Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

ΤΟ ΒΟΡΕΙΟΤΕΡΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Ο Μήτσος Χατζόπουλος το καλοκάιρι του 1923 άρχισε για λογαριασμό της εφημερίδας “Εμπρός” ένα ταξίδι στη Ευρώπη, Ιταλία, Αυστρία, Γερμανία και Σκανδιναβία, μέρη που γνώριζε καλά γιατί είχε περάσει τα νεανικά του χρόνια εκεί. Το αναγνωστικό κοινό της εποχής είχε ανάγκη από τέτοιου είδους αναγνώσματα, οι μνήμες της μικρασιατικής καταστροφής ήταν νωπές, οι εφημερίδες πρόσφεραν εύκολη φυγή από τη ζοφερή πραγματικότητα σε χαμηλή τιμή.
Το άρθρο αυτό αναφέρεται στην ολιγόωρη στάση που έκαναν με το καράβι στις αρχές Αυγούστου στην πόλη Vardø της Νορβηγίας, που βρίσκεται στο βορειότερο μέρος της χώρας, στον 70° παράλληλο, μέρος όπου το καλοκαίρι ο ήλιος δεν δύει σχεδόν ποτέ.

 Vardø σε μια φωτογραφία του 1920 (από το αρχείο μου)

Hedda Gabler είναι η πρωταγωνίστρια του ομώνυμου θεατρικού έργου του νορβηγού δραματουργού Henrik Ibsen που γράφτηκε το 1890. Ο Χατζόπουλος είχε ασχοληθεί εμπεριστατωμένα με τα έργα του Ίψεν πολλά χρόνια πριν, στο περιοδικό “Διόνυσος” που εξέδωσε το 1901 είχε δημοσιεύσει πολλές μεταφράσεις και άρθρα για το νορβηγό συγγραφέα.
Δεν είναι τυχαία η εμμονή του Χατζόπουλου στα λευκά δόντια της “Εδδας Γκάμπλερ”, εκείνη την εποχή μια υγιής οδοντοστοιχία
ήταν ένδειξη καλοζωίας, οικονομικής ευχέρειας, ο μέσος Έλληνας δεν είχε εύκολη πρόσβαση σε οδοντιατρικές φροντίδες…
* Πορτβίν είναι βέβαια το κρασί Πόρτο.

Εφημερίδα “Εμπρός” 3 Αυγούστου 1923
ΤΟ ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗΝ

ΕΙΣ ΕΝΑ ΛΙΜΑΝΙ

Εις τους δρόμους της σπουδαιοτέρας πόλεως της Φινμαρκίας Βάρδαι (Vardø Finnmark) κατά την δευτέραν πολύωρον διαμονήν μας εις αυτήν. Περασμένα μεσάνυκτα. Το πλοίον εδιπλάρωσε εις την μεγάλην ξύλινην αποβάθραν και μας απελευθέρωσε. Γυρίζομεν εις την υπερβόρειον νορβηγικήν πόλιν, κοιμωμένην υπό τον λάμποντα νυκτερινόν ήλιον. Η θάλασσα έχει βαθείας ιώδεις ανταυγείας, τόσον εντόνους, όπου μενεξεδένιοι βάφονται και οι λευκοί γλάροι, πετώντες κατά χιλιάδας εις τον λιμένα, εις την πόλιν, εις την ακρογιαλιάν, μέχρι της οποίας φθάνει ο καταπράσινος εαρινός τάπης της χλόης. Ησυχία. Ψυχρίτσα κάμνει και ποθούμεν ολίγον ζεστόν καφέ, τσάϊ, αλλά όλα είνε κατάκλειστα. Εις αναπεπταμένον πράσινο χώρον βλέπομεν καλόν ξύλινον οίκον και εις τον ηλεκτρικόν γλόμπον του προ της θύρας διαβάζομεν Οτέλ. Ανεβαίνομεν την σκαλίτσαν. Κλειστή η θύρα. Ητοιμαζόμεθα να απέλθωμεν, όταν άνοιξε και εις το πλαίσιόν της ενεφανίσθη νεαρά γυναίκα. Εφορούσε μεγάλον ψάθινον καπέλλο ιόχρωμον, όπως τα νερά του λιμένος, αδιακόσμητον όπως οι γυμνοί γήλοφοι της πόλεως. Κυανούν ήτο το κοντόν φόρεμά της. Εφαίνετο, ότι επρόκειτο να εξέλθη. Αν μπορούσαμε να είχαμε καφέ; Πολύ παρακαλούσε. Και υπεχώρησε εις την είσοδον. Εισήλθομεν και ηκούσαμεν τόνους μουσικής. Πιάνο, βιολί. Μας ήνοιξε την θύραν του σαλονιού. Ο νορβηγικός χαρακτήρ. Ευρεία αίθουσα με γκρενά τοίχους ξύλινους και λευκήν λακέ χαμηλήν οροφήν. Άσπρα παραπετάσματα εις τα παράθυρα και μακρά σειρά γλαστρών· από ωραιωτάτας πορσελάνας. Τριανταφυλλιές, γαρουφαλιές, τουλίπαι, άλλα ζωηρόχρωμα άνθη. Τα κάδρα επλαισίωναν βόρεια χιονισμένα τοπία, ευμελείς αγελάδας βοσκούσας εις πράσινα λειβάδια, νορβηγίδας με τα κόκκινα κοστούμια. Εις το πιάνο έπαιζε μελαχροινός νέος 22 ετών, πλησίον του δε υψηλός ανήρ εστήριζε εις τα γόνατά του βιολί, το άκρον του οποίου εκρατούσε με τον λαιμόν του και το έπαιζε ως βιολοντσέλλο. Βραδεία, λυπητερή ήτο η μουσική. Η “μαρς φυνέμπρ” του Σωπέν. Εχαιρετίσαμεν σιγά και εκαθήσαμεν εις τον καναπέ. Η γυναίκα εσήμανε. Ελαφρά ήνοιξε η θύρα του βάθους και ενεφανίσθη νεαρά υπηρέτρια καλοβαλμένη. Κάτι της εψιθύρισε η κυρία. Έπειτα επήγε και εστάθη εις το βάθος παραθύρου και εκύτταζε έξω την πράσινην χλόην, τους μενεξέδες των νερών, τον χρυσόν νυκτερινόν ήλιον, ακίνητη, ρεμβώδης. Έδδα Γκάμπλερ; Η μουσική επροχώρησε βραδεία, πένθιμος και μελαγχολικά ακκόρδα επροξενούσαν αλλόκοτην εντύπωσιν εις το κλειστόν σαλόνι με τον ήλιον της νύκτας έξω. Η υπηρέτρια εκόμισε τον καφέν με σωρόν γλυκισμάτων, ελαφρά ως πεταλούδα. Έφυγε και ανεπήχητα ήσαν τα υψηλά τακούνια της εις το λινέλαιον του πατώματος. Κάποτε ετελείωσε ο Σωπέν. Ανεπνεύσαμεν. Οι δύο μουσικοί επεξετάθησαν εις φαιδρότερα πράγματα. Τέλος κατέληξαν εις το φοξ τροτ. Ο υψηλός ξανθός κύριος μας είπε εις αγγλικήν γλώσσαν: “Παρακαλώ, δεν χορεύετε με την κυρίαν;” Εχορεύσαμεν. Εκείνη είπε δύο λέξεις με αόριστον μειδίαμα, έπειτα επήγε πάλιν εις το παράθυρον και εκύτταζε έξω την πράσιμην χλόην, τους μενεξέδες των νερών του λιμανιού, τον χρυσόν νυκτερινόν ήλιον.

Καφετοποτούμεν. Οι δύο άνδρες σηκώνονται. Μας κοιτάζουν, τους κοιτάζομεν. Διακεκομμέναι φράσεις εις την νορβηγικήν, την αγγλικήν, την σουηδικήν, την γερμανικήν, την γαλλικήν. Ταξιδεύομεν; Ά, για σο … Μπορούμε να μη βιασθώμεν. Το πλοίο θα φύγη πολύ αργά. Αλλά παρισινοί, λοιπόν, είμεθα και ομιλούμεν τόσον τελείως την γαλλικήν; “ολως διόλου”. Τι τέλος πάντων; Νοτιοχωρίται. Ώ, για, σο… Και πως από εδώ; Να, έτσι. Κάποιος μικρός περίπατος. Η Έδδα Γκάμπλερ αφήνει το παράθυρον, πλησιάζει εις το τραπέζι. Κάτι λέγει και μειδιά, ίσως δια να δείξη τα λευκά δόντια της. “Η κυρία μου”, συνιστά ο υψηλός ξανθός ανήρ, ο και ξενοδόχος, και φορεί τώρα τα γάντια του. Η Έδδα Γκάμπλερ κυρία ξενοδόχου; Συμπληρώνονται αι συστάσεις και πληροφορούμεθα, ότι ο νεαρός μελαχροινός κύριος είνε καταγωγής σκωτικής, εγεννήθη εις την Ρωσσίαν, έζησε εις το Παρίσι, όπου εσπούδασε μουσικήν κατόπιν περιεπλέχθη εις εμπορικάς υποθέσεις και μίαν ημέραν ήλθε εδώ δια δύο εβδομάδας, δια κάποια φορτία ψαριών και έμεινε οκτώ μήνας. Ο κ. ξενοδόχος επιβεβαιοί, η Έδδα Γκάμπλερ μειδιά. Έξω οξείας λαλιάς έχουν τα σμήνη των λευκών γλάρων. Μερικοί έρχονται εις τα παράθυρα του σπιτιού.

- Αλλά πρέπει να πιούμε μίαν μπουκάλαν Πορτβίν, λέγει ο ξενοδόχος και σηκώνεται.
Μετά πέντε λεπτά επανέρχεται φέρων πελώριαν κρυσταλλένιαν φιάλην με αργυράν βάσιν. Το κόκκινον κρασί σπινθηροβολεί εις τα μικρά ποτήρια με τον υψηλόν λαιμόν. Ιεροτελεστία η πρόποσις, κατά την συνήθειαν των βορείων. Ύψωμα του ποτηριού προ του προσώπου, ενατένισις ζωηρά κατά πρόσωπον, φωνή: “Σκολ!” Πίνομεν μία, δύο, τρεις φιάλας και αι λευκαί νυκτεριναί ώραι ατελεύτητοι “Σκολ!” Λαμβάνομεν την τιμήν να πίωμεν υπέρ της ευημερίας του ξενοδοχειακού οίκου και της κυρίας Έδδας Γκάμπλερ, η οποία δεν παύει να δεικνύη τους λευκούς οδόντας της. Φλυαρούμεν. Μη τυχόν εσφύριξε το βαπόρι; Α, όχι ακόμη. Έχομεν απέραντον καιρόν. “Σκολ!” Τα πράγματα καθίστανται ενδιαφέροντα. Ο κ. ξενοδόχος αφηγείται ανέκδοτα, ο νεαρός αγγλορωσσογάλλος κύριος έχει χιούμορ, η Έδδα Γκάμπλερ πίνει μαζί μας και μας κοιττάζει όλους με κάποιαν ειρωνικήν υπεροψίαν. Αλλά κάποτε πρέπει να πηγαίνωμεν. Έξω εις την χλόην φωτογραφούμεθα εις τον ήλιον, τυλιγμένοι εις τα παλτά μας. Παγερά φυσά το αεράκι από τα χιόνια πέρα. Το πλοίον σφυρίζει. Μας συνεδεύουν εις την προκυμαίαν. Εισερχόμεθα εις το σκάφος. Πρέπει να πιούμεν ολίγον Πορτβίν ακόμη, μονάχα μίαν φιάλην για τον καλόν αποχαιρετισμόν. Σημαίνομεν εις το σαλονι του πλοίου και προσέρχεται η Μάργκιτ. Υψηλή, λευκή την επιδερμίδα, την εμπροσθέλλαν, αλλά σκληρόν το βέτο της. Τέτοιαν ώραν Πορτβίν; Το μπουφφέ είναι κλειστόν. Επεμβαίνει ο ξενοδόχος και η άρνησις της Μάργκιτ κάμπτεται. Τι διάβολο, πρόκειται περί αποχαιρετισμού καλών φίλων. Ολίγον ακόμη και θα έλεγε στενών φίλων. Γεμίζονται τα ποτηράκια γοργά, το πλοίον συνταράσσεται από την εις κίνησιν θετομένην μηχανήν. “Σκολ!” Ένα ποτηράκι ακόμη. Δεν πειράζει έχετε καιρόν, προσθέτομεν ημείς τώρα. Εις την άκρην του πλοίου βιαστικοί αποχαιρετισμοί. Λέγω προς τον νεαρόν κύριον: “Και πότε με το καλό θα τελειώσετε το φόρτωμα των ψαριών;” - “Τι μπορώ να ξέρω, φίλε μου;” Η Έδδα Γκάμπλερ χαμογελά,. Βέβαια δια να δείξη τα λευκά της δόντια δια τελευταίαν φορά. Πηδούν εις την προκυμαίαν.
Επί τέταρτον εβλέπαμεν εις αυτήν κινούμενα τα καπέλλα των δύο κυρίων και το μανδήλι της Έδδας Γκάμπλερ. Έπειτα δεν εβλέπαμεν παρά την απέραντον παγωμένην θάλασσαν ενώπιόν μας.

ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου