλικό)΄ 
 


Πηγές

O στοχασμός και ο λόγος:
Περιπέτειες μιας προτομής
Το Αγρίνιο και ο Κώστας Χατζόπουλος
Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος
http://www.epoxi.gr/Scriptum00/scriptum57.htm

'Ετος 1956: Τα εγκαίνια της πρώτης προτομής του ποιητή στην ομώνυμη πλατεία
http://www.epoxi.gr/persons1α.htm

Κωστας Χατζόπουλος
http://agriniomemories.blogspot.com/2020/03/blog-post_8.html

Η προτομή του Χατζόπουλου  Αιτωλός (Γιάννης Βλασόπουλος)
http://www.epoxi.gr/Σχόλια/σημειώσεις11.htm

antenna-star.gr  ΄Χρ. Γαρουφαλής: «Μνήμη Κ. Χατζόπουλου – Μια έκθεση-σταθμός για το Αγρίνιο» (Σπάνιο Φωτογραφικό υλικό)΄ 
https://antenna-star.gr/chr-garoyfalis-mnimi-k-chatzopoyloy-mia-ekthesi-stathmos?fbclid=IwAR0A8phrD-MP_57Z5c8Dfv5CDiLISTnHTx0IHScjbfFcElahKGkqqAU6SO4

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

Επίσκεψη στη θεία Σέντα

 Το Φλεβάρη του 1967 ο πατέρας μου είχε την ατυχή έμπνευση να εκδώσει ένα βιβλίο με ποιήματα, τα “Αιτωλικά”  (το μοναδικό που κατάφερε τελικά). Για ένα δυό μήνες πουλούσε καλά και  οι κριτικές των εφημερίδων ήταν γενικά θετικές. Όμως  όπως όλοι ξέρουμε τις 21 του Απρίλη αι εθνικαί δυνάμεις ανέλαβον εις τας στιβαράς των χείρας τας τύχας του Έθνους, και στη βιτρίνα των πιο σημαντικών βιβλιοπωλείων βρισκόταν εκτεθειμένο το βιβλίο με τα αριστερίζοντα ποιήματα του Πάνου Χατζόπουλου. Δεν χρειάστηκε ποτέ να απαγορευτεί, απλώς για το φόβο των Ιουδαίων αποσύρθηκε σιωπηρά από την κυκλοφορία. Κάθε μέρα όλο και κάποιο μαγαζί έπαιρνε τηλέφωνο για να ειδοποιήσει να πάμε να πάρουμε τα βιβλία που είχαν γίνει ξαφνικά βάρος. Στο σπίτι λοιπόν βρεθήκαμε να έχουμε μερικές χιλιάδες αντίτυπα στοιβαγμένα εδώ και εκεί.

Στη φωτογραφία, που είναι αφιερωμένη στον Θεόδωρο Πολίτη, η Σέντα Χατζοπούλου φορά ενδυμασία, που ήταν το νυφικό φόρεμα της γιαγιάς της, Θεοφανής Στάϊκου – Χατζοπούλου. Το φόρεμα βρίσκεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών

Περί τα μέσα Μαΐου, μιά Κυριακή, χωρίς προειδοποίηση μου ειπώθηκε ότι έπρεπε να πάμε επίσκεψη στη θεία Σέντα γιατί είχε δείξει ενδιαφέρον να δει το βιβλίο του πατέρα μου. Η Σέντα δεν ήταν μια θεία οποιαδήποτε, ήταν η κόρη του Κώστα Χατζόπουλου, φιλανδικής καταγωγής που όμως έζησε στην Σουηδία, καλλιεργημένη, μορφωμένη, κοσμογυρισμένη, γλωσσομαθής, μιλούσε προφανώς άπταιστα τα ελληνικά, ήταν σεβαστή και έχαιρε άκρας εκτιμήσεως από όλους -σχεδόν- τους συγγενείς. 

Φτάσαμε τελικά κατά τις 11 το πρωί και μας υποδέχτηκε ο άνδρας της Σέντας, ο Όκε. Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα σ'εκείνο το σπίτι, το οποίο ήταν πράγματι εντυπωσιακό, ένα είδος μουσείου σε μικρογραφία. Η Σέντα στολιζόταν, και μας ζήτησε από το άλλο δωμάτιο να καθίσουμε. Παρουσιάστηκε τέλεια μακιγιαρισμένη, ντυμένη σαν ντίβα της δεκαετίας του '20. Είχε χρόνια να με δεί, με βρήκε μεγαλωμένο και σοβαρό, “ ... έχει το βλοσυρό βλέμμα του Γιώργου ” (παππού μου) είπε στον πατέρα μου. Εγώ δεν την θυμόμουνα, με εντυπωσίασε η νεανικότητα (ήταν τότε 65 χρονών) και η οικειότητα της, μου μίλαγε λες και είμαστε κολλητοί. Με ρώτησε αν πήγαινα ήδη γυμνάσιο, αν έγραφα ποιήματα, κατά τη γνώμη της οι Χατζοπουλαίοι τόχαν στο αίμα τους.

Ήπιαμε κρύο τσάϊ  γιατί προφανώς η μέρα ήταν ζεστή, με γλυκά που είχε κάνει ή ιδία, μπισκότα με πιπέρι και τζίντζερ, σουηδική συνταγή. Ο Οκε μιλούσε λιγοστά ελληνικά, οπότε αναγκάστηκα να επιστρατεύσω τα στοιχειώδη αγγλικά που ήξερα τότε ώστε να υπάρχει ένας διάλογος.  Φυσικά μιλήσαμε για τον πατέρα της, για το Αγρίνιο, για τη Φινλανδία, για τη Σουηδία. Μας εξέθεσε τη θεωρία  ότι ο πατέρας της έπαψε να είναι σοσιαλιστής όταν γνώρισε την ελληνική πραγματικότητα από κοντά, θεωρία που αργότερα κατάλαβα ότι ήταν πολύ κοντά στην πραγματικότητα, την εποχή εκείνη δεν είχα βέβαια την ικανότητα ούτε τη δυνατότητα να καταλάβω αν ήταν σωστή ή όχι.  Ο πατέρας μου άρχισε να απαγγέλλει μερικά ποιήματα από το βιβλίο του, η Σέντα έβγαλε κάτι χαρτιά με πρόχειρες σημειώσεις και του διάβαζε δικά της ποιήματα και σύντομα κείμενα. Γελούσαν, φαινόταν να διασκεδάζουν, άρχισαν να μιλάνε για πρόσωπα και καταστάσεις που δεν γνώριζα και δεν καταλάβαινα, άρχισα να ξεφυλλίζω ένα Life magazine που βρήκα εκεί αλλά η ώρα δεν πέρναγε, οπότε ήρθε σαν σανίδα σωτηρίας η πρόταση του Όκε να δούμε ένα άλμπουμ με φωτογραφίες που έβγαλε από τη βιβλιοθήκη. Το κύριο πρόσωπο στις φωτογραφίες ήταν βασικά ο ίδιος, λίγες οι φωτογραφίες με τη Σέντα, πολλές οι φωτογραφίσεις επισήμων τελετών στο Βουκουρέστι, στην Πράγα, στο Ελσίνκι, σε άλλα μέρη που δεν γνώριζα. Ξαφνικά οι σελίδες μου φάνηκαν μουντές, στενάχωρες, κάτι δεν πήγαινε σ'αυτές. Φωτογραφίες στρατιωτικών με στολές που στο μάτι μου φάνηκαν ενστικτωδώς απεχθείς. Ήταν χωρίς αμφιβολία ναζιστικές γερμανικές στολές. Η γνώση της ιστορίας που είχα τότε ήταν μηδαμινή, οπότε αφελέστατα ρώτησα πως βρέθηκαν φωτογραφίες Γερμανών στο άλμπουμ του. Με έκπληξη έμαθα ότι ο Όκε, όπως και όλοι η Φινλανδοί είχε πάρει μέρος στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο με το μέρος της Γερμανίας. Φοβήθηκα, δεν εύρισκα κάτι να πω, ήθελα να βρω ένα τρόπο να ξεφύγω, να εξαφανιστώ.  Ξαφνικά η συζήτηση γύρισε στα πολιτικά, η Σέντα φαινόταν πολύ ευχαριστημένη με την κυβέρνηση των συνταγματαρχών γιατί θα έμπαινε επιτέλους λίγη τάξη στην Ελλάδα.  Ο Όκε, «που σαν διπλωματικός ήξερε καλά τα πράγματα», μας είπε ότι ο Παπαντρέου γιός με τους κομμουνιστές ετοίμαζαν πραξικόπημα «όπως στην Ινδονησία πέρσι» και ευτυχώς που ήρθαν οι συνταγματάρχες και μας έσωσαν, ο ελληνικός λαός ήταν ανώριμος, ο “γύψος” ήταν αναγκαίος κλπ.  Ο πατέρας μου δεν ήταν άνθρωπος για διαφωνίες και τσακωμούς, βρήκε ένα τρόπο να πει αυτό που ήθελε χαμογελαστά και ήπια, παρόλο που δεν πιστεύω ότι έγινε αντιληπτός. Μέσα σε πέντε λεπτά χαιρετήσαμε και φύγαμε, από τη βιασύνη μας η θεία Σέντα δεν μου έδωσε ένα βιβλίο του πατέρα της που ήθελε να μου χαρίσει. Παρόλο τον -παραλίγο- τσακωμό, ο πατέρας μου δεν έπαψε να εκτιμά τη Σέντα, κάθε φορά που οι άλλοι συγγενείς έκαναν παράπονα ή κριτικές γι΄αυτήν όλο εύρισκε τρόπους να τη δικαιολογήσει...

