Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

Ο ΑΤΙΜΑΣΜΕΝΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ – ΕΙΣ ΤΟ ΠΤΑΙΣΜΑΤΟΔΙΚΕΙΟΝ του ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Ο αγώνας των γυναικών για χειραφέτηση μέσα από τα χρονογραφήματα του Μήτσου Χατζόπουλου Μέρος Β’

Παραθέτω σήμερα δύο χρονογραφήματα του Μήτσου Χατζόπουλου που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα “Το Έθνος” το Γενάρη του 1926. Το πρώτο, προφανώς υπαγορευμένο από τη διεύθυνση της εφημερίδας και ως εκ τούτου χοντροκομμένο, προσπαθεί με εξοργιστικό τρόπο να δικαιολογήσει το μαχαίρωμα μιάς δεκαπεντάχρονης από τον αδελφό της “για λόγους τιμής”, ενώ το δεύτερο, που δημοσιεύτηκε την επόμενη μέρα, αναιρεί όσα γράφτηκαν την προηγούμενη εξιστορώντας πως καταδικάστηκε στο πταισματοδικείο ένας “άντρακλας” που έδερνε τις γυναίκες.

Το “Εθνος” θεωρούνταν “προοδευτική” εφημερίδα, δημοκρατικών αρχών, υπό τη διεύθυνση του Σπυρίδωνα Νικολόπουλου στάθηκε πάντα στο πλευρό της βενιζελικής παράταξης. Στην ουσία όμως η βενιζελική και η φιλομοναρχική παράταξη είχαν τις ίδιες απόψεις όσον αφορά τα κοινωνικά δικαιώματα, και ιδίως αυτά των γυναικών. Η εποχή δεν ήταν πρόσφορη για το γυναικείο κίνημα, η ελληνική κοινωνία ήταν ακόμη κλειστή και σθεναρά ανδροκρατούμενη, οι χειραφετημένες και ανεξάρτητες γυναίκες ενέπνεαν υποψία και αντιπάθεια. Ο Χατζόπουλος στο δεύτερο κείμενο, “Εις το Πταισματοδικείον” δειλά δειλά περνάει την άποψη ότι ο βίαιος μόρτης δεν αξίζει τη συμπάθειά μας, παρόλο που το κοινό είναι φανερά με το μέρος του. Ας δούμε τα δυο χρονογραφήματα.

Η πλατεία Ομονείας το 1927  (ΕΛΙΑ) 

Εθνος” 1926.01.10

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ

Το κακόμοιρον κατασφαγιασθέν κοράσιον προχθές. Μόλις ηρίθμει 16 Μαϊους και περίπου τόσα πλήγματα εδέχθη εκ της αδελφικής μαχαίρας. Κακούργος ο αδελφός; Μία λέξις, τόσον εύκολος εις την κοινήν χρήσιν. Εν τούτοις πολλοί ερωτούν:

- Πάρα πολλοί αδελφοί σφάζουν τας αδελφάς των. Συνεπώς η Ελλάς κατοικείται υπό κακούργων και μάλιστα κακούργων αδελφών;

Πρέπει να προσέξωμεν το ερώτημα. Είνε σοβαρώτατον. Κακούργος ο εις αδελφός, κακούργος ο άλλος, κακούργος ο τρίτος, κακούργος ο εκατοστός, κακούργος ο χιλιοστός; Διότι αυτά τα αδελφικά δράματα τιμής δεν τελειώνουν, δεν θέλουν να τελειώσουν. Συνεχίζονται κατά τον τραγικώτερον τρόπον. Άρα ενυπάρχει βαθύτερον αίτιον εις αυτά. Μη τυχόν το αίσθημα της τιμής; Δεν θέλομεν να το σκεφθώμεν, εφ’όσον έχομεν πρόχειρον τον χαρακτηρισμόν των: Κακούργος.

- Αγαπητή αδελφή, δεν είνε πράγματα αυτά. Σκέψου, ότι η κακή διαγωγή σου προσβάλλει και την οικογένειαν, εις την οποίαν ανήκεις. Δεν ειμπορώ να ακούω να ομιλούν γύρω μου με τόσην περιφρόνησιν, με τόσον εξευτελισμόν, δια το όνομά μας, δια το ονομά μου. Πρέπει να αλλάξεις διαγωγήν.

Το δεκαπενταετές οντάριον φόρα μίαν τρισπηχυαίαν γλωσσάραν: (Χειραφέτησις, καλέ).

- Και τι σε νοιάζει εσένα; Κλείσε τα μάτια σου και βούλωσε τα αυτιά σου. Ότι κάμνω αφορά εμέ. Είμαι ελευθέρα να κάμνω ό,τι θέλω και δεν έχω να δώσω λογαριασμόν εις κανένα.

Αδύνατος ο συμβιβασμός, εκτός αν ο αδελφός δεχθή, ότι η αδελφή του είνε ελευθέρα να τον ατιμάζη. Δεν το δέχεται και τιμωρεί. Κακούργος! Έστω. Αλλά ολίγον τι ή περισσότερον κακούργα δεν είναι και η άμυαλος αυτή αδελφή; Και δεν είνε διόλου κακούργος και εκείνος, όστις την ωθεί εις την ατιμίαν; Μόνη της δεν οδηγήθη προς αυτήν. Κάποιος θα είνε ο συνεργός, ο συνυπεύθυνος. Με δέκα μαχαιρίας εις το σώμα το πτωχόν κοράσιον αφηγήθη την ατυχίαν του. Ο τάδε, ο τάδε, ο τάδε υπήρξαν οι διαφθορείς της. Ο αρχικός, κάποιος ιερεύς της Τερψιχόρης, την ενάρκωσε δια να την διαφθείρη. Δυνάμεθα να πιστεύσωμεν ως αληθώς λέγουσαν κόρην 15 ετών, την οποίαν διεκδικεί ο θάνατος. Κακούργος, λοιπόν, ο αδελφός, διόλου δε κακούργος ο πραγματικός αίτιος του κακουργήματος;

Η κοινωνία, ήτις έχει εύκολον τον χαρακτηρισμόν δια τον τιμωρόν αδελφόν, διατί δεν τον έχει και δια τον πραγματικόν υπαίτιον του κακουργήματος; Τας περισσοτέρας φοράς, σχεδόν πάντοτε κατά κανόνα, ουδένα λόγον δίδει του εγκληματός του ο κυριώτερος ένοχος. Εις το τέλος απολογούμενος δύναται να ισχυρισθή και αυτός, ότι ευρέθη προ διαφθαρθείσης. Άνθρωποι, εις την κοινωνίαν ανήκοντες, είνε όλοι αυτοί οι διαφθορείς, των οποίων τα θύματα καταλήγουν εις την οικτροτέραν ανθρωπίνην κατάπτωσιν, οπότε δεν ειξεύρει τις αν δεν είνε αληθής απολύτρωσις δι’ αυτά η κακούργος τιμωρία του αδελφού. Αλλά τι πρέπει να να γίνη τέλος πάντων με τα ατελεύτητα ταύτα δράματα τιμής, τα οποία καταντούν συνέχεια άνευ τέλους; Να τα δεχθώμεν ως την βροχήν, ήτις είνε αναπόφευκτος; Συνήθως ζητείται η αυστηροτάτη τιμωρία του κακούργου αδελφού; Διατί; Γίνεται φονεύς εκ τέρψεως; Αλλά και αν τον τιμωρήσωμεν, ιδού την επομένην άλλος, διότι υπάρχει η αδελφή, διότι υπάρχει ο διαφθορεύς. Ενταύθα έχει λόγον ευρυτάτης δράσεως η προκομμένη γυναικεία χειραφέτησις αφ’ ενός, αλλά και το κράτος εξ’ άλλου. Τούτο οφείλει να επιβάλη ειδικόν νόμον προνοούντα περί της αυστηροτάτης τιμωρίας παντός διαφθορέως. Ίσως δεν πρέπει να υπάρξη σήμερον εις την Ελλάδα βαρυτέρα ποινή από την προς τον διαφθορέα, διότι ομολογούμεν την οικτράν έκλυσιν των ηθών, προερχομένην υπό των διαφθορέων. Παραπλεύρως χρειαζόμεθα την γυναικείαν δράσιν προς περισυλλογήν όλων, των παρασυρομένων νεαρών υπάρξεων εις την διαφθοράν. Να ιδρύσουν οι γυναικείοι σύλλογοι άσυλα, σωφρονιστήρια, υπό την κρατικήν προστασίαν, εις τα οποία να εγκλείωνται παρόμοιαι δυστυχούσαι υπάρξεις, όπως δια της εργασίας και της μεταμελείας επανευρίσκουν εις εαυτάς τον ενάρετον άνθρωπον. Τότε θα μειωθεί ο αριθμός των διαφθορέων και των διαφθειρομένων, αλλά και των δυστυχών κακούργων αδελφών.

ΕΙΣ


Εθνος” 1926.01.11

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

ΕΙΣ ΤΟ ΠΤΑΙΣΜΑΤΟΔΙΚΕΙΟΝ

Έλεγε πολίτης:

- Ουδέποτε μετέβην έως την ώραν εις το πταισματοδικείον, διότι δεν μου συνέβη να παραβώ αστυνομικήν διάταξιν. Κάποτε είνε κανείς τυχηρός. Αλλά προχθές την νύκτα μετέβην χωρίς να το θέλω ως αυτεπάγγελτος μάρτυς.

- Εφίλησε κανείς κάποιαν; τον ηρώτησαν οι ακροαταί του.

- Δεν ήτο τόσον ευγενής, καίτοι επρόκειτο και εις την περίπτωσιν ταύτην περί γυναικός. Διηρχόμην εκ της οδού Πειραιώς παρά την Ομόνοιαν, όταν είδον μόρτην αγορεύοντα υπεροπτικώς. Αστυφύλαξ τον ανέκρινε και εκείνος ηγόρευε. Ήσαν και τρεις γυναίκες, δια τας οποίας μετεχειρίζετο τας βαρβαροτέρας και βαναυσοτέρας εκφράσεις. Μάτην ο αστυφύλαξ του παρετήρει ευγενικώς ως να είχε να κάμη με μαρκήσιον το ολιγώτερον, ότι ώφειλε να παύση υβρίζων. Εξ όσων ηδυνήθην να αντιληφθώ, ιδού περί τίνος επρόκειτο. Ο νεαρός εκείνος συμπολίτης μας είχε πίη ένα ποτηράκι, αλλά η βαναυσολογία του δεν προήρχετο εκ του καταπληκτικού αυτού γεγονότος, διότι επί τέλους όλοι οι άνθρωποι πίνουν ένα ποτηράκι.

Ήθελε να κάμη τον αντάμην, τον βλάμην, τον παλληκαράν. Να τεθή υπεράνω όλων. Λοιπόν επετέθη κατά μίας γυνακός. Εκείνη τον απέκρουσε και την ερράπισε. Έφυγε η γυναίκα, αλλά την καταδίωξε και παρακάτω εσήκωσε το χέρι του δια να την ξαναρραπίση. Τον συνεκράτησε διερχόμενος πολίτης. Όλα αυτά ήθελε να ανατρέψη ο ταραξίας δια του ύφους του, των φωνών του, της υπεροχής του. Υπηρέτησε την πατρίς και αυτός το έχει υψηλά, το οποίον, τι θέλουν, ρε, αυταί αι παληογυναίκες; Τέτοιες δεν είνε; Ο αστυφύλαξ ήκουσε πάντα ταύτα ηρέμως. Τέλος είπε:

- Ορίστε εις το πταισματοδικείον, παρακαλώ.

- Μπράβο, το οποίον με την προθυμίαν, απήντησε ο μόρτης.

- Κανείς μάρτυς, παρακαλώ;

Ηκολούθησαν δύο, ο επεμβάς πολίτης και εις άλλος, τον οποίον επεκαλέσθη ο μόρτης προς υπεράσπισίν του. Ηκολούθησαν δε η ραπισθείσα γυνή και δύο άλλαι φίλαι της. Εκ περιεργίας μετέσχον εις την συνοδείαν. Εις το πταισματοδικείον τα πράγματα ήσαν ήρεμα, μόνος δε ανήσυχος και θορυβοποιός ήτο ο μόρτης. Επιγραφή εις τον τοίχον έλεγε: “Μη θορυβείτε”. Ταύτην, όπως και την σύστασιν του αστυφύλακος, δεν ήθελε να λάβη υπ’ όψιν του ο μόρτης, όστις ύβριζε, εφώναζε, το οποίον θα γίνη θυσία, διότι υπηρέτησε την πατρίς και συ, μωρή, μη βγάνης λέξιν, διότι θα σε περάσω από την σούβλαν.

Με την ιδίαν αυθάδειαν ωμίλει και κατά την σύντομον διαδικασίαν προ του δικαστηρίου, ενόμιζε δε κανείς, ότι διηύθυνε εκείνος την δίκην, έχων πάντοτε τον λόγον. Εθαύμασα την υπομονήν του δημοσίου κατηγόρου και την του πταισματοδίκου, ομολογώ δε, ότι αν ήμην εις τη θέσιν των θα του έβαζα φίμωτρον. Τέλος εκ των καταθέσεων απεδείχθη, ότι ουδείς είδε τον μόρτην ραπίσαντα την γυναίκα την πρώτην φοράν. Την δευτέραν τον συνεκράτησε ο διερχόμενος πολίτης. Ο μάρτυς της υπερασπίσεως εδήλωσε, ότι δεν είδε τίποτε. Θριαμβευτής τότε ο κατηγορούμενος ανέκραξε:

- Να ορκισθώ και εγώ. Το οποίον μηδέν, όθεν διατί, περικαλώ;

Τότε επροχώρησα προς το δικαστήριον και αφηγήθην το τι είδον και ήκουσα, χαρακτηρίσας τον κύριον βλαμάκην όστις και εις τον διάδρομον του δικαστηρίου ακόμη εξύβριζε τας γυναίκας χυδαιότατα, μίαν δε ηπείλησε, ότι θα επερνούσε εις την σούβλαν, καίτοι απέχομεν αρκετά από το Πάσχα. Προσέθεσα:

- Νομίζω ότι επιβάλλεται αυστηροτάτη η τιμωρία των τύπων τούτων, διότι πρέπει να αποκτήση τέλος πάντων αυτή η δυστυχισμένη πόλις κάποιαν τάξιν, ευπρέπειαν.

Ο δημόσιος κατήγορος επρότεινε την τιμωρίαν του κατηγορουμένου εις 100 δρ. πρόστιμον. Αλλά το δικαστήριον του επέβαλε την ποινήν 150 δραχμών και τριημέρου κρατήσεως.

- Επήρες εις τον λαιμόν σου τον άνθρωπον, παρετήρησε εις των ακροατών του αφηγουμένου.

- Ναι, απήντησε εκείνος, το σκέπτομαι και εγώ αυτό, αλλά έχω μίαν δικαιολογίαν, νομίζω. Ήτο “άνθρωπος”, είνε “άνθρωποι” παρόμοιοι τύποι, εις πολιτισμένην τέλος πάντων κοινωνίαν;

ΕΙΣ


(έπεται συνέχεια)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου