Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΗΡΑΙΟ

 Μου ήρθε στο μυαλό μιά ιστορία που διαδραματίστηκε δεκαετίες πριν, όταν ήμασταν νέοι, στις πρώτες μας εμπειρίες, γεμάτοι ενθουσιασμό και εμπιστοσύνη στο μέλλον. Μόλις είχα τελειώσει το λύκειο, είχα μπει σε κάποιο ΤΕΙ στη Θεσσαλονίκη και ακόμη δεν είχα αποφασίσει να ξενιτευτώ εις αλλοδαπήν. Βλεπόμουνα κάθε μέρα με την φλόγα μου εκείνης της εποχής, τη Μάρθα, και βέβαια έκανα παρέα με τον αγαπημένο μου ξάδερφο, τον Κώστα.

Κάποια μέρα του Ιουλίου αποφασίσαμε να κάνουμε μια πολυήμερη εκδρομή, μία από τις πρώτες με το νέο αυτοκίνητο που είχε αγοράσει ο πατέρας του Κώστα, ένα Mazda 1600 GT. Για να μην το παρακάνουμε με μακρινές αποστάσεις διαλέξαμε ένα σχεδόν άγνωστο μέρος κοντά στην Αττική, το Ηραίο. Είχα αγοράσει μιά πολυτελή σκηνή θεωρητικά για τέσσερα άτομα, που διπλωμένη χώραγε σε ένα μίνι σακβουαγιάζ και ήμουνα περήφανος για την επιλογή μου.

Όπως γινόταν πολύ συχνά εκείνη την περίοδο η επίσημη αρραβωνιάρα του Κωστάκη έκανε νερά, πότε έλεγε ότι θαρθεί, πότε δεν μπορούσε, πότε η μητέρα της είχε κάτι, τελικά προκειμένου νάναι μόνος του σκέφτηκε ν’ αποτανθεί σε μία κοπέλα που κάναμε παρέα εκείνη την εποχή, μιά φίλη της αρραβωνιάρας του που για πλάκα την λέγαμε “δεσποινίδα Παπαπαπά”. Η δεσποινίς Παπαπαπά, της οποίας το πραγματικό όνομα δυστυχώς μου διαφεύγει, ήταν μιά συμπαθής και όμορφη κοπέλα που είχε αδυναμία στον Κώστα αλλά δεν τολμούσε να εκδηλωθεί για μην τα τσουγκρίσει με τη φίλη της. Είχε κάποιες παραξενιές που μπορεί να οφείλονταν σε κάποια δύσκολη οικογενειακή κατάσταση, π.χ. στην τσάντα της είχε πάντα μαζί σαμπουάν και αφρόλουτρο και πολύ συχνά σε φιλικά σπίτια ζητούσε αν “μπορεί να ξεβγάλει μιά στιγμή τα μαλλιά της” ή “να κάνει ένα ντους στο τσάκα τσάκα”, άλλες φορές πάλι αν μύριζε φαΐ χωνόταν στην κουζίνα και δεν έβγαινε χωρίς να έχει τσιμπήσει κάτι απ’ότι εύρισκε έτοιμο. Εμείς το διασκεδάζαμε γιατί έδειχνε ένα βαθμό οικειότητας και εμπιστοσύνης. Η μητέρα μου στην αρχή δεν την συμπαθούσε, την έλεγε “καβλοράπανο”, αργότερα, όταν είδε ότι η κοπέλα ήταν νοικοκυρά και ήξερε να μαγειρεύει, άλλαξε γνώμη. Τέλος πάντων ένα Σάββατο μεσημέρι η δεσποινίς Παπαπαπά εμφανίστηκε με ένα σακίδιο και αφού πήγαμε να πάρουμε τη Μάρθα ξεκινήσαμε όλοι μαζί για το Ηραίο.

Με τα λεφτά που μου είχε εμπιστευτεί ο πατέρας μου για ν’αγοράσω τη Missa Solemnis του Beethoven σε δίσκο της Deutsche Grammophon -μυαλό και αυτός- εγώ πήρα ένα άλμπουμ των Fleetwood Mac της πρώτης περιόδου και όλο το απόγευμα ακούγαμε αυτή τη μουσική.

Στη διάρκεια της διαδρομής ο Κώστας είχε όλο μυστικά, νάζια και γελάκια με την κοπέλα, αλλά προς μεγάλη μας έκπληξη δεσποινίς Παπαπαπά γύρισε προς εμάς που καθόμασταν πίσω και σοβαρά σοβαρά δήλωσε ότι όσο ο Κωστάκης ήταν έστω και τυπικά δεσμευμένος με τη φίλη της δεν επρόκειτο να έχει πίτσι πίτσι ούτε φίκι φίκι μαζί της. Μετά από πολλά φτάσαμε σε ένα μέρος κοντά στο ναό, σε ένα ίσιωμα που μας φάνηκε ¨στρατηγικό” και τελικά καταφέραμε -δηλαδή εγώ- να στήσουμε τσάτρα πάτρα τη σκηνή.

Δεν γνωρίζω πως είναι τα πράγματα σήμερα, εκείνη την εποχή η πρόσβαση στην παραλία ήταν ελεύθερη και το μπάνιο γινόταν σε μικρή απόσταση από τον αρχαιολογικό χώρο, οπότε ριχτήκαμε στη θάλασσα για ένα ανακουφιστικό μπάνιο. Εγώ και η δεσποινίς Παπαπαπά απομακρυνθήκαμε αρκετά από την ακτή, χωρίς να το καταλάβουμε ένα ρεύμα μας οδηγούσε προς το ακρωτήρι εκεί κοντά, προσπαθήσαμε να γυρίσουμε προς τα ρηχά αλλά το ρεύμα μας απομάκρυνε ακόμη πιο πολύ. Παλέψαμε ουκ ολίγον για να καταφέρουμε να επιστρέψουμε στην ακτή.

Το βράσυ πήγαμε για φαϊ σε μια ταβέρνα στα πέριξ, ο ταβερνιάρης ήταν ένας περίεργος τύπος που κακομεταχειριζόταν τους πελάτες, τους έβριζε, τους λοιδορούσε αλλά κανείς δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά. Τα φαγητά, ως επί το πλείστον κρεατικά της ώρας τα σέρβιρε σε μιά λαδόκολλα χωρίς πιάτο, που πέταγε αεροπλανικά από αρκετά επικίνδυνη απόσταση στο τραπέζι συνοδεύοντας με μιά σειρά από ακατονόμαστες βρισιές. Φάγαμε και ήπιαμε το σκασμό, στο γυρισμό χάσαμε τον προσανατολισμό και δεν βρίσκαμε το μέρος που είχαμε στήσει τη σκηνή. Όταν επί τέλους φτάσαμε και ανοίξαμε τη σκηνή συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν φύσει αδύνατον να μπορέσουμε να κοιμηθούμε τέσσερα άτομα εκεί μέσα. Έκανε αφόρητη ζέστη, αποφασίσαμε να κοιμηθούμε μπροστά στην πρόσοψη της σκηνής. Όταν μετά από πολλά καταφέραμε να ξαπλωθούμε αποκοιμηθήκαμε σχεδόν αμέσως, θες η κούραση, θες το που ήπιαμε μερικά κιλά κρασί, τέλος πάντων στον καταυλισμό έπεσε ησυχία. Μες στον ύπνο μου κάτι μ’ενοχλούσε, πότε πίστευα ότι ήταν η Μάρθα που ήταν ιδιότροπη και παραπονιόταν για τις πέτρες κάτω από το στρωσίδι, πότε πίστευα ότι ήταν ο Κώστας που προσπαθούσε να με γαργαλήσει από μακριά με ένα καλάμι που είχε κόψει το απόγευμα. Στην αρχή δεν έδωσα μεγάλη σημασία, δεν είχα καμία όρεξη να ξυπνήσω για τα καλά. Η ιστορία όμως δεν έλεγε να τελειώσει, πότε κάτι σαν ελαφροπόδαρο έτρεχε στην πλάτη μου, πότε άκουγα κάτι τσικ τσικ να προέρχονται από τη σκηνή εκεί δίπλα, πότε μου φαινόταν ότι άκουγα κάτι να τρέχει με θροΐσματα κοντά μου. Επειδή ήμουν συνηθισμένος στα αστεία του Κώστα μεσ’στον ύπνο μουρμούριζα “Κώστα κόφτο” και σαν απάντηση άκουγα πνιχτά γέλια. Κάποια στιγμή άπλωσα τα μπράτσα μου σε μιά προσπάθεια να τεντωθώ καλύτερα και αποκόμισα την εντύπωση ότι είχα ακουμπήσει κάτι το… μαλλιαρό! Τινάχτηκα επάνω και άρχισα να φωνάζω, ανάψαμε τους φακούς αλλά δεν βρήκαμε κάτι το επιλήψιμο. Πέρασα το υπόλοιπο της νύχτας με το ένα μάτι ανοιχτό, οι άλλοι με κορόιδευαν.

Το άλλο πρωί διηγηθήκαμε την περιπέτειά μας στους θαμώνες ενός καφενέ στην Περαχώρα, ένα χωριό εκεί κοντά, και μας πήραν στο ψιλό.

- Μα που πήγατε, το μέρος είναι γεμάτο φίδια και ποντίκια.

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025

“ΤΟ ΒΡΑΧΙΟΛΙ” ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Εφημερίδα “Σκριπ” 19.12.1896

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

ΤΟ ΒΡΑΧΙΟΛΙ

(Από τις “Ιστορίες ενός ρεπόρτερ”

Βρέχει μουντά, μουρμουριστά έξω. Τα ριντώ είνε κατεβασμένα, απλωμένα ως κάτω, κι ο θόρυβος της βροχής που χτυπά τα τζάμια ακούεται μέσα στο δωμάτιο ασθενής, κουραστικός, εκνευρισμένος. Τα κηριά φωτίζουν θαμπά, και το δωμάτιο είνε γεμάτο σκιές παρά φως. Η χειμωνιάτικη εκείνη θλίψη που μπαίνει μέσα στα σπίτια, τα χωρίς οικογενειακή χαρά, η χειμωνιάτικη θλίψη που την βρίσκει κανείς περισσότερη από κάθε αλλού σε μερικά σπίτια όλως διόλου ιδιαιτέρως, βαρύνει ολόκληρη την κάμαρα. Όλα τ’ αντικείμενα εκεί μέσα φαίνονται ποτισμένα από μιά υγρή μελαγχολία, από μιά νοτερή θλίψη, θάλεγε κανείς που αναδίδεται από τους τοίχους, από τις δυο μεγάλες κινέζικες βεντάγιες τις καρφωμένες βιζαβί τη μιά της άλλης, από τα κινέζικα τραπεζάκια, από τις πολτρόνες, από τις καρέκλες, από το κλειστό πιάνο, από τα σκορπισμένα μουσικά τετράδια από το κομψό ταμπουρέ, από τα βαζάκια, από τις ζωγραφιές, από τις εικονίτσες, από το κάθε λογής μπιμπελό, από το κάθε κόσμημα, από το κάθε σκεύος, και τον τριγυρίζει, και του περνά τους πόρους των ενδυμάτων του, τους πόρους του σώματός του, και του ποτίζει το αίμα, τα σπλάχνα του. Είνε ξαπλωμένος σ’ένα κοκκινόμαυρο ραβδωτό διβανάκι, με τα χέρια στις τσέπες, με τόνα πόδι απάνω στ’ άλλο, με τον κορμό γυρισμένο προς τα πίσω, με το κεφάλι ακουμπισμένο λίγο δεξιά σ’ ένα μεταξωτό προσκεφαλάκι, και καπνίζει ασυνείδητα, χωρίς κέφι ένα πούρο. Δεν έχει βγάλει το παρντεσσού του και μαζεμμένος εκεί στο διβανάκι, ποτισμένος ολόκληρος από την υγρή εκείνη μελαγχολία της βραδειάς, την ακούει, να του μιλά…

Ψηλή, αμαζών τέλεια, με τα ξανθά μαλλιά της χτενισμένα προς τ’ απάνω πίσω, ριγμένα σγουρά μπροστά στους κροτάφους, με το ωχρό πρόσωπο μόλις πουδραρισμένο, με τα μικρά χείλη, τα σουφρωμένα αιώνια, σαν χοντζες που δεν τον είδε ποτέ ο ήλιος, βαμμένα ανάλαφρα, ελκυστικά, χτυπώντας ίσια τις αισθήσεις και φέρνοντας ένα ρίγος ελαφρό στις φλέβες, του μισοκλείνει τα μάτια και ακουμπισμένη στο κάθισμά της, στηρίζονατς τον δεξιό της αγκώνα απάνω στο τραπέζι, πούνε εκεί κοντά της, φλυαρεί.

Έχει κέφια απόψε και λέει, λέει ακούραστη με τη συνειθισμένη της αφροντισία, και μέσα στα λόγια της αυτά, που εξαιρετικώς του τα εμπιστεύεται έτσι από ένα παράξενο γυναικείο καπρίτσιο, ζωγραφίζεται όλη η ματαιοδοξία της γυναίκας, όλη η απληστία της, η απονιά της, η απόλαυσή της, η ειρωνεία της, το συμφέρον, το τρομερό εκείνο συμφέρον των γυναικών του είδους της, που προξενεί τη φρίκη και την αηδία.

Μπροστά της εκεί, απάνω στο τραπέζι είνε ανοιχτό ένα μικρό τετράγωνο με ατλαζωτό ροζ ύφασμα σκεπασμένο κουτάκι. Και με το αριστερό της χέρι βγάζει από κεί μέσα με νωχελικά κινήματα ένα, ένα τα μπιζού της και του τα δείχνει με κάποια υπερηφάνεια, με κάποια άγρια χαρά ψιθυρίζοντας με σαρκαστικό πάντα γέλοιο:

- Αυτά τα σκουλαρίκια είνε δώρο ενός γέρο ραμμολή. Μ’ άφησε χρόνους τόρα… Τον γνώρισα στην Οντέσσα...

- Αυτή τη διαμαντένια εδώ καρφίτσα μου τη χάρισε ένας τραπεζίτης που γνώρισα στην Αλεξάνδρεια...

Και το λευκό, το κάτασπρο χέρι, το μακρουλό, το αφροπλασμένο με λεπτά μακρυά δάχτυλα και τριανταφυλλένια νύχια βγάζει πάντα ένα, ένα από το κουτί τα κοσμήματα, τα σηκώνει λίγο προς το φως των κηριών, τα γυρίζει τόρα απ’αυτό, ύστερα απ’ εκείνο το μέρος, τα κάνει να λαμποκοπούν στο φως, και έπειτα τ’αδειάζει απάνω στο τραπέζι τόνα κοντά στο άλλο με την αιώνια εκείνη σαρκαστική της έκφραση.

Εκείνος την έβλεπε, την άκουε με κάποιο αίσθημα αηδίας, αλλά με κάποια περιέργεια μαζί. Έξαφνα το χέρι έβγαλε έξω από το κουτί ένα βραχιόλι, ένα βραχιόλι μεγάλης αξίας, ένα βραχιόλι πολύτιμο, σκαλισμένο με τέχνη, φορτωμένο με πέτρες. Όταν το σήκωσε προς το φως, την είδε τότε να κοιτάζη αυτό το κόσμημα αυτή τη φορά βουβή, κάπως πικραμένη ξαφνικά. Και τα μάτια της έχασαν όλη τη σαρκαστική της ειρωνία, και τα χείλη εκείνα τα σουφρωμένα, τα κοκκινοβαμμένα σφίχτηκαν πιό πολύ σαν από πόνο ξαφνικής θλιβερής σκέψεως. Το κρατούσε ακόμα μέσα στα δάχτυλά της εκεί μπροστά στο φως, και ψιθύρισε σβυσμένα:

- Αυτό είνε το πρώτο, και το σκληρότερο δώρο της ζωής μου, είπε με λυπημένο τόννο.

- Ά! Κάποια ξεχωριστή, κάποια τρυφερή ενθύμηση, είπε εκείνος με μιά χαιρεκάκεια, που δεν κρυβόταν.

- Τίποτε απ’ όλα αυτά. Μονάχα μου φέρνει μιά πικρή ενθύμηση, μουρμούρισε, κοιτάζοντας το κόσμημα σαν αφηρημένη.

- Έτσι, λοιπόν, υπήρξες ποτέ και συ ερωτευμένη, είπε εκείνος θριαμβευτικώς.

-Ερωτευμένη όχι, αλλά το βραχιόλι αυτό μου ενθυμίζει μιά πολύ θλιβερή ιστορία που έπαιξα ρόλο φονιά, είπε τόρα εκείνη με ξερή φωνή, και το πρόσωπό της έγινε πιό χλωμό, πραγματικώς από ψυχική δόνηση χλωμό αυτή τη φορά.

Μιά ανατριχίλα περόνιασε το κορμί του και την έβλεπε μ’ανοιχτά φοβισμένα μάτια.

- Θα σου τα πω όλα, ξακολούθησε εκείνη. Είνε μιά ιστορία, παιδική, μιά πολύ θλιβερή, η μόνη αληθινά τόσο θλιβερή ιστορία της ζωής μου… Και την άκουσε για πρώτη φορά της ν’αναστενάζη με πόνο.

- Είμουνα, θυμούμαι, δεκάξη ετών. Είμουνα κόρη, είμουνα όμορφη, είχα την οικογένειά μου, τον πατέρα μου και τη μάννα μου. Η οικογένειά μας, λαϊκή οικογένεια, έβγαζε έντιμα το ψωμί της. Ο πατέρα είταν διανομεύς στο ταχυδρομείο, η μητέρα μου μοδίστρα ασπρόρουχων, εγώ τρελλοκόριτσο. Είχα μιά φίλη τότε της ηλικίας μου, κόρη ενος υπαλλήλου. Οικονομικώς η οικογένειά της είταν σε καλύτερη θέση από μας και μ’ όλη την αγάπη που της είχα την ζήλευα πολύ γιατί μπορούσε να κάνη καινούργιες τουαλέττες συχνά. Και οι δυό μας είμαστε τρελλές για τις μόδες, προ παντός για τα κοσμήματα. Θυμούμαι πως μας συνώδευε πάντα βράδυ, βράδυ στον περίπατο στα εμπορικά και τις δυό ο αδερφός της ένα ψηλό, αδύνατο, καχεκτικό παιδί δέκα εννιά χρόνων. Πηγαίναμε πάντα στα χρυσοχοεία και στεκόμαστε εμπρός στις βιτρίνες και θαυμάζαμε αφηρημένες και οι δυό τα κοσμήματα, ενώ ο καβαλλιέρος μας γυρισμένος πάντα προς το πλάϊ μου κρυφαναστέναζε. Μ’ είχε ερωτευθή τρελλά, μ’ ένα έρωτα παιδιάστικο, αλλά φλογερό, έξω φρενών. Και μ’ έκανε να γελώ πάντα, το μυξιάρικο… Ένα από τα πολλά κοσμήματα που βλέπαμε στις βιτρίνες εγώ και η αδερφή του, είταν κι αυτό το βραχιόλι εδώ, που βλέπεις τόρα. Σε μιά βδομάδα είχαμε ερωτευθή και οι δυό αυτό το βραχιόλι. Οι μέρες, οι μήνες περνούσαν ύστερα και μεις κάθε βράδυ στεκόμαστε εκεί στο τροττσάρ και λιγουδεύαμε το βραχιόλι. Μας είχε γίνει πάθος αυτό το θέαμα. Και οι δυό μας ωνειροπολούσαμε η κάθε μιά χωριστά, πως να το αποκτήσουμε. Εγώ όσο σκεπτόμουνα πως είταν αδύνατο να γίνη δικό μου αυτό το βραχιόλι, έλυωνα από ζήλεια, από μανία. Όταν ένα απόγευμα που πήγα στο σπίτι της φίλης μου, να τη συγχαρώ για τη γιορτή της που εώρταζε, βλέπω άξαφνα το βραχιόλι εκείνο στο χέρι της.

- Τι χαρά, μου λέει. Ο θείος μου μου το αγόρασε το βραχιόλι...

Ένιωσα σα να μου έκοβαν μέσα μου τ’αντερά μου, σχεδόν θα λιποθυμούσα. Δεν είπα τίποτε, κρατήθηκα, και κάθησα σε μιά καρέκλα όλο το απόγευμα καταλυπημένη. Ήρθε ο αδερφός της προς το βράδυ. Κάθησε κοντά μου και όλο κρυφά αναστέναζε. Άξαφνα σηκόνομαι, χαιρετώ τη φίλη μου, τους δικούς της, και παρακαλώ το παιδί τους να με συνοδεύση εις το σπίτι μου. Πήγε να τρελλαθή από τη χαρά του. Μέναμε μόνοι μας τόσο σπάνια, ώστε είχε δίκιο να είταν τόσο χαρούμενο. Στο δρόμο γυρίζω και του λέω έξαφνα, πιάνοντας το χέρι του:

- Μ’ αγαπάς;

Εκείνο θέλησε να μου σφίξη το χέρι, και ψιθύρισε ξαφνιασμένο:

- ‘Ω, αν σ’αγαπώ, πεθαίνω για σένα!...

- Τότε θέλω να μου κάμης μιά χάρη…

- Ό,τι θέλεις.

- Μα θα μου την κάμης…

- Λέγε, διάταξε, τη ζωή μου δίνω για σένα, αρκεί να μ’ ευσπλαχνισθής.

- Θα είμαι δική σου, του είπα, όταν μ’αποχαιρετούσε τρέμοντας σχεδόν, στην πόρτα μου, αν κλέψης το βραχιόλι της αδερφής σου που της χάρισε ο θειός σας σήμερα…

Και έφυγα κλείνοντας την πόρτα.

Την άλλη μέρα το βράδυ καθόμουνα μόνη μου στο σπίτι – η μητέρα μου έλειπε κάπου – και είμουνα καταλυπημένη πάντα, ακούω βήματα βιαστικά στη σκάλα και βλέπω τον αδερφό της φίλης μου να μπαίνη μέσα στην κάμαρα κατακίτρινος σαν το φλωρί, λαχανιάζοντας, τρέμοντας, και να μου πετά στην ποδιά μου το βραχιόλι.

- Να!… πάρτο!… δικό σου είναι, αλλά τόρα κι εγώ είμαι δικός σου… Μάθε όμως πως σκότωσα … την αδερφή μου!...

- Τι; του είπα χωρίς να καταλάβω τι έλεγε.

- Ναι! … την σκότωσα! … Με κατάλαβε πως το πήρα κ’ έτρεξε να μου το πάρη… Την έσπρωξα… με κυνήγησε φωνάζοντας “θέλει να το πουλήση! θέλη να το πουλήση!”. Από κάμαρα σε κάμαρα φθάσαμε με το κυνήγι στην κουζίνα… εκεί μ’έπιασε από το λαιμό… δε ξέρω τότε τι έκανα… ένα μαχαίρι είταν απάνω στο τραπέζι… το πήρα… τόχωσα στα στήθη της κ’ έφυγα… Τόρα το βραχιόλι είνε δικό σου… κι εγώ είμαι δικός σου…

Και εκείνη σιώπησε. Ένας λυγμός ακούστηκε και έκρυψε το κεφάλι της μέσα στα χέρια της. Έξω η βροχή έπεφτε μουρμουριστά, μελαγχολικά πάντα…

Κ’ εκείνος βουβός, με τα μάτια γεμάτα από φρίκη, πήρε το καπέλλο του, κι αγάλια’ αγάλια, πατώντας στα νύχια, βαδίζοντας με την πλάτη προς την πόρτα, βγήκε και κατέβηκε τις σκάλες γλήγωρα, γλήγωρα με πηδήματα παράφρονος…

Μποέμ

Σάββατο 31 Μαΐου 2025

Ο ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ /2

Εφημερίδα “ΣΚΡΙΠ” 25. 10. 1896

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Η ΤΡΕΛΛΟΥΤΣΙΚΗ

(Από τις “Ιστορίες ενός Ρεπόρτερ”)



Την ακολούθησε με τρυφερή ματιά να φεύγη. Πόσο ήταν ευτυχισμένος, κατάψυχα ευχαριστημένος εκείνο το πρωί από τον εαυτό του, από την αγάπη του, απ’ αυτή την ίδια. Πράγμα πολύ σπάνιο. Είχαν δη μαζί τον ήλιο να βασιλεύη, όπως τον είχαν ιδή πάλι αντάμα εδώ και λίγες στιγμές τόρα ν’ ανατέλλη. Είχαν περάση ολόκληρη νύχτα αχώριστοι, αγαπημένα, ευτυχισμένα. Και τόρα εφευγε και τον άφηνε ήσυχο, χωρίς καμμιά ψυχική τρικυμία, χωρίς καμμιά ηθική ταραχή. Χαμογελούσε πλέοντας σε γλυκειά συγκίνηση, που την έβλεπε να χάνεται εκεί στην άκρη του δρόμου με το γοργό, με το παιδικό εκείνο βάδισμά της, ενώ το κεφαλάκι της γυρισμένο ως την τελευταία στιγμή προς αυτόν – το χλωμό από την αϋπνία και τη μέθη εκείνο κεφαλάκι, με τα μαλλιά μπερδεμμένα και τα μάτια κομμένα, μελανά γύρω γύρω – του έστελνε ως τη ψυχή του μέσα γλυκειά, τρυφερή γαλήνη, αγάπης, αφοσιώσεως. Πόσο είταν αληθινά ευτυχισμένος. Και σα χάθηκε εντελώς απ΄τα μάτια του ετράβηξε αγάλι’ αγάλια το δρόμο του με τα μάτια καρφωμένα χάμου, μη κοιτάζοντας τίποτε γύρω του, ούτε τους διαβάτες που έτρεχαν στη δουλειά τους μέσα στην πρωϊνή ομίχλη, ούτε τη ζωή που άρχιζε στην πόλη με κάποια ραθυμία, μ’ένα βαρύ μαχμουρλίκι. Τίποτε, τίποτε. Όλος ο νους του, όλη η ψυχή του, τα μάτια του είχαν αφοσιωθή στην ευτυχισμένη εκείνη νύχτα και ροφούσε ακόμα την απόλαυσή της με τη νωθρή ενθύμηση της, με το πυκνό της άρωμα, που του είχε αφήση εκείνη απάνω του, στα ρούχα του, στο κορμί του, στη ψυχή του μέσα.

Και τι γρήγορα είχε περάσει μιά ολόκληρη νύχτα, πως είχαν κάμη φτερά οι ώρες αυτές οι μεγάλες, οι ατελείωτες, οι μεθυστικές, οι χρυσές. Και ξανάβλέπε μπροστά του όλα τα μικρά εκείνα επεισόδια, και αναπαραστούσε μυστικά όλη τη μέθη, την τρέλλα, τη γλύκα, την παραφορά αυτής της νύχτας με κάποια ζήλεια, ρίχνοντας ανήσυχες ματιές γύρω του μ’ένα φόβο μήπως μαντεύσουν οι διαβάτες την ευτυχία του, τις σκέψεις του, τις ενθυμισές του, τα πολύτιμα μυστικά του. Μέσα στον έρωτα του αυτόν τον απόκρυφο, μέσα στον έρωτά του αυτόν τον καταραμένο, που τον πότιζε κάθε μέρα το φαρμάκι της ζήλειας, που τον έλυωνε ο καημός του πόθου, που τον βασάνιζε το μαρτύριο της επιθυμίας, του πάθους, η τύχη θέλησε να του δώση μιά ολόκληρη νύχτα χαράς, ευθυμίας, αγάπης, καλοσύνης. Και η θερμή του φαντασία μεγάλονε τον έρωτά του! Και σαν τον χαρτοπαίχτη, που ξημερόνεται μια μέρα ανέλπιστα, ύστερα από καθημερινή χασούρα, μ’ένα μεγάλο ποσό στην τσέπη του, και πλέει όλος σε όνειρα, και νομίζει πως η τύχη αρχίζει να του χαμογελά, και να του δείχνη το δρόμο της επιτυχίας, του κέρδους, και της χαράς, και σφίγγει με λαχτάρα, με παραφορά τα χρήματα του στην τσέπη του, έτσι και αυτός κρατούσε, θάλεγε κανείς αυτή την αναπνοή του μήπως ξεφύγη από μέσα του αυτή η ευτυχία που φούσκωνε τα στήθη του, που του έπνιγε το λαρύγκι. Ποιός ξέρει αν δεν πέταξαν πια όλες οι μεγάλες, οι τρομερές εκείνες λύπες, όλος ο πόνο ο αδιάκοπος, όλο το μαρτύριο το καθημερινό; Και θ΄αρχίση τόρα η ζωή να του φαίνεται έτσι ρόδινη πάντα, έτσι όμορφη, κι’ εκείνη θα του σκορπά πάντα την απόλυτη ευτυχία, και θα λείψουν όλα τα βάσανα, και όλα τα φρικιά εκείνα φαντάσματα που έρχονταν και του απορροφούσαν και τη πιό μικρή χαρά ως τα τόρα του έρωτά του, και του στράγγιζαν και τη πιό ασήμαντη απόλαυσή του, και του άφιναν αιώνια το σκοτάδι μέσα στη ψυχή του της πίκρας, της ζήλειας, της αμφιβολίας, της δυστυχίας, του πόνου, και μονάχα του αιώνιου πόνου;

Ποιός ξέρει αν θα γείνη από σήμερα, πάντα παιδί εύπιστο, χαρούμενο, ήσυχο, όπως έγεινε όλη τη νύχτα απόψε, και τίποτε δεν θα τον τρομάζη, και τίποτε δε θα τον λυπή, και τίποτε δε θα τον κάνη ν’αμφιβάλλη; Ποιός ξέρει αν το μέλλον του, αν η ζωή του ολόκληρη δε θάνε πια ένα γλυκό όνειρο, όπως ήταν γλυκό όνειρο, ολόκληρη αυτή η νύχτα;

Αυτή η νύχτα ! Τι ευτυχία, τι αληθινός παράδεισος! Ποτέ άλλοτε δε το είχε ποτίση τόσο από ηρεμία ψυχής, ηρεμία μυαλού, ηρεμία καρδιάς, ηρεμία νεύρων η τρελλή.

· Από τη στιγμή που του είπε, κοκκινίζοντας ανάλαφρα, πως θα έμενε μαζί του απόψε, ως τη στιγμή που τον αφήκε, ένα σύγνεφο δεν ήρθε να σκεπάση το φως της ευτυχίας του. Και πηδούν τόρα μπροστά του, ολόκληρες εκείνες οι χρυσές στιγμές οι πολύτιμες ώρες και τον βαυκαλίζουν ακόμα ήρεμα, ήσυχα. Πόσο ήταν όμορφη, περίσσια όμορφη απόψε. Πως έγινε παιδί, παιδάκι, αγοράκι τρελλούτσικο, τη στιγμή που πέταξε το καπέλλο της, τα γάντια της και κάθησε κοντά του εκεί στην άκρη τη μυστική, τη σκοτεινή, την απόκρυφη του κήπου. Και πήρε τη γελαστή εκείνη όψη της, και μιλούσε τρυφερά, χαριτωμένα, γλήγορα, γλήγορα, γιατ’ είχε να πη πολλά πάρα πολλά η τρελλούτσικη, η θεότρελλη, όπως στις πιό καλές στιγμές της. Και πως του άφηνε ολόγλυκα την απαλή μουσική της φωνής της να λούζη τη ψυχή του σε κρουσταλλένια γλύκα, ενώ ακουμπούσε το σγουρό της κεφαλάκι στον ώμο του.

Και τι δεν είπε εκείνο το βράδυ. Όλα τα γνωστά, τα απόκρυφα της ζωής της, πολλά ακόμα που δεν του τα είχε πη ποτέ, όλες τις θλίψες της, τις χαρές της,τα παιδικά της τα παλιά της, τα τορινά της. Ακόμα του είπε και το χρώμα της πρώτης χειμωνιάτικης τουαλέττας της, που έκανε τόρα, το σχήμα του τελευταίου καπέλλου της που παρήγγειλε, των τελευταίων μποττινιών της που θα φορούσε. Όλα, όλα. Του είπε ακόμα γιατί φορεί τέσσερες μονάχα τυρκουάζ και γιατί άλλοτε φορούσε πέντε στα μικρά, στ’αστεία εκείνα δάκτυλά της, του είπε ακόμα την τρελλή μασκαράτα της που είχε κάμη πέρυσι στα καρναβάλλια… πως της αρέσει, τρελλαίνεται να πιάνη πάντα τα κουμπιά του πουκαμισιού του… πως το πρωί έχασε, καημένε, ένα φιγαρώ κ’ είταν τόσο λυπημένη… πως χθες το βράδυ άρχισε ξαφνικά τα κλάμματα γιατί θυμήθηκε τα πικρά του λόγια που της είπε προτού να την αφήση… Και τι δεν είπε με την ατελείωτη, τη χρυσή φλυαρία της που ξέχασε να βάλη μιά μπουκιά καν στο στοματάκι της ν’αγγίξη το ποτήρι στα χείλη της, και άφησε ως τα μεσάνυχτα άγγιχτο το πιάτο της, τη πετσέτα της η τρελλούτσικη…

Κι όταν κουράστηκε κομμάτι, έγειρε πιό λυπημένα στον ώμο του το κεφαλάκι της και φέρνοντας κοντά στα μάτια του τα μάτια της, που έλαμπαν φωτεινά μέσα στη σκοτεινή, την απόκρυφη άκρη του κήπου τον ρώτησε τρεμουλιαστά για χιλιοστή ίσως φορά, αλλά μ’ ένα καινούργιο πάλι γι’ αυτόν παραπονιάρικο τόνο· “Μ’ αγαπάς; … Ώ! Θεέ μου! Δε μ’ αγαπάς, όσο σ’ αγαπώ… Α! Είνε αμαρτία είνε κρίμα… δε μ’ αγαπάς! … Είμαι δυστυχισμένη … λυπήσουμε !” Κι άρχισε να μουρμουρίζη τότε πικρά, αλλά τρυφερά αλλά χαριτωμένα. Και είταν τότε πιο όμορφη, πιο λιγωμένη, πιο τρυφερή από κάθε φορά…

Και σ’ αυτή την ενθύμηση του πλέει όλος σε καινούργια πάλι ευτυχία. Κι’ ο νους του φέρνει πάντα μπροστά του τόρα άλλες στιγμές πιό γλυκές, πιό μεθυστικές. Όλο το κατάγλυκο εκείνο μυστήριο που ποτίστηκε η ψυχή του, η αίσθησή του, η σάρκα του, όλη η μέθη. Η παραφορά, η απόλαυση μέσα στο μισοφώτισμα της κάμαρας, μέσα στην απόλυτη ησυχία της νύχτας, όλη η τρέλλα της, που φάνηκε πιό καινούργια, πιο χαριτωμένη, πιό ολόδροση, πιό αχόρταγη από κάθε φορά, όλοι οι θερμοί της όρκοι ότι θα τον αγαπά, θα τον λατρεύη αιωνίως, τον μεθούν με την ίδια δύναμη τους και τόρα, ενώ αυτή είνε μακρυά του, ενώ δεν έμεινε απάνω του απ’ αυτή παρά ένα λεπτό, λεπτότατο άρωμα, που η ομίχλη της αυγής το ξατμίζει, το απορροφά…

Άξαφνα εκεί που περπατούσε τόσες ώρες στους δρόμους ασυνείδητα, με τη ψυχή του γεμάτη απ’αυτή, με το νου του πλημμυρισμένο απ’εκείνη, στάθηκε απότομα στη μέση απ’το πεζοδρόμιο.

Δυό τρεις διαβάτες γύρισαν και τον είδαν περίεργα, και έπειτα τράβηξαν το δρόμο τους. Αυτός είχε κολλήση τα μάτια του απάνω στις πλάκες και χλωμός, με ξαφνικό πυρετό έβλεπε χάμου αλλόκοτα, ενώ ένα πικρό χαμόγελο έλαμπε στα χείλη του. Τι είχε πάθη ξαφνικά;

Και όσο κοίταζε τις πλάκες, τις χρυσισμένες από τον πρωϊνό ήλιο, που είχε σχίση την ομίχλη, και έλαμπε κατάχρυσος, κάτι σαν τρόμος τον έπιασε, ανατριχίλα τον κλόνισε σύσσωμο. Ώ! Γιατί να βρεθή έτσι σ’ αυτή τη θέση μέσα στην πλέον ευτυχισμένη ώρα του; Εκεί απάνω στις πλάκες αυτές, στην ίδια αυτή θέση θυμήθηκε πως μιά μέρα, μιά φορά ενώ περνούσε απ’ εκεί αμέριμνα, είδε ξαπλωμένο, χάμου με τα μυαλά σκορπισμένα έξω απ’ το κρανίο ένα νέο παιδί, πλέοντας στο αίμα του, ενώ μιά γυναίκα σαν τρελλή, έτρεχε μέσα στον κύκλο των περιέργων, μαδώντας τα μαλλιά της - η δυστυχισμένη μάννα. Και όλη η θλιβερή εκείνη περασμένη ιστορία αναγεννιέται τόρα τρομερά εμπρός του.

Το φτωχό παιδί είχε αυτοκτονήση για μιά γυναίκα, για μιά γυναίκα μικροκαμωμένη, τρελλή, τρελλούτσικη, χαριτωμένη. Του είχε ορκισθή, ότι θα τον αγαπά αιωνίως, το είχε κλείση μέρες, μήνες, χρόνο στην αγκαλιά της, τόχε ποτίση από έρωτα, από μέθη, από παραφορά, από μανία. Και ύστερα ήρθε μιά στιγμή, που άξαφνα δεν ένοιωσε τίποτε, απολύτως τίποτε γι’ αυτό… Μιά σφαίρα ρεβόλβερ τότε και το παιδί ξαπλώθηκε εκεί στο δρόμο νεκρό, καταματωμένο…

Και στη ξαφνική αυτή ενθύμηση, που τόσο σκληρά ήρθε εκεί μέσα στο δρόμο, μέσα στη πιό ευτυχισμένη του στιγμή να του διαλύση όλο το μεθύσι του, ο φτωχός άνθρωπος νιώθει να χάνεται για μιάς όλη η θεία ευδαιμονία του, κ’ ενώ τραβά λυπημένα το δρόμο του, η μαύρη και πικρή αμφιβολία του, το αιώνιο αυτό μαρτύριο της καρδιάς του, έρχεται πάλι και του απλόνει σκοτάδι απελπισιάς στα μάτια του, στο νου του, στη ψυχή του μιά φορά ακόμα πιό φριχτά για το φτωχό έρωτά του…

Μποέμ


Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Ο ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ

 Εφημερίδα “Σκριπ” 25.7.1896

ΣΤΗΝ ΤΑΡΑΤΣΑ

(Από τις “Ιστορίες ενός Ρεπόρτερ”)

Έπαιρνε το τσάϊ της με τις, ωραίες αυτές λιακάδες απάνω στη ταράτσα της το απόγευμα. Ένας από τους πολλούς φίλους της της έκανε συντροφιά όλο το απομεσήμερο, όταν δεν είχε βίζιτες. Κι’είχε τόσες λίγες, αφού η κυρία δέχουνταν την Πέμπτη μονάχα.

Η Sarah Bernard, πρωτότυπο μοιραίας γυναίκας, το 1891. Φωτογραφία του Henry Walter Barnett.

Εκεί απάνω στ’ ολόξανθο ηλιοπλημμύρισμα του Γεννάρη είταν ευτυχισμένη η όμορφη. Καθισμένη στην άκρη μιάς μεγάλης πολυθρόνας, πάρα πολύ, πολύ μεγάλης για το μικροσκοπικό εκείνο σωματάκι, με σταυρωμένα τα χεράκια της απάνω στα γόνατά της, όταν δε κάπνιζε τ’ αρωματισμένα αιγυπτιακά σιγαρέτα, απόμεινε χαμογελώντας, κουβεντιάζοντας, φλιρτάροντας με τον επισκέπτη της, ευτυχισμένη γιατί ζούσε, γιατί είταν όμορφη, γιατί ούτε η λύπη, ούτε η φτώχια, ούτε τε πάθη μπορούσαν να ταράξουν την ήσυχη ζωή της λεπτοκαμωμένης.

Είταν από τις γυναίκες εκείνες, που ανάβουν πάθη με μιά ματιά τους, χωρίς να αισθάνουνται ποτέ την παραμικρή ταραχή. Από τις γυναίκες εκείνες, που δεν μπορείς με τη λέξη όμορφες να τις χαρακτηρίσης, από τις γυναίκες εκείνες που είναι τόσο φρουφρουδένιες, τόσο πουπουλένιες, τόσο μεταξωτές, ελαφρές, ελαφρές που μόνο ένα όνειρο ενός ποιητού μπορεί να τις αναπαραστήση. Από τις γυναικούλες εκείνες, που δύσκολα τις βρίσκεις στη ζωή, που κάνεις ημέρες, μήνες, χρόνια να τις δης έτσι τέλειες, αριστουργηματάκια σάρκας και ντουαλέττας. Από τις γυναίκες εκείνες, που δεν τις βλέπεις στο δρόμο, στα θέατρα, στους χορούς κάθε στιγμή, κάθε μέρα. Διαβαίνεις στο δρόμο και περνούν μπροστά σου χιλιάδες γυναίκες, όμορφες γυναίκες, κοκέττες, μαργιόλικες, μικροκαμωμένες, ψηλές, περήφανες, ζαχαροπλασμένες και δε σου κάνουν καμμιά εντύπωση, δε σου λένε περισσότερο αφ’ ό, τι σου λένε όλες μαζί. Όταν μιά φορά το πολύ στη ζωή σου διαβαίνη μπροστά σου μιά απ’ αυτές τις γυναικούλες, που δε ξέρεις καλά, καλά πως φάνηκε μπροστά σου, και σε πλημμυρίζει από την αριστοτεχνική τελειότη της, σου σκορπά μιά μυρουδιά ως στην καρδιά σου, σου περιχύνει ολόκληρο τον οργανισμό σου από ένα μεθύσι αλλιώτικο, παράξενο, και σου γεννά ένα δυνατό όσο και γλυκό, και τρυφερό όνειρο να πεθάνης σιγά σιγά, να σβύσης αγάλι’ αγάλια, γλυκά, ήσυχα, απαλά, σαν αφρός, σαν κεράκι, σαν χιονάκι, σαν κύμα από ηδονή απέραντη, από ηδονή αχόρταγη, από ηδονή και μονάχα ηδονή μέσα στην μεταξένια, στην απαλή. Την αλαβάστρινη αγκαλιά της, την αγκαλιά που μαζί με την απόλαυση της σάρκας σμίγει και του λεπτότατου ονείρου η φλόγα, που μαζί με τα φιλιά της σάρκας σμίγει και τα φιλιά της ψυχής…

Η ηλιοπλημμύρα η πλούσια, απέραντη χρυσίσει την μικρή ταράτσα. Τα μάρμαρά της αφήνουν φωτεινές σπιθίτσες, τα πουλάκια τριγυρίζουν στις στέγες γύρω, πέρα, πιο πέρα ακόμα, ως τον ορίζοντα κάτου. Μουρμουρίζει απάνω στο τραπεζάκι το σαμοβάρι αποκοιμιστικά κ’ εκείνος την κοιτά και την ακούει μαγεμμένος. Ο ήλιος αγκαλιάζει την Αθήνα ολάκερη, ο κόσμος στέλνει τη βοή του ανάμιχτη από κάτω από τους δρόμους ως εκεί απάνω. Ζέστη γλυκειά, ζέστη απαλή, ζέστη μυρωμένη από ανάλαφρο αεράκι, χρωματισμένη από το γαλανό του ουρανού και το ολόχρυσο του ήλιου πλημμυρίζει τη γη. Λάμπουν τα κεραμίδια γύρω των σπιτιών, η θάλασσα η απέραντη των στεγών της Αθήνας απλόνεται ηλιοπλημμυρισμένη σε ατελείωτα κύματα λευκαίνοντας από θαμπωτική λάμψη τα μάρμαρα των μπαλκονιών, των τοίχων. Θεόρατη σηκώνεται στον ουρανό κάτω εκεί η Μητρόπολη όλη λάμψη και μαγεία, τ’ Ανάκτορα τεράστια και περίβλεπτα απλώνουν τ-άχαρα και μονότονα ντουβάρια τους στο φως αυτό το αθάνατο, λαμποκοπούν τα μέγαρα όλα της οδού Κηφισσιάς σα μαγικά παλάτια. Και οι κήποι με τις ολίγες πρασινάδες του, τις καθαρές, τις βαθειά πράσινες, τις πλυμένες από τη βροχή πρασινάδες, με τα πανύψηλα κυπαρίσσια τους και τα φουντωτά πεύκα τους δίνουν τόνους φαιδρούς και μαγικούς στην απέραντη αυτή ασπράδα του ήλιου, ασπράδα παράξενα γαλανή κι’ ολόχρυση μαζί. Οι λόφοι γύρω με τα συντρίμματα του αρχαίου κόσμου παράξενες υψώνουν τις σιλλουέτες τους, κι ο κάμπος ο πράσινος, ο κάμπος ο σκούρος με το μεγάλο ελαιώνα του, κ’ η θάλασσα κάτου η καταγάλανη, κ’ οι ανακατεμμένοι σωροί των σπιτιών του Φαλήρου και του Πειραιώς, και τα βουνά γύρω, με τον Υμητό τον σκεπασμένον ανάλαφρα από τεράστιο χρυσογάλανο πέπλο, με τον Πάρνηθα μισοχιονισμένο, με την Πεντέλη καμαρωτή κι ολογέλαστη. - κι’όλος αυτός ο μαγικός κι αθάνατος ορίζοντας απ’ τις παραμικρές γραμμές του, ως το ολάκερο πανόραμμά του σκορπά στα μάτια της λεπτοκαμωμένης μιάν αρμονία ονειρευτή, μιά μέθη πρωτοφανέρωτη.

Μουρμουρίζει απάνω στο τραπεζάκι το σαμοβάρι αποκοιμιστικά, σκανδαλιάρικα. Κι όσο περνά η ώρα, κι όσο την περιχύνει με τη χαϊδευτική φλόγα του το πλημμύρισμα του ήλιου, που ψιθυρίζει στ’ αυτάκια της τρελλά λογάκια, του γαργαλάει ελαφρά, σαν πούπουλο το μεταξένιο δέρμα της, κι ανάβει τα μαγουλάκια της τα τριανταφυλλένια, και τρις ζωντανεύει το κορμάκι της το αριστοτεχνικό, και χρωματίζει πιό έντονα το μωβ φορεματάκι της, και γλυστρά από το ντεκολτέ της μέσα βαθειά στων στηθειών της τους μαρμαρένιους κόσμους, και αναδεύει με τη δύναμή του, θάλεγες, τα ξετρελλαίνοντα καστανά μαλλάκια της, και ζωγραφίζει με μεγάλου καλλιτέχνου τέχνη με αρμονία και με λεπτότη άλλους κόσμους επιθυμιάς και μέθης χαμηλά κάτω στην άκρη της φούστας της, στο μεταξένιο μεσοφοράκι της, που μόλις αφήνει να φαίνεται τόση δα από ολομέταξη ταντελλίτσα – κι όσο την περιχύνει ο ήλιος ο αθάνατος με τη χρυσοβολή του, γλυκειά, μεθυστική την πιάνει αποκαμομάρα του κορμιού, της ψυχής. Λάμπουν τα μάτια της τα ολόμαυρα, λάμπουν τα δοντάκια της τα φιλντισένια, λάμπουν τα χεράκια της τα κρινοπλασμένα, λάμπει το κορμί της το τέλειο, λάμπει το λουστρίνι των γοβιών της με το μαύρο μεταξωτό φιογκάκι του. Λάμπει η ψυχή της ολάκερη.

Καπνίζει αγάλ’ αγάλια σα χανούμισα, γαλανές τουλουπίτσες καπνού αφίνει το στοματάκι της, π’ ανοιγοκλείνει σα πρωταπριλιάτικο τριανταφυλλάκι. Ένα κρυφό, τρελλό γαργάλισμα την παραδέρνει όλη. Στην πτέρνα της τη ροδαλή του δεξιού ποδιού της νιώθει ένα γοργό, γοργότατο ανατρίχιασμα, που ανεβαίνει πιο γρήγωρο σ’ όλες τις φλέβες της, σ’ όλο το σώμα της, που παραδέρνει τη σπονδυλική της στήλη, που ανακατεύει μεθυστικά το κεφαλάκι της, που χτυπά δυνατά τα στήθη της τα μαρμαρένια. Τρέλλα γλυκειά την παρασύρει, τρέλλα λεπτή κι αρμονική, και θεία σαν τη τρελλή αυτή φλόγα του ήλιου του αθάνατου. Και μισοκλείνει με μαργιολιά τα μάτια τα ολόμαυρα.

Εκείνος λιγωμένος μένει αντίκρυ της περιμένοντας. Του νεύει τότε απαλά, χαριτωμένα. Και με το πρωτ’ αγκάλιασμά της απάνω εκεί στης πανύψηλης ταράτσα τον πάναγνο αέρα, αφίνει η μικρούλ’ αυτή, και λεπτοκαμωμένη γυναικούλα, το κομψοτεχνηματάκι αυτό το πουπουλένιο, αυτή η φρουφρουδένια κ’ η ολομεταξένια, μιάν αρμονία έρωτα και αγάπης έτσι θεία και τέλεια, σκορπίζει μιά ζωή ολόκληρη κι αυτή εδώ στη γη κάτω έτσι θαυμαστή και ηδονική σαν την αρμονία, σαν τη ζωή που αφίνει απ΄τα ζαφειρένια τ’ουρανού ο ήλιος αυτός εκεί απάνω…

Μποέμ

Κυριακή 4 Μαΐου 2025

ΛΕΟΝΙΝΤ ΑΝΤΡΕΓΙΕΦ

 Χιουμοριστικό “θεατρικό” χρονογράφημα του Δημ. Χατζόπουλου που σχολιάζει μιά πρωτοποριακή παράσταση για την ελληνική σκηνή της εποχής, το έργο “Αικατερίνα Ιβάνοβνα” του Λεονίντ Αντρέγιεφ, γραμμένο μόλις τέσσερα χρόνια πριν. Ο Λεονίντ Νικολάγιεβιτς Αντρέγιεφ - Леонид Николаевич Андреев (9 Αυγούστου 1871 - 12 Σεπτεμβρίου 1919) ήταν Ρώσος συγγραφέας, θεατράνθρωπος, ζωγράφος και καινοτόμος φωτογράφος, ο κύριος εκπρόσωπος του εξπρεσιονισμού στη ρωσική λογοτεχνία. Υπάρχουν δεκάδες βιβλία του μεταφρασμένα στα ελληνικά, το πιο σημαντικό για μένα είναι οι “Εφτά κρεμασμένοι” (1908).

Γ. Χ.

Λεονίντ Αντρέγιεφ, Αυτοπροσωπογραφία, 1908, έγχρωμη φωτογραφία με τη μέθοδο “Αutochrome”.

ΕΜΠΡΟΣ” 6 Μαΐου 1916

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΣ ΕΥΣΤΟΧΙΑΣ

Από το δράμα του Ανδρέγεφ “Αικατερίνα Ιβάνοβνα” προκύπτει ένα πρακτικόν συμπέρασμα, εις το οποίον θα επρόσεξαν, υποθέτω, πολλοί εκ των εγγάμων κυρίων και των υποψηφίων εις τον γάμον, οίτινες παρηκολούθησαν προχθές το έργον εις το θέατρον Κυβέλης. Ότι ο έγγαμος ανήρ πρέπει να είνε καλός σκοπευτής· διότι αν ποτέ αποφασίση να φονεύση την γυναίκα του με πιστόλι, πρέπει εξ’άπαντος να την επιτύχη. Αν δεν την επιτύχη, το αποτέλεσμα θα είνε το αυτό χωρίς να είνε το ίδιον. Η κυρία θα διαφύγη τον θάνατον, τούτο όμως δεν θα σημαίνη ότι θα είνε και ζωντανή. Σωματικώς θα ζη, αλλα ψυχικώς θα είνε νεκρά.

Τοιούτοι βρυκόλακες είνε πολύ επικίνδυνοι, ως φαίνεται εις το δράμα του Ανδρέγεφ και εις την πραγματικότητα. Διότι αργά ή γρήγορα επανέρχονται εις την ζωήν του συζύγου, όχι ως άνθρωποι πλέον, αλλ’ ως δαίμονες εκδικήσεως. Δια να επιχειρήση κανείς να φονεύση εκ ζηλοτυπίας την σύζυγόν του, έπεται ότι την αγαπά. Αν του είνε αδιάφορος, θα έχη την ψυχραιμίαν να την αποπέμψη με τον ειρηνικώτερον τρόπον. Αν την απεχθάνεται, όχι μόνον δεν θα σκεφθή τραγικά πράγματα, αλλά και με κρυφίαν ευγνωμοσύνην θα δεχθή την υπό της απίστου προσφερομένην ευκαιρίαν ν’απαλλαγή από την μισητήν σύζυγον και να την αντικαταστήση ίσως με άλλην την οποίαν αγαπά. Και εις την μίαν και εις την άλλην περίπτωσιν, η ανδρική φιλαυτία ελάχιστα προσβάλλεται· και αν προσβάλλεται η προσβολή δεν είνε αρκετή δια να κάμη τον άνδρα να λησμονήση τον ποινικόν νόμον και την ανακούφισιν ήτις τον περιμένει ή την ευτυχίαν την οποίαν ονειροπολεί πλησίον άλλης γυναικός.

Αν όμως αγαπά την άπιστον σύζυγον και αποφασίση να δώση πέρας εις το ψεύδος και την απιστίαν διά του πιστολίοθ, πρέπει να μη αποτύχη. Διότι αν αποτύχη είνε πολύ ενδεχόμενον να πάθη ό,τι έπαθεν ο σύζυγος της Αικατερίνης Ιβάνοβνας. Η κυρία θα φύγη, θα επανέλθη εις την οικογένειάν της, παραλαμβάνουσα και τα τέκνα της, με την απόφασιν να μη επανίδη πλεόν τον άνδρα όστις την επυροβόλησε, όστις ηθέλησε να την φονεύση και την έκαμε να τρομάξη τόσον. Και ο σύζυγος θα μείνη εις ένα σπίτι κενόν, όπου το δωμάτιον των παιδιών θα είνε κενόν. Και ξέρετε τι είνε ένα δωμάτιον των παιδιών έρημον; Ξέρετε προ πάντων τι είνε ένα σπίτι από το οποίον έφυγεν η γυναίκα που αγαπούμεν, δια να μη επανέλθη;

Εάν την εφόνευεν, ίσως να κατόρθωνε, βοηθούμενος και από καμμίαν άλλην, να παρηγορηθή, να την λησμονήση. Αλλ’ όταν γνωρίζη ότι ζη και όταν εξακολουθή να την αγαπά και τώρα μάλιστα αισθάνεται ότι την αγαπά περισσότερον, είνε πιθανόν ότι πολύ ταχέως θα σκεφθή ότι είνε αδύνατος η ζωή του χωρίς αυτήν. Και θα έλθη ημέρα καθ΄ην την ταπεινωτικήν απόφασιν να ζητήση συγχώρησιν και να δώση λήθην του παρελθόντος. Και η ταπείνωσίς του θα είνε τοσούτον μεγαλειτέρα, καθ’ όσον θα φθάση μα ικετεύη και εκείνη θα τον αποκρούη και θα φαίνεται αδιάλλακτος. Ο εξευτελισμός του θα είνε η εκδίκησίς της και ο θρίαμβός της. Όταν δε μία γυναίκα, ως η Ιβάνοβνα, δαμάση την εκδίκησιν, δεν υπάρχει ελπίς να σταματήση, αλλά θα φθάση εις τα έσχατα. Ο άνδρας, ο οποίος την επυροβόλησεν, ο οποίος την έκαμε να τρομάξη τόσον, θα πίη μέχρι τρυϊγός το ποτήριον του εξευτελισμού, δια τον οποίον εξηγέρθη και εξηγριώθη η ανδρική του φιλαυτία.

Και αυτός ο οποίος δια μίαν υπόνοιαν την επυροβόλησε, τώρα θα την ανέχεται να τον απατά φανερά και όχι πλέον με ένα, αλλά με λεγεώνα και με τον πρώτον τυχόντα. Και όταν μεθυσμένη, θα της επανέρχεται η ιδέα να πάη με αυτοκίνητον και με ένα εραστήν της στιγμής, ο σύζυγος θα την βοηθήση να φορέση την γούναν και τις γαλότσες της και θα την προπέμπη.

Εάν η σφαίρα επετύγχανεν, όλα αυτά δεν θα συνέβαιναν βέβαια. Όλα αυτά συνέβησαν διότι ο σύζυγος της Αικατερίνης Ιβάνοβνας δεν εγνώριζε σκοποβολήν. Οι σύζυγοι επομένως πρέπει να είνε σκοπευταί. Είνε εκ των ουκ άνευ. Άλλως παθαίνουν ό,τι ο σύζυγος εις το ρωσσικόν δράμα. Αντί να σκοτώσουν την γυναίκα, σπάζουν ένα πιάτο· ούτω δ’ έχουν επί πλέον και την ζημίαν του πιάτου.

ΔΙΑΒΑΤΗΣ


ΠΗΓΕΣ

https://www.lifo.gr/blogs/almanac/leonint-antregief-syggrafeas-kai-fotografos

LEONID ANDREYEV'S “HE WHO GETS SLAPPED”: A GUIDE
https://hewhogetsslapped.wordpress.com/

Πέμπτη 1 Μαΐου 2025

Ο ΜΑΗΣ KAI… ΤΑ ΣΚΟΡΔΑ ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 “Εμπρός” 2 Μαΐου 1916

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

Ο ΜΑΗΣ


Επέστερφα από τα Πατήσια εις ένα βαγόνι, το οποίον εφαίνετο ως κινούμενος ροδών. Όλοι οι επιβάται εκράτουν ανθοδέσμας και στεφάνους τινές δε ήσαν και στεφανωμένοι με ρόδα και μόνον κάποιος καθήμενος όπισθέν μου είχε παραλείψη να πάρη άνθη και ήτο να σκάση. Τουλάχιστον τον ήκουσα να λέγη και να επαναλαμβάνη:

- Μωρέ, να μην πάρω ούτ’ένα γαρύφαλο! Να πάω στην Αλυσσίδα για Μάη και να ξεχάσω να πάρω! Τι μυαλό είν’ αυτό!

