Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

ΜΟΝΑΧΟ 1923 ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ – ΜΕΡΟΣ Α’

 

Χρονογράφημα από την ταξιδιωτική σειρά “Το Εμπρός ανά την Ευρώπην” περιοδεία στη Βόρεια κυρίως Ευρώπη που έκανε ο Δημ. Χατζόπουλος το καλοκαίρι του 1923. Ο Χατζόπουλος γνώριζε καλά τα κατατόπια, για μιά δεκαετία είχε γυρίσει σχεδόν όλη τη Γερμανία, στο Μόναχο άλλωστε είχε εγκατασταθεί παλιότερα και ο αδελφός του Κώστας. Ξενίζει τον σημερινό αναγνώστη η φράση “ότε δεν την είχε κατακτήση ο εβραϊσμός (τη Γερμανία)”. Είμασταν ακόμη στο 1923, ο ναζισμός βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα, ο αντισημιτισμός όμως στο γερμανικό κοινό αίσθημα ήταν ήδη σημαντικά διαδεδομένος. Ο Χατζόπουλος ήταν παιδί της εποχής του, τυφλά ερωτευμένος με την γερμανική κουλτούρα (το ημερολόγιο που κρατούσε το’γραφε στα γερμανικά, θα επανέλθω σ΄αυτό) ήταν επόμενο να επηρεαστεί από τον γερμανικό τρόπο σκέψης της εποχής που απέδιδε την ήττα στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο σε εβραϊκή συνωμοσία. Αλλά ας μην πάμε μακριά, και στην Ελλάδα με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το ελληνικό στοιχείο είδε με άσχημο μάτι την εβραϊκή κοινότητα της πόλης. Ακόμη και “προοδευτικοί” πολιτικοί όπως ο Ν. Γιαννιός, από τους πρωτεργάτες του σοσιαλισμού στην Ελλάδα πολέμησε με πάθος και αντιστάθηκε με όλα τα μέσα στην αναγνώριση της θεσσαλονικιάς εβραϊκής “Φεντερασιόν” στους κόλπους του ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος.

Γ.Χ.

Εμπρός” 6 Σεπτεμβρίου 1923
ΤΟ “ΕΜΠΡΟΣ” ΑΝΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗΝ
ΜΟΝΑΧΟΝ
Α’

Ολίγαι πόλεις όπως το Μόναχον έχουν να επιδείξουν τον πλούτον της αρχιτεκτονικής διακοσμήσεως του. Το κυριώτερον τμήμα του, ήτοι περίπου όλη η πόλις, είνε συνεχές καλλιτέχνημα. Το ένα λαμπρόν αρχιτεκτόνημα διαδέχεται το άλλο και δεν υπάρχει ίδρυμα δημόσιον, δημοτικόν, ιδιωτικόν μη εγκατεστημένον εις θαυμαστόν κτίριον. Όλοι δε οι ρυθμοί κοσμούν την πόλιν, από τον ελληνικόν έως τον νεογερμανικόν. Ασχημίαν δεν έχει καμμία γωνία της. Και αύτη η πελωρία Μπαβάρια, πληθωρική εις την χαλκίνην αναπαράστασιν της, παρά το πεδίον της οκτωβριανής εορτής του ζύθου, εντός της κεφαλής της οποίας ανέτως χωρεί δεκάς ανθρώπων, είνε καλά τοποθετημένη. Διά τον συμμετρικόν διάκοσμον του Μονάχου ειργάσθησαν βασιλείς, πολιτικοί, δημοτικοί άρχοντες, αρχιτέκτονες, καλλιτέχναι, επιστήμονες και παρέδωσαν εις τον λαόν πόλιν ωραίαν, αριστουργηματικήν.

Το ογκώδες δεν βαρύνει, ούτε εις τα μεγαλοπρεπέστερα ιδρύματά της. Τόσον ελαφρά η αρχιτεκτονική γραμμή. Αναλόγως προς την καλλιτεχνικήν διάθεσιν του κράτους, του δήμου, υπήρξε η των πολιτών. Εφιλοτέχνησαν αρχιτεκτονικάς επιτυχίας. Τμήματα του Μονάχου παρέχουν την εντύπωσιν, ότι οι οικοδομήσαντες εις αυτά ήσαν εμπνευσμένοι ποιηταί και όχι κοινοί θνητοί. Ορίστε το οικοδόμημα ακόμη της εφημερίδος των “Νεωτάτων Ειδήσεων του Μονάχου”. Μέγαρον μεγαλοπρεπείας. Τι άλλο δύναται να επιθυμίση αύτη η πόλις, η τα πάντα έχουσα περίλαμπρα και συμμετρικά; Την περεταίρω ανάπτυξίν της; Εις ταύτην ακολουθεί τας νεωτέρας τάσεις της βερολιναίας αρχιτεκτονικής, η οποία επεβλήθη καθ’όλην την κεντρικήν Ευρώπην, υπερέβη δε την Βαλτικήν, κατακτήσασα αρκετά και την Σκανδιναυίαν. Ο απηλλαγμένος της ψυχρότητος του κλασσικισμού, της κουράσεως της Αναγεννήσεως, της πλησμονής του γοήτρου, της βαρύτητος του μπαρόκ, της καταχρήσεως του ροκοκό νεογερμανικός ρυθμός, ο τείνων προς την απλότητα με νέα ήρεμα διακοσμητικά μοτίβα, κατά τρόπον ώστε να μην ενοχλήται ο οφθαλμός εις την ενατένισιν μακροτάτων μπουλβάρ, επικρατεί και εις τας νεωτέρας οικοδομάς του Μονάχου. Και έχει παρομοίως την επιτυχίαν του εις τας νέας επάυλεις των προαστείων. Εξοχικόν όραμα γίνεται εκεί η πόλις, εις τον ευρύν ορίζοντα με το πολύ φως και τους λευκούς κήπους, τας μοναχικάς κυπαρισσολεύκας. Ευχάριστα περιπατεί κανείς εις τα εξωτερικά μπουλβάρ προς την Νύμφενμπουργ και την Ρόμανστράσσε. Εις το τέρμα παραμένει αμετάβλητον το παλαιόν προάστειον με τα μικρά χαμηλά σπίτια, τα οποία έχουν να αφηγηθούν δια μίαν πολύ καλλιτέραν Γερμανίαν, την του απωτέρω παρελθόντος, ότε δεν την είχε κατακτήση ο εβραϊσμός. Παμμέγιστον μπουλβάρ υπάρχει εκεί, ευρυχωρώτατον, σκιαζόμενον υπό τετραπλής δενδροστοιχίας γηραιών φιλυρών και έχον εις το μέσον του την δροσιάν πλατειού καναλιού. Εις το βάθος του λευκάζει το ανάκτορον του Νύμφενμπουργ, αντικρύζον εις το αντίθετον, μακρυνόν άκρον του το ορφανοτροφείον. Αι Βερσαλίαι του Μονάχου ή Νύμφενμπουργ. Μικραί δεξαμεναί, λιμνίτσες περιβαλλόμεναι υπό χλοερών επιπέδων, αποτελούν τον μοναδικόν προ των ανακτόρων διάκοσμον. Επί μικρών βάσεων λίθινοι ερωτιδείς κρατούν το βαυαρικόν στέμμα, το οποίον δεν κατόρθωσε να εκτοπίση εκείθεν η σοσιαλδημοκρατία των μεταβατικών τούτων ημερών, προς τα έργα των οποίων κανείς δεν πιστεύει. Το λευκόν ανάκτορον με τας μακράς πτέρυγας του έχει το σχήμα τετραγώνου Ω. Είνε τόσο απλούν, όσον αφελέστερον δεν θα ηδύνατο να γίνη. Περνά τις υπό την στοάν του δια να μεταβή εις τον όπισθεν μεγάλον, ανοικτόν κήπον. Άνθη έχουν τα παρτέρρ του, δροσερά η χλόη και ο μεγάλος πίδαξ εις το μέσον εκτινάσσει εις αρκετόν ύψος την λευκήν στήλην του. Κατά μήκος των παρτέρρ αγάλματα βασιλέων και συμβολικών μορφών, τα οποία δεν είνε εντελως ανεπιτυχή. Απόμακρα εκατέρωθεν μεγάλαι σκιεραί δενδροστοιχίαι από πανυψήλους καστανέας, η ετέρα των οποίων γειτονεύει με τον βαθύσκιον Βοτανικόν κήπον. Ελάχιστοι περιπατηταί απαντώνται εις το μέρος και περισσότεροι δεν είνε οι επισκέπται των ανακτόρων, εις τας αίθουσας των οποίων βλέπει τις αντικείμενα της εκλειψάσης δυναστείας, ο βίος της οποίας έγινε και εδώ μουσείον με τους μελαγχολικούς φύλακας. Εκείθεν των ανακτόρων, προς το μικρόν προάστειον εκτείνεται το μακρόν τοξοειδές λευκόν οικοδόμημα του εργοστασίου πορσελάνης, το οποίον είνε επίσης κλειστόν. Αι ανήσυχοι ημέραι μας δεν γνωρίζουν τας λεπτότητας της τέχνης. Ανοικτόν μένει εις την αρχήν του μεγάλου μπουλβάρ το μικρόν καφενείον, όπου κελλνερίνες προσφέρουν την αένναον μπείραν υπό την σκιάν δένδρων. Πλησίον εγκατάστασις υπαιθρίων λουτρών ανδρών και γυναικών εις μικράν δεξαμενήν. Η σεμνοτέρα ίσως γωνία του Μονάχου με τον καλόν, ήρεμον χαρακτήρα της.

ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ


foto

https://www.ungeekenmunich.com/que-ver-en-munich/nymphenburg/

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

Ο ΑΤΙΜΑΣΜΕΝΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ – ΕΙΣ ΤΟ ΠΤΑΙΣΜΑΤΟΔΙΚΕΙΟΝ του ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Ο αγώνας των γυναικών για χειραφέτηση μέσα από τα χρονογραφήματα του Μήτσου Χατζόπουλου Μέρος Β’

Παραθέτω σήμερα δύο χρονογραφήματα του Μήτσου Χατζόπουλου που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα “Το Έθνος” το Γενάρη του 1926. Το πρώτο, προφανώς υπαγορευμένο από τη διεύθυνση της εφημερίδας και ως εκ τούτου χοντροκομμένο, προσπαθεί με εξοργιστικό τρόπο να δικαιολογήσει το μαχαίρωμα μιάς δεκαπεντάχρονης από τον αδελφό της “για λόγους τιμής”, ενώ το δεύτερο, που δημοσιεύτηκε την επόμενη μέρα, αναιρεί όσα γράφτηκαν την προηγούμενη εξιστορώντας πως καταδικάστηκε στο πταισματοδικείο ένας “άντρακλας” που έδερνε τις γυναίκες.

Το “Εθνος” θεωρούνταν “προοδευτική” εφημερίδα, δημοκρατικών αρχών, υπό τη διεύθυνση του Σπυρίδωνα Νικολόπουλου στάθηκε πάντα στο πλευρό της βενιζελικής παράταξης. Στην ουσία όμως η βενιζελική και η φιλομοναρχική παράταξη είχαν τις ίδιες απόψεις όσον αφορά τα κοινωνικά δικαιώματα, και ιδίως αυτά των γυναικών. Η εποχή δεν ήταν πρόσφορη για το γυναικείο κίνημα, η ελληνική κοινωνία ήταν ακόμη κλειστή και σθεναρά ανδροκρατούμενη, οι χειραφετημένες και ανεξάρτητες γυναίκες ενέπνεαν υποψία και αντιπάθεια. Ο Χατζόπουλος στο δεύτερο κείμενο, “Εις το Πταισματοδικείον” δειλά δειλά περνάει την άποψη ότι ο βίαιος μόρτης δεν αξίζει τη συμπάθειά μας, παρόλο που το κοινό είναι φανερά με το μέρος του. Ας δούμε τα δυο χρονογραφήματα.

Η πλατεία Ομονείας το 1927  (ΕΛΙΑ) 

Εθνος” 1926.01.10

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ

Το κακόμοιρον κατασφαγιασθέν κοράσιον προχθές. Μόλις ηρίθμει 16 Μαϊους και περίπου τόσα πλήγματα εδέχθη εκ της αδελφικής μαχαίρας. Κακούργος ο αδελφός; Μία λέξις, τόσον εύκολος εις την κοινήν χρήσιν. Εν τούτοις πολλοί ερωτούν:

- Πάρα πολλοί αδελφοί σφάζουν τας αδελφάς των. Συνεπώς η Ελλάς κατοικείται υπό κακούργων και μάλιστα κακούργων αδελφών;

Πρέπει να προσέξωμεν το ερώτημα. Είνε σοβαρώτατον. Κακούργος ο εις αδελφός, κακούργος ο άλλος, κακούργος ο τρίτος, κακούργος ο εκατοστός, κακούργος ο χιλιοστός; Διότι αυτά τα αδελφικά δράματα τιμής δεν τελειώνουν, δεν θέλουν να τελειώσουν. Συνεχίζονται κατά τον τραγικώτερον τρόπον. Άρα ενυπάρχει βαθύτερον αίτιον εις αυτά. Μη τυχόν το αίσθημα της τιμής; Δεν θέλομεν να το σκεφθώμεν, εφ’όσον έχομεν πρόχειρον τον χαρακτηρισμόν των: Κακούργος.

- Αγαπητή αδελφή, δεν είνε πράγματα αυτά. Σκέψου, ότι η κακή διαγωγή σου προσβάλλει και την οικογένειαν, εις την οποίαν ανήκεις. Δεν ειμπορώ να ακούω να ομιλούν γύρω μου με τόσην περιφρόνησιν, με τόσον εξευτελισμόν, δια το όνομά μας, δια το ονομά μου. Πρέπει να αλλάξεις διαγωγήν.

Το δεκαπενταετές οντάριον φόρα μίαν τρισπηχυαίαν γλωσσάραν: (Χειραφέτησις, καλέ).

- Και τι σε νοιάζει εσένα; Κλείσε τα μάτια σου και βούλωσε τα αυτιά σου. Ότι κάμνω αφορά εμέ. Είμαι ελευθέρα να κάμνω ό,τι θέλω και δεν έχω να δώσω λογαριασμόν εις κανένα.

Αδύνατος ο συμβιβασμός, εκτός αν ο αδελφός δεχθή, ότι η αδελφή του είνε ελευθέρα να τον ατιμάζη. Δεν το δέχεται και τιμωρεί. Κακούργος! Έστω. Αλλά ολίγον τι ή περισσότερον κακούργα δεν είναι και η άμυαλος αυτή αδελφή; Και δεν είνε διόλου κακούργος και εκείνος, όστις την ωθεί εις την ατιμίαν; Μόνη της δεν οδηγήθη προς αυτήν. Κάποιος θα είνε ο συνεργός, ο συνυπεύθυνος. Με δέκα μαχαιρίας εις το σώμα το πτωχόν κοράσιον αφηγήθη την ατυχίαν του. Ο τάδε, ο τάδε, ο τάδε υπήρξαν οι διαφθορείς της. Ο αρχικός, κάποιος ιερεύς της Τερψιχόρης, την ενάρκωσε δια να την διαφθείρη. Δυνάμεθα να πιστεύσωμεν ως αληθώς λέγουσαν κόρην 15 ετών, την οποίαν διεκδικεί ο θάνατος. Κακούργος, λοιπόν, ο αδελφός, διόλου δε κακούργος ο πραγματικός αίτιος του κακουργήματος;

Η κοινωνία, ήτις έχει εύκολον τον χαρακτηρισμόν δια τον τιμωρόν αδελφόν, διατί δεν τον έχει και δια τον πραγματικόν υπαίτιον του κακουργήματος; Τας περισσοτέρας φοράς, σχεδόν πάντοτε κατά κανόνα, ουδένα λόγον δίδει του εγκληματός του ο κυριώτερος ένοχος. Εις το τέλος απολογούμενος δύναται να ισχυρισθή και αυτός, ότι ευρέθη προ διαφθαρθείσης. Άνθρωποι, εις την κοινωνίαν ανήκοντες, είνε όλοι αυτοί οι διαφθορείς, των οποίων τα θύματα καταλήγουν εις την οικτροτέραν ανθρωπίνην κατάπτωσιν, οπότε δεν ειξεύρει τις αν δεν είνε αληθής απολύτρωσις δι’ αυτά η κακούργος τιμωρία του αδελφού. Αλλά τι πρέπει να να γίνη τέλος πάντων με τα ατελεύτητα ταύτα δράματα τιμής, τα οποία καταντούν συνέχεια άνευ τέλους; Να τα δεχθώμεν ως την βροχήν, ήτις είνε αναπόφευκτος; Συνήθως ζητείται η αυστηροτάτη τιμωρία του κακούργου αδελφού; Διατί; Γίνεται φονεύς εκ τέρψεως; Αλλά και αν τον τιμωρήσωμεν, ιδού την επομένην άλλος, διότι υπάρχει η αδελφή, διότι υπάρχει ο διαφθορεύς. Ενταύθα έχει λόγον ευρυτάτης δράσεως η προκομμένη γυναικεία χειραφέτησις αφ’ ενός, αλλά και το κράτος εξ’ άλλου. Τούτο οφείλει να επιβάλη ειδικόν νόμον προνοούντα περί της αυστηροτάτης τιμωρίας παντός διαφθορέως. Ίσως δεν πρέπει να υπάρξη σήμερον εις την Ελλάδα βαρυτέρα ποινή από την προς τον διαφθορέα, διότι ομολογούμεν την οικτράν έκλυσιν των ηθών, προερχομένην υπό των διαφθορέων. Παραπλεύρως χρειαζόμεθα την γυναικείαν δράσιν προς περισυλλογήν όλων, των παρασυρομένων νεαρών υπάρξεων εις την διαφθοράν. Να ιδρύσουν οι γυναικείοι σύλλογοι άσυλα, σωφρονιστήρια, υπό την κρατικήν προστασίαν, εις τα οποία να εγκλείωνται παρόμοιαι δυστυχούσαι υπάρξεις, όπως δια της εργασίας και της μεταμελείας επανευρίσκουν εις εαυτάς τον ενάρετον άνθρωπον. Τότε θα μειωθεί ο αριθμός των διαφθορέων και των διαφθειρομένων, αλλά και των δυστυχών κακούργων αδελφών.

ΕΙΣ


Εθνος” 1926.01.11

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

ΕΙΣ ΤΟ ΠΤΑΙΣΜΑΤΟΔΙΚΕΙΟΝ

Έλεγε πολίτης:

- Ουδέποτε μετέβην έως την ώραν εις το πταισματοδικείον, διότι δεν μου συνέβη να παραβώ αστυνομικήν διάταξιν. Κάποτε είνε κανείς τυχηρός. Αλλά προχθές την νύκτα μετέβην χωρίς να το θέλω ως αυτεπάγγελτος μάρτυς.

- Εφίλησε κανείς κάποιαν; τον ηρώτησαν οι ακροαταί του.

- Δεν ήτο τόσον ευγενής, καίτοι επρόκειτο και εις την περίπτωσιν ταύτην περί γυναικός. Διηρχόμην εκ της οδού Πειραιώς παρά την Ομόνοιαν, όταν είδον μόρτην αγορεύοντα υπεροπτικώς. Αστυφύλαξ τον ανέκρινε και εκείνος ηγόρευε. Ήσαν και τρεις γυναίκες, δια τας οποίας μετεχειρίζετο τας βαρβαροτέρας και βαναυσοτέρας εκφράσεις. Μάτην ο αστυφύλαξ του παρετήρει ευγενικώς ως να είχε να κάμη με μαρκήσιον το ολιγώτερον, ότι ώφειλε να παύση υβρίζων. Εξ όσων ηδυνήθην να αντιληφθώ, ιδού περί τίνος επρόκειτο. Ο νεαρός εκείνος συμπολίτης μας είχε πίη ένα ποτηράκι, αλλά η βαναυσολογία του δεν προήρχετο εκ του καταπληκτικού αυτού γεγονότος, διότι επί τέλους όλοι οι άνθρωποι πίνουν ένα ποτηράκι.

Ήθελε να κάμη τον αντάμην, τον βλάμην, τον παλληκαράν. Να τεθή υπεράνω όλων. Λοιπόν επετέθη κατά μίας γυνακός. Εκείνη τον απέκρουσε και την ερράπισε. Έφυγε η γυναίκα, αλλά την καταδίωξε και παρακάτω εσήκωσε το χέρι του δια να την ξαναρραπίση. Τον συνεκράτησε διερχόμενος πολίτης. Όλα αυτά ήθελε να ανατρέψη ο ταραξίας δια του ύφους του, των φωνών του, της υπεροχής του. Υπηρέτησε την πατρίς και αυτός το έχει υψηλά, το οποίον, τι θέλουν, ρε, αυταί αι παληογυναίκες; Τέτοιες δεν είνε; Ο αστυφύλαξ ήκουσε πάντα ταύτα ηρέμως. Τέλος είπε:

- Ορίστε εις το πταισματοδικείον, παρακαλώ.

- Μπράβο, το οποίον με την προθυμίαν, απήντησε ο μόρτης.

- Κανείς μάρτυς, παρακαλώ;

Ηκολούθησαν δύο, ο επεμβάς πολίτης και εις άλλος, τον οποίον επεκαλέσθη ο μόρτης προς υπεράσπισίν του. Ηκολούθησαν δε η ραπισθείσα γυνή και δύο άλλαι φίλαι της. Εκ περιεργίας μετέσχον εις την συνοδείαν. Εις το πταισματοδικείον τα πράγματα ήσαν ήρεμα, μόνος δε ανήσυχος και θορυβοποιός ήτο ο μόρτης. Επιγραφή εις τον τοίχον έλεγε: “Μη θορυβείτε”. Ταύτην, όπως και την σύστασιν του αστυφύλακος, δεν ήθελε να λάβη υπ’ όψιν του ο μόρτης, όστις ύβριζε, εφώναζε, το οποίον θα γίνη θυσία, διότι υπηρέτησε την πατρίς και συ, μωρή, μη βγάνης λέξιν, διότι θα σε περάσω από την σούβλαν.

Με την ιδίαν αυθάδειαν ωμίλει και κατά την σύντομον διαδικασίαν προ του δικαστηρίου, ενόμιζε δε κανείς, ότι διηύθυνε εκείνος την δίκην, έχων πάντοτε τον λόγον. Εθαύμασα την υπομονήν του δημοσίου κατηγόρου και την του πταισματοδίκου, ομολογώ δε, ότι αν ήμην εις τη θέσιν των θα του έβαζα φίμωτρον. Τέλος εκ των καταθέσεων απεδείχθη, ότι ουδείς είδε τον μόρτην ραπίσαντα την γυναίκα την πρώτην φοράν. Την δευτέραν τον συνεκράτησε ο διερχόμενος πολίτης. Ο μάρτυς της υπερασπίσεως εδήλωσε, ότι δεν είδε τίποτε. Θριαμβευτής τότε ο κατηγορούμενος ανέκραξε:

- Να ορκισθώ και εγώ. Το οποίον μηδέν, όθεν διατί, περικαλώ;

Τότε επροχώρησα προς το δικαστήριον και αφηγήθην το τι είδον και ήκουσα, χαρακτηρίσας τον κύριον βλαμάκην όστις και εις τον διάδρομον του δικαστηρίου ακόμη εξύβριζε τας γυναίκας χυδαιότατα, μίαν δε ηπείλησε, ότι θα επερνούσε εις την σούβλαν, καίτοι απέχομεν αρκετά από το Πάσχα. Προσέθεσα:

- Νομίζω ότι επιβάλλεται αυστηροτάτη η τιμωρία των τύπων τούτων, διότι πρέπει να αποκτήση τέλος πάντων αυτή η δυστυχισμένη πόλις κάποιαν τάξιν, ευπρέπειαν.

Ο δημόσιος κατήγορος επρότεινε την τιμωρίαν του κατηγορουμένου εις 100 δρ. πρόστιμον. Αλλά το δικαστήριον του επέβαλε την ποινήν 150 δραχμών και τριημέρου κρατήσεως.

- Επήρες εις τον λαιμόν σου τον άνθρωπον, παρετήρησε εις των ακροατών του αφηγουμένου.

- Ναι, απήντησε εκείνος, το σκέπτομαι και εγώ αυτό, αλλά έχω μίαν δικαιολογίαν, νομίζω. Ήτο “άνθρωπος”, είνε “άνθρωποι” παρόμοιοι τύποι, εις πολιτισμένην τέλος πάντων κοινωνίαν;

ΕΙΣ


(έπεται συνέχεια)

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

ΤΟ ΒΟΡΕΙΟΤΕΡΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Ο Μήτσος Χατζόπουλος το καλοκάιρι του 1923 άρχισε για λογαριασμό της εφημερίδας “Εμπρός” ένα ταξίδι στη Ευρώπη, Ιταλία, Αυστρία, Γερμανία και Σκανδιναβία, μέρη που γνώριζε καλά γιατί είχε περάσει τα νεανικά του χρόνια εκεί. Το αναγνωστικό κοινό της εποχής είχε ανάγκη από τέτοιου είδους αναγνώσματα, οι μνήμες της μικρασιατικής καταστροφής ήταν νωπές, οι εφημερίδες πρόσφεραν εύκολη φυγή από τη ζοφερή πραγματικότητα σε χαμηλή τιμή.
Το άρθρο αυτό αναφέρεται στην ολιγόωρη στάση που έκαναν με το καράβι στις αρχές Αυγούστου στην πόλη Vardø της Νορβηγίας, που βρίσκεται στο βορειότερο μέρος της χώρας, στον 70° παράλληλο, μέρος όπου το καλοκαίρι ο ήλιος δεν δύει σχεδόν ποτέ.

 Vardø σε μια φωτογραφία του 1920 (από το αρχείο μου)

Hedda Gabler είναι η πρωταγωνίστρια του ομώνυμου θεατρικού έργου του νορβηγού δραματουργού Henrik Ibsen που γράφτηκε το 1890. Ο Χατζόπουλος είχε ασχοληθεί εμπεριστατωμένα με τα έργα του Ίψεν πολλά χρόνια πριν, στο περιοδικό “Διόνυσος” που εξέδωσε το 1901 είχε δημοσιεύσει πολλές μεταφράσεις και άρθρα για το νορβηγό συγγραφέα.
Δεν είναι τυχαία η εμμονή του Χατζόπουλου στα λευκά δόντια της “Εδδας Γκάμπλερ”, εκείνη την εποχή μια υγιής οδοντοστοιχία
ήταν ένδειξη καλοζωίας, οικονομικής ευχέρειας, ο μέσος Έλληνας δεν είχε εύκολη πρόσβαση σε οδοντιατρικές φροντίδες…
* Πορτβίν είναι βέβαια το κρασί Πόρτο.

Εφημερίδα “Εμπρός” 3 Αυγούστου 1923
ΤΟ ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗΝ

ΕΙΣ ΕΝΑ ΛΙΜΑΝΙ

Εις τους δρόμους της σπουδαιοτέρας πόλεως της Φινμαρκίας Βάρδαι (Vardø Finnmark) κατά την δευτέραν πολύωρον διαμονήν μας εις αυτήν. Περασμένα μεσάνυκτα. Το πλοίον εδιπλάρωσε εις την μεγάλην ξύλινην αποβάθραν και μας απελευθέρωσε. Γυρίζομεν εις την υπερβόρειον νορβηγικήν πόλιν, κοιμωμένην υπό τον λάμποντα νυκτερινόν ήλιον. Η θάλασσα έχει βαθείας ιώδεις ανταυγείας, τόσον εντόνους, όπου μενεξεδένιοι βάφονται και οι λευκοί γλάροι, πετώντες κατά χιλιάδας εις τον λιμένα, εις την πόλιν, εις την ακρογιαλιάν, μέχρι της οποίας φθάνει ο καταπράσινος εαρινός τάπης της χλόης. Ησυχία. Ψυχρίτσα κάμνει και ποθούμεν ολίγον ζεστόν καφέ, τσάϊ, αλλά όλα είνε κατάκλειστα. Εις αναπεπταμένον πράσινο χώρον βλέπομεν καλόν ξύλινον οίκον και εις τον ηλεκτρικόν γλόμπον του προ της θύρας διαβάζομεν Οτέλ. Ανεβαίνομεν την σκαλίτσαν. Κλειστή η θύρα. Ητοιμαζόμεθα να απέλθωμεν, όταν άνοιξε και εις το πλαίσιόν της ενεφανίσθη νεαρά γυναίκα. Εφορούσε μεγάλον ψάθινον καπέλλο ιόχρωμον, όπως τα νερά του λιμένος, αδιακόσμητον όπως οι γυμνοί γήλοφοι της πόλεως. Κυανούν ήτο το κοντόν φόρεμά της. Εφαίνετο, ότι επρόκειτο να εξέλθη. Αν μπορούσαμε να είχαμε καφέ; Πολύ παρακαλούσε. Και υπεχώρησε εις την είσοδον. Εισήλθομεν και ηκούσαμεν τόνους μουσικής. Πιάνο, βιολί. Μας ήνοιξε την θύραν του σαλονιού. Ο νορβηγικός χαρακτήρ. Ευρεία αίθουσα με γκρενά τοίχους ξύλινους και λευκήν λακέ χαμηλήν οροφήν. Άσπρα παραπετάσματα εις τα παράθυρα και μακρά σειρά γλαστρών· από ωραιωτάτας πορσελάνας. Τριανταφυλλιές, γαρουφαλιές, τουλίπαι, άλλα ζωηρόχρωμα άνθη. Τα κάδρα επλαισίωναν βόρεια χιονισμένα τοπία, ευμελείς αγελάδας βοσκούσας εις πράσινα λειβάδια, νορβηγίδας με τα κόκκινα κοστούμια. Εις το πιάνο έπαιζε μελαχροινός νέος 22 ετών, πλησίον του δε υψηλός ανήρ εστήριζε εις τα γόνατά του βιολί, το άκρον του οποίου εκρατούσε με τον λαιμόν του και το έπαιζε ως βιολοντσέλλο. Βραδεία, λυπητερή ήτο η μουσική. Η “μαρς φυνέμπρ” του Σωπέν. Εχαιρετίσαμεν σιγά και εκαθήσαμεν εις τον καναπέ. Η γυναίκα εσήμανε. Ελαφρά ήνοιξε η θύρα του βάθους και ενεφανίσθη νεαρά υπηρέτρια καλοβαλμένη. Κάτι της εψιθύρισε η κυρία. Έπειτα επήγε και εστάθη εις το βάθος παραθύρου και εκύτταζε έξω την πράσινην χλόην, τους μενεξέδες των νερών, τον χρυσόν νυκτερινόν ήλιον, ακίνητη, ρεμβώδης. Έδδα Γκάμπλερ; Η μουσική επροχώρησε βραδεία, πένθιμος και μελαγχολικά ακκόρδα επροξενούσαν αλλόκοτην εντύπωσιν εις το κλειστόν σαλόνι με τον ήλιον της νύκτας έξω. Η υπηρέτρια εκόμισε τον καφέν με σωρόν γλυκισμάτων, ελαφρά ως πεταλούδα. Έφυγε και ανεπήχητα ήσαν τα υψηλά τακούνια της εις το λινέλαιον του πατώματος. Κάποτε ετελείωσε ο Σωπέν. Ανεπνεύσαμεν. Οι δύο μουσικοί επεξετάθησαν εις φαιδρότερα πράγματα. Τέλος κατέληξαν εις το φοξ τροτ. Ο υψηλός ξανθός κύριος μας είπε εις αγγλικήν γλώσσαν: “Παρακαλώ, δεν χορεύετε με την κυρίαν;” Εχορεύσαμεν. Εκείνη είπε δύο λέξεις με αόριστον μειδίαμα, έπειτα επήγε πάλιν εις το παράθυρον και εκύτταζε έξω την πράσιμην χλόην, τους μενεξέδες των νερών του λιμανιού, τον χρυσόν νυκτερινόν ήλιον.

Καφετοποτούμεν. Οι δύο άνδρες σηκώνονται. Μας κοιτάζουν, τους κοιτάζομεν. Διακεκομμέναι φράσεις εις την νορβηγικήν, την αγγλικήν, την σουηδικήν, την γερμανικήν, την γαλλικήν. Ταξιδεύομεν; Ά, για σο … Μπορούμε να μη βιασθώμεν. Το πλοίο θα φύγη πολύ αργά. Αλλά παρισινοί, λοιπόν, είμεθα και ομιλούμεν τόσον τελείως την γαλλικήν; “ολως διόλου”. Τι τέλος πάντων; Νοτιοχωρίται. Ώ, για, σο… Και πως από εδώ; Να, έτσι. Κάποιος μικρός περίπατος. Η Έδδα Γκάμπλερ αφήνει το παράθυρον, πλησιάζει εις το τραπέζι. Κάτι λέγει και μειδιά, ίσως δια να δείξη τα λευκά δόντια της. “Η κυρία μου”, συνιστά ο υψηλός ξανθός ανήρ, ο και ξενοδόχος, και φορεί τώρα τα γάντια του. Η Έδδα Γκάμπλερ κυρία ξενοδόχου; Συμπληρώνονται αι συστάσεις και πληροφορούμεθα, ότι ο νεαρός μελαχροινός κύριος είνε καταγωγής σκωτικής, εγεννήθη εις την Ρωσσίαν, έζησε εις το Παρίσι, όπου εσπούδασε μουσικήν κατόπιν περιεπλέχθη εις εμπορικάς υποθέσεις και μίαν ημέραν ήλθε εδώ δια δύο εβδομάδας, δια κάποια φορτία ψαριών και έμεινε οκτώ μήνας. Ο κ. ξενοδόχος επιβεβαιοί, η Έδδα Γκάμπλερ μειδιά. Έξω οξείας λαλιάς έχουν τα σμήνη των λευκών γλάρων. Μερικοί έρχονται εις τα παράθυρα του σπιτιού.

- Αλλά πρέπει να πιούμε μίαν μπουκάλαν Πορτβίν, λέγει ο ξενοδόχος και σηκώνεται.
Μετά πέντε λεπτά επανέρχεται φέρων πελώριαν κρυσταλλένιαν φιάλην με αργυράν βάσιν. Το κόκκινον κρασί σπινθηροβολεί εις τα μικρά ποτήρια με τον υψηλόν λαιμόν. Ιεροτελεστία η πρόποσις, κατά την συνήθειαν των βορείων. Ύψωμα του ποτηριού προ του προσώπου, ενατένισις ζωηρά κατά πρόσωπον, φωνή: “Σκολ!” Πίνομεν μία, δύο, τρεις φιάλας και αι λευκαί νυκτεριναί ώραι ατελεύτητοι “Σκολ!” Λαμβάνομεν την τιμήν να πίωμεν υπέρ της ευημερίας του ξενοδοχειακού οίκου και της κυρίας Έδδας Γκάμπλερ, η οποία δεν παύει να δεικνύη τους λευκούς οδόντας της. Φλυαρούμεν. Μη τυχόν εσφύριξε το βαπόρι; Α, όχι ακόμη. Έχομεν απέραντον καιρόν. “Σκολ!” Τα πράγματα καθίστανται ενδιαφέροντα. Ο κ. ξενοδόχος αφηγείται ανέκδοτα, ο νεαρός αγγλορωσσογάλλος κύριος έχει χιούμορ, η Έδδα Γκάμπλερ πίνει μαζί μας και μας κοιττάζει όλους με κάποιαν ειρωνικήν υπεροψίαν. Αλλά κάποτε πρέπει να πηγαίνωμεν. Έξω εις την χλόην φωτογραφούμεθα εις τον ήλιον, τυλιγμένοι εις τα παλτά μας. Παγερά φυσά το αεράκι από τα χιόνια πέρα. Το πλοίον σφυρίζει. Μας συνεδεύουν εις την προκυμαίαν. Εισερχόμεθα εις το σκάφος. Πρέπει να πιούμεν ολίγον Πορτβίν ακόμη, μονάχα μίαν φιάλην για τον καλόν αποχαιρετισμόν. Σημαίνομεν εις το σαλονι του πλοίου και προσέρχεται η Μάργκιτ. Υψηλή, λευκή την επιδερμίδα, την εμπροσθέλλαν, αλλά σκληρόν το βέτο της. Τέτοιαν ώραν Πορτβίν; Το μπουφφέ είναι κλειστόν. Επεμβαίνει ο ξενοδόχος και η άρνησις της Μάργκιτ κάμπτεται. Τι διάβολο, πρόκειται περί αποχαιρετισμού καλών φίλων. Ολίγον ακόμη και θα έλεγε στενών φίλων. Γεμίζονται τα ποτηράκια γοργά, το πλοίον συνταράσσεται από την εις κίνησιν θετομένην μηχανήν. “Σκολ!” Ένα ποτηράκι ακόμη. Δεν πειράζει έχετε καιρόν, προσθέτομεν ημείς τώρα. Εις την άκρην του πλοίου βιαστικοί αποχαιρετισμοί. Λέγω προς τον νεαρόν κύριον: “Και πότε με το καλό θα τελειώσετε το φόρτωμα των ψαριών;” - “Τι μπορώ να ξέρω, φίλε μου;” Η Έδδα Γκάμπλερ χαμογελά,. Βέβαια δια να δείξη τα λευκά της δόντια δια τελευταίαν φορά. Πηδούν εις την προκυμαίαν.
Επί τέταρτον εβλέπαμεν εις αυτήν κινούμενα τα καπέλλα των δύο κυρίων και το μανδήλι της Έδδας Γκάμπλερ. Έπειτα δεν εβλέπαμεν παρά την απέραντον παγωμένην θάλασσαν ενώπιόν μας.

ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