Πως η μουσική του Richard Wagner επηρέασε την ελληνική ποίηση
Ο
Δημήτριος Χατζόπουλος, γνωστότερος ως
Μήτσος, συνέδεσε το όνομά του με την
ελληνική λογοτεχνία, το χρονογράφημα
και την κριτική, συμμετέχοντας ενεργά
από μικρή ηλικία στα λογοτεχνικά δρώμενα
της εποχής του. Με τα χρονογραφήματά
του, τα διάσπαρτα διηγήματά του, τα
άρθρα, τις μεταφράσεις, την έκδοση
βιβλίων, καθώς και ως συνεκδότης του
περιοδικού «Διόνυσος» με τον Ι. Καμπύση,
ο Μήτσος Χατζόπουλος ήδη από τα τέλη
του 19ου αιώνα είχε διαμορφώσει ένα
ιδιαίτερο, προσωπικό λογοτεχνικό προφίλ.
Αν και διαφορετικός από τον αδελφό
του, ο Μήτσος Χατζόπουλος μοιράστηκε
μαζί του κοινές ανησυχίες και ενδιαφέροντα.
Και οι δύο υπήρξαν θερμοί υποστηρικτές
του σοσιαλισμού και του βαγκνερισμού.
Στο Μήτσο Χατζόπουλο οφείλουμε την
σημαντική μελέτη «Η επανάσταση των
λέξεων» που δημοσιεύτηκε στο “Περιοδικό
μας” της 14/1/1900 με υπογραφή “Μποέμ”,
όπου για πρώτη φορά στα ελληνικά χρονικά
αναδεικνύεται, με αναλυτικότητα και
ευγλωττία, η βαθιά επίδραση του Ρίχαρντ
Βάγκνερ στους Έλληνες συμβολιστές
ποιητές.
Σε αυτό το πρωτοποριακό για
την εποχή του κείμενο, ο Χατζόπουλος
επιχειρεί να αποκρυπτογραφήσει τις
μεταμορφώσεις που υπέστη η ελληνική
γλώσσα στα τέλη του 19ου και στις αρχές
του 20ού αιώνα. Απομακρυνόμενος από τις
εξισώσεις του δημοτικισμού, ο κριτικός
αναλύει πώς η επίδραση του βαγκνερισμού
επηρέασε τόσο καθαρευουσιάνους όσο
και “μαλλιαρούς” ποιητές.
Χαρακτηριστικά
αναφέρει: «Πόσο πιο σαφώς θα μπορούσε
να εξαρτήσει κανείς την νέα μορφή
έκφρασης στην ποίηση από τη μουσική;»
Εστιάζοντας ιδιαίτερα στο έργο του
Βάγκνερ, ο Χατζόπουλος παραθέτει
παραδείγματα από τη «νεοδημοτική»
ποίηση, αναφερόμενος σε ποιητές όπως ο
Παλαμάς, ο Γρυπάρης, ο Καμπύσης, ο
Πορφύρας, ο Παπαντωνίου, ο Μαλακάσης
και ο Βασιλικός (ψευδώνυμο του αδελφού
του) που «... ανύψωσαν την ταπεινήν γλώσσαν
των αγρών εις ύψος ποιητικής γλώσσης,
έδωσαν εις τας λέξεις τας περιφρονημένας
τιμήν έκφράσεως, τιμήν αισθήματος, τιμήν
αριστοκρατίας. Κατά τήν τελευταίαν
τετραετίαν μάλλον η ελληνική ποίησις
ήρχισεν εισχωρούσα εις την μουσικήν
και φέρουσα προς την απήχησιν του τόνου
με βιαίαν ορμήν τούς στίχους της.
Χειραφετηθέντες οι ποιηταί από τον
αλεξανδρινόν στίχον, ηλευθερίασαν με
τούς ελευθέρους ρυθμούς και επικοινώνησαν
κατά το μάλλον και ήττον ο εις περισσότερον
του άλλου με την συνεχή μελωδίαν θα
έλεγε τις των Βαγνερείων έργων».
Ως
χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής
της βαγκνερικής επιρροής, ο Χατζόπουλος
αναφέρει τη «σκοτεινή» ποίηση του Γιάννη
Καμπύση, η οποία, όπως υποστηρίζει,
αποδίδει «ἕναν παλμὸν μεγαλοδύναμον
Βαγνερείου ὀρχήστρας».
Λίγες σελίδες
πιο κάτω παρατίθεται ένα ποίημα του
Κώστα Χατζόπουλου (με ψευδώνυμο Πέτρος
Βασιλικός), που φαίνεται να πληρεί τις
προϋποθέσεις που αναφέρονται στο κείμενο
του αδελφού του Μήτσου, παρόλο που στο
άρθρο δεν γίνεται βέβαια συγκεκριμένη
μνεία (θα το βρείτε στο τέλος του
κειμένου).
Γ.Χ.
“Η
επανάστασις των λέξεων” υπό Μποέμ
“Το
Περιοδικό μας” 14 Ιανουαρίου 1901
Πάντοτε ησθάνθην και αισθάνομαι κάποιαν απέχθειαν προς τας λέξεις, απέχθειαν η οποία νομίζω, ότι θα προέρχηται από ειλικρινή αγάπην προς αυτάς. Ό,τι αγαπά τις με πάθος δεν δύναται παρά να αισθάνεται εις στιγμάς παροξυσμού ψυχικού και μίσος προς αυτό. Ό,τι μάς είνε αδιάφορον, ο,τι μας κινεί την περιφρόνησιν δεν δύναται να γεννήση εις την ψυχήν μας το αίσθημα του μίσους. Αλλά νομίζω ακόμη, ότι η απέχθειά μου προς τας λέξεις δεν προέρχεται εντελώς εκ της μεγάλης αγάπης μου προς αυτάς. Υπάρχει και αφορμή εκτάκτως διάφορος. Αισθάνομαι, ότι η πρώτη αποστροφή προς τον κόσμον των λέξεων μου εγεννήθη, όταν άνεκάλυψα εν τη εργασία μου ότι πολλοί ευρύτερον εύρον και ευρίσκουν την απόστασιν ήτις χωρίζει τας λέξεις από τας αισθήσεις. Εάν επρόκειτο να εξομολογηθώ μετά συντριβής ενώπιον πνευματικού καλλιτέχνου θα ωμολόγουν, ότι η σκέψις μου, η αίσθησις μου εβάδισε μάλλον παραλλήλως προς τας λέξεις δι’ ών έξεφράσθη αυτή παρά συμφυώς και ομοουσίως. Δεν θα υπάρξη δε αντίρρησις, ότι οι αληθείς λάτρεις των λέξεων ουδέποτε κατόρθωσαν να συλλάβουν ταύτας ασφαλώς, να τας υποτάξουν εις την δημιουργικήν πνοήν των, να τας μεταβάλουν εις μαλακήν λάσπην με την οποίαν να ζυμώσουν τον χρυσόν της σκέψεως και να εκφράσουν το αίσθημά των κατ’ευθείαν, αμέσως άνευ κωλύματος, πάναγνον από την πηγήν της ’Ιδέας. Υπάρχει εις την περίπτωσιν ταύτην μυστήριον, εις το οποίον όσον τις εμβαθύνει τόσον διαυγέστερον βλέπει και κρίνει ότι ο κόσμος των αισθημάτων και ο κόσμος των λέξεων συμπίπτουν και συνταυτίζονται όσον ο φυσικός κόσμος και ο μεταφυσικός. Όσον και αν φαίνωνται συμφυείς και αδελφικαί αι ιδιότητες αύται τόσον χωρισμέναι απ’ αλλήλων είνε εν τη βαθυτάτη ρεαλιστική διεισδύσει, εν τη μυστική περιπλανήσει των ονείρων. Το μόνον μέσον υπελείπετο να είνε διά τον καλλιτέχνην η άρνησις η παντελής του κόσμου των λέξεων και η ολοσχερής καταφυγή του εις τον κόσμον της αισθήσεως και της σκέψεως, εις τον μέγαν και απέραντον κόσμον της εν σιγή ενεργείας. Και ενθυμούμαι ακόμη το χαρμόσυνον ψυχικόν ρίγος, το οποίον ησθάνθην, όταν ήκουσα τον Ίσλανδόν του Ίψεν Ζάτζεζρ, τον όντα ποιητήν διά τον έχοντα κατά την ιδίαν του βαθειάν έκφρασιν το δώρον του πόνου, λέγοντα προς τον Βασιλέα του ζητούντα να θυσιάση απέναντι ενός στέμματος τα ποιήματά του εκείνα, τα όποια δεν είδον ακόμη το φως, τα ποιήματά του τα εγρηγορούντα εις τας πτυχάς του εγκεφάλου του :
— Τα ποιήματα αυτά είνε πάντοτε τα ωραιότερα.
Ώ ! εάν υπάρχη τι ωραίον εις την τέχνην, βεβαίως θα υπάρχη εκείνο, το οποίον δεν έλαβε ποτέ σχήμα και έκφρασιν, παλμόν και ζωήν, το οποίον είνε ωραίον διότι εις την νεφελώδη του υπόστασιν έχει τόσους σπόρους αλήθειας και τόσην θερμήν ενέργειαν.
Εις την Ελληνικήν φιλολογίαν ο κόσμος των λέξεων υπέστη ριζικήν και μεγάλην επανάστασιν κατά τα τελευταία έτη. Αι λέξεις έπαυσαν διά τούς αληθείς τεχνίτας να είναι είδος ωραίων πανοπλιών κρεμασμένων εις τον τοίχον και από τας όποιας εκλέγει τις οποίον θα ήθελε να περιβληθή, καμαρώνων μετά την αμφίεσιν πρό του καθρέπτου του.
Τοιαύτην εντύπωσιν τουλάχιστον αισθάνομαι όταν αναγινώσκω σελίδας γραμμένας προ της παρελθούσης δεκαετίας είτε εις την δημοτικήν, είτε εις την καθαρεύουσαν. Αι σελίδες αύται βεβαίως έξακολουθούν ακόμη να γράφωνται και εν πλειονότητι μάλιστα, αλλ’ αι σελίδες αύται απέναντι των νέων σελίδων τας οποίας φέρει εις φώς η συντελουμένη επανάστασις των λέξεων δεν ανήκουν παρά εις το παρελθόν. Γιά ιδέτε, γύρω σας, εις ότι φυλλάδιον, η περιοδικόν, η εφημερίδα, εις όσα έντυπα τέλος πόσαι ξηραί, άψυχοι, ψυχραί πανοπλίαι λέξεων και ύφους υπάρχουν. Αφθονία καλουπιών γλώσσης δημοτικής, γλώσσης καθαρευούσης. Λούσατε εις πηγήν υψηλού όρους, εις μίαν βρύσιν του Παρνασσού τους οφθαλμούς της διανοίας σας, σύρατε την ψυχήν σας εις κόσμον ωραιότερον του κόσμου που ζήτε, έλθετε εις ιδανικωτέρους ορίζοντας και παρατηρήσατε εν μέσω πανοπλιών των αψύχων, των λαξευτών λέξεων, θα ίδετε ένα νέον κόσμον λέξεων, νεφελωδώς εναργό, μίαν νέαν πνευματικήν κοινωνίαν ασχημάτιστον έτι, εις ατελή σύστασιν, η όποία αγωνίζεται να θερμάνη τας πανοπλίας των ψυχρών λέξεων και να δώση εις αυτάς την ζωήν του απολύτως ωραίου, τον παλμόν της ιδανικής σκέψεως, την αοριστίαν του μυστικισμού, προ παντός δε μίαν πρωτοφανή εκδήλωσιν, αόριστον και ασύλληπτον ως το ά ρ ω μ α του φωτός, μίαν μουσικήν απήχησίν,—θα ίδετε μίαν πνευματικήν κοινωνίαν μουσικοποιούσαν τας λέξεις, εγχύνουσαν εις αυτάς περισσότερον ήχον από την μέχρι τούδε ψευδή των λάμψιν. Η πεζή σύνθεσις των λέξεων παντός ότι γράφεται εκ δημοσιογραφικής ορμήσεως εις τας ελληνικάς εφημερίδας, παντός ότι γράφεται εις τα εικονογραφημένα περιοδικά με την χαμηλήν αντίληψιν και τας οπισθοδρομικάς ιδέας, η φουσκωμένη ατμόσφαιρα των λέξεων των ρητόρων των δικαστηρίων, ο μονότονος χρωματισμός των λέξεων των ακουομένων από τας πανεπιστημιακός έδρας και των απαντωμένων εις τας εγκυκλίους των Υπουργείων αποπνίγει διά τα ώτα τα συνηθίσαντα εις την μονοτονίαν ταύτην τον μουσικόν αυτόν ήχον, όν αφίνουν αι λέξεις της μικράς πνευματικής κοινωνίας, ήτις έπανεστάτησε παρ’ ημίν τελευταίως τον μυστηριώδη κόσμον των λέξεων.
Η επανάστασις αύτη των λέξεων έλαμψε δια μίαν στιγμήν ωραίαν λάμψιν εις τας αρχάς του παρελθόντος αιώνος εις την τελευταίαν τεχνοτροπίαν του Σολωμού, εις τας πλήρεις μυστικισμού μουσικάς εκείνας συμφωνίας των ατελών κομματιών της τελευταίας του ποιήσεως,(*) έπειτα παρήλθον δεκάδες ετών, καθ’ άς η επανάστασις απεπνίγη διά να εκδηλωθή μάλλον καρποφόρα εις την εποχήν μας. Η επανάστασις των λέξεων είχε, λοιπόν, την αρχήν της εις την ποίησιν, εις το είδος αυτό της τέχνης το μάλλον συμφυές με την ψυχήν του τεχνίτου και εκείθεν επήλθεν εις τον πεζόν λόγον. Η εισαγωγή του ελευθέρου ρυθμού τελευταίως εις την ποίησιν υπεβοήθησε μεγάλως την επανάστασιν τών λέξεων, την μουσικοποίησιν αυτών, από την εισαγωγήν δε της μουσικής εις τον στίχον, έλαβε μουσικόν τόνον και η φράσις του πεζού λόγου. Φυσική δε η εξήγησις της μουσικοποιήσεως των λέξεων των στίχων και των λέξεων των πεζογραφημάτων παρά των ανταρτών τεχνιτών μας σήμερον. Ό,τι έγινε και αλλού όπου καλλιεργείται η Ιδέα δεν ηδύνατο παρά να γίνη και εδώ από τούς τεχνίτας τούς ειλικρινείς και αγνώς καλλιεργούντας ταύτην. Αφ’ ότου η κλίσις του κόσμου των τεχνιτών εξεδηλώθη ζωηρά προς την μουσικήν δεν ηδύνατο παρά να επιδράση η μουσική εις την ποίησιν, η μία τέχνη επί της άλλης. Είτε εξ ενσυνειδήτου ενεργείας, είτε εξ ασυνειδήτου εξεδηλώθη εκ της κλίσεως ταύτης προς την μουσικήν, τάσις προς μουσικοποίησιν των λέξεων, τάσις προς σπουδήν υπολογιστικήν η ορμέμφυτον των μουσικών ιδιοτήτων των λέξεων, του χρώματος του ήχου αυτών. Παραδόξως δε, η μάλλον πολύ συνεπώς η μουσικοποίησις των λέξεων εγένετο και γίνεται με πολλήν λεπτότητα και καλαισθησίαν, κατά τους επιδεξίους νόμους.
Οί περισσότεροι των γραφόντων υπό την επήρειαν της επαναστάσεως των λέξεων συχνάζουν σήμερον εις τα κοντσέρτα της «Μουσικής Εταιρίας» και του «Ωδείου», όπου πολλάκις αν δεν υπάρχη εκτέλεσις μουσικής αξία της εκτελουμένης μουσικής, ακούει τις κάποτε αληθείς καλλιτέχνας και καλλιτέχνιδας. Αρκετοί δε των νέων συγγραφέων μας και ποιητών μας έχουν ταξειδεύση ταξείδια προσκυνήματος προς τας Τέχνας εις την Γερμανίαν και την Γαλλίαν, πολλοί δε τούτων δεν έλειψαν από του να επισκεφθούν ευλαβώς και τον ναόν του Βάγνερ εις το Μπάϋροιτ. Εις την ζωηρώς, λοιπόν, εκδηλουμένην αυτήν κλίσιν προς την μουσικήν των νέων τεχνιτών παρουσιάζεται και η τέχνη σήμερον εν Έλλάδι μάλλον μουσικοποιημένη.
Γενικώτερον δε η ποίησις σήμερον έχει την ιδέαν τέχνης μάλλον ρ ε ο ύ σ η ς παρά λαξευτής, πλέον δονουμένης παρά σταθεράς, μάλλον ικανής να θίξη τας λεπτυνθείσας ψυχάς μας διά της επιβολής του ήχου. Δεν το διακηρύσσει αυτό η νεωτέρα κριτική σήμερον, η ομιλούσα εκ της εναργείας των αποτελεσμάτων της μουσικής επαναστάσεως των λέξεων εις τας φιλολογίας, αυτό το ίδιον προείπεν η υψηλή αντίληψις του Ταίν, του όποιου τους άλλοτε λόγους με όχι πολλήν έκπληξιν ενθυμούνται οι τεχνίται σήμερον. «Δεν θα παρέλθουν πεντήκοντα έτη και η ποίησις θα διαλυθή εν τη μουσική» είπεν ο φιλόσοφος. Οι Βαγνερισταί δε σήμερον προχωρούν, θαρραλεότερον, ενισχυόμενοι εκ του μουσικού ποιητικού έργου των ποιητών και αποφαίνονται ότι η μουσική θα εκμηδενίση τας άλλας τέχνας, αι οποίαι σήμερον δεν κάμνουν τίποτε άλλο παρά να υποβοηθούν το έργον της μουσικής.
Και η επανάστασις αυτή των λέξεων έφερε φυσικά την επανάστασιν των δύο γραφομένων παρ’ ημίν γλωσσών αι οποίαι αργά η γρήγωρα θα καταλήξη να γίνουν μία, αδιάφορον ποία. Σήμερον χάρις εις την επανάστασιν των λέξεων εισήλθομεν ίσως και εις την λύσιν του γλωσσολογικού ζητήματος. Δεν έχομεν πλέον όπως προ δεκαετίας δημοτικήν και καθαρεύουσαν, αλλ’ έχομεν μίαν γλώσσαν είτε δημοτικώς γράφεται αύτη, είτε καθαρευόντως, παλλομένην από μουσικούς τόνους παρά γλυπτήν ως άψυχος πέτρα. Δημοτική και καθαρεύουσα εις τα γραφόμενα παρά των νεωτέρων είνε λέξεις και έννοιαι, αναφερόμεναι εις το παρελθόν.
Πρό δεκαπενταετίας θα ηδύνατο να ομιλή τις περί καθαρευούσης και δημοτικής, σήμερον δύναται να ομιλή περί νεο καθαρευούσης και περί νεο δημοτικής. Έχομεν δηλ και σήμερον διγλωσσίαν, αλλά διγλωσσίαν τείνουσαν να διαπλάτη μίαν γλώσσαν. Έχομεν την γλώσσαν την διαπλασθείσαν από τούς ορμηθέντας να γράφουν δημοτικά από την γλώσσαν του λαού, και η οποία γλώσσα σήμερον έχει ανυψωθή εις το ύψος της αποκαθαριξομένης καθαρευούσης διά της ενδελεχούς εργασίας πολλών αρτιστών, έχομεν την γλώσσαν την ανακαινισθείσαν από την γλώσσαν των λεξικών και των βιβλίων και η οποία σήμερον έχει προστρέξη αρκετά προς συνάντησίν της αδελφής της εν πνεύματι νεοδημοτικής γλώσσης. εις ποίον σημείον και κατά πόσον θα συναντηθούν αι δύο αύται νεοφιλολογικαί γλώσαι δεν δύναται να μάς είνε απολύτως γνωστόν, αρκούμεθα μόνον να πιστεύωμεν, ότι η μία θ’ αφομοιώση την άλλην. Τοιουτοτρόπως θ’ αποτελεσθή μία γλώσσα ενιαία εις την οποίαν το μέλλον θα δυνηθή, ίσως να εμπιστευθή το πάν, τοιουτοτρόπως θα έλθη ημέρα καθ’ ήν και η νέα αύτη γλώσσα θ’ αναθεματίζηται παρά των συγχρόνων της τεχνιτών και επαναστατικαί εκδηλώσεις θα υπάρξουν κατ' αυτών και νέαι αναγεννήσεις διαλέκτων θα αναφανώσι και νέοι αγώνες γλωσσολογικοί, διότι όσον συμπήγνυται μία γλώσσα τόσον και απονεκρούται, διότι όσον σταθερά και ωρισμένη και μεθοδική γίνεται τόσον στείρα δημιουργικών καλλιτεχνικών προϊόντων καθίσταται και τόσον γεννά αυτή η ιδία επαναστάσεις κατ’ αύτής. Τελεία λύσις γλωσσολογικού ζητήματος ποτέ ίσως δεν δύναται να υπάρξη άπαξ υπάρξη, θα λείψη η φιλολογική ζωή από τον τόπον, θα λείψουν αι νέαι διάνοιαι και οι νέοι αρτίσται, θα λείψη η ζωή απ’ αυτόν τον λαόν, ο ακοίμητος οργασμός των κοινωνιών. Η ρευστότης είνε η ζωή και η ύπαρξις των γλωσσών, θάνατος δε αυτών η σύμπηξίς των, οι ακλόνητοι κανόνες του συντακτικού των και της γραμματικής των. Όσον αποκαθαίρεται ξενικών στοιχείων, επηλύδων λέξεων, νέων εκφράσεων, πάσης καινοτομίας τέλος μία γλώσσα τόσον άψυχος γίνεται. Παράδειγμα η γλώσσα των υπηρεσιακών εγκυκλίων και εγγράφων, η οποία είνε ξηρά ως μούμια. Αι γλώσσαι, ομοιάζουν τας γυναίκας, διότι όπως και εκείναι και αυταί είνε προωρισμέναι να γονιμοποιούν και να παράγουν. Όταν μία όμορφη κόρη αγκαλιάζεται από όμορφο παλληκάρι θα φέρη εις το φώς εύρωστα καί σφριγώντα παλληκάρια, όταν αφεθή εις το ράφι θα γίνη μιά μαραζωμένη γεροντοκόρη, κινούσα τον οίκτον. Αι γλώσσαι, όπως τα πλατάνια λέγει κάποιος νεώτερος κριτικός, δεν ζουν παρά ανακαινίζοντα τον φλοιόν των, και τα όποια αφίνουν να πέσουν κάθε άνοιξιν μαζί με την φλοίδαν των και τα ονόματα των ερωμένων, τα χαραχθέντα επ'αυτών.
Έχομεν, λοιπόν, εν επαναστάσει τας δύο νεοελληνικός γλώσσας την νεοκαθαρεύουσαν και την νεοδημοτικήν. Η πρώτη απετίναξεν απ’ αυτής πάντα κανόνα δασκαλισμού, πάσαν ψυχράν καθηγητικήν διδασκαλίαν και εις τα γραφόμενα εν αυτή παρά των νέων παρουσιάζει μίαν ανατροπήν εξ ίσου ευχάριστον με την παρουσιαζομένην ανατροπήν εις την αρχικήν γλώσσαν του λαού με την οποίαν εκφράζονται τόσα ισχυρά ποιητικά ταλέντα παρ’ημίν. η σύνταξις της νεοκαθαρευούσης έχει ύποστή ωραίον αναρχικόν αναποδογύρισμα, αι δε λέξεις αναβράζουν εις αυτήν με όλην την γοητευτικήν έλξιν της μουσικής των απηχήσεως.
Εκεί όπου τα χονδρά πνεύματα των αστών, η δήθεν σκώπτουσα παρατηρητικότης των εφημερίδων ανακαλύπτει άγνοιαν γλωσσικήν, μαργαρίτας συντακτικούς και γραμματικούς, εκεί άκριβώς ύπάρχει η νέα ζωή της ανακαινιζομένης επί το ζωτικώτερον, της αναπλασσομένης επί το καλλιτεχνικώτερον γλώσσης. Αι νέαι και αι παλαιαί λέξεις προσλαμβάνουν τόρα ολονέν και αυξάνουσαν μουσικήν ηχηρότητα, έπειτα αερώδη τινά υπόστασιν διά μέσου της όποίας θα αναγινώσκει τις αυτήν την σκέψιν του τεχνίτου, διά μέσου της όποιας έρχεται τις εις άμεσον, όσον είνε δυνατόν να έλθη τις ποτέ εις άμεσον συνάφειαν με την σκέψιν κατ’ αυτήν την στιγμήν της γεννήσεώς της. Η αλλοίωσις της συνθετικής ιδιότητος των λέξεων δεν μας παρουσιάζει ενίοτε την απόστασιν ήτις έμφαίνεται σχεδόν πάντοτε καταφανής μεταξύ της σκέψεως και της εκφράσεως αυτής. Κάμνουν πολλάκις και αι λέξεις θαύματα απευθυνόμενα μόνον προς την καλλιτεχνικήν έννοιαν, οπόταν δεν οδηγεί αυτάς η γραμματική και το καθιερωμένον, αλλ’ η πνοή του καλλιτέχνου. Καθίσταται δηλ. η έκφρασις των λέξεων μεταφυσικωτέρα, αι δε λέξεις αποβάλλουν κατά πολύ τήν ψευδότητά των, χάνουν πολλάκις την βαρείαν και την ψευδή μάσκαν των. Βεβαίως εντός δημοσιογραφικού γραφείου το μυστήριον των λέξεων δεν δύναται να διευκρινισθή, ούτε μέσα εις τας λέξεις των συναναστροφών και των καφενείων. Την πεποίθησιν αυτήν την έχω ακράδαντον διότι εις τας λέξεις των δημοσιογραφικών βαναύσων γραψιμάτων, εις την καταναγκαστικήν ταύτην εργασίαν, κατά την οποίαν αι λέξεις δεν έχουν ποτέ την αληθή των έννοιαν ούτε την αληθή των αξίαν, έτυχε δυστυχώς ν’ αποπνίξω μίαν ζωήν ωραίαν. Αλλά και δεν πρέπει ν’αδική τις ένα δημοσιογράφον, όταν γράφη διαμαρτυρόμενος κατά των καλλιτεχνικών νέων εκφράσεων, οποίας υπερηφάνως τας παρουσιάζει εις τούς αναγνώστας του ως μαργαρίτας. Ό,τι αγνοεί αυτός, ότι δεν δύναται να εννοήση, ότι διαφεύγει την αντίληψιν του προς τας λέξεις, των αρχών του προς την ξηράν γραμματικήν και το ξηρόν συντακτικόν, πολύ φυσικά το θεωρεί ως άγνοιαν, ως σολοικισμόν του άλλου. Φαντάζομαι εάν ο συγγραφεύς του «Κωδονοκρούστου» έγραφεν ελληνικά όπως έχη γράψη εις ενα διήγημά του προκειμένου περί ενός τρελλού, ότι «εθαύμαζε τα κάτοπρα ως ανοικτά παράθυρα επί του απείρου», τί προσωπικάς ύβρεις θα εδέχετο ο πτωχός Ρόντεμπαχ, φαντάζομαι δε άκόμη εάν ό Στέφανος Μαλλαρμέ, ο Σωκράτης αυτός του δεκάτου έννάτου αίώνος, έγραφεν ελληνιστί το «Après-midi d’ un faune», πως θα ελιθοβολείτο εξ άπαντος ως και ο μακαρίτης άγιος, του οποίου το όνομα έφερεν. Αμφιβάλλω δε εάν θα έστεργον να μη ονομασθή αγράμματος εάν έτυχε να έγραφεν ελληνιστί εις μίαν ερημικήν γωνίαν της Ελλάδος ο κ. Elemir Bourges, ο συγγραφεύς του «Τα πτηνά φεύγουν και τα άνθη πίπτουν». Εάν κατεδέχετο δε κανέν εικονογραφημένον περιοδικόν να του δημοσιεύση το μυθιστόρημά του το «Λυκόφως των θεών», η δυστυχής ελλανόδικος επιτροπή, ήτις θ’ ανεγίνωσκε το έργον του θα ήναγκάζετο να σχίση τα ρούχα της.
Εξ ίσου ωραία είνε η επανάστασις των λέξεων εις την δευτέραν γλώσσαν την νεοδημοτικήν. Πολυαριθμότεροι οι επαναστάται εδώ, λαμπρότερα τα αναρχικά των κατορθώματα. η επανάστασις της ελληνικής ποιήσεως, αξίζει ιδιαίτερον κεφάλαιον και θα επιχειρήσωμεν μίαν ημέραν να ομιλήσωμεν ειδικώτερον περί αυτής. Εάν ο Σολωμός ανεγεννάτο σήμερον θα εχειροκρότει με τας δύο χείρας του την επελθούσαν ποιητικήν αλλοίωσίν. Εκλεκτή χορεία νέων ποιητών προεξάρχοντος του κ. Κωστή Παλαμά εν υψηλή πτήσει, εργαζομένων εν εμπνεύσει και καλλιτεχνική αποβλέψει, ποιητών ως ο κ. Γρυπάρης, ο κ. Καμπύσης, ο κ. Πορφύρας, ο κ. Παπαντωνίου εις μερικά τελευταία ποιήματα, ο κ. Μαλακάσης, ο κ. Βασιλικός, κτλ. ανύψωσαν την ταπεινήν γλώσσαν των αγρών εις ύψος ποιητικής γλώσσης, έδωσαν εις τας λέξεις τας περιφρονημένας τιμήν έκφράσεως, τιμήν αισθήματος, τιμήν αριστοκρατίας. Κατά τήν τελευταίαν τετραετίαν μάλλον η ελληνική ποίησις ήρχισεν εισχωρούσα εις την μουσικήν και φέρουσα προς την απήχησιν του τόνου με βιαίαν ορμήν τούς στίχους της. Χειραφετηθέντες οι ποιηταί από τον αλεξανδρινόν στίχον, ηλευθερίασαν με τούς ελευθέρους ρυθμούς και επικοινώνησαν κατά το μάλλον και ήττον ο εις περισσότερον του άλλου με την συνεχή μελωδίαν θα έλεγε τις των Βαγνερείων έργων. Απτότερον το αποτέλεσμα τούτο απαντώμεν εις την εκλάμπρως σκοτεινήν ποίησιν του κ. Γιάννη Α Καμπύση. Όπως τα επαναστατικά δράματά του μάς ενθυμίζουν την υψηλήν πνοήν του Ίψεν και την βαυκαλιστικήν ποίησιν του Μαίτερλίνγκ, ούτω τα ποιήματα του «Βιβλίου των Συντριμιών» μάς δίδουν ένα παλμόν μεγαλοδύναμον Βαγνερείου ορχήστρας. η ποίησις του κ. Καμπύση χειραφετημένη πλέον και από τας καταναγκαστικάς απαιτήσεις του κ. Ψυχάρη, η έκφρασις αύτής χειραφετημένη από πάσαν ιταλικήν μελωδικότητα μας ανοίγει ένα ορίζοντα βαθύτατον. Κατόπιν της επαναστάσεως ταύτης των ποιητών δύνανται ούτοι να επανέλθουν πάλιν εις τον Αλεξανδρινόν στίχον, δεν θα μάς κουράσουν, θα μάς αποδώσουν αυτόν μουσικώτερον, εύηχον, καθόλου γλυπτώς αβίαστον, όπως συμβαίνει εις τα τελευταία ωραία ποιήματα του κ. Κωστή Παλαμά.
Εις την ποίησιν ταύτην των τελευταίων ετών αι λέξεις ήκολούθησαν θαυμαστώς την γενικήν επαναστατικήν τάσιν του παγκοσμίου πνεύματος, εβαπτίσθησαν εις το μουσικόν ρεύμα το συγκλονίζον την παγκόσμιον καλλιτεχνίαν. Πολλαί αυτών προσέλαβον μίαν αόριστον και αμφίβολον σημασίαν, μουσικώς υποσημαίνουσαι το πράγμα, ωσεί διά μέσου νεφέλης απηχούσαι, πολλαί δε άπέβαλον την μέχρι τούδε κοινότοπον σημασίαν των και προσέλαβον ωσεί εν αναβαπτίσει νευρικόν παλμόν. Εν γένει δε από το όλον της επαναστάσεως ταύτης των λέξεων πνέει αύρα μεταβάσεως προς εποχήν αν όχι άγνωστον άπολύτως, αλλά νέαν καί ώραίαν ώς κόσμος πρωτόπλαστος, η οποία θα εγκυμονήση εξ άπαντος ωραιότερον πνευματικόν κόσμον, καθ' όν οι ποιηταί και οι συγγραφείς ή θα ομιλούν με νέαν πάντοτε απήχησιν και με νέαν σημασίαν ή θα παύσουν να ομιλούν καθόλου, διότι το να επανέλθουν εις την γλώσσαν της δημοσιογραφίας και εις την γλώσσαν του τσοπάνου θα ήτο καλλιτεχνική αδυναμία, επομένως κατάστασις η oποία ζήτημα αν θα ωδήγει πρός πρόοδον.
Μ π ο έ μ
__________________
(*) Οι “Ελεύθεροι Πολιορκούμενοι”, Άπαντα Διονυσίου Σολωμού.
VARIATIONS ΣΕ ΓΝΩΣΤΟ ΚΟΙΝΟ ΘΕΜΑ
ΥΙΙΟ ΠΕΤΡΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ
Το
μυστικό μου !
τό μυστικό μου ποιός
μόχει πάρει;
Μιάν άχνα τύλιγε εκειό
το βράδυ,
μιάν άχνα τύλιγε το φεγγάρι·
μιά νέκρα γύρω·
οι γρύλλοι
σώπαιναν.
τα κυπαρίσσια,
ουτ'
ανάσαιναν τα κυπαρίσσια στο δρόμο
κάτου.
Κ ’ είδαν —
μα δεν τον
γνώρισαν τον καβαλλάρη,
τόν καβαλλάρη
που το σούρπωμα είχε περάσει
και
πάει σαν άνεμος και χάθηκε μες στα δάση·
Το
μυστικό μου,
το μυστικό μου ποιός
μόχει πάρει ;
Και δεν μου χτύπησε
κανείς τη θύρα,
κι άλλος δεν πέρασε
εκειό το βράδυ,
άλλος δεν πέρασε στο
δρόμο κάτου·
άλλος δεν πέρασε παρά
η κόρη
η άρρωστη του βασιλιά,
κ’
έπαιζε ο ήλιος (με τι θλίψη!)
στα
μαραμένα της μαλλιά·
κ' οι γρύλλοι
σώπαιναν,
κι ούτε ανάσαιναν τα
κυπαρίσσια στο δρόμο κάτου.
Κ'
είδαν τάχα — κ' είπαν άκουσαν στο
σκοτάδι,
κ’ είπαν είδαν —
ποιοι
; —ξέρω γω ;
κάποιους ίσκιους πόφευγαν
τρομασμένοι
προς τον έρημο πέρα
γιαλό.
Και
πέρασα μιά αυγή απ' το σπίτι πάλε,
μιά
αυγή που γέλαγε ένας ήλιος
και που
ένα όνειρο άνοιξης μηνούσε·
και
πέρασα από το παλιό το σπίτι πάλε·
Νέκρα
τριγύρω·
στην αυλή τα σκόρπια φύλλα,
τα ξερά τα φύλλα μες στο χιόνι
μου
πρόδωσαν το πέρασμα μιας μπόρας.
Και
στάθηκα—
καπνός δε θόλωνε απ’ το
τζάκι τον αγέρα,
ψυχή πουλιού δεν
έχυνε έναν ήχο
κ’ έχασκε στάδειο
πέρα τάδειο παραθύρι.
Το μυστικό που
μόκρυβαν τα κυπαρίσσια !
τα όρθά
ψηλά, τάσάλευτα τα κυπαρίσσια !
Και
πέρασα—και δεν εχτύπησα τη θύρα.
μα
κάποια χνάρια το κατόπι πήρα,
τα
χνάρια πόφευγαν στο χιόνι απάνου,
κάποια
χνάρια που χάνονταν βαθιά στο δάσος.
Πέτρος Βασιλικός
____________________
Πηγές
Στέλλα Κουρμπανά, “Όψεις του Βαγκνερισμού στον Ελληνικό 19ο αιώνα”, Διδακτορική Διατριβή, Τμήμα Μουσικών Σπουδών – Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα 2017
https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/41961