Δεν είχε παραλείψει όμως να πίη τον περίδρομον και να φάγη σκόρδα κατά κόρον. Ενώ ομίλει περί ανθέων, εξέπεμπε τοιαύτας ασφυκτικάς πνοάς σκόρδων και οίνου, τοιούτον ναυτιώδες μίγμα δριμείων οσμών, ώστε ο σύντροφός μου έσκυψε και μου είπεν:

- Αυτός πίσω ο σκορδοφάγος μας χάλασε όλο το Μάη.

Τόσον δριμεία και δυνατή ήτο η σκορδίλλα, την οποίαν απέπνεεν, ώστε επεκράτει του αρώματος της πλημμύρας των ρόδων και των άλλων ανθέων και το κατέπνιγεν, ούτως ώστε να νομίζη κανείς ότι τα άνθη εμύριζαν σκόρδον. Και όμως ο σκορδάνθρωπος εκείνος ήτο απαρηγόρητος, διότι δεν είχε πάρη Μάη.

- Παίρνεις στην Ομόνοια, του είπεν ο δίπλα καθήμενος.

- Μα πάει να γυρίζω από τα Πατήσια και ν’ αγοράσω Μάη από την Ομόνοια; Θάνε γρουσουζιά.

- Τότε μην πάρης. Δεν θα χαλάση ο κόσμος.

Μόνο δύο ερωτευμένοι, καίτοι εστέκοντο πλησίον του ηφαιστείου εκείνου της σκορδίλλας, δεν εφαίνοντο να ενοχλούνται. Και των δύο τα έτη δεν έφθαναν ν’ αποτελέσουν τον αριθμόν σαράντα· δεκαοκτώ ετών εκείνος, δέκα οκτώ εκείνη. Και εφαίνοντο ολίγον μεθυσμένοι αμφότεροι, μάλλον φαίνεται από έρωτα παρ’ από ζύθον. Εκείνος είχε μέγα τριαντάφυλλον εις την κομβιοδόχην του και εκείνη κύπτουσα το εμύριζε και του έδιδε φιλήματα. Εις μίαν δε στιγμήν τα λευκά της δοντάκια απέσπασαν πέταλα, τα οποία ανέτεινε προς τον νέον με λίγωμα των οφθαλμών, ως να εζήτει φιλήματα.

- Αυτός είνε Μάης! Εψιθύρισεν εις τ’ αυτί μου ο σύντροφός μου.

Το τραμ με τους κραδασμούς του υπεβοήθει το ειδύλλιον εκείνο. Οσάκις εσταμπτα αποτόμως το πονηρόν θήλυ εξέπεμπε κραυγήν φόβου· και εκείνος την περιέβαλλε με τους βραχίονάς του δια να μη πέση, καίτοι δεν υπήρχε τέτοιος κίνδυνος. Εις ένα τοιούτον εναγκαλισμόν ήρχισαν να τραγουδούν το τραγούδι, το οποίον έμεινεν από τ’ αποκριάτικα όργια:

Σφίξε και τα χείλη ενωμένα ας μείνουν...

Άλλα ζεύγη ηλεκτρισθέντα συνώδευσαν το άσμα και εσχηματίσθη μία μετέωρος και φεύγουσα μετά του τραμ συμφωνία νεανικών φωνών.

Ο σκορδοφάγος εν τοσούτω δεν ελησμόνει την παράλειψίν του να πάρη Μάη. Και όταν το τραμ επλησίαζε εις την πόλιν, ηκούσθη να λέγη:

- Θαύρω άρα γε στην Ομόμοια; Είνε ζήτημα να θαύρω.

Ο σύντροφός μου δεν εκρατήθη πλέον:

- Τι τα θες τα άνθη; εστράφη και του είπε. Δεν κρεμάς για Μάη μιά σκορδοπλεξάνα;

ΔΙΑΒΑΤΗΣ

Κυριακή 6 Απριλίου 2025

"Ο ΧΟΡΟΣ" ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 “ΣΚΡΙΠ” 20.2.1894

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Ο ΧΟΡΟΣ

Επι τέλους θα εχόρευεν ο άνθρωπος! Εισήλθεν αποφασιστικός εις το βάθος του καλλυντηρίου, όπου έβγαλε της κατάλευκες φιλντεκόζ κάλτσες του, της οποίαις έθεσε βαστικά εις την τσέπην του φράκου του, εις την αντίθετον της οποίας είχε θέσει μυροβόλον μανδύλιον. Εφόρεσε και πάλιν τα οχληρά λουστρινένια στιβάλια του και εξήλθε θριαμβευτικός, ευχαριστημένος. Θα εχόρευε !… Μόλις έκαμεν ένα βήμα προς τας χορεύτριας και Εκείνη επρόβαλε προκλητική, ωραία, έξωμος,μεγαλοπρεπής από κάλλος και εγωιστικότητα. Της ήνοιξε την αγκάλην του και ερρίφθησαν αμφότεροι εις την δίνην και την μέθην ακρατήτου pas de quatre. Και εχόρευον, εχόρευον και εσφίγγοντο και αι καρδίαι των έπαλλον και ο ιδρώς έρρεεν, οπότεν εκείνη ασθμαίνουσα, πνιγμένη από τον στρόβιλλον και την ερωτικήν περίπτυξιν ήρχισε ψιθυρίζουσα σβυσμένα και μεθυστικά:

- Πνίγομαι !… πνίγομαι !...

Εκείνος έντρομος εζήτησε πρόχειρα μέσα θεραπείας. Έθεσε βιαίως την χείρα του εις την τσέπην του φράκου του δια να εύρη το μανδύλιόν του και ήρχισε σφογγίζον απαλά απαλά και τρυφερώτατα τας αβράς και παλλομένας ροδολεύκους παρειάς της …

Όταν σχεδόν συνήλθον και οι δύο, ο εις εκ λιποθυμίας και ο άλλος εκ του τρόμου, είδον μετ’εκπλήξεως, ότι το πρόχειρον της θεραπείας μέσον δεν ήτο το μυροέν μανδύλιον.

Μποέμ

Σάββατο 29 Μαρτίου 2025

"ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ" ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Τι μπορεί να κάνει μιά φασολάδα...

Ευθυμογραφική εβδομαδιαία επιθεώρησις “Σκριπ” 13/3/1894

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Η Μικρά επανήρχετο από την περιπλάνισίν της εις τους χλοερούς δρομίσκους περιχαρής και πηδώσα, φέρουσα μεγάλην δέσμην ανθέων κοπέντων μακράν των βλεμμάτων του φύλακος του βασιλικού κήπου. Επλησίασε και εξεπλάγη ιdούσα παρά το πλευρόν της ευειδούς παιδαγωγού της νεαρόν κύριον σφίγγοντα περιπαθώς τας χείρα της, κατατρώγοντα αυτήν δια βλεμμάτων φλογερών και είπεν αφελώς:

- Ω, ένας κύριος…

Δεν επρόσεξαν καθόλου την εμφάνισήν της και εξηκολούθησαν. Εκείνος έσφιγγε περιπαθέστερον τας χείρας της, τας έφερε σχεδόν εις τα χείλη του, ενώ εκείνη με κατεβασμένα μάτια εδείκνυε αντίστασιν θελκτικήν. Το παν ήρεμον και μυροβόλον και εξερεθιστικόν γύρω εις την απόκεντρον φωλιάν του απέραντου κήπου!

Αίφνης εκείνη εις την ερωτικήν των διάχυσιν, την παρατεινομένην τόσον γλυκά και τόσον αναταράττουσαν τον οργανισμόν της, έδειξε σημεία εσωτερικής ανησυχίας. Το προσωπάκι της υπό τον λευκόν διαφανή πέπλον έκαμε μορφασμούς προκλητικούς ώστε εκείνος ελiγοθυμούσε σχεδόν. Αλλ’ η εσωτερική αγωνία της επηύξανε. Το μικρόν της πρόσωπον έγινεν ερυθρότερον των πρώτων ρόδων της ανοίξεως. Έννοιωθε κάτι τι να ταράσσεται βαθειά εις την κοιλίαν της, ηγωνία ολόκληρος και ήρχισεν να ωχριά. Τρόμος διέτρεξε τα μέλη εκείνου. Θεέ μου τι είχεν!… Η καρδία της έπασχεν; Ίσως η υπερβολική θερμότης των ερωτικών του εκδηλώσεων, ίσως η συγκίνησις του έρωτός της, ίσως το πολύ της αίσθημα. Α! Ήτο τρομερόν και ανεσηκώθη έντρομος, σφίγγων έκφρων, φρικωδέστερον τας χείρας της.

- Θεέ μου! Τι έχετε; Συνεκινήθητε τόσον! Ά διατί να σας συναντήσω! Διατί να γίνω παραίτιος δυστυχήματος!

Εκείνη συνήλθε κάπως, η δε Μικρά προσέθηκε με ύφος κλαυθμηρίζον:

- Καλά να πάθης, αφού δεν άκουσες την Μαμά και έφαγες τρία πιάτα φασόλια!

Μποέμ

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2025

"ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ" ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Εφημερίδα “ΣΚΡΙΠ” 13 Αυγούστου 1896

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

(Από τις ιστορίες ενός Ρεπόρτερ)

Είταν από τους περίεργους εκείνους τύπους μέσα στην Αθήνα, που γι αυτούς η ζωὴ είνε αληθινό βάσανο. Από τους κοινωνικούς εκείνους τύπους, που προσπαθούν να φαίνουνται στην κοινωνία, ν' ανακατεύουνται στον κόσμο, που τρελλαίνονται να τους βγάζουν το καπέλλο στο δρόμο, όσο το δυνατόν περισσότεροι διαβάτες, που μπαίνουν παντού, που κομψεύονται, που περνούν για γνωστοί, που προσπαθούν να γίνουν μέρα με τη μέρα κάτι τι, που δείχνονται ανώτεροι απ' ό,τι είνε, που ελπίζουν και που φιλοδοξούν μεγάλα πράμματα, που κρύβουν την φτώχεια τους και την κακομοιριά τους. Και όση μεγάλη είνε η υποκρισία τους, τόσο φοβερά είνε τα βασανά τους. Από το πρωΐ ως το βράδυ η ζωή τους είνε ατέλειωτο μαρτύριο. Έχουν να πολεμήσουν όχι μόνο με την ανάγκη της ζωής, αλλά και με την κοινωνική ανάγκη, που απαιτεί μεγάλες θυσίες, λεπτή υπόκριση, μεγάλη τέχνη, και εξυπνάδα ακόμα. Έχουν να πολεμήσουν με όλα, χωρίς να έχουν πεντάρα στην τσέπη τους.

Φτωχοί μικροϋπάλληλοι, βιοπαλαισταί που αξίζει να τους συγχαρή κανείς για την επιτειδηοσύνη τους, κατορθώνουν και ζουν και φαίνονται με βάσανα και με όνειρα.
Ένας απ’ αυτούς είταν και αυτός. Υπάλληλος ς’ ένα συμβολαιογραφείο, είχε κολλήση εκεί μέσα από μικρό παιδί, εβδομήντα το πολύ δραχμές το μήνα, αντιγράφοντας όλη την ημέρα, χωρίς οικογένεια ευτυχώς κατώρθωνε περισσότερα απ’ ό,τι κατώρθωναν οι συνάδελφοί του που είχαν το ατύχημα να συνοδεύουν στο δρόμο αδερφές. Εβδομήντα μόλις ψωροδραχμές τι να κάμουν για ένα γκαρσόνι που θέλει να βγαίνη έξω με καθαρό φωκόλ, με φρέσκη κραβάτα, με καινούργιο παντελόνι, με ζακέ ή σακκάκι αλέκιαστο, με βερνικωμένα παπούτσια. Εβδομήντα ψωροδραχμές για ένα νέο που θέλει να κορτάρη στο Ζάππειο κάθε βράδυ, να κατεβαίνη μιά φορά το πολύ την εβδομάδα στο Φάληρο, να πίνη το ούζο του ή να τρώγη το παγωτό του στου Γιαννάκη, να στολίζη την μπουτονιέρα του. Εβδομήντα ψωροδραχμές που θέλει να φάη, να πληρώση το νοίκι, να πλυθή, να κουρευθή, να κάμη και τα γλεντάκια του κάποτε κάποτε!

Όλη αυτή η αντίθεση της δυστυχίας του, των βασάνων του προς τη ζωή την πλούσια, προς τη ζωή την ανοιχτή, προς τη ζωή του γλεντιού των άλλων, που τον χτυπούσε κατάμουτρα όπου κι αν πήγαινε, του γέμιζε τα στήθη πάντοτε από μιά πικρία απερίγραπτη. Φύσει μικροφιλότιμος και ψιλοπερήφανος είχε να παλαίση πιό πολύ ακόμα με τη ζωή από όλους τους ανθρώπους του είδους του. Κοκκίνιζε, γίνουνταν φλόγα, αν τύχαινε να τον πη κανείς φτωχό, δάγκανε τα χείλη του από μανία, όταν άκουγε να λέη στο γραφείο του κανένας συνάδελφός του:
- Καημένε Κώστα, φτωχοί άνθρωπο είμαστε, τι τα γυρεύεις!…

Το αιώνιο αυτό μαρτύριο, να φαίνεται ανώτερος από τα οικονομικά του, να μη καταλαβαίνουν στον δρόμο σαν περνούσε, πως είταν φτωχός, τον είχε κάμη πολύ παράξενο. Κανείς από τους συναδέλφους του, από τους φίλους του δεν ήξερε που κάθουνταν, που έτρωγε, πως περνούσε. Όταν έβγαινε από το δωμάτιό του, μιά σωστή τρώγλη μέσα σ’ ένα βρωμερό σοκάκι της Πλάκας, κοιτούσε πρώτα από το παράθυρό του κρυφά στο δρόμο μήπως περνούσε κανείς γνώριμός του, και τον έβλεπε, έπειτα πετιώνταν ορμητικά από την πόρτα του έξω κ’ έπαιρνε ένα ύφος αμέριμνου διαβάτου που τραβούσε το δρόμο του, σαν πρώτη φορά να περνούσε απ’ αυτό το μέρος, απ’ αυτό το δρόμο. Μαρτύριο γι’ αυτόν πιό μεγάλο είταν η πληρωμή κάθε μήνα του ενοικίου του. Ως ότου που οικονομούσε τις δέκα δραχμές έφτυνε αίμα. Πολλές φορές δεν έτρωγε ολόκληρη μέρα παρά μιά πάστα επιδεικτικώς στο ζαχαροπλαστείο το βράδυ που περνούσε ο κόσμος. Και έδινε τα 35 λεπτά του και μία πεντάρα για πουρ-μπουάρ στο γκαρσόνι με μιά αφέλεια εκατομμυριούχου, αν και ήξερε πολύ καλά πως μιά πεντάρα του έμεινε ακόμη στη τσέπη του για τη πρωϊνή κουλούρα του. Τα ευτυχισμένα βράδια του ή τα μεσημέρια του χώνονταν κρυφά σα κλέφτης μέσα σ’ ένα μπακάλικο, σε καμιά ταβέρνα εκεί κοντά στην Αγορά και έτρωγε βιαστικά μιά δεκάρα τυρί και μιά δεκάρα ψωμί, ή κανένα σηκωτάκι απ’ εκείνα που τηγανίζουν οι μάγειροι μπροστά στις ταβέρνες απάνω στη μικρή φουφού τους, έπινε ένα εκατοσταράκι ρετσίνα και έφευγε πάλι δειλά, μυστικά, με τρόπο να μη τον δη κανείς γνωστός του.

Όταν περπατούσε στο δρόμο έπαιρνε μία πόζα και μία αφέλεια μαζί αρχοντόπουλου. Χαιρετούσε ευγενικά, με λεπτή κίνηση, μ’ ένα ευτυχισμένο χαμόγελο. Όταν περνούσε μπροστά του καμιά καλλονή, αρχοντοπούλα, γίνουνταν λεπτός, λεπτός, μη μου άπτου, ίσιαζε με γλήγωρο κίνημα του χεριού του το λαιμοδέτη του και το μουστάκι του και γέμιζε τα μάτια του από ατελείωτη γλύκα κολλώντας αυτά επίμονα απάνω της, και χαμογελώντας, ενώ μέσα από τα δόντια του μόλις έβγαινε ένα ψιθύρισμα:
- Πάρε με ντε, να
δης πέταμα τα παλιοσυμβόλαια!...

Ζούσε αιώνια με όνειρα· λησμονούσε τα βασανά του όλα μπροστά στη θερμή ελπίδα “να μπλέξη με καμιά που να τον έχη τον βαμβακόσπορο!” Και πάντα μέσα στα μεγάλα όνειρά του, ενώ αντέγραφε στο τραπεζάκι του συμβόλαια ή περπατούσε στους δρόμους διαλογιζόταν πως μπορούσε να μπλέξη τόρα μ’ εκείνη, έπειτα με την άλλη. Από τις εξήντα χιλιαδίτσες που ωνειρεύουνταν έπαιρνε πολλές φορές τόσο δρόμο, ώστε να φθάνη και στο εκατομμύριο. Και ψιθύριζε κάποτε μονάχος του μέσα στα όνειρά του.
- Και τι παράξενο είταν αυτό να γίνη; Γιατί να μη βρεθή καμιά και γι’ αυτόν; Να ζηλέψη τα νιάτα του. Να του δώση τον παρά της, να της δώση τη νιότη του, την ομορφιά του, τη θέλησή του. Πως θα εργάζουνταν τότε! Πως θα πήγαινε μπροστά, πολύ μπροστά, πως θα γινόταν μεγάλος. Πως θα ένοιωθε κι αυτός τη ζωή, τον κόσμο !…
Και έφερε το χέρι του στη τσέπη του να βρη ένα τσιγάρο και … κολλούσαν τα νύχια του θυμωμένα στο αδειανό πανί!

Όταν μια μέρα έξαφνα αρρώστησε βαρειά, πολύ βαρειά. Καθώς πήγαινε πρωί, πρωί στο γραφείο του χωρίς παλτό, πούντιασε. Έτρεξαν οι συνάδελφοί του να τον βοηθήσουν. Τον έπιασε ντροπή, όταν τους είδε μέσα στο σπίτι του, στο βρωμοδωμάτιό του. Αλλά τι να έκανε; Δάγκασε τα χείλη του τόσο, που μια γραμμίστα αίμα φάνηκε γύρω τους. Η αρρώστεια τραβούσε εμπρός. Ένας φίλος του εφρόντισε για να τον πάνε στο Δημοτικό Νοσοκομείο. Με χίλια βάσανα τα κατάφερε. Όταν του το είπαν λιποθύμησε από την είδηση αυτή.

- Εγώ στο Νοσοκομείο! Ψιθύρισε με θλίψη, όταν συνήλθε, τι ταπείνωση!... Αλλ΄ υπεχώρησε τέλος. Η ανάγκη, η μεγάλη φτώχεια τον έκαμαν να κλείση το θυμό του στα στήθη του, να πνίξη όλη την υπερηφάνεια του και την φιλοτιμία του. Τον πήγαν μ΄ένα αμάξι στον Νοσοκομείο.
Την άλλη μέρα ο καθηγητής της Κλινικής που τον πήγαν στις 9 το πρωί μπήκε στην αίθουσα μαζί με τους μαθητάς του. Άρχιζε η ιατρική επιθεώρηση μαζί με τη διδασκαλία των φοιτητών. Και ο φτωχός άνθρωπος καθώς έβλεπε όλο το πλήθος των νέων εκείνων με τον μισότριβον καθηγητή στη μέση να πλησιάζουν από στιγμή σε στιγμή, από κρεββάτι σε κρεββάτι προς αυτόν, άρχισε να κλαίη σιγά σιγά. Θα
έπιπτε σε τόση ταπείνωση! Να διδάξουν απάνω στο σώμα του! Όλα λοιπόν τα θερμά όνειρά του, όλες οι ελπίδες του τελείωναν μέσα στο Νοσοκομείο! Και τι είταν η σωματική αδυναμία του, ο πόνος του οργανισμού του μπροστά στον πόνο της ψυχής του, μπροστά στο βαθύ κέντημα της φιλοτιμίας του, της υπερηφάνειας του; Λογισμοί κακοί, λογισμοί πικροί του έρχουνταν. Του φάνηκε πως πέθαινε, πως τον πήγαιναν απάνω στα τραπέζια του Ανατομείου, και έβλεπε τα μέλη του, τις σάρκες του να τις κόβουν, να τις ανακατεύουν με τα μαχάιρια τους γελαστοί οι φοιτηταί. Κρύος ιδρώτας τον τσάκισε, η αναπνοή του πιάστηκε, δύσπνοια, στενοχώρια του έπνιγε τα στήθη, το λαιμό. Έσυρε το σκέπασμά του και έκρυψε το κεφάλι του βαθειά, βαθειά.

Ως τόσο τα βήματα των φοτητών και του καθηγητού ολοένα πλησίαζαν. Κάθε βήμα τους είταν και μιά μαχαιριά στην καρδιά για το δυστυχισμένο νέο. Όταν τέλος σίμωσαν στο κρεββάτι του. Ένιωσε ένα χέρι βαρύ να του σύρη το σκέπασμα. Θέλησε ν’ αντισταθή, αλλά δεν δεν είχε τη δύναμη.
- Έλα παιδί μου, μη φοβάσαι, μην ντρέπεσαι, δεν θα σε φάμε, είπε ο μισότριβος καθηγητής, ξεσκεπάζοντάς τον.

Άνοιξε τότε τα μάτια του, τα μεγάλα και αλλόκοτα από τον πυρετό, είδε γύρω τόσα κεφάλια να τον κοιτάζουν περίεργα, και κίνησε ως τ’ άκρα των αυτιών του, ανασηκώθηκε κομμάτι με πόνο, και είπε με φωνή που είχε βάλη όλη τη δύναμή του για να φανή φυσική:

- Μπα! Τι έχω να φοβηθώ; τι έχω να ντραπώ;… Για την Επιστήμη εγώ, κάνω κάθε θυσία!…

Μποέμ


Κυριακή 23 Μαρτίου 2025

“Ο ΑΝΤΡΑΣ ΤΗΣ ΜΑΜΜΗΣ” ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ” 2 Δεκεμβρίου 1896
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Ο ΑΝΤΡΑΣ ΤΗΣ ΜΑΜΜΗΣ (Απὸ τις «Ιστορίες ενὸς Ρεπόρτερ»)

Όσοι προ πέντε χρόνων ανέβαιναν στο Υπουργείο των Οικονομικών θα τον ενθυμούνται ακόμη τον μπάρμπα Γιώργην. Ήτο ένας από τους γραφείς εκείνους, που σήμερα δεν υπάρχουν πλέον στα Υπουργεία. Λείψανο της φουστανελλοφορούσης υπηρεσίας των Υπουργείων. Υψηλός, κατάψηλος, τσιλιγκρός, εφορούσε το εθνικόν ένδυμα με όση λεπτότητα φιγουράρει τις νουβωτέ της μιά υψηλή, ξανθή αριστοκράτις κυρία, τόσο γνωστή στα εμπορικά, τρεις φορές την εβδομάδα, με το στιλπνό κουπέ της και τα στιλπνότερα ολόμαυρα ουγγαρέζικα άλογά της. Δεν υπάρχει πεζότερο πράγμα από την φουστανέλλα της λεβεντιάς και της νιότης. Και την ομορφιά αυτή την είχε ολάκερη ο μπάρμπα-Γιώργης, αν και πενηντάρης άνθρωπος. Μιά γενιά ολόκληρη με τα φλογερά αισθήματά της, με τα εθνικά όνειρα, με τις μεγάλες ελπίδες είταν ζωντανή μέσα στο λιγερό κορμί του. Όσες φορές τον έβλεπα ανεβοκατεβαίνοντας το Υπουργείο δεν ξέρω γιατί η μορφή του, το παράστημά του, τα λεπτά του χαρακτηριστικά, μου ενθύμιζαν μόλις μιά μορφή γλυκειά, όσο και αλησμόνητη, που μόλις περνά τόρα μέσα στη φαντασία μου – το Γιώργο το Παράσχο. Και καθώς τον έβλεπα και τον πλησίαζα, και αλλάζαμε δυο λόγια, καπνίζοντας ένα τσιγάρο, αναζούσε στα λόγια του όλη εκείνη η ζωή η προ και μετά το 62, η ζωή εκείνη η γεμάτη από πολιτικούς μεγάλους αγώνες, από σοβαρώτερα εθνικά γεγονότα, από όνειρα και ιδεώδη, που σήμερα δύσκολα να τα βρη κανείς μέσα στην κοινωνία μας, στα στήθη μας, στην καρδιά μας.

Όλοι στο Υπουργείο τον αγαπούσαν τον σέβονταν μπορεί να πη κανείς. Αυτός είχε κουρασθή προ καιρού με τα πολιτικά, κ’έμεινε πάντα ξένος από την πολιτική της ημέρας, κ’ έτσι είχε κατορθώση να τον αφήνουν τα κόμματα πάντα στη θέση του. Υπουργεία έπεφταν, κυβερνήσεις καινούργιες ερχόταν, αυτός κρατούσε πάντα τη θέση του. Και στο γραφείο του δε μπορούσε να πη κανείς πως δεν ήταν η ζωή, η πνοή της υπηρεσίας. Είχαν συνηθίση όλοι να τον ακούνε, να του ζητούν τη γνώμη του σ’ όλα· ήταν ένα είδος προϊσταμένου αυτός, που δεν είχε τα προσόντα για να προαχθή. Πρωί, πρωί, ήταν πρώτος στην υπηρεσία του· η μόνη του απόλαυσις ήταν το ρουμάκι και το τσιγάρο· προ του ν’ αρχίση τη δουλειά του ήθελε να πίνη κάνα δυό ποτηράκια, ενώ εργαζόταν το τσιγάρο δεν έπρεπε να του λείπη από το στόμα. Όλοι τον έλεγαν στο Υπουργείο, στο καφενείο, στη γειτονιά του, ο άντρας της μαμμής. Έτσι ήταν γνωστός σ’ όλους, γιατί η γυναίκα του ήταν η πιό περίφημη μαμμή της Βάθειας.(*) Και η γυναίκα του ήταν που διατηρούσε το σπίτι, που τον έκανε να φαίνεται πάντα καθαρός, κομμάτι κουβαρντάς στον κόσμο. Ο ψωρομισθός ο δικός του τι να του έκανε. Η μαμμή ήταν που έβγαζε όλα τα έξοδα του σπιτιού και καθώς δεν είχαν παιδιά στο σπίτι τους ήταν μιά χαρά να πηγαίνη κανείς. Ήταν ένα σπιτάκι εκεί κάτω στη Βάθεια, που νόμιζε κανείς πως η ευτυχία κατοικούσε εκεί μέσα. Θυμούμαι μιά φορά του Άη Γιωργιού που πήγαμε καμπόσοι φίλοι να του κάμουμε βίζιτα όλοι ζηλέψαμε το σπιτάκι εκείνο.

Περιποιημένο, καθαρό, στολισμένο με τη λαϊκή εκείνη καλαισθησία, που συγκινεί κάποτε περισσότερο αφ’ ότι θαμπόνει η λάμψη του πλούτου. Μέσα στο σπίτι όλα είταν της παλαιάς εποχής. Ο δίσκος γεμάτος από κούπες γλυκό, από ποτηράκια με μαστίχες, με κονιάκ είταν τοποθετημένος στο μεγάλο τραπέζι της μέσης. Απ’ αυτόν τραταρίζονταν, όπως και στις επαρχίες, οι επισκέπται. Όλη η γειτονιά, πολλοί από την Πλάκα, από το Ψυρρή μπαινόβγαιναν στο σπίτι, και προ του να μπουν στη σάλα, ακούονταν απ’έξω ακόμη η φωνή τους χαρούμενη: “Και του χρόνου!… Έτη πολλά!”. Γελαστός ο άντρας της μαμμής, γελαστή η μαμμή δέχονταν όλον αυτόν τον λαϊκόκοσμο, κάποτε δε και κανένα γνωστό της οικογενείας με ρεδικότα, με μαύρο καπέλλο, και με γάντια, που έρχονταν και έκανε μιά βίζιτα ετικέττας και σ’ αυτό το λαϊκό σπίτι, σοβαρός, σοβαρώτατος. Τα γειτονόπουλα γύρω είχαν μαζευθή στην αυλή κάτω και έτρωγαν γλυκά, και έπαιζαν, και εφώναζαν… Είταν η τελευταία αυτή χαρά του μπάρμπα Γιώργη και της μαμμής.
Ύστερα από λίγες μέρες η γυναίκα του αρρώστησε· κάθησε δύο μήνες στο στο κρεββάτι, παιδεύτηκε απόνα απόστημα, και τέλος πέθανε.

Η δυστυχία τότε κτύπησε κατακέφαλα τον φτωχοϋπάλληλο. Τον βλέπαμε και τότε στο Υπουργείο, αλλά πολύ λυπημένο, πάντα σκεπτικό, με λιγώτερα σιγάρα τόρα, με κάποια αταξία στο ντύσιμό του. Έλειψε η μαμμή, έλειψαν τα κέρδη, και απόμεινε μόνο αυτός με το ψωρομισθό του, με την καρδιά του και την τσέπη του αδειανή. Όσο πήγαινε φαίνεται υπόφερε οικονομικώς και ψυχικώς. Είχε χάση και τη λεβεντιά του, και τη χάρη του.

Το μαύρο κρεπ που είχε στο φέσι του για πένθος έδειχνε το κίτρινο πρόσωπό του τόρα πια κίτρινο, πιο λυπημένο μέρα με την ημέρα. Τα μάτια του που άρχισαν να σβύνουν φανέρωναν πως η ζωή έφευγε γιά πάντα από την ύπαρξή του.

Ένα απόγευμα θυμούμαι περνούσα εμπρός από το γραφείον του, όταν τον απάντησα να βγαίνη αγάλι’ αγάλια κρατώντας ένα χαρτί στα χέρια του, άψυχα, χαιρετώντας λυπημένα τους συναδέλφους του, μ’ ένα τρόπο σαν να τους έλεγε: σας αφήνω όλους για πάντα.
Στάθηκε λίγο στην πόρτα και ξαναγύρισε και κοίταξε το τραπεζάκι του που έγραφε συνήθως. Μπροστά σ’ αυτό το τραπέζι ήταν ένας νέος, ένα παιδί, κομψευόμενο, ζωηρό, που άναβε το τσιγάρπ του, με την πέννα κολλημένη στ’ αυτί του.
- Έ, μπάρμπα Γιώργη, καλή μέρα του είπα, τι νέα έχομε;

Με κοίταξε με το ίδιο εκείνο λυπημένο ύφος που κοίταξε όλους τους άλλους, το γραφείο ολόκληρο, και είπε:
- Τόρα νέα γυρεύεις από μ’ενα, παιδί μου; … Άλλοι από σήμερα θα σου λέν νέα, εγώ πήρα το πασαπόρτι μου… Και μου έδειχνε ένα χαρτί, την παύση του. Τον κοίταξα έκπληκτος. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε μαζί τις γέρικες σκάλες του Υπουργείου αγάλι’ αγάλια, άφωνοι.

Όταν βρεθήκαμε κάτω από τον κήπο της Αστυνομίας, ο άντρας της μαμμής στάθηκε κομμάτι απάνω στο πεζοδρόμιο και κοίταξε πολύ το παλιό κτίριο του Υπουργείου.
Η χρυσή λιακάδα του Γενάρη το έλουζε από κύματα φωτός ξανθού, ολοχρύσου. Κόσμος, υπάλληλοι, επαρχιώται, βουλευταί, κομματάρχαι έμπαιναν και έβγαιναν, άλλοι στη μεγάλη πόρτα του Υπουργείου, άλλοι στο Κεντρικό Ταμείο μ’ έγγραφα, με χαρτόσημα στα χέρια, παραμάσχαλα, απησχολημένοι, βιαστικοί. Όλη η ζωή του Υπουργείου, η καθημερινή, η τακτική, η ίδια ξεχυνόταν εκεί για τελευταία φορά στα μάτια του. Αυτός που την είχε νιώσει κατάβαθα, που είχε ζήση μεσ’ αυτή τη ζωή τόσα χρόνια, με τη λυπημένη εκείνη ματιά του την αποχαιρετούσε εκείνη τη στιγμή γιά πάντα. Η ζωή που χάνεται, και η ζωή που έρχεται ζωγραφίζονταν πολύ θλιβερά σ’ αυτή τη μικρογραφία μπροστά στα μάτια μου. Και όλη η πικρή λύπη που νιώθει κανείς, όταν αφίνη, όταν αποχαιρετά τη ζωή του κόσμου, τη δική του τη ζωή, τη ζωή πού έζησε τόσα χρόνια, και που του φέρνει τόσες ενθύμησες και βλέπει να έρχεται να πιάνη τη θέση του άλλη ζωή καινούργια, άλλη ζωή με καινούργια αισθήματα, με την όρεξη της νιότης της, με τη λάμψη νέων σκέψεων και νέων ονείρων, με τη χαραυγή νέου ορίζοντος, ξαπλώθηκε στη ψυχή του, στη μορφή του και φανερώθηκε με μιά τόση δυνατή έκφραση, μ΄ένα τόσο παράπονο του ατόμου, που το συνεπαίρνει το σάρωμα του χρόνου και η εκμηδένιση του παντός, που είνε τόσο πικρότερο κάποτε, όταν έρχεται από την πιό ασήμαντη ύπαρξη ς’ αυτό τον κόσμο – μ’ αυτά τα λόγια μονάχα:
- Πάει, εμείς τόρα εξοφλήσαμε με τη ζωή, με τον κόσμο· ας έλθουν οι άλλοι να ζήσουν, να χαρούν !...

Και απομακρύνθηκε. Ύστερα από μιά βδομάδα ένας γραφεύς του Υπουργείου μου έλεγε ένα άλλο απόγευμα:
- Νέα θέλεις σήμερα; Ο άντρας της μαμμής σ’ άφησε χρόνους χτές· το πρωί είχαμε την κηδεία του…

Μποέμ


_________________

(*) Η Βάθεια (σημερική Πλατεία Βάθης), πήρε το όνομά της από το χαμήλωμα του εδάφους, όπου λίμναζαν τα νερά του χειμάρρου Κυκλοβόρου. Από εκεί περνούσε ο δρόμος του Μενιδίου (Αχαρνών), μέσα από την κοίτη του ρέματος που κάποτε καλύφθηκε και αποτέλεσε την σημερινή οδό Μάρνη.