Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2025

"Η ΜΝΗΣΤΕΙΑ" ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 “Ακρόπολις”, 23 Ιανουαρίου 1900

Αθηναϊκά Ήθη

Η ΜΝΗΣΤΕΙΑ

[ Εις εν από τα πρώτα ξενοδοχεία των Αθηνών. Μικρόν δωμάτιον βλέπον προς την πλατείαν του Συντάγματος, πλουσίως εστολισμένον. Εις κύριος, κάμενι την πρωϊνήν τουαλέτταν του. Εις την θύραν ακούεται κτύπος. ]

Ο ΚΥΡΙΟΣ, (κάμνων την χωρίστραν του προ του καθρέπτου.) - Αντρέ...

ΕΙΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ, (εισέρχεται τείνων αργυρούν δίσκον επί του οποίου υπάρχουν δέκα επιστολαί) – Κύριε, σας έφερα τα γράμματά σας. (Αποθέτει τον δίσκον επί της τραπέζης).

Ο ΚΥΡΙΟΣ, (λαμβάνων τας επιστολάς ανά χείρας και ρίπτων βλέμματα επί των γραμματοσήμων.) - Περίεργον! Όλαι προέρχονται από τας Αθήνας (Προς τον υπηρέτην) Καλά πήγαινε. (Σταματών την τουαλέτταν του προς στιγμήν.) Τι διάβολο εγώ δεν έχω παρά τρεις ημέρας εις τας Αθήνας, τι γράμματα είνε αυτά; Ποίος μου τα στέλλει; (Μειδιών ενώ στρίβει τον μύστακά του προ του καθρέπτου.) Ά, ηννόησα. Φαίνεται οι συγγενείς των γνωστών μου θα μου γράφουν και θα με συγχαίρουν δια τους αρραβώνας μου (Μειδιών περισσότερον ενώ κτενίζεται με προσοχήν.) Πρέπει να κάμω γλήγωρα δια να πηγαίνω εις της μνηστής μου. Τι όμορφη που είναι η Λιλίκα μου, σήμερα με το φόρεμα, που έκαμε χθες. Έχω τρεις ημέρας που την εγνώρισα και μου φαίνεται πως από τότε ήρχισα να ευρίσκω την ευτυχίαν μου. Σεμνό κορίτσι, μελαχρινούλα, κομψή. Αυτές αι Ατθίδες είνε τα πιό χαριτωμένα όντα. Καλά μου έλεγεν ο θείος μου εις την Πόλιν: “πήγαινε στην Αθήνα, να την ιδής πρώτα και αν δεν σου αρέση, γύρισε μονάχος σου στην Πόλι, αλλέως έρχεσαι μαζί της”. Περίεργον αλήθεια συνοικέσιον. Ο γαμβρός στέλλεται επί συστάσει εις την νύμφην, την βλέπει, του αρέσει, της αρέσει, αρραβωνίζονται εις μίαν ημέραν. Αλλά πρέπει να τελειώνουμε με αυτό το κτένισμα. Θα υπάγω σπήτι της για να βγούμε μαζί το μεσημέρι περίπατον εις την Δενδροστοιχίαν (Αίφνης βλέπει την σωρείαν των επιστολών επί της τραπέζης.) Αλήθεια για να ιδούμε από ποίους είνε αυτά τα γράμματα και τι λέγουν. (Λαμβάνει μίαν επιστολήν, σχίζει τον φάκελλον αυτής και αναγιγνώσκει): «Αγαπητέ κύριε, δεν με γνωρίζετε, ούτε σας γνωρίζω, αλλά θεωρώ καθήκον μου να σας ειδοποιήσω, ότι η νέα, την οποία ηραβωνίσθητε, είνε αισχρόν εστι και λέγειν. Πριν υπανδρευθήτε αυτήν, ζητήσατε πληροφορίας καλλιτέρας. Είς, όστις πράττει το καθήκον του». (Ο Κύριος αρχίζει να βηματίζη ανησύχως εντός του δωματίου). Τι θα πουν αυτά; Η Λιλίκα, αισχρόν εστι και λέγειν… (Κυττάζων την υπογραφήν της επιστολής) «Είς όστις πράττει το καθήκον του». Να είνε κανείς φίλος της οικογενείας μου, ο οποίος να με πληροφορή αληθή πράγματα ή πρόκειται περί συκοφαντίας; (Λαμβάνει δευτέραν επιστολήν και ανοίγει αυτήν). «Κύριε σπεύσατε να διαλύσητε το συνοικέσιόν σας. Η κόρη την οποίαν θέλετε να νυμφευθήτε, υπήρξεν ερωμένη μου επί δύο έτη. Είς που σας εγνώρισεν άλλοτε». (Ο κύριος υψώνει