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021

Περιπέτειες χειρογράφου - Κωσταντίνος Χατζόπουλος

 Ενδιαφέρον και κατατοπιστικό άρθρο που έγραψε η Μάρη Θεοδοσοπούλου με την ευκαιρία της έκδοσης του βιβλίου της Χρυσικοπούλου για τη Sanny Häggman.  Διαβάζονταςτο σκόνταψα σε ορισμένες ανακρίβειες που, παρόλο το σεβασμό και την απεριόριστη εκτίμηση που έχω για την -εκλιπούσα πλέον- αρθρογράφο* αλλά και τη συγγραφέα του βιβλίου,  δεν μπορώ να μην επισημάνω:
Α. Στο βιβλίο η Χρυσικοπούλου αναφέρει ότι η Σέντα Χατζοπούλου χήρεψε τη δεκαετία του ΄60 και παντρεύτηκε τον ακροδεξιό Περικλή Δρίβα … και τέλος πάντων η Σέντα σε κάθε περίπτωση αρνιόταν ότι ο πατέρας της ήταν σοσιαλιστής. Στην πραγματικότητα η Σέντα χήρεψε το 1974 και ξαναπαντρεύτηκε τον ίδιο χρόνο. Ο Περικλής Δρίβας, δικηγόρος, ήταν πράγματι φιλοβασιλικός, επί μεταξικής δικτατορίας είχε διοριστεί διευθύνων στην Νομαρχία Αιτωλοακαρνανίας στο Μεσολόγγι και δεν έκρυβε βέβαια τις ακροδεξιές πεποιθήσεις του, αλλά δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να επηρεάσει της απόψεις της γυναίκας του όσον αφορά τους πολιτικούς προσανατολισμούς του πατέρα της. Η Σέντα είχε την άποψή της και την είχε εκφράσει με σαφήνεια στο γράμμα που δημοσιεύτηκε στη «Νέα Εστία»  (τεύχος 939 σελ. 1185 της 15/8/1966) «… (ο πατέρας μου) εργάστηκε με πάθος και αφοσιώθηκε με την ψυχή και το μυαλό σε μελέτες κοινωνιολογικές και η αφοσίωση του στον παγκόσμιο σοσιαλιστικό αγώνα ήταν πεποίθησή του και ιδεαλισμός καθαρός. Γι΄αυτό  και η πικρία του και η απογοήτευσή του έπειτα, ήταν η απογοήτευση ενός ανθρώπου με ιδανικά που έστεκε πάνω από προσωπικές φιλοδοξίες και συμφέροντα».
Β. Στο άρθρο αναφέρεται ότι η Sanny Häggman την εποχή που βγήκε το αφιέρωμα της «Νέας Εστίας» (1940)  κατοικούσε στην Φινλανδία, που βρισκόταν υπό σοβιετική κατοχή, οπότε πιθανώς να μην ενημερώθηκε για την ύπαρξή του. Κατ’ αρχάς η Σοβιετική Ένωση δεν κατάλαβε ποτέ τη Φιλανδία, έγινε πόλεμος από το 1940 μέχρι το 1944 που περιορίστηκε κοντά στα σύνορα, στην περιοχή Καρελία. Ψάχνοντας στο διαδίκτυο βρήκα ένα άρθρο της Riikka Pulkkinen με τίτλο  «Sanny Häggman: Η ζωή μου με τον Κώστα Χατζόπουλο» (στα φιλανδικά, μπορείτε να το βρείτε εδώ: https://nykykreikkablog.com/2017/10/29/sanny-haggman-elamani-kostas-hatzopouloksen-rinnalla/ ) όπου αναφέρει ότι η οικογένεια της Σάννυ ζούσε στην πόλη Αλάβους,  εκατοντάδες χιλιόμετρα από το μέτωπο.

Σάννυ Χαίγκμαν-Χατζοπούλου «Τα απομνημονεύματά μου “Η ζωή μου με τον Κώστα Χατζόπουλο”» Επιμέλεια, σχόλια, έρευνα “Σάννυ και Σέντα” Μαίρη Χρυσικοπούλου Έκδοση Λαογραφικό- Ιστορικό-Φιλολογικό Μουσείο Αιτωλοακαρνανίας Αγρίνιο, Δεκ. 2011

Ο Κ. Χατζόπουλος σε σκίτσο του ζωγράφου Σπύρου Βανδώρου

Η βιογραφία κάποιου συγγραφέα δεν θεωρείται πλέον η κύρια οδός στην προσέγγιση του έργου του, ωστόσο η συμβολή της στη συναρμογή των επί μέρους ψηφίδων παραμένει σημαντική. Εξ ου και η σύνθεση μιας αξιόπιστης βιογραφίας αποτελεί πρωταρχικό αίτημα. Αυτήν την ανάγκη, ωστόσο, δεν την σταθμίζουν πάντοτε σωστά όσοι συμβάλλουν στη συγγραφή της. Συχνά, εκείνοι που γνώρισαν τον συγγραφέα παραλλάσσουν τα γεγονότα στις μαρτυρίες τους, ενώ δεν είναι και λίγες οι περιπτώσεις μελετητών που αλλοιώνουν κατά την έρευνά τους τα δεδομένα. Με άλλα λόγια, οι δυο αυτές βασικές ομάδες, στις οποίες στηρίζεται η σύνθεση της βιογραφίας ενός συγγραφέα, συχνά συλλαμβάνονται να προτάσσουν προσωπικές σκοπιμότητες. Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος που η βιογραφία κάθε συγγραφέα δεν θα πρέπει ποτέ να θεωρείται ως τελειωμένο έργο. Από τον νέο μελετητή αναμένεται, πέρα από τις διαφορετικές διανοίξεις, ο έλεγχος όπως και η αποσαφήνιση ή έστω ο εντοπισμός σκοτεινών σημείων. Αυτό το διπλό στόχο επιχειρεί να επιτύχει η Μαίρη Χρυσικοπούλου με το πρόσφατο βιβλίο της για τον Κωσταντίνο Χατζόπουλο.
Στο πρώτο και κύριο μέρος του βιβλίου, δημοσιεύει την αυτοβιογραφική διήγηση της συζύγου του, Σάννυς Χαίγκμαν-Χατζοπούλου και, εν συνεχεία, παραθέτει τα στοιχεία που προέκυψαν από την έρευνά της γύρω από την αυθεντικότητα του κειμένου. Χωρίς αποσιωπήσεις, ξεδιπλώνει τις περιπέτειες ενός, σήμερα πλέον, χαμένου χειρογράφου. Παρόλα αυτά, αφήνει ανοικτή την αισιόδοξη εκδοχή να πρόκειται για ένα λανθάνον χειρόγραφο. Γεγονός, πάντως, είναι ότι το κείμενο δημοσιεύεται επιτέλους ακέραιο στα ελληνικά. Να σημειώσουμε ότι η μετάφρασή του από την κόρη του Χατζόπουλου, Σέντα, ήταν διαθέσιμη από το 1980, εποχή που εκείνη κατέθεσε ολόκληρο το οικογενειακό αρχείο στο Ε.Λ.Ι.Α.. Από τότε, το κείμενο αποτέλεσε δομικό στοιχείο της βιογραφίας Χατζόπουλου. Αποσπάσματα δημοσιεύθηκαν σε μελέτες, ενώ, το 2005, εκδόθηκε για πρώτη φορά ακέραιο στα γαλλικά, ως συνοδευτικό σε μετάφραση δυο διηγημάτων του. Σε ένα δεύτερο μέρος του βιβλίου, η Χρυσικοπούλου συμπληρώνει τα βιογραφικά του, δίνοντας πληροφορίες σχετικές με τον τόπο και την καταγωγή του. Κατά κάποιο τρόπο, συνεχίζει να καταθέτει τη μαρτυρία της από την προνομιούχο θέση της συντοπίτισσας, που είχε αρχίσει προ εικοσαετίας στο επιστημονικό συμπόσιο, με τίτλο, «Ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος ως συγγραφέας και θεωρητικός», το οποίο είχε διοργανώσει ο Φιλολογικός Όμιλος Αγρινίου, που φέρει το όνομά του.

Το μυστήριο του χειρογράφου
Αν θέλουμε να ανατρέξουμε στην αφετηρία της συγγραφής τού αυτοβιογραφικού κειμένου της Χαίγκμαν, θα πρέπει να αναφέρουμε ως κινητήριο μοχλό τον Γιώργο Βαλέτα. Μυτιληνιός, φιλόλογος Μέσης Εκπαίδευσης, μέλος της γενιάς του μεσοπολέμου, είχε βάλει σκοπό της ζωής του την κατάρτιση Απάντων ορισμένων παλαιότερων συγγραφέων, τα οποία είχε προγραμματίσει να συνοδεύονται από βιογραφία και βιβλιογραφία. Την σχετική έρευνα και την περισυλλογή του σκόρπιου υλικού τις είχε ξεκινήσει από τον μεσοπόλεμο. Ωστόσο, τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους άργησε να τους εξασφαλίσει. Έτσι οι πρώτοι τόμοι της Νεοελληνικής Βιβλιοθήκης του, όπως την αποκάλεσε, εκδόθηκαν στη δεκαετία του ’50. Ανάμεσα στους πρώτους, που ήλκυσαν το ενδιαφέρον του φαίνεται ότι ήταν ο Χατζόπουλος. Ιδεολόγος σοσιαλιστής και δημοτικιστής, θα πρέπει να αποτελούσε το ιδανικό πρότυπο προγόνου. Στο τρίτο αφιέρωμα περιοδικού, αυτό της «Νέας Εστίας» (Οκτ. 1940), για τα εικοσάχρονα από τον θάνατό του, ο Βαλέτας εξομολογείται ότι το 1933 είχε γράψει στην χήρα του Χατζόπουλου, ζητώντας βιογραφικές πληροφορίες. Τελικά, η ανταλλαγή επιστολών και κυρίως, η προθυμία της, του έδωσαν την ιδέα να την παροτρύνει να αφηγηθεί τις αναμνήσεις της. Εκείνη, αφοσιωμένη δια βίου στη μνήμη του Έλληνα, καταπώς τον είχε αρχικά βαφτίσει, ένα χρόνο αργότερα του έστειλε “δυο τόμους γερμανικά γραμμένους”. Η πρώτη, αναμφιβόλως καλοπροαίρετη, αυθαιρεσία του Βαλέτα είναι η αλλαγή του τίτλου. Η Χαίγκμαν τιτλοφορούσε τη διήγησή της «Οι αναμνήσεις μου», ενώ εκείνος, στο δημοσίευμα της «Νέας Εστίας», όπου και παραθέτει δυο αποσπάσματα, χρησιμοποιεί τον μάλλον παράταιρο τίτλο «Τα απομνημονεύματά μου». Στη συνέχεια, δεν κατόρθωσε να τηρήσει την υπόσχεση, που της είχε δώσει, δηλαδή να τα δημοσιεύσει ως συνοδευτικά στα Άπαντα Χατζόπουλου, αφού, μέχρι τον θάνατό της (13 Ιουλ. 1952), δεν είχε εξευρεθεί εκδότης.
Από εκεί και ύστερα, τα ίχνη του χειρογράφου μπερδεύονται. Από δυο επιστολές Βαλέτα προς Χαίγκμαν των αρχών του 1937, συνάγεται: Πρώτον, ότι Απρίλιο 1935 της έστειλε το χειρόγραφο μέσω του Κώστα Τριανταφυλλόπουλου, πρώτου εξάδελφου του Χατζόπουλου. Δεύτερον, ότι το χειρόγραφο δεν έφτασε τότε στα χέριά της. Πολύ αργότερα, μετά το 1960, η Χρυσικοπούλου θυμάται τον Βαλέτα να λέει ότι η κόρη τον κατηγορεί πως παρακράτησε το χειρόγραφο. Επίσης, το 1984, σε επιστολή του προς την κόρη του Χατζόπουλου, της ζητάει επίμονα συνάντηση, καθώς εκείνη δεν έδινε άδεια προς έκδοση των Απάντων Χατζόπουλου και των Απομνημονευμάτων της μητέρας της. Το παράδοξο είναι ότι το 1978, η Σέντα δίνει μεταφρασμένα αποσπάσματα
της αφήγησης της μητέρας της στην Κρίστα Ανεμούδη-Αρζόγλου, που ασχολείται με τα κριτικά κείμενα του Χατζόπουλου, και δυο χρόνια αργότερα, καταθέτει τη μετάφραση ολόκληρου του κειμένου, μαζί με τις σωζόμενες επιστολές Βαλέτα, στο Ε.Λ.Ι.Α..
Πολλές είναι οι απορίες, που γεννιούνται και τις οποίες συνοψίζει η Χρυσικοπούλου, αφού, προηγουμένως, ερεύνησε επί ματαίω πιθανά αρχεία για τον εντοπισμό του χειρογράφου. Κατά μια εκδοχή, σύμφωνη με όσα υποστήριζε ο Βαλέτας, θα πρέπει το χειρόγραφο να είχε ξεμείνει στα χέρια του Τριανταφυλλόπουλου και να εστάλη στη Σάννυ μετά τις επιστολές του 1937. Αυτό τεκμαίρεται και από το γεγονός, ότι στο αφιέρωμα της «Νέας Εστίας», αφενός μεν δημοσιεύεται μελέτη του Βαλέτα που βιογραφεί τον Χατζόπουλο στηριγμένη στο κείμενό της, όπου την μνημονεύει ως την υπέροχη γυναίκα, που πραγματικά έσωσε το Χατζόπουλο και αφετέρου η ίδια υπογράφει τη μετάφραση των δυο αποσπασμάτων. Οπότε, η κόρη θα πρέπει να ψεύδεται και ο λόγος να είναι η φημολογούμενη αντιπάθειά της για τον Βαλέτα. Κατά την γαλλίδα μεταφράστρια Νικόλ Λε Μπρι, αυτό οφείλεται στην κομμουνιστική ιδεολογία, που φαίνεται να του αποδίδουν. Ενώ, η Χρυσικοπούλου προσθέτει την πληροφορία ότι η Σέντα είχε κάνει δυο γάμους, τον πρώτο με φινλανδό αξιωματούχο και όταν χήρεψε, στη δεκαετία του ’60, με τον δικηγόρο Περικλή Δρίβα, τον οποίο χαρακτηρίζει ακροδεξιό. Σε κάθε περίπτωση, η Σέντα αρνείτο ότι ο πατέρας της ήταν σοσιαλιστής. Στη μετάφραση του κειμένου της μητέρας της δεν αναφέρεται ότι εκείνος είχε μεταφράσει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, όπου μένει ζητούμενο κατά πόσο πρόκειται για δική της παρέμβαση. Όπως και να έχει, αυτή είναι η αισιόδοξη εκδοχή, γιατί σημαίνει ότι μετέφρασε από το πρωτότυπο, το οποίο επιλεκτικά, τρόπον τινά, μπορεί και να λογόκρινε. Γι’ αυτό, πιθανώς, και να μην το παρέδωσε μαζί με το υπόλοιπο αρχείο. Κατά αυτήν την εκδοχή, θα πρέπει να εξαίρεσε και το σώμα των επιστολών Βαλέτα.
Κατά μια δεύτερη εκδοχή, είναι ο Βαλέτας εκείνος που ψεύδεται. Αν, όμως, το γερμανικό χειρόγραφο δεν επιστράφηκε στη Σάννυ, από ποιο χειρόγραφο έγινε η μετάφραση; Ήταν εκείνη τόσο συστηματική, ώστε να κρατήσει αντίγραφο; Εκτός κι αν δεν πρόκειται για μετάφραση, αλλά για κείμενο, που έγραψε η Σέντα. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς από μνήμης, αν και δεν είναι καθόλου σίγουρο, ότι είχε διαβάσει τη διήγηση της μητέρας της, αφού τη δεκαετία του ’30 είχε τη δική της οικογένεια και πιθανώς, δεν κατοικούσαν ούτε καν στην ίδια πόλη. Το γεγονός ότι διατηρείται η αλληλουχία των γεγονότων, δείχνει την ύπαρξη κάποιου πρωτότυπου κειμένου. Σύμφωνα με το αυτοβιογραφικό της σημείωμα, είχε ασχοληθεί με τη μετάφραση ελληνικής λογοτεχνίας και είχε εκδώσει ποιητικές συλλογές. Άρα, είχε συγγραφικές φιλοδοξίες. Αυτή είναι η δυσάρεστη εκδοχή, γιατί η κόρη, όταν πέθανε ο πατέρας της ήταν δέκα οκτώ ετών, οπότε διατηρεί λιγοστές αναμνήσεις από τα πρώτα χρόνια και γράφει με βάση διηγήσεις της μητέρας της.
Και στις δυο περιπτώσεις, παραμένει άγνωστη η τύχη του χειρογράφου. Ανάμεσα στα αρχεία που ερεύνησε η Χρυσικοπούλου, δεν αναφέρεται εκείνο της Σέντας, που θα πρέπει να έμεινε στους όποιους κληρονόμους της. Εκεί, ακόμη κι αν δεν υπάρχει κάποιο γερμανικό πρωτότυπο, θα σώζονται οι υπόλοιπες επιστολές Βαλέτα. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το αρχείο Βαλέτα. Σε αυτό, ακόμη κι αν δεν υπάρχει το γερμανικό πρωτότυπο, θα πρέπει να σώζονται επιστολές της Σάννυ, αλλά και κάποια μεταφράσματα βάσει του χειρογράφου. Πιστεύουμε ότι μάλλον δεν δόθηκε η αναλογούσα σημασία στον σκιώδη τρίτο άνθρωπο. Όταν ο Βαλέτας ζητούσε μετά επιμονής τις αναμνήσεις της Σάννυ, θα πρέπει να είχε ήδη κατά νου κάποιον γερμανομαθή φίλο, που θα του τα μετέφραζε προφορικά, γραπτά, εν περιλήψει, επακριβώς, με κάποιο, πάντως, τρόπο. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι επέστρεψε το χειρόγραφο, είναι δυνατόν ο ίδιος να μην κράτησε κάποιας μορφής αντίγραφο; Πόσο εύκολο, όμως, ήταν τότε και μάλιστα στη Μυτιλήνη, ένα αντίγραφο γερμανικού χειρογράφου; Ύστερα, υπάρχει η μετάφραση των δυο αποσπασμάτων του αφιερώματος της «Νέας Εστίας». Η Χρυσούλα Σπυρέλη, που συνεισφέρει στο βιβλίο της Χρυσικοπούλου ένα εμπεριστατωμένο μεταθανάτιο χρονολόγιο Χατζόπουλου, το οποίο καλύπτει τα 90 χρόνια από το θάνατό του (1920- 2010), υποθέτει ότι η μετάφραση έγινε από την Σάννυ και ότι πιθανώς να την υπαγόρευσε στον Βαλέτα. Αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να μην ενημερώθηκε για το αφιέρωμα, δεδομένου ότι κατοικούσε στην Φινλανδία, που βρισκόταν υπό σοβιετική κατοχή.

Δυο μεταφραστές
Ο μεταφραστής των αποσπασμάτων της «Νέας Εστίας» είτε έχει ένα γλαφυρό γερμανικό πρωτότυπο είτε εκείνος το μεταπλάθει σε γλαφυρή εξιστόρηση. Αυτό, όμως, το τελευταίο θα μπορούσε να είναι έργο του Βαλέτα, αν δεχτούμε την εκδοχή της Σπυρέλη ότι η μετάφραση από την Σάννυ ήταν προφορική καθ’ υπαγόρευση. Επίσης, θα μπορούσε να ήταν έργο του γερμανομαθή φίλου του. Πάντως, η τελική μετάφραση δεν έχει αντίστοιχες λογοτεχνικές αξιώσεις. Εκείνο που ανησυχεί περισσότερο, είναι η κάποια αοριστία, που παρατηρείται στην τελική μετάφραση, όσο αφορά συγκεκριμένα γεγονότα, σε σύγκριση με τα πριν δημοσιευμένα αποσπάσματα. Σε ορισμένα σημεία, παρατηρείται τάση να στρογγυλευτούν τα συμβάντα, ενώ δημιουργείται η εντύπωση ότι ο τρόπος, που η γράφουσα περιγράφει τα αισθήματά της είναι σχηματικός. Όπως και να έχει, χάρις στο πρόσφατο βιβλίο, έχουμε μια καθαρότερη εικόνα. Η έρευνα της Χρυσικοπούλου διορθώνει ορισμένες σκόπιμες παραποιήσεις της Σέντας, που, έτσι κι αλλιώς, αποκρύβει πληροφορίες, ενώ φαίνεται και η σημασία του αρχείου Βαλέτα, που οι κληρονόμοι του δεν αξιοποιούν αντίστοιχα. Να προσθέσουμε, ότι, στο πρόσφατο βιβλίο, δημοσιεύεται ένας μεγάλος αριθμός φωτογραφιών, που συνιστούν τεκμήρια για τους δυο κόσμους του συγγραφέα, τον πατρογονικό του Αγρινίου και τον φινλανδικό της συζύγου και της κόρης του.

Εκείνο, που έχει γενικότερο ενδιαφέρον, είναι ότι η μνήμη Χατζόπουλου συντηρείται τις τελευταίες δεκαετίες από τους συντοπίτες του. Δικό τους έργο είναι το Συμπόσιο του 1993, η βραβευμένη μονογραφία του Τάκη Καρβέλη «Κωσταντίνος Χατζόπουλος ο πρωτοπόρος» και το πρόσφατο βιβλίο. Όσο για την αθηναϊκή φροντίδα, περιορίστηκε σε μια αναμνηστική πλάκα στο σπίτι του επί της οδού Μαυρομιχάλη. Όχι, την πολυκατοικία στη γωνία Ισαύρων και Μαυρομιχάλη, σε διαμέρισμα της οποίας έμεινε νιόπαντρος και γεννήθηκε η κόρη του, αλλά στο δεύτερο, που αγόρασε στις αρχές του 1920. Σώζεται, όπως το περιγράφει η αφήγηση: τριώροφο, με ωραία μπαλκόνια. Μόνο που δεν έζησε σε αυτό παρά λίγους μήνες. Στην εντοιχισμένη αναμνηστική πλάκα αναφέρεται αορίστως ότι εκεί έζησε, και επιπλέον, αναγράφεται η εσφαλμένη πληροφορία ότι γεννήθηκε το 1871. Ποιος επωμίστηκε τα βάρη τόσο μεγάλης και αξιοζήλευτης φροντίδας, μένει άγνωστο.
Μάρη Θεοδοσοπούλου

Παρατεινόμενη σύγχυση
Το 1898 ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος, περιστοιχισμένος από μια ομάδα άλλων νεαρών, εκδίδει το βραχύβιο (Νοε. 1898-Οκτ. 1899), αλλά πρωτοποριακό για την εποχή, λογοτεχνικό περιοδικό «Η Τέχνη». Η ταυτότητα του περιοδικού έχει διττό χαρακτήρα. Αποτελεί βήμα ιδεών της νεαρής τότε σοσιαλιστικής διανόησης και, επίσης, το πρώτο λογοτεχνικό περιοδικό που υιοθετεί εξαρχής και γράφεται στη δημοτική. Προκαλεί, βεβαίως, οξυμμένες αντιδράσεις από τους τότε συντηρητικούς κύκλους, ιδίως στη χρήση της δημοτικής, Καθόλου παράδοξο. Υπήρχαν οι καθιερωμένες αντιλήψεις επί του γλωσσικού και καθώς το κίνημα του Δημοτικισμού βρίσκεται ακόμη στα πρώτα του βήματα, στις μεταξύ τους αψιμαχίες αντιμετωπίζεται ως απροσάρμοστος προπέτης. Στο κέντροτης διαμάχης βρίσκεται ο Ψυχάρης, ενώ ανάμεσα στους σθεναρούς, που κρατούν τις προφυλακές του κινήματος, βρίσκεται ο Χατζόπουλος. Χαρακτηριστικό, αλλά και εύστοχο, επί του γλωσσικού διχασμού είναι αυτό που γράφει λίγο αργότερα (8/1/1907) σε Γερμανό ελληνιστή φίλο του, ο οποίος του ζητά ετυμολογικές διευκρινίσεις: Μας κατήντησαν και η δημοτική και η καθαρεύουσα ξένες, πηδούμε, σαν τόπια, ανάμεσα σε δυο τοίχους, από τη μια στην άλλη.
Σ’ αυτήν την πρώιμη φάση της γλωσσικής διαμάχης, ένας από τον κύκλο του περιοδικού, ο Κωστής Πασαγιάννης, διατηρούσε πλούσια μαλλιά και γένια. Αυτόν είδε κάποιο βράδυ ο Γιάννης Κονδυλάκης στο καφενείο του Ζαχαράτου, όπου σύχναζαν οι περισσότεροι λόγιοι της εποχής, και δείχνοντάς τον σε φίλους του, τον αποκάλεσε Μ α λ λ ι α ρ ό. Το επίθετο, υπερβαίνοντας τις αρχικές προθέσεις του Κονδυλάκη, γενικεύτηκε. Έγινε μόδα στο στρατόπεδο των καθαρολόγων και κατέληξε σε συνώνυμο του χυδαϊστής ή ψυχαριστής. Χωρίς καμία αναστολή το υιοθέτησαν αργότερα στην πολεμική τους και οι ίδιοι οι δημοτικιστές, κυρίως από το στενό περιβάλλον του ΝΟΥΜΑ, μετριάζοντας με τη χρήση τον χλευαστικό του τόνο. Έτσι, από ένα τυχαίο συμβάν και μια έμπνευση της στιγμής, που μοιάζουν με παραφιλολογία, προέκυψε και έχει γραμματολογικά κωδικοποιηθεί, μαζί με τα παράγωγα, ο πιο γνωστός χαρακτηρισμός του Δημοτικισμού. Αντιθέτως, το ίδιο το συμβάν και ο ονοματοθέτης έχουν βυθιστεί στην αφάνεια. Λογικό, αφού στη λογοτεχνία, όπως και οπουδήποτε αλλού, υπάρχει ο σκοτεινός βυθός.
Κατά δαιμονική σύμπτωση, - αυτό όχι παραφιλολογία αλλά φιλολογικό ζητούμενο - την ημέρα που η ελληνική λογοτεχνία πενθεί το θάνατο του Κονδυλάκη (25/7/1920), με κάποιες ώρες διαφορά προς τα πίσω (24/7), πενθεί και το θάνατο του Χατζόπουλου. Εκείνος απεβίωσε εν πλώ προς Ιταλία και ενταφιάσθηκε πρόχειρα στο Μπρίντιζι. Οι ασχολούμενοι με τον Χατζόπουλο, όσους τουλάχιστον ελέγξαμε, δέσμιοι των Απομνημονευμάτων της συζύγου του, πέφτουν στην επικίνδυνη παγίδα Παλαιού και Νέου Ημερολογίου, καταχωρώντας ως ημερομηνία θανάτου την παραδιδόμενη από εκείνη: 5 Αυγ. 1920. Έχει άραγε αυτό καμιά αξία; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Εξαρτάται. Εάν, πάντως, γίνει αποδεκτή, τότε ο Χατζόπουλος απεβίωσε μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών(28/7), μετά την απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου στο Παρίσι (30/7) και μετά τη δολοφονία του Ίωνος Δραγούμη στην Αθήνα (31/7). Όλα, δηλαδή, αυτά τα βαρυσήμαντα γεγονότα, τα οποία έχουν προηγηθεί του ξαφνικού θανάτου του, μένουν, σύμφωνα με τα Απομνημονεύματα, αδιάφορα και ασχολίαστα από τον Χατζόπουλο. Είναι μεν προφανές, αλλά, όπως φαίνεται, όχι αυτονόητο. Ή, λοιπόν, όλα παρατάσσονται σε αρμονική αλληλουχία με το Παλαιό ημερολόγιο ή, διαφορετικά, ... ανάστα ο Κύριος σε όσα έχουν συμβεί πριν και μετά θάνατον. Εάν, μάλιστα, προς γενικότερο συσχετισμό τον τοποθετήσουμε στο κέντρο, μεταξύ αυτών που προηγούνται και εκείνων που έπονται του θανάτου, τότε η σύγχυση επιτείνεται. Όλα διαταράσσονται και η αντιστοιχία Χατζόπουλου με τα συμφραζόμενα της εποχής καταλήγει παραπλανητική. Πρόκειται, βέβαια, για ακούσιο λάθος. Παρόλα αυτά, καλό είναι να μη διαιωνίζεται, τουλάχιστον στις τάξεις των φιλολογούντων. Το ίδιο, επίσης, σε κάθε είδους ημερολογιακές πληροφορίες. Για παράδειγμα, θα λέγαμε κραυγαλέας ανακρίβειας, η Χαίγκμαν αναφέρει στα Απομνημονεύματα ως θεατρική πρεμιέρα του Φάουστ, έργο υποδειγματικής μετάφρασης από τον Χατζόπουλο, την 18η Δεκ. 1904. Είναι, ωστόσο, εξακριβωμένο ότι η επίσημη ή πανηγυρική παράσταση στο Βασιλικό Θέατρο δόθηκε νωρίτερα, 27 Νοε. του ιδίου έτους, ενώ ως πρώτη παράσταση καταγράφεται εκείνη της 20ης Νοε. Συνεπώς, όλες οι πληροφορίες πρέπει να ελέγχονται προς εξάλειψη πιθανών λαθών, πολύ περισσότερο σε περιπτώσεις όπως αυτή του Χατζόπουλου, που δεν έχει βιβλιογραφικά διερευνηθεί όσο της αναλογεί ως λογοτεχνικό ανάστημα.
Χατζόπουλου θέλοντος, μπορεί να επανέλθουμε.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 29/4/2012
Το άρθρο είναι καταχωρημένο εδώ:
http://maritheodo.blogspot.com/2012/05/blog-post.htm
l

 

*  Η Μάρη Θεοδοσοπούλου απεβίωσε τον Αύγουστο του 2016