Το
καλοκαίρι του 1977, εποχές απόλυτης
ανεμελιάς, σχεδίαζα τις διακοπές μου
στην Αμοργό όταν ο αγαπημένος μου
ξάδερφος Κώστας Μεντής μου’κανε μια
ασυνήθιστη πρόταση:
-
Θες
να κάνεις μια δουλειά που θα σε πληρώνουνε
και μάλιστα με αγγλικό μεροκάματο για
να μην κάνεις τίποτα;
Δεν μπορούσα
να φανταστώ τι είδους δουλειά μπορούσε
να ήταν αυτή…
Μου
εξήγησε ότι εκείνες τις μέρες άρχιζαν
τα γυρίσματα στην Ελλάδα μιας χολιγουντιανής
ταινίας, και
ο Κώστας είχε καταφέρει
να
προσληφθεί σαν φροντιστής,
βοηθός
του διευθυντή παραγωγής.
Ο
τίτλος της
ταινίας ήταν
“The
Greek Tycoon” (“Ο
Έλληνας
μεγιστάνας”,
βασικά
η ιστορία του Α. Ωνάση
)
πρωταγωνιστές
ο
Άντονι
Κουίν
και
η
Ζακλίν
Μπισσέ,
σκηνοθέτης
ήταν ο Jack
Lee Thompson που
αρκετά χρόνια πριν είχε γυρίσει στην
Ελλάδα πάλι με τον Α.
Κουίν
τα
“Κανόνια του Ναβαρόνε”.
Ο
διευθυντής
παραγωγής ήταν ‘Αγγλος και
δεν
σκάμπαζε πολλά
από
την ελληνική πραγματικότητα, οπότε
στην ουσία έκανε τα πάντα ο Κώστας.
Επειδή
είχαν ανάγκη από ένα σωσία σώματος για
τον
Άντονι
Κουίν,
ο ξάδερφος
μου σκέφτηκε να προτείνει εμένα και
έπειτα από συνοπτικές διαδικασίες
προσελήφθην σαν “standist”.
Η δουλειά μου ήταν να ποζάρω πριν από
τα γυρίσματα στη θέση του διάσημου
ηθοποιού με τα ρούχα της εκάστοτε
σκηνής, ώστε οι τεχνικοί να κάνουν τις
σωστές μετρήσεις αποστάσεων και φωτός.
Ο Κώστας Μεντής σε μία ταβέρνα στη Λίνδο, Αύγουστος 1977, Yashica FR με φακό Carl Zeiss T* 50mm f1.7 planar, φιλμ Kodak Tri-X
Τα γυρίσματα γινόταν αρχικά στην έδρα του Ναυτικού Ομίλου στον Πειραιά, μετά στο Μοναστηράκι, στο Σούνιο και αργότερα στο ξενοδοχείο Αστήρ Παλάς στη Βουλιαγμένη. Κάθε πρωί ερχόταν να με πάρει από το σπίτι μου στη Νέα Σμύρνη μια κούρσα με οδηγό, λες και ήμουνα κάποια σημαντική προσωπικότητα. Για ένα διάστημα μεταφερθήκαμε στην Κέρκυρα, όπου είχα ευκαιρία να γνωρίσω το νησί διανυκτερεύοντας σε πολυτελή ξενοδοχεία και τρώγοντας σε ακριβά εστιατόρια με έξοδα της παραγωγής.
Η
εμπειρία ήταν για μένα μοναδική: γνώρισα
από κοντά τους ηθοποιούς, είδα
πως γίνονται
τα γυρίσματα από σοβαρό τεχνικό προσωπικό,
έγινα ένας απ’ αυτούς για ένα μήνα.
Ο
σκηνοθέτης,
Jack
Lee Thompson,
στη δουλειά ήταν άψογος, τυπικός,
ψείρας
με τα τεχνικά
και πολύ
απαιτητικός με τους ηθοποιούς. Είχε
τη μανία να
δείχνει
στους ηθοποιούς πως έπρεπε να κινούνται
- με τον
Άντονι
Κουίν
δεν
τολμούσε- και του είχε μπεί η
έμμονη ιδέα ότι η Μπισσέ
(που
είχαν επιβάλει οι παραγωγοί) ήταν
κρυόκολη. Η
Ζακλίν
Μπισσέ,
παρόλο
που ήταν πλέον
καταξιωμένη ηθοποιός,
είχε
μείνει μια
ντροπαλή συνεσταλμένη
Αγγλιδούλα,
όταν
o
σκηνοθέτης
την
επέπληττε
για κάτι γινόταν κόκκινη σαν παντζάρι.
Κάθε
φορά που έκανε
πρόβες
μ΄αυτήν, όλο κάτι δεν πήγαινε.
-
Κουνήσου
πιο πολύ…!
- Να φαίνεται
το μπούτι …!
- Με πάθος, Χριστέ μου,
δεν έχεις φιλήσει άνδρα στη ζωή σου;
Τα
σπασμένα τα πλήρωνα εγώ, γιατί θέλοντας
να της δείξει πως έπρεπε
να κάνει με
αγκάλιαζε και έκανε ότι με φιλούσε, είχε
μια ανάσα που απόπνεε καθαρό οινόπνευμα…
O
Άντονι
Κουίν
έμενε
τον περισσότερο χρόνο κλεισμένος στο
καμαρίνι του, τι έκανε εκεί
μέσα
μυστήριο, έβγαινε μόνο όταν οι μετρήσεις
αποστάσεων, φωτομετρήσεις και πρόβες
βαδίσματος – που έκαναν με μένα - είχαν
τελειώσει. Αργότερα
άλλαξε, όταν είδε ότι μίλαγα ιταλικά
έπαψε
να μου απευθύνεται στα αγγλικά, μιλούσαμε
αποκλειστικά ιταλιστί,
οι άλλοι δεν καταλάβαιναν, αυτός φαινόταν
να το διασκεδάζει.
Στα διαλείμματα των γυρισμάτων με
υποχρέωνε να παίζουμε σκάκι και πολλές
φορές αρνιόταν να παρουσιαστεί στη
σκηνή για το γύρισμα επειδή
έπρεπε να τελειώσει μιά
κίνηση… Στα γυρίσματα ήταν πάντα παρών
ο γραμματέας του, ένας ξερακιανός
ψηλέας, απροσδιορίστου
εθνικότητος
και ηλικίας.
Κάποιο
απόγευμα με πλησίασε και που είπε
εμπιστευτικά ότι ο Άντονι
ήθελε
να πάμε να φάμε κάπου μαζί το βράδυ “α
λα ελληνικά”.
Η
πρώτη μου σκέψη ήταν να τους πάω στα
κρεατάδικα στη Βάρη, τελικά καταλήξαμε
σε ένα ψαρομεζεδοπωλείο
στο Πασαλιμάνι, που
μου φάνηκε πιό κυριλέδικη λύση.
Τρία
άτομα ήπιαμε οχτώ
καραφάκια ούζο, και
θα πίναμε κι άλλο, αν κάποιος βλάκας του
μαγαζιού δεν καλούσε τους φωτογράφους
να μας παραμονέψουν, οπότε ο
Άντονι
έγινε
έξω φρενών
και
άρχισε να τους κυνηγάει, τελικά έφυγε
με τον κολαούζο του και άφησε εμένα να
πληρώσω…
Από
τότε κάθε πρωί όταν συναντιόμασταν στο
σετ ο
Άντονι
με
χαιρετούσε γελώντας με ένα “Buongiorno,
giovane ubriacone” (καλημέρα
νεαρέ μεθύστακα).
Τα γυρίσματα κάποτε τελείωσαν κι εγώ με τον ξάδερφο βρεθήκαμε με ένα ασύλληπτο για μας πόσο στην τσέπη, μέσα Αυγούστου σε μια άδεια Αθήνα. Ο Κώστας ήταν στενοχωρημένος γιατί η τότε κοπέλα του έκανε νερά, από άλλες πηγές είχαμε μάθει ότι είχε πάει διακοπές με κάποιον άλλον. Εκείνες τις μέρες ερχόταν να με βρει από την Ιταλία η κοπέλα που αργότερα έγινε γυναίκα μου, οπότε σχεδιάσαμε στο άψε σβήσε διακοπές και φύγαμε την άλλη μέρα.
Πήγαμε στη Ρόδο με αεροπλάνο, ταξιδέψαμε με Boeing 747 για πρώτη φορά στη ζωή μας. Μόλις φτάσαμε νοικιάσαμε αμέσως αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε χωρίς πρόγραμμα -και χωρίς βιασύνη- για να κάνουμε το γύρο του νησιού. Την εποχή εκείνη τα ενδιαφέροντα μας ήταν διαφορετικά, οπότε ούτε που πλησιάσαμε μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους και ιστορικά μνημεία, το μόνο που μας ένοιαζε ήταν οι πλάζ, τα μπαρ και οι ταβέρνες. Είχαμε μαζί μας μια σκηνή και την πρώτη βραδιά κοιμηθήκαμε στην σχεδόν έρημη παραλία Μασσαρη. Η εμπειρία ήταν λίγο τραυματική, γιατί στηρίξαμε τη σκηνή σε έδαφος με κοτρόνες που δεν επέτρεπαν άνετο ύπνο. Αργότερα μεταφερθήκαμε στην παραλία της Καλάθου, δυο τρία χιλιόμετρα πιο κάτω, ερημική τότε και γιαυτό γοητευτική για μας. Τις επόμενες μέρες τις περάσαμε στη Λίνδο, που ήταν πήχτρα από τουρίστες, όπου όμως υπήρχε μεγάλη επιλογή από ταβέρνες και φαγάδικα. Εγκαταλείψαμε την ιδέα της διανυκτέρευσης σε σκηνή, διαλέξαμε τη διαμονή σε ξενοδοχείο με τις ανέσεις που προσφέρει. Την ημέρα μετά το μπάνιο πηγαίναμε παγανιά προς άγραν σύκων που ήταν άφθονα, σε κάθε ερημική τοποθεσία υπήρχαν συκιές φορτωμένες με ώριμα, λαχταριστά αρωματικά σύκα που δεν μάζευε κανείς... Στη Λίνδο δοκιμάσαμε τα τοπικά κρασιά, στην αρχή χύμα, αργότερα εμφιαλωμένα, και το ροδίτικο απόσταγμα που λέγεται “σούμα”. Αποκάλυψη!
Η Ρόδος, παρόλο πούταν από τότε τουριστικό νησί, δεν είχε την ανάπτυξη που έχει τώρα, πέρναγες χιλιόμετρα ολόκληρα χωρίς να συναντήσεις τίποτε, ούτε σπίτια, ούτε μαγαζιά. Κάπου στην παραλία Γεννάδη σταματήσαμε σε κάτι που φαινόταν καφενείο, εστιατόριο, παντοπωλείο, μόνο κτίσμα στην ερημιά, σε μία άγρια περιοχή με λίγα δέντρα, πάντως δίπλα στη θάλασσα. Ένα παιδι οχτώ-δέκα χρονών μα έβαλε να καθήσουμε, είμασταν οι μοναδικοί πελάτες, και ένα κάπως μεγαλύτερο ήρθε να πάρει παραγγελία. Σκέφτηκα να πάω στην κουζίνα να δω τα ψάρια οπότε με έκπληξη είδα ότι χρέη μάγειρα έκανε ένα άλλο παιδί, προφανώς αδερφός των άλλων. Διαλέξαμε κάτι ψαρούκλες που ψήθηκαν εν τω άμα από χέρια λες επαγγελματία. Ήπιαμε τοπικό λευκό κρασί του μαγαζιού που ήταν αριστουργηματικό, στο τέλος μας κέρασαν και καρπούζι ή κάτι τέτοιο. Το λογαριασμό μας τον έκανε ο δωδεκάχρονος αδελφός, ακόμη θυμάμαι και τους τρεις παρατεταγμένους έξω από το μαγαζί να μας χαιρετάνε καθώς φεύγαμε, ο απογευματινός ήλιος ήταν αφόρητος και το αυτοκίνητο σήκωσε πολύ σκόνη γιατί ο δρόμος ήταν φυσικά χωματόδρομος...
Κάποτε φτάσαμε στη ανατολική πλευρά του νησιού. Ανακαλύψαμε μία κυριολεχτικά πανέμορφη, ατελείωτη παραλία (αργότερα μάθαμε ότι λέγεται Απολάκια), ερημική με την πραγματική σημασία της λέξης: δεν υπήρχε πουθενά κανείς, ψυχή ζώσα. Τσιτσιδωθήκαμε και απολαύσαμε τον ήλιο και το τοπίο. Φύσαγε ένα δροσερό αεράκι και η θάλασσα ήταν αγριεμένη, μπήκαμε μέσα το ίδιο, όταν ήρθε η ώρα να βγούμε τα βρήκαμε σκούρα, τα κύματα ήταν τόσο μεγάλα που μας πετάγανε όπου τύχαινε και μετά μας ξανατραβάγανε μέσα. Παρόλα αυτά το διασκεδάσαμε μην έχοντας συναίσθηση του κινδύνου. Εκεί που κάναμε ηλιοθεραπεία, από το πουθενά παρουσιάστηκε ένας στρατιώτης που μας έπιασε συζήτηση, ζήτησε τσιγάρο, μίλαγε για θέματα αδιάφορα, ούτε καν μας ρώτησε ποιοι ήμασταν, αλλά εμείς πιστέψαμε ότι είχαμε μπει σε κάποια απαγορευμένη στρατιωτική περιοχή και με την πρώτη ευκαιρία χαιρετήσαμε και το σκάσαμε.
Από την Κάμειρο περάσαμε στα πεταχτά, βιαζόμασταν να επιστρέψουμε στην πόλη της Ρόδου για να πάρουμε το πλοίο και να κάμε στην Κάρπαθο, πατρίδα του φίλου μας Αντώνη Χαλκιά που μας είχε καλέσει να πάμε να τον επισκεφτούμε. Πήραμε μάλλον τον “Κανάρη” δεν θυμάμαι καλά, το καράβι ήταν ήδη παλιό, είχε μιά ελαφριά κλίση από μία μεριά, μόλις βγήκαμε στο πέλαγος άρχισε να κουνάει στα σοβαρά.
Φτάσαμε στο Διαφάνι κατά τις 4 το πρωί, από το πλοίο κατεβήκαμε με λάντζες μέσα στο πηχτό σκοτάδι, στο λιμάνι δεν υπήρχαν φώτα αναμμένα. Βρήκαμε κάτι πεζούλια και λαγοκοιμηθήκαμε όσο να φέξει. Το πρωί ανακαλύψαμε ότι το λιμάνι ήταν μερικά σπίτια και δυό τρία μαγαζιά. Κάποτε έφτασε το λεωφορείο που έκανε τη διαδρομή Διαφάνι – Όλυμπος, ένα μίνι-βαν Μερσεντές παλιό αλλά καλοδιατηρημένο. Δεν είχαμε ιδέα πόση ήταν η απόσταση για την Όλυμπο, όταν το λεωφορείο άρχισε να σκαρφαλώνει μάς έπιασε τρόμος: ο δρόμος, φυσικά χωματόδρομος, γεμάτος στενές στροφές και περάσματα να σου κόβεται η αναπνοή, μας φάνηκε ατελείωτος. Όταν φτάσαμε στον προορισμό μας νομίσαμε ότι είχαμε βρεθεί σε μιά άλλη εποχή: τα σπίτια, οι δρόμοι, το περιβάλλον απόπνεαν δέκατο ένατο αιώνα, οι γυναίκες του χωριού κυκλοφορούσαν με τις παραδοσιακές καρπαθιώτικες φορεσιές. Ο Αντώνης μας το είχε πεί, μα εμείς δεν τον είχαμε πολυπιστέψει. Τέλος πάντων βρήκαμε το σπίτι του φίλου μας, ο ίδιος και οι γονείς του ήταν περιποιητικοί και φιλόξενοι υπέρ του δέοντος, εγκλιματιστήκαμε σε μερικές ώρες. Το χωριό ήταν πανέμορφο, η πεμπτουσία της αμόλυντης παραδοσιακής δωδεκανησιακής αρχιτεκτονικής, το γυρίσαμε όλο με προσοχή και ευλάβεια. Μας σαγήνεψε η άγρια, αδάμαστη ομορφιά του τοπίου, αισθανόμαστε λες και ζούσαμε μέσα σε ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη. Βέβαια έλειπαν οι ανέσεις της μοντέρνας ζωής, υπήρχε ένα μόνο καφενείο και δεν υπήρχε ηλεκτρικό: ως εκ τούτου δεν υπήρχαν ψυγεία στα σπίτια, ούτε ηλεκτρικός φωτισμός, ούτε φυσικά τηλεόραση (που ούτως ή άλλως εμείς δεν θα βλέπαμε). Η ζωή λοιπόν κυλούσε με άγνωστους για μας ρυθμούς. Ο χασάπης π,χ, έκανε το γύρο του χωριού και ανακοίνωνε την πρόθεσή του να σφάξει ένα ή περισσότερα κατσικάκια, και έπαιρνε παραγγελιές, τη συκωταριά εσύ, τα παϊδάκια ο γείτονας, ένα μπούτι κάποιος άλλος κλπ. Άλλωστε όλοι είχαν τα κηπάκια τους με ζαρζαβατικά, δεν υπήρχε ανάγκη αγοράς οπωρολαχανικών. Το ψωμί οι περισσότερες οικογένειες το έκαναν στο φούρνο του σπιτιού τους οπότε και αυτό το πρόβλημα ήταν λυμένο. Στο καφενείο υπήρχε ηλεκτρικό, πιθανώς ο καφετζής να είχε γεννήτρια.
Ο ουρανός στην Όλυμπο είχε ένα γαλανό έντονο χρώμα, ο αέρας μύριζε άγρια βότανα, θυμάρι, ανθισμένο θρούμπι. Μόλις απομακρυνόσουν μερικά μέτρα από την κατοικημένη περιοχή καταλάβαινες πόσο άγριο ήταν το μέρος. Η πιό κοντινή παραλία (Φύσες, δεν πρέπει να είναι τυχαίο το όνομα) θεωρητικά ήταν δύο βήματα από το χωριό, για να φτάσει όμως κάποιος έπρεπε να έχει ικανότητες ορειβάτη: στην πραγματικότητα δεν υπήρχε δρόμος, ένα δύσβατο μονοπάτι, στο κατέβασμα αρκετά εύκολο γιατί κατηφορικό, στην επιστροφή όμως επίπονο γιατί ο ανήφορος ήταν πραγματικά δυσβάσταχτος.
Οι
μέρες πέρασαν γρήγορα και τελικά με
βαριά καρδιά επιστρέψαμε Αθήνα, τέλη
Σεπτέμβρη ο Κώστας έφυγε για Παρίσι,
εγώ επέστρεψα Ιταλία αλλά δεν χαθήκαμε,
ήδη τα Χριστούγεννα του ίδιου χρόνου
είμαστε πάλι μαζί και μετά το Πάσχα, το
΄78 διακοπές και περιπέτειες μαζί , ελπίζω
νάχω την ευκαιρία να να τα εξιστορήσω
στο μέλλον.
Δεν βρήκα πολλές φωτογραφίες
από την περίοδο, παρόλο που είχαμε μαζί
μας φωτογραφική μηχανή και ο Κώστας και
εγώ, θα πρέπει κάποτε να ψάξω στο αρχείο
αρνητικών, Θεού θέλοντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου