Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

Επίσκεψη στη θεία Σέντα

 Το Φλεβάρη του 1967 ο πατέρας μου είχε την ατυχή έμπνευση να εκδώσει ένα βιβλίο με ποιήματα, τα “Αιτωλικά”  (το μοναδικό που κατάφερε τελικά). Για ένα δυό μήνες πουλούσε καλά και  οι κριτικές των εφημερίδων ήταν γενικά θετικές. Όμως  όπως όλοι ξέρουμε τις 21 του Απρίλη αι εθνικαί δυνάμεις ανέλαβον εις τας στιβαράς των χείρας τας τύχας του Έθνους, και στη βιτρίνα των πιο σημαντικών βιβλιοπωλείων βρισκόταν εκτεθειμένο το βιβλίο με τα αριστερίζοντα ποιήματα του Πάνου Χατζόπουλου. Δεν χρειάστηκε ποτέ να απαγορευτεί, απλώς για το φόβο των Ιουδαίων αποσύρθηκε σιωπηρά από την κυκλοφορία. Κάθε μέρα όλο και κάποιο μαγαζί έπαιρνε τηλέφωνο για να ειδοποιήσει να πάμε να πάρουμε τα βιβλία που είχαν γίνει ξαφνικά βάρος. Στο σπίτι λοιπόν βρεθήκαμε να έχουμε μερικές χιλιάδες αντίτυπα στοιβαγμένα εδώ και εκεί.

Στη φωτογραφία, που είναι αφιερωμένη στον Θεόδωρο Πολίτη, η Σέντα Χατζοπούλου φορά ενδυμασία, που ήταν το νυφικό φόρεμα της γιαγιάς της, Θεοφανής Στάϊκου – Χατζοπούλου. Το φόρεμα βρίσκεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών

Περί τα μέσα Μαΐου, μιά Κυριακή, χωρίς προειδοποίηση μου ειπώθηκε ότι έπρεπε να πάμε επίσκεψη στη θεία Σέντα γιατί είχε δείξει ενδιαφέρον να δει το βιβλίο του πατέρα μου. Η Σέντα δεν ήταν μια θεία οποιαδήποτε, ήταν η κόρη του Κώστα Χατζόπουλου, φιλανδικής καταγωγής που όμως έζησε στην Σουηδία, καλλιεργημένη, μορφωμένη, κοσμογυρισμένη, γλωσσομαθής, μιλούσε προφανώς άπταιστα τα ελληνικά, ήταν σεβαστή και έχαιρε άκρας εκτιμήσεως από όλους -σχεδόν- τους συγγενείς. 

Φτάσαμε τελικά κατά τις 11 το πρωί και μας υποδέχτηκε ο άνδρας της Σέντας, ο Όκε. Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα σ'εκείνο το σπίτι, το οποίο ήταν πράγματι εντυπωσιακό, ένα είδος μουσείου σε μικρογραφία. Η Σέντα στολιζόταν, και μας ζήτησε από το άλλο δωμάτιο να καθίσουμε. Παρουσιάστηκε τέλεια μακιγιαρισμένη, ντυμένη σαν ντίβα της δεκαετίας του '20. Είχε χρόνια να με δεί, με βρήκε μεγαλωμένο και σοβαρό, “ ... έχει το βλοσυρό βλέμμα του Γιώργου ” (παππού μου) είπε στον πατέρα μου. Εγώ δεν την θυμόμουνα, με εντυπωσίασε η νεανικότητα (ήταν τότε 65 χρονών) και η οικειότητα της, μου μίλαγε λες και είμαστε κολλητοί. Με ρώτησε αν πήγαινα ήδη γυμνάσιο, αν έγραφα ποιήματα, κατά τη γνώμη της οι Χατζοπουλαίοι τόχαν στο αίμα τους.

