Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

ΑΠΟΚΡΗΑ – Διήγημα του Δημ. Χατζόπουλου

 Η ¨'Αποκρηά”, σκωπτικό διήγημα από τη σειρά των “Λησμονημένων Στρατιωτικών”, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Σκριπ” της 4 Φεβρουαρίου 1896. Αξίζει να αναφερθεί ότι στην ίδια σελίδα της εφημερίδας (πρώτη) υπήρχε και άλλη δημοσίευση του Χατζόπουλου, με τίτλο “Ολυμπιακοί αγώνες – Η συγκοινωνία μας”.
Η ανάγνωση των διαλόγων μπορεί να φανεί προβληματική για όσους δεν έχουν κάποια επαφή με τον ρουμελιώτικο τρόπο ομιλίας. Έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του αυθεντικού κειμένου, αλλάζοντας το μόνο από πολυτονικό σε μονοτονικό.

Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ 4-2-1896
ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ

Α Π Ο Κ Ρ Η Α

- Πουτέ μ΄ δε ντύθ΄κα φράγκους. Θα γίνου κι γω μιά βουλά ψηλουκαπελλαδούρας! Σι θέλου ορ΄ Μητσ΄ να μι φκιάσ΄ς άϊντε, δικηόρου ορ να μι ντύσ΄ς! ..
Και ηγάλλετο ως παιδίον ο εύρωστος το παράστημα και την μορφήν δεκανεύς, στρίβων ένα ασταχυοειδή, μόλις επαλθούντα ξανθόλεκον μύστακα, και ηυφραίνετο εκ προκαταβολής δια την αποκρηάτικην μεταμφίεσίν του ο δεκανεύς Γιώργος Μπακογιώργος. Από ημερών πολλών είχεν εξοικονομήση εκ της ιματιοθήκης βουλευτού τινός μίαν παλαιάν βελλάδαν*, είχε δανεισθή ένα κλακ από τινα ελληνοδιδάσκαλον και εν πανταλόνι από τινα έμπορον. Όσον αφορά την γραβάταν και το υποκάμισον ανέλαβε να του τα προμηθεύση η γεροντοκόρη μιάς πλύστρας προς την οποίαν δεν τον συνέδεε μόνον η διατύπωσις του πλυσίματος και του σιδερώματος της φουστανέλλας του, αλλά κάτι περισσότερον. Εις τον οίκον αυτής μάλιστα, μικρόν πενιχρόν οικίσκον με λιθόστρωτον αυλήν πάντοτε υγράν από σαπουνάδες και πάντοτε χλοεράν την θέαν από περιποιημένας πρασινάδας, έμελλε να γίνη το νυκτερινόν γλέντι της τελευταίας Κυριακής των Απόκρεω.


Ο δεκανεύς Γιώργος Μπακογιώργος μου είχε προτείνει μάλιστα να τον ακολουθήσω εις την αποκρηάτικην εκείνην χοροεσπερίδα, καθ΄ ην ο αμανές και ο συρτός θα εφλόγιζαν μέχρι πρωίας τους λάρυγγας και τους πόδας, αλλ΄επροτίμησα να περάσω την τελευταίαν νύκτα των Απόκρεω όπως και τας προηγουμένας εις την βρίθουσαν και δια ημικλείστων οφθαλμών ορατών μικροβίων ελληνικής όλως καταγωγής και εθνικότητος.
Εν τούτοις, μετά το προσκλητήριον, ενώ απεσύρθησαν εις τον παρακείμενον θάλαμον ο επιλοχίας και ο λοχίας, και αφού εξαντλήθησαν όλα τα εξόχως βωμολοχικά παραμύθια των ανδρών, και τους κατέλαβε πλέον σχεδόν όλους το ροχαλητό, και της μεγάλης κρεμαστής λάμπας κατεβάσθη το φως, και ήρχισε πληρούμενος ο θάλαμος απο ανθρακικόν οξύ δυσωδών πνοών στομάτων και δυσωδεστέρων αναθυμιάσεων ποδών, ο δεκανεύς Γιώργος Μπακογιώργος μ΄ επλησίασε ψιθυρίζων προφυλακτικά:
- Πουσ' ορ΄Μήτσι χαντακουμένι, έλα να μι φκιάσ΄ς...
Μετ΄ου πολύ τη βοηθεία του αμυδρού φωτός της λυχνίας και των επιπόνων και πολλών καθοδηγήσεών μου, ο δεκανεύς μετεβλήθη εις περίφημον μασκαράν. Ήτο πρώτη φορά που εφορούσε ξενικόν δι΄αυτόν ένδυμα ο ατυχής και αι κινήσεις του και το βάδισμά του ενείχον τόσην κωμικότητα, ώστε εγελούσεν εκ καρδίας και ο ίδιος. Ήδη υπελείπετο να εξέλθη του στρατώνος χωρίς να τον αντιληφθή κανείς. Συνεφωνίσαμεν λοιπόν να πηδήση από το χαμηλόν παράθυρον το προς το όπισθεν μέρος του στρατώνος, και εκείθεν δια του μικρού εκεί στενού να τραβήξη τον δρόμον του. Το παράθυρο δεν θα το εκλείδωνα εγώ κατόπιν και ούτω αργά περί την πρωϊαν θα επενήρχετο ο δεκανεύς ησύχως δια της αυτής οδού, χωρίς να πάρη είδησιν ο επιλοχίας, όστις του είχεν αρνηθή του ατυχούς αμειλίκτως νυκτερινήν άδειαν εξόδου. Και ο δεκανεύς εγένετο άφαντος όπισθεν του παραθύρου μετά τινας στιγμάς.
 
Ο έρως είναι πολύ κακόν πράγμα και εις αυτόν τον στρατόν ακόμη. Προ παντός δε η ερωτική αντιζηλία. Μόλις ο δεκανεύς απήλθε δυο τρεις άνδρες κοντόχοντροι και λεβεντοειδείς ανηγέρθησαν με πολλήν προφύλαξιν, κάτι εψιθύρισαν μεταξύ των, ετυλίχθησαν με τους μανδύες των και ημιανοίξαντες το αυτό παράθυρον δι΄ου κατήλθεν ο δεκανεύς εχάθησαν εις το σκότος. Τους ανεγνώρισα ευκόλως. Ήσαν και οι τρεις απλοί στρατιώται, αλλ΄αυτό δεν τους ημπόδιζε να είνε τρομεροί αντίζηλοι εις τας ερωτικάς κατακτήσεις του δεκανέως Μπακογιώργου προς τας υπηρετρίας της συνοικίας, ήτις δεν είχεν ολίγας τοιαύτας. Εκ περιεργείας εσηκώθην και επλησίασα προς το παράθυρον. Σκότος βαθύ επεκράτει έξω, βήματα ηκούοντο πηγαινοερχόμενα μετά προφυλάξεως και κάτι τι φρικωδώς τρίζον ωσεί να εσύροντο πύργοι από παλιούρια. Ο σύμμικτος και ακατάληπτος αυτός θόρυβος διήρκεσε πλέον της ημισείας ώρας χωρίς να δύναμαι να εννοήσω τι εγένετο, ότε εις των ανδρών ήναψεν αιφνηδίως έν σπίρτον. Εις την ακαριαίαν λάμψην του αντελήφθην ταχέως περί τίνος επρόκειτο. Οι τρομεροί αντίζηλοι προς εκδίκησιν είχον κατασκευάση τεραστίαν παγίδα από παλιούρας, εις ην επιστρέφων ο δεκανεύς τη βοηθεία του σκότους θα ενέπιπτεν αναποφεύκτως, αδιεξόδως. Το πράγμα ήτο πολύ λυπηρόν, αλλά και ολίγον κωμικόν, ώστε απεσύρθην υψώνων κακεντρεχώς τους ώμους, ολίγον πριν να εισέλθουν οι εξελθόντες άνδρες εκ του παραθύρου. Και ο ύπνος μετ΄ολίγον μας κατέλαβεν όλους..
  
Ενθυμούμαι, ότι έντρομος ανεπήδησεν όλος ο στρατών αιφνιδίως, τρίβων φοβισμένα τους οφθαλμούς. Εκ του μέρους του στενού γοεραί κραυγαί ήρχοντο ωσάν να έσφαζαν κανένα:
- Ώουουου! Ου μαύρους τ΄έπαθα! ... ώουου ... ου! . .
Ο επιλοχίας, ο λοχίας, οι δεκανείς προσέτρεξαν εις τον θάλαμον ημίγυμνοι ερωτώντες εν ανησυχία:
- Τι είνε ουρ΄ κουτάβια τ΄διαόλου, τι είνε;
Αι γοεραί φωναί εξηκολούθησαν, ουδείς δε έδιδεν απάντησιν. Ο μέγας φανός τότε ηνείφθη, οι άνδρες ημίγυμνοι περιεζώσθησαν τας ξιφολόγχας των, έλαβον τους γκρα των, ο επιλοχίας εμπρός, ο λοχίας πίσω, ημείς από κοντά. Μετά τινα δευτερόλεπτα ευρέθημεν εις το μικρόν στενόν προ φρικαλέου θεάματος. Μία μαύρη σκιά οδυνηρώς οιμώζουσα είχε περιπλακή αδιεξόδως εις τους όγκους εκείνους των παλιούρων.
Ο επιλοχίας ωρύετο:
- Όρ΄τι μαυροκόρακας ειν΄ ικείνους ουρ΄ τραχανουλόγοι; ... τι δίαουλους απ΄το ρέμμα είνι;
Ότε ανασηκώσας τον φανόν εφωτίσθη καθαρώς το οδυνηρόν πρόσωπον του ατυχούς δεκανέως. Η βελλάδα του, το πανταλόνι του, το κλακ του είχαν γίνη κουρέλλια, ερυθραί δε κηλίδες έστιζον το αρειμάνιον πρόσωπόν του, τας χείρας του. Ο επιλοχίας έμεινε κατάπληκτος.
- Ουρ΄ου Μπακουγιώργους είνι! ...
Και χωρίς να δώση διαταγήν ν΄απελευθερώσουν τον ατυχή άνθρωπον εκ των βασάνων εκείνων, έτσι όπως ήτο με τα νυκτικά του, μισοτρομαγμένος έλαβε την αξιοπρεπή στρατιωτικήν του στάσιν και είπε με βροντώδη φωνήν:
- Μπακουγιώργου δικανέα, αύριο θάσι σ' ν' αναφορά. Δέκα μέρες φυλάκισ΄ δια λάθραν στρατώνους!...
-μ.

* βελλάδα: επίσημο ένδυμα, σακάκι μαύρο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου