“Ακρόπολις”, 16/1/1900
ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΗΘΗ
ΑΝΘΡΩΠΙΝΑΙ ΔΥΣΤΥΧΙΑΙ
[Ενδεκάτη ώρα της νυκτός. Εις την πλατείαν της «Ομονοίας». Υπό τα μικρά δένδρα. Είς κύριος διέρχεται με υψωμένον το περιλαίμιον του επανωφορίου του, με τας χείρας χωμένας εις τα θυλάκια].
ΜΙΑ ΣΚΙΑ, (εξερχομένη εκ της εξέδρας, εις ην παιανίζει η στρατιωτική μουσική και ανακόπτουσα τον δρόμον του κυρίου). —Κύριε, με το παρντόν
Ο ΚΥΡΙΟΣ, (στρέφων την μύτην του προς την σκιάν). —Ε, τι τρέχει;
Η ΣΚΙΑ. —Με συγχωρείτε, κύριε, ειμπορώ να σας απασχολήσω μίαν στιγμήν;
Ο ΚΥΡΙΟΣ, (αδημονών). —Λέγε, λοιπόν, τι θέλετε;
Η ΣΚΙΑ. —Αι περιστάσεις, κύριε, με έφεραν εις την θέσιν ώστε να ανακόπτω τον δρόμον των καλών διαβατών.
Ο ΚΥΡΙΟΣ, (υψών τους ώμους και ετοιμαζόμενος να προχωρήση). —Ούφ!...
Η ΣΚΙΑ, (με εκλιπαριστικόν τόνον). —Με συγχωρείτε, κύριε, δια την διαγωγήν μου, αλλά και εγώ ανήκω εις οικογένειαν, εις πολύ καλήν οικογένειαν, αλλ’ αι περιστάσεις, βλέπετε…
Ο ΚΥΡΙΟΣ, (σταματών το βήμα του). —Και λοιπόν;
Η ΣΚΙΑ, (προχωρούσα ήδη προς το φως). —Η ιστορία μου, κύριέ μου, είναι οδυνηρά, ιστορία δυστυχούς οικογενειάρχου.
Ο ΚΥΡΙΟΣ, (κυττάζων εις το φως μετά προσοχής την σκιάν και βλέπων ένα άνθρωπον υψηλόν, με γένειον, με ευπρεπές οπωσούν ένδυμα, με παλτόν ερριμμένον αμελώς επί των ώμων του). —Ποίος είσαι, κύριε;
Η ΣΚΙΑ. —Εγώ είμαι νησιώτης. Ονομάζομαι Διονύσιος Ατυχόπουλος. Είμαι της γνωστής οικογενείας των Ατυχοπούλων.
Ο ΚΥΡΙΟΣ, (εξάγων την σιγαροθήκην του και ανάπτων έν σιγάρον). —Χαίρω πολύ. (Προσφέρει εις την σκιάν σιγάρον). —Παίρνεις ένα σιγάρο;
Η ΣΚΙΑ, (λαμβάνουσα έν σιγάρον και ανάπτουσα αυτό από το σιγάρον του κυρίου κάμνει τεμενάν). —Ευχαριστώ, κύριέ μου, ευχαριστώ. Η αγαθή τύχη του Θεού, φαίνεται, με έκαμε να συναντήσω ένα χρυσόνε άνθρωπον, ε… που λες, αφέντη, εγώ είμαι ο Διονύσιος Ατυχόπουλος. Εις το νησί μας η οικογένειά μας ήτανε από τις πρώτες. Εις την Αθήνα έχω συγγενείς πολλούς. Τον κόντε, την ευγενή δέσποιναν. Ετούτοι είνε οι προστάτες μου, αλλ’ έλα, που σήμερα λείπουν σε ταξείδι και με λησμονήσανε. Αν ήτανε αυτοί εδώ, αφέντη, δεν θα σε ενωχλούσα απόψε, σου το ορκίζομαι εις τον Άγιο.
Ο ΚΥΡΙΟΣ, (αρχίζων να ακούη μετά προσοχής την σκιάν). —Δεν καταλαβαίνω, φίλε μου, τι θέλεις να πης.
Η ΣΚΙΑ, (με γοργήν φλυαρίαν). —Θα σου τα εξηγήσω όλα στο μενούτο, αφέντη μου. Εγώ ήμουνα εις τους Γεωργικούς Σταθμούς, που καταργηθήκανε. Είχα καλή θέσι και εζούσα κ’ εγώ κι’ η οικογένειά μου με ευτυχίαν. Αι εθνικαί περιστάσεις κατόπιν, βλέπετε, με έκαμαν να δυστυχήσω. Ήλθεν ο πόλεμος, πριχού καταργηθήκανε οι Γεωργικοί Σταθμοί και έτσι έμεινα κ’ εγώ χωρίς θέση σήμερα. Αλλά, σου είπα, ας είνε καλά ο κόντες, η ευγενής δέσποινα που με υποστηρίζουνε εμένα και τη γυναίκα μου και τα παιδάκια μου.
Ο ΚΥΡΙΟΣ. —Ώστε και συ από τον πόλεμον κατεστράφης;
Η ΣΚΙΑ. —Από τον πόλεμον κ’ εδώθε, αφέντη. Ναίσκε! Κακό πράγμα ο πόλεμος.
Ο ΚΥΡΙΟΣ. - Και επήγες και συ εις τον πόλεμον;
Η ΣΚΙΑ. - Αν επήγα, αφέντη. Και δεν επολέμησα εις τα Πέντε Πηγάδια με τον Λουμουνδούρο. Δεν έτυχε να διαβάσης την εφημερίδα, αφέντη, που έλεγε πως ο Διονύσιος Ατυχόπουλος επληγώθηκε εις την πλάτην;
Ο ΚΥΡΙΟΣ. - Α, επληγώθηκες εις την πλάτην; Πως συνέβη αυτό!
Η ΣΚΙΑ. -Εσυνέβηκε εις την υποχώρησιν. (Σταυροκοπούμενος). Μα τον Άγιο εσυνέβηκε εις την υποχώρισι ετούτο που σου λέγω, έ...
Ο ΚΥΡΙΟΣ. - Ώστε εσύ, υπέφερες πολλά;
Η ΣΚΙΑ. -Αμ υπέφερα πολλά, ρωτάς, αφέντη; Ετούτο είνε, που είνε. Ένα μήνα έκαμα σις το Σοκομείο εις το Κομπότι τση Άρτας. Ύστερα μου εδόσανε αναρρωτική άδεια και επήγα εις τον τόπο μου. Κατόπι εδυστύχησα και ήλθα εις την Αθήνα χωρίς θέσι και χωρίς τσεντέζιμο. Ας είνε καλά πάλι ο κόντες και η ευγενής δέσποινα, που με περιποιηθήκανε, ε ...
Ο ΚΥΡΙΟΣ. - Και είνε συγγενείς σου αυτοί;
Η ΣΚΙΑ. - Συγγενείς αν είνε; Δεν λες στενοί συγγενείς μου. Μου εβαφτήσανε τα δυό παιδάκια μου.
Ο ΚΥΡΙΟΣ. - Α, είσαι πανδρεμμένος…
Η ΣΚΙΑ. - Σου τώπα, αφέντη.
Ο ΚΥΡΙΟΣ. (ημικλείων τους οφθαλμούς) – Και είνε όμορφη η γυναίκα σου;
Η ΣΚΙΑ. (με πρόθυμον ύφος) – Α! Είναι ούνο άτζουλο, αφέντη, η Τζοβάνα μου.
Ο ΚΥΡΙΟΣ. - Έτσι, ε; Και τα παιδάκια σου;
Η ΣΚΙΑ. - Δυο αγγελούδια. Η Παυλίνα μου και η Ρόζα μου… Δυο παιδιά τρέλλα, αφέντη.
Ο ΚΥΡΙΟΣ. - Και είνε μεγάλης ηλικίας τα παιδάκια σου;
Η ΣΚΙΑ. -Α, όσκε. Εχτές ήταν, που τα ενέγραψε με δικά του έξοδα ο κόντες *** εις το Αρσάκειο. Και είχαμε μιά χαρά εγώ και η Τζοβάνα μου, αφέντη. Ξέρεις , τι θα πη να τα βάλουμε εις το Αρσάκειο, ε; Να γίνουν μορφωμένα και καλά κορίτσια. Να πάρουνε μιά ημέρα το δίπλωμά τους. Έ, τότε είνε, που πάλι ο κόντες και η ευγενής δέσποινα *** που θα φροντίσουν να τα διορίσουνε σε καμμιά θέσι. Ά, να σου είπω αφέντη, εγώ θέλω να τα διορίσω δασκάλες μέσα στην Αθήνα, εβαρέθηκα τόσα χρόνια τη ζωή τση επαρχιώνε. Και τώπα του Κόντε *** και τση τώπα της κοντέσσας *** πως άμα τελειώσουνε το Αρσάκειο, η Παυλίνα μου και η Ρόζα θέλω να μου τση διορίσουνε δασκάλες στην Αθήνα μέσα ή εδά πα στο Μαρούσι ή στα Πατήσια. Και μου είπανε, έννοια σου. (Αλλάζων αίφνης το αφηγητικόν και διαχυτικόν ύφος του.) Έ, τόρα είνε, αφέντη, που θέλω και τη δική σου βοήθεια.
Ο ΚΥΡΙΟΣ. ( θέτων μετά δυσκολίας την χείρα του εις την τσέπην του πανταλονιού του). - Μα φίλε μου, πρέπει να ξέρης ότι εγώ δεν είμαι ούτε κόντες ούτε κοντέσσα. Δεν δύναμαι να σου φανώ χρήσιμος...
Η ΣΚΙΑ. (διακόπτουσα αυτόν ταχέως,) - Α, αφέντη, δεν έχω ανάγκη απόψε από μεγάλα πράγματα. Ήθελα αύριο το πρωί, που θα ξυπνήσουνε η Παυλίνα και η Ρόζα μου, πριχού να πάνε στον Αρσάκειο να βρούνε έτοιμο το γάλα τους!
Ο ΚΥΡΙΟΣ. (μειδιών δίδει εν εικοσάλεπτον νίκελ εις την σκιάν και απομακρύνεται) … ...
Η ΣΚΙΑ. (βλέπουσα μετά προσοχής το εικοσάλεπτον νίκελ εις το φως, μεθ’ ό τρέχουσα και πιάνουσα από το μανίκι του παλτού τον κύριον). - Αφέντη, ένα μομέντο αφέντη...
Ο ΚΥΡΙΟΣ. (στρεφόμενος) – Τι τρέχει πάλιν, κύριε Ατυχόπουλε;
Η ΣΚΙΑ. -Αφέντη, ήθελα να μου έδινες ακόμη δύο όβολα για να έπαιρνα αύριο το πρωί και από ένα παξιμάδι για το γάλα τση Παυλίνας μου και τση Ρόζας μου!
ΜΠΟΕΜ