Ήπιαμε κρύο τσάϊ  γιατί προφανώς η μέρα ήταν ζεστή, με γλυκά που είχε κάνει ή ιδία, μπισκότα με πιπέρι και τζίντζερ, σουηδική συνταγή. Ο Οκε μιλούσε λιγοστά ελληνικά, οπότε αναγκάστηκα να επιστρατεύσω τα στοιχειώδη αγγλικά που ήξερα τότε ώστε να υπάρχει ένας διάλογος.  Φυσικά μιλήσαμε για τον πατέρα της, για το Αγρίνιο, για τη Φινλανδία, για τη Σουηδία. Μας εξέθεσε τη θεωρία  ότι ο πατέρας της έπαψε να είναι σοσιαλιστής όταν γνώρισε την ελληνική πραγματικότητα από κοντά, θεωρία που αργότερα κατάλαβα ότι ήταν πολύ κοντά στην πραγματικότητα, την εποχή εκείνη δεν είχα βέβαια την ικανότητα ούτε τη δυνατότητα να καταλάβω αν ήταν σωστή ή όχι.  Ο πατέρας μου άρχισε να απαγγέλλει μερικά ποιήματα από το βιβλίο του, η Σέντα έβγαλε κάτι χαρτιά με πρόχειρες σημειώσεις και του διάβαζε δικά της ποιήματα και σύντομα κείμενα. Γελούσαν, φαινόταν να διασκεδάζουν, άρχισαν να μιλάνε για πρόσωπα και καταστάσεις που δεν γνώριζα και δεν καταλάβαινα, άρχισα να ξεφυλλίζω ένα Life magazine που βρήκα εκεί αλλά η ώρα δεν πέρναγε, οπότε ήρθε σαν σανίδα σωτηρίας η πρόταση του Όκε να δούμε ένα άλμπουμ με φωτογραφίες που έβγαλε από τη βιβλιοθήκη. Το κύριο πρόσωπο στις φωτογραφίες ήταν βασικά ο ίδιος, λίγες οι φωτογραφίες με τη Σέντα, πολλές οι φωτογραφίσεις επισήμων τελετών στο Βουκουρέστι, στην Πράγα, στο Ελσίνκι, σε άλλα μέρη που δεν γνώριζα. Ξαφνικά οι σελίδες μου φάνηκαν μουντές, στενάχωρες, κάτι δεν πήγαινε σ'αυτές. Φωτογραφίες στρατιωτικών με στολές που στο μάτι μου φάνηκαν ενστικτωδώς απεχθείς. Ήταν χωρίς αμφιβολία ναζιστικές γερμανικές στολές. Η γνώση της ιστορίας που είχα τότε ήταν μηδαμινή, οπότε αφελέστατα ρώτησα πως βρέθηκαν φωτογραφίες Γερμανών στο άλμπουμ του. Με έκπληξη έμαθα ότι ο Όκε, όπως και όλοι η Φινλανδοί είχε πάρει μέρος στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο με το μέρος της Γερμανίας. Φοβήθηκα, δεν εύρισκα κάτι να πω, ήθελα να βρω ένα τρόπο να ξεφύγω, να εξαφανιστώ.  Ξαφνικά η συζήτηση γύρισε στα πολιτικά, η Σέντα φαινόταν πολύ ευχαριστημένη με την κυβέρνηση των συνταγματαρχών γιατί θα έμπαινε επιτέλους λίγη τάξη στην Ελλάδα.  Ο Όκε, «που σαν διπλωματικός ήξερε καλά τα πράγματα», μας είπε ότι ο Παπαντρέου γιός με τους κομμουνιστές ετοίμαζαν πραξικόπημα «όπως στην Ινδονησία πέρσι» και ευτυχώς που ήρθαν οι συνταγματάρχες και μας έσωσαν, ο ελληνικός λαός ήταν ανώριμος, ο “γύψος” ήταν αναγκαίος κλπ.  Ο πατέρας μου δεν ήταν άνθρωπος για διαφωνίες και τσακωμούς, βρήκε ένα τρόπο να πει αυτό που ήθελε χαμογελαστά και ήπια, παρόλο που δεν πιστεύω ότι έγινε αντιληπτός. Μέσα σε πέντε λεπτά χαιρετήσαμε και φύγαμε, από τη βιασύνη μας η θεία Σέντα δεν μου έδωσε ένα βιβλίο του πατέρα της που ήθελε να μου χαρίσει. Παρόλο τον -παραλίγο- τσακωμό, ο πατέρας μου δεν έπαψε να εκτιμά τη Σέντα, κάθε φορά που οι άλλοι συγγενείς έκαναν παράπονα ή κριτικές γι΄αυτήν όλο εύρισκε τρόπους να τη δικαιολογήσει...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου