Κυριακή 28 Μαρτίου 2021

ΑΧΑΡΑ ΛΟΓΙΑ – ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ - 1891

Ένα από τα πρώτα διηγήματα του Δημ. Χατζόπουλου (εδώ υπογράφει Μήτσος Χατζόπουλος) που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εκλεκτά μυθιστορήματα» το 1891, όταν ο συγγραφέας ήταν ακόμη 19 ετών.
Τα «Λυκοράχια» με το ξωκκλήσι που αναφέρει στο κείμενο ο συγγραφέας ήταν μια περιοχή ιδιοκτησία της οικογένειας Χατζοπούλου λίγο έξω από την πόλη (σε απόσταση μόλις 800 μέτρων από την κεντρική πλατεία, το Βραχώρι ήταν μια μικρή κωμόπολη τότε) που αγόρασαν οι αδελφοί Παπαστράτου το 1919 και δώρησαν κατόπιν στο δήμο Αγρινίου, ώστε να διαμορφωθεί το σημερινό Παπαστράτειο δημοτικό πάρκο με το εκκλησάκι της Αγίας Σωτήρας.
Το περιοδικό «Εκλεκτά μυθιστορήματα» κυκλοφόρησε στην Αθήνα από το 1884 ως το 1894. Ήταν εικονογραφημένο περιοδικό το οποίο δημοσίευε μυθιστορήματα σε συνέχειες, διηγήματα, καθώς και επίκαιρη ποικίλη ύλη. Δημοσιεύτηκαν μυθιστορήματα του  
Γρ. Ξενόπουλου και Μ. Χατζόπουλου, του Κάρολου Ντίκενς, Αλεξάνδρου Δουμά, Αιμυλίου Ζολά, Μιχαήλ Θερβαντές, Β. Ουγκώ, Έντγκαρ Άλλαν Πόε, Αλεξάντρ Σ. Πούσκιν,  Λ. Τολστόϊ, Ιβάν Τουργκένιεφ κ.α.
Συνεργάστηκαν σαν μεταφραστές ή δημοσιεύοντας πρωτότυπα κείμενα ο Μήτσος Χατζόπουλος, ο Γρ. Ξενόπουλος, ο Χ. Άννινος, ο Αγ. Βλάχος, ο Ε. Ροϊδης, ο Γεώργιος Δροσίνης, ο Δημ. Καμπούρογλου, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας κ.α. Μπορείτε να διαβάστε
on-line όλα τα τεύχη του περιοδικού  στην πολύτιμη ιστοσελίδα  «Πλειάς» της Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του Πανεπιστημίου Πατρών (βλέπε το σύνδεσμο πιο κάτω).
Διατήρησα την ορθογραφία του αυθεντικού κειμένου αλλάζονταςτο μόνο από πολυτονικό σε μονοτονικό, δεν θα πρέπει λοιπόν ο αναγνώστης να ξενιστεί αν συναντήσει λέξεις που φαίνονται περίεργα γραμμένες για το σύγχρονο μάτι, όπως
κυττάζω, σπήτι, τόρα, ώμορφα, ψαίλνω, σκύψιμμο, είνε, ακαίρηος, ΄ς το, ΄ς την, τρομασμένο, πειό, ογλήγωρα , κλειούνε, κλπ.

Το εκκλησάκι της  Μεταμορφώσεως του Σωτήρος όπως ήταν γύρω στο 1920 

ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΧΑΡΑ ΛΟΓΙΑ

Ωραία, ξάστερα, ίδια, ξανοίγονται ολόγυρα ΄ς τη πονεμένη μου ματιά. Να ο κάμπος, ο πλατύς, ο πράσινος, ο ανθοστρωμένος, ο τριφυλλοσπαρμένος, με τα δροσερά του τα λειβάδια, με τα σγουρόμαλλα αρνάκια του, σκορπισμένα εδώ κ΄εκεί, σαν ατίμητα διαμάντια μέσα σε σμαραγδένιο ξάπλωμα. Να η γυρτές ραχούλες, ολοπράσινες, με το φιλέρημο τσοπάνη ψηλά ΄ς τες κορυφές του,  με τα δροσερά τους πλάγια, που αντηχούνε μερόνυχτα απ΄τα συρίγματα των κοτσυφιών, και τα γλυκολαλήματα της πέρδικας που ψηλοτινάζεται και ψηλοτραγουδιέται τόσο ώμορφα, μέσα ΄ς τα ωμορφότερα γλυκοχαράματα, σαν θαμποφέγγει η ΄μέρα. Να κάτω τα μεγάλα, τα πρασινοστόλιστα, τα νιοντυμένα δάση, που ξανοίγονται τόσο μαγικά, ακουμπισμένα λες ΄ς τα ολογάλανα βουνά, σαν να καρτερούν ανυπόμονα το φωτεινό, το ολόψυχο μάτι, το θείο, το ατίμητο χέρι του ζωγράφου, να παραπέρα ο ολόστρωτος καθρέφτης της γαλανής λίμνης που δέχεται, σαν ντροπαλή νύφη, τα υστερνά φιλήματα του ήλιου, που αργοκινάει να πέση πέρα ΄ς τα βουνά, τα ψηλά, τα γεμάτα ποίησι και περηφάνεια, κλεφτοσπαρμένα βουνά ίδια κι΄αυτά, απ΄εκείνα που τους εσήκωσε αθάνατο τραγούδι ο ποιητής «των ματιών της ψυχής μου». Όλα ωραία, όλα ξάστερα, όλα ίδια, ξανοίγονται ολόγυρα ΄ς τη πονεμένη μου ματιά… Να και το μικρό, το φτωχό περιβολάκι μας με τις ψηλές μυγδαλιές του, καταπράσινες, καρπισμένες, που κλειούν ΄ς τον ίσκιο τους και μόσχο και δροσιά, με τις πλατύθολες σκιές του, με τις ανθισμένες του ακόμα αχλαδιές του, με τις ξανθές βερικοκιές του, με τις εντροπαλές, τες ταπεινές μηλιές του μ΄όλα τα ολοστόλιστα δενδράκια του, που ‘ς το καθένα ξανοίγω, ξαναβρίσκω αχ! Και μια γλυκειά ενθύμησι χρυσής, ευτυχισμένης εποχής. Να κ΄η κρυσταλλένια ρεμματιά του κάτω ΄ς το βάθος που κατρακυλάει με τρελλό – τρελλό μουρμούρισμα ψηλά απ΄τα βουνά, κι΄απ΄τες ψηλές ραχούλες, και βρέχει, και λούζει τες βαθειές ρίζες των υψηλών ιτιών, που μέσα ΄σ τα ασημένια φύλλα τους, και ΄ς τα χαριτωμένα κλωνάρια τους ψαίλνουνε, κελαδούνε μ΄ασύγκριτη αρμονία τες δροσερές αυγές η γαλιάνδρες, τα φλογερά και ηλιοπυρωμένα μεσημέρια τα κοτσύφια, και τες νύχτες με φεγγάρι τα ολόγλυκα αηδονάκια με το πικρό παράπονό τους… Να και το εξωκκλήσι μας, εκεί που ‘ς το ευλογημένο του χώμα θα κοιμηθώ μια μέρα ευτυχισμένος, ξαλαφρωμένος απ΄τα ανθρώπινα πάθη, να το! το έρημο εξωκκλήσι με τα ψηλά του ολόγυρα πλατάνια, αποκοιμισμένο, λες, σε βαθύ ύπνο, απ΄τα τρελλά κελαδήματα των χελιδονιών, που έχουν κάμη τες φωλιές τους ‘ς τους τοίχους του, και των σπίνων που φτερουγίζουν αδιάκοπα ψηλά ‘ς τον πέτρινο σταυρό του. Να και η πλατειά αυλή μου, με τες φουντωτές ακακίες της, μικρούλες ακόμα, φυτεμμένες με τα ίδια μου τα χέρια, να και η μεγάλες, η πολυανθισμένες ολόγυρα ψηλές τριανταφυλλοσειρές, που με τα μαγικά τους τριαντάφυλλα, και τη μαγικώτερη τη μυρωδιά τους, σου συνεπαίρνουν και νου και ψυχή, να και το θλιβερό δενδρολίβανο με τ΄ανθισμένα του κλωνάρια, που προσκαλούνε σε βοσκή ολόπυκνο μελίσσι, να και το αθώο, το παρθενικό γιασεμί, που κλαρώνει ‘ς του σπητιού τη στέγη σφικταγκαλισμένο γλυκά, αδελφικά, με το χαριτωμένο σαλλίγκαρο. Και παραπέρα το πράσινο περικοκλάδι, και πειό παραπέρα το νειοβλαστημένο αγιόκλημα, με τα χαριτωμένα του λουλουδάκια. Να και τ΄ανθισμένα κλήματα του μικρού αμπελιού, κ΄η πικραμένη δαφνούλα, λησμονημένη εκεί σε μια άκρη, κ΄η γρηά, η πλατύφυλλη κληματαριά, που ξαπλώνει κάτω της δροσερό ίσκιο. Να και ΄ς τη μέση το δροσερό, το βαθύ πηγάδι, που ΄ς τα μεγάλα πέτρινα χείλη του σκύφτει και, τόρα, σαν μια φορά, με το  λευκόμαλλο μαρτίνι της αποπίσω της, χαριτωμένη, παχουλή, κρινομάγουλη, η ίδια πάντα βοσκοπούλα, με τον κουβά ΄ς το χέρι, κι΄απ΄το συχνό της σκύψιμμο ξεφεύφουν απ΄το κοντό της φόρεμα τα ροδοζυμωμένα παχουλά της πόδια, και χύνονται ‘ς το ολοκέντητο κοντογούνι της ξέπλεγα τα μακρυά ξανθά μαλλιά της κεφαλής της τυλιγμένα μέσα ΄ς το ολόλευκο μανδήλι της… Αχ! Αυτή γιατί να μην είνε ευτυχισμένη πάντα! … Ποιος θα της ξεκλέψη σ΄αυτή την ευτυχισμένη ερημιά, τον καλό αγαπητικό της απ΄τη γλυκειά της αγκαλιά. Γλυκειά, βοσκοπούλα, πόσο, ώ! πόσο σε ζηλεύω… Να παραπέρα το ψηλό ληθάρι, όπου τόσες, τόσες φορές εξαπλώθηκα επάνω του μ΄ακουμπησμένο μέτωπο ΄ς τα γόνατά μου, κ΄εξέχασα γλυκά, ώρες μεγάλες τον εαυτό μου… Όλα ωραία, όλα ξάστερα, όλα ίδια ξανοίγονται ολόγυρα ‘ς τη πονεμένη μου ματιά…
Να και το μικρό, το φτωχικό σπητάκι της ερημιάς μου. Ανοίγω και μπαίνω μέσα με ξεγυμνωμένη κεφαλή, και ‘ς το φως που σκορπιέται από την πόρτα του μέσα ΄ς τους τέσσαρους τοίχους του στέκω και κυττάζω, και κυττάζω με μεγάλη ευλάβεια ‘ς τα στήθη. Ώ! Τίποτε δεν άλλαξε εδώ πέρα, όλα απαράλλακτα, όπως τ΄άφηκα, σαν να με καρτερούνε πάλι ΄ς τη γλυκειά αγκαλιά του να ξαναζήσω τη παληά ζωή μαζί τους, και σαν πεθάνω ύστερα, το φύσημα της ψυχής μου να σκορπισθή ευτυχισμένο μέσα ΄ς τη γλυκειά τους γαλήνη. Φτωχή μοναξιά, ευτυχισμένη ερημιά μου και σένα σε ζηλεύω ακόμα, και σένα. Ανοίγω τα παράθυρά μου, και το φως πλημμυρίζει μέσα. Ο σαλλίγκαρος μου στέλνει ανυπόμονα τα τρυφερά κλωνάρια του από τώνα παράθυρο, σαν να με γλυκοχαιρετάη σαν άλλοτε, από τ΄άλλο μια μικρή τριανταφυλλιά με κυττάζει, θαρρείς, με πόνο με τα μικροκαμωμένα τριανταφυλλάκια της, σαν να μου λέη:  μη φεύγεις πειά, μη φεύγεις πειά! Δυο τρελλά χελιδονάκια ορμάνε μέσα από το άλλο παράθυρο, και κυνηγούνται, και τριγυρίζουνε ολόχαρα ΄ς τους τοίχους, και ύστερα καθίζουνε ψηλά ‘ς τη μεγάλη βιβλιοθήκη μου και φιλιώνται, και φιλιώνται, μέσα σε θεότρελλα λογάκια… κ΄η τρυφερές η ακακίες μουρμουρίζουνε, σιώνται, βαθειά ευτυχισμένες κ΄αυτές. Τίποτε, τίποτε δεν άλλαξε εδώ πέρα … τίποτε! Να! Οι λευκοί τοίχοι τριγύρω, να η αυτές εικόνες με κυττάζουν κατάματα … να ο μεγάλος ποιητής μου, ο Σολωμός με την αστραφτερή του όψι. Να η μικρή κλίνη μου, πως μένει άγκιχτη ακόμα, λες, όπως την άφησα,  όταν έφυγα μακρυά της. Ο καναπές ΄ς την  άκρη, ο καναπές ο ίδιος, όπου έγειρα ώρες, μέρες ολόκληρες επάνω του μ΄ένα βιβλίο της καρδιάς ‘ς το χέρι, απ΄εκείνα που τα νιώθει ολόθερμα, βαθειά, η ψυχή μου. Τ΄αγαπημένα βιβλία μου με κυττάζουνε κ΄αυτά μέσα απ΄τες σειρές της βιβλιοθήκης μου. Εμπρός ΄ς το μικρό γραφείο τους είνε ανοιγμένα ακόμα τα πειό αγαπημένα μου. Σκύφτω και κυττάζω μ΄αδιάκοπο καρδιοχτύπι ΄ς τη καρδιά. Ο Σολωμός μου, ο γλυκός μου, ο μελιστάλακτος Σολωμός κοιμάται εκεί μαζί με τον Βαλαωρίτη, με τον Παλαμά, με τον Δροσίνη, με την Λυγερή, την ζωντανή λυγερή, την ατυχισμένη Ανθώ, του Καρκαβίτσα, με τα δημοτικά μας,  με τα μαγεμμένα της πατρίδος μας τραγούδια … Ο
Coppée
παρέκει ανοιγμένος αφίνει βαθειά ευωδιά. Σκύφτω σε μια σελίδα του, και διαβάζω. Τα χείλη μου δεν έχουνε δύναμι να ψιθυρίσουνε τους στίχους, που αντίκρυσαν τα μάτια μου, τους στίχους που κλειούνε όλο το πόνο της καρδιάς μου…

Lorsqu’un homme n’a pas d’amour,
rien du printemps ne l’interésse;
il voit même sans allégresse,
hirondelles, votre retour;

Και σωπαίνω … και γυρίζω και βλέπω δακρυσμένα τα μάτια μου ΄ς τον αντικρυνό καθρέφτη … Τα χελιδόνια φιλιώνται, φιλιώνται αγκαλιασμένα ακόμα, μέσα σε θεότρελλα λογάκια. Και τα χείλη μου ξαναρχίζουν:

Lorsquun homme na pas damour,
rien du printemps ne linterésse;

Αχ! Ναι βλέπει, βλέπει φτωχά μου χελιδόνια, χωρίς καμμιά χαρά ΄ς τα στήθη μου, με πικρή αδιαφορία το γλυκό ξαναγύρισμά σας…
Παραπέρα, δίπλα ΄ς το τραπέζι μου θωρώ, το καλαμάρι μου ανοιχτό ακόμα, με τη πέννα μου ΄ς το πλάϊ. Σιμά του θωρώ ακόμα σωρούς, σωρούς χαρτιά, όπου μισοφέγγουνε επάνω τους, αχ! Οι χρυσής εποχής ολόχαροι, φτερωτοί της καρδιάς μου στίχοι, οι πρώτοι κ΄οι ύστεροί μου στίχοι, που έγραψα ΄ς τη ζωή μου, αχ! που έχυσα αιματοβαμμένους απ΄τη καρδιά μου, για σένα, ωραίο πλάσμα τ΄ουρανού, σκληρή Εύα της γης! προτού  να σε ιδώ, προτού να σε γνωρίσω ακόμα, ονειρευτή μου αγάπη, αγαπημένο όνειρο, όπου σ΄εξάνοιξα και ΄ς το βυζί της μάνας μου ακόμα, αχ! εσένα! εσένα! που μου έσταζες τόσο πικρό φαρμάκι ΄ς τη βαρειόμοιρη καρδιά μου σαν σε πρωταντίκρυσα, σαν σε πρωτοείδα με ανθρώπινο σχήμα!
Κι΄ όσο κυττάζω ολόγυρα, κι΄ όσο ξαναβρίσκω και μια νέα ενθύμησι τόσο φαρμάκι σκορπιέται ΄ς τη καταπονημένη μου καρδιά. Αχ! ποιά  δύναμι, θα διασκορπίση, θα σβύση το πυκνό αυτό σκοτάδι που με καταπλακώνει… αχ! ποια ευμορφιά, ποια χάρι, θα μου ξαναδώση το γλυκό της ερημιάς πόθο…
Όσο, όσο ωραία, όσο αθάνατα, κι αν ήσθε σεις γλυκά μου χώματα, αγαπημένα δένδρα μου, όσο κ΄αν μου δείχνετε τόρα ΄ς τα μάτια μου τη βαθειά γαλήνη του ολογάλανου ουρανού που σας σκεπάζει ψηλά, ψηλά ολοξάστερος, όσο να δείχνετε ΄ς τα μάτια μου πως η ανεμοζάλη του χειμώνος δεν έχει τόπο εδώ πέρα, τόρα, η ανεμοζάλη της ζωής μου, η πληγή της καρδιάς μου, δεν βρίσκει πειά παρηγοριάς βάλσαμο σιμά σας…
Αχ! ποια δύναμι θα μου ξαναδώση την επιθυμιά να ξαναζήσω μαζί σας, μαζί με σας που δεν αλλάξατε ακόμα, ενώ εγώ μοναχά άλλαξα… άλλαξα τόσο!
Μοιάζει η ζωή μου, τόρα, με τη θλιμμένη σκιά του διαβάτη, που ξαπλώνεται πίσω του θλιβερή, και φεύγει ΄ς τα βήματά μου, σαν άψυχο στιγμής όνειρο, σαν πικρή, θλιβερή απάτη του οφθαλμού…
Φευγάτε, φευγάτε, χελιδόνια μου, μακρυά μου·  τα κλαδιά της ακακίας, τα κλωναράκια της τριανταφυλλιάς, σας προσκαλούνε ν΄αγαπήσετε, να ψάλλετε … Φευγάτε, φευγάτε, γλυκά μου χελιδόνια, μακρυά μου. Η πίκρα, και ο πόνος δεν εγεννήθηκανε για σας. Κ΄εσείς μοσχομύριστα, μαγικά, τριαντάφυλλα που με κοιττάτε εύμορφα, εύμορφα δεν μου ξανοίγετε σαν μια φορά της ζωής την ευτυχία, δεν μου συνεπαίρνετε τη καρδιά μου ΄ς το άρωμα σας, και τα χείλη μου δεν έχουνε πειά τη δύναμι να σας υψώσουνε τον αθάνατο ύμνο σας. Αχ! άλλαξα, άλλαξα! …
Έτσι εμοσχοβολούσανε σαν τη μαγική αναπνοή σας και τα φιλήματά της, έτσι μ΄εμεθούσε κ΄η αγκαλιά της, σαν τη γλυκειά μέθη, που χύνετε τριγύρω… Γλυκειά μου ρεμματιά, αχ! έτσι μ΄αποκοίμιζε ο ήχος της φωνής της, ευτυχισμένον ΄ς στα στήθη της, σαν το αθώο μουρμούρισμά σου… Γλυκειά μου ερημιά, την ίδια γαλήνη της ευτυχίας σου, εσκορπούσε ΄ς τα στήθη μου η γλυκειά αναπνοή της… Γλυκό γαλανό του ουρανού χρώμα, το χρυσό χαμόγελό σου, αχ! τώβρισκα όλο, όλο μες  ΄ς την όψι της, ΄ς το μαρμάρινο κορμί της, ΄ς τη μαγική αρμονία της θείας ευμορφιάς της…
Μην ήσαστε κ΄εσείς όνειρο, τυφλή απάτη, σαν τον ψεύτικο έρωτά της, σαν την ανύπαρκτη αγάπη της; … Α! όχι! όχι! Αγαπημένα μου μέρη, γλυκειά μου αθάνατη φύσι, δεν θέλω να πιστέψω σε μια τέτοια σκληρή σκέψι… Είσασθε ωραία, μαγικά, αθάνατα, πάντα. Μονάχα ο έρωτάς της ήτανε όνειρο, πικρό όνειρο που έσβησε ογλήγωρα για ΄κείνη, κ΄έμεινε άσβυστο, διάπυρο, για μένα… όχι! όχι! σεις… εγώ, εγώ μονάχα άλλαξα, άλλαξα!
Θλιβερό, ολόπυκνο, απελπισμένο της καρδιάς μου σκοτάδι, χύσου ολόκληρο τριγύρω ‘ς τα μάτια μου, σβύσε το φως της ψεύτρας ελπίδας, που φωτίζει κάποτε τη σκοτεινειά μου. Σαν σκληρό περιγέλοιο, αποκοίμιζε το νου μου, τη ψυχή μου, τη καρδιά μου μέσα ΄ς τη μαύρη απελπισιά μου. Μη με κάνης να νοιώσω τόρα τη λύπη ΄ς τη ψυχή, και το δάκρυ ΄ς τα μάτια, ΄ς τ΄αγαπημένα αυτά μέρη… Χύσου, χύσου θλιβερό, ολόπυκνο, απελπισμένο της καρδιάς μου σκοτάδι, και σβύσε μου, σβύσε μου τη ζωή μου, την άχαρι αυτή ζωή, που παραδέρνει μέσα ΄ς τη σάρκα μου με σκληρές ενθύμησες, και με πικρά, θλιβερά ονείρατα…
Σ΄αγάπησα! σ΄αγάπησα!... για να ξυπνήσης ένα πρωί  απ΄την αγκαλιά μου, και να ριχτής ολόχαρη ‘ς τα χέρια άλλου…
Σ΄αγάπησα! σ΄αγάπησα!... σου έβαλα, ημερωμένος, δούλος σου, δειλά, ΄ς την αγκαλιά σου, ΄ς τα πόδια σου, και τη λύπη μου, και τη χαρά μου; Και τα δάκρυά μου, και τα γέλοια μου, και της νειότης μου τα χαρίσματα, και το νου μου, και τη καρδιά μου, και τη ψυχή μου, και τα όνειρά μου, τα φτωχά όνειρά μου, και το κρυφό σαράκι, τον αχόρταγο πόθο αυτής της δόξας, και όλη την αρμονία της πλάσης, που εθωρούσαν ζωντανή, γύρω μου της νειότης μου τα μάτια, σ΄αγάπησα! σ΄αγάπησα!... για να ξυπνήσης ένα πρωί από την αγκαλιά μου και να ριχτής ολόχαρη, ΄ς τα χέρια άλλου…
Σ-αγάπησα! σ΄αγάπησα! … σ΄εστόλισα με όλη την αθάνατη της φύσης την ωραιότητα, σου έβαλα ΄ς τα μαλλιά σου του ουρανού τον ήλιο, ΄ς τα μάτια σου το φως του ολόκληρο, ΄ς τα χείλη σου της αυγής το χαμόγελο, ΄ς την όψι σου όλες τις θωριές, που συχναλλάζει το βράδυ η δύσι, ΄ς τα στήθη σου, Νεράϊδα μου ! τον λαγαρότερο αφρό που αφίνει κατρακυλίζοντας το ποτάμι από ψηλό βράχο, ΄ς το σώμα σου το φως, που χύνει το μάρμαρο φεγγαροστολισμένο τη νύχτα, ΄ς τα πόδια σου το απαλότερο της γης χορτάρι, τα ευμορφότερα, τα πειό μαγικώτερα, τα πειό μοσχομύριστα, τα πειό ωραία λουλούδια κι΄άνθη που βγάζει της γης η σφαίρα, ΄ς το γλυκύτερο φύσημα τ΄αεριού, και η αγάπη μου, η ονειρευτή μου αγάπη, η ουράνια, η ασώματη, που έχει πατρίδα άγνωστη, αθώρητη σ΄ανθρώπινο μάτι, σε περίχυσε, σε καταστάλαξε, σ΄εφωτοστόλισε, όλη, όλη, με το ασύγκριτο φύσημά της, σ΄αγάπησα ! σ΄αγάπησα ! … για να ξυπνήσεις ένα πρωί από την αγκαλιά μου, και να ριχθής, αχ! και να ριχθής ολόχαρη ΄ς τα χέρια άλλου…
Σ΄αγάπησα! σ’αγάπησα! και σε ζητώ, σε ζητώ ωϊμένα! … κι΄όταν σε θωρώ σ΄αντικρύζω ‘ς το πλάϊ άλλου να προβαίνης ολόχαρη, πεταχτή, με το ολόχρυσο κεφάλι σου ψηλά, με τα ωραία σου μάτια, τα δαιμονισμένα αυτά σου μάτια, που πλέει μέσα του ακαίρηα η πρόσκαιρη ηδονη, ακαίρηος ο έρως, ο ψεύτικος έρως αυτού του κόσμου, να γλυκογελούνε, και να μου κρυφορρίχνουνε μία μόνη φτερωτή, ευσπλαχνική ματιά, και να περνάη, να διαβαίνη, αφρόντιστος ολόγυρα ο κόσμος, και να σας κυττάζουνε, όλοι, όλοι, σαν να θέλουν να πούνε:
- Για δες ευτυχισμένο ταίρι!...
Εγώ, εγώ, λησμονημένος άνθρωπος, φτωχός διηγηματογράφος, ένα μυρμήγκι της γης, σας κυττάζω, σας κυττάζω κ΄εγώ, σταυρόνω απελπισμπενα τα χέρια ΄ς τα στήθη, κι άφίνω να σκορπιέται, να τρεμοσβύνη ΄ς τα χείλη μου ένα φτωχικό χαμόγελο…
Αχ! Να ημπορούσες να ένοιωθες τότε το χαμόγελό μου εκείνο! …
Σ΄αγάπησα! σ’αγάπησα! και σε ζητώ, σε κλαίω, σε φωνάζω, αδιάκοπα, ‘ς τη φοβερή της κλίνης αγωνία, ΄ς τον τρομασμένο ύπνο μου, ΄ς το θλιβερό μου ξύπνο, ΄ς το γλυκό, ΄ς το ατίμητο της αυγής χαμόγελο, ΄ς τη γλυκειά  της ημέρας λάμψι, ΄ς την αληθινή, ΄ς την ατελείωτη, ΄ς την άπειρο λάμψι, που ξανοίγει η από μια θεία δύναμι προικισμένη ψυχή, σαν να υψώνεται ολόφτερη ΄ς τον άπλαστον αιθέρα, ΄ς τη μαύρη, ΄ς τη σκοτεινή ζωή της ερημιάς μου, στους θλιβερούς τοίχους της ολομόναχης καμαράς μου, ‘ς τα τρυφερά λαλήματα των πουλιών, ΄ς τα γαλανά κύματα της θάλασσας, ΄ς των αστεριών τη διαμαντένια λάμψι, ‘ς τη δροσιά και ΄ς τη χάρι του κρίνου, ΄ς το βραδυνό αργοπέσιμο του ήλιου, σ΄αγάπησα, σ΄αγάπησα, και σε ζητώ, σε ζητώ, ωϊμένα! ΄ς τη κάθε στιγμή της ζωής μου… κι΄όταν σε θωρώ να προβαίνεις εμπρός μου ολόχαρη, πεταχτή, με το ολόχρυσο κεφάλι σου ψηλά, με τα ωραία σου μάτια, τα δαιμονισμένα αυτά μάτια σου, που πλέει μέσα τους ακαίρηα η πρόσκαιρος ηδονή, ακαίρηος ο έρως, ο ψεύτικος έρως αυτού του κόσμου, να γλυκογελούνε, και να του κρυφορρίχνουνε μια μόνη φτερωτή, ευσπλαχνική ματιά, νοιώθω ΄ς τα στήθη μου τότε τη μεγάλη μου λύπη, να μου ροφάη το αίμα μου όλο, όλο, μέσα ΄ς τη καρδιά μου, και τη ψυχή μου, το νου μου να σ΄αφαιρούνε, αλλοίμονο! νη σου ξεγυμνώνουνε όλη την αιθέρια λάμψι, που σου εχάρισα, που σε εφωτοστόλισα, άλλοτε, και τα μάτια μου σε θεωρούνε γυμνή, ολόγυμνη πειά, αληθινή γυναίκα, πλάσμα της γής, ανθρώπινη σάρκα, χώμα ίδιο, του ανυπόμονου τάφου τροφή και χόρτασμα, και χωρίς να θέλω, ενώ προσπαθώ, πασχίζω, να σε ξαναστολίσω πάλι, του κάκου! να σ΄ανυψώσω ψηλά… ψηλά, εκεί που σ΄είχε ανεβάση η πρώτη αγνή, ολόθερμη, ορμή της αγάπης μου, νοιώθω να ξεφεύγουνε, να κυλούνε, πύρινα τα δάκρυά μου ΄ς το πρόσωπό μου, και σε κλαίω, σε κλαίω με διπλό πόνο, σκληρή, χαμένη, αγάπη!...
Αχ! Να ημπορούσες να ένιωθες τότε τα δάκρυά μου εκείνα! …

  Λυκοράχια, 22 Απριλίου 1891

 

Πηγές

http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/eklekta_myth

Η Πλειάς αποτελεί σήμερα την βασική Ψηφιακή Συλλογή ιστορικών Ελληνικών περιοδικών της Βιβλιοθήκης και Κέντρου Πληροφόρησης του Πανεπιστημίου Πατρών (ΒΚΠ)


https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B1%CF%80%CE%B1%CF%83%CF%84%CF%81%CE%AC%CF%84%CE%B5%CE%B9%CE%BF_%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CF%80%CE%AC%CF%81%CE%BA%CE%BF
Παπαστράτειο δημοτικό πάρκο


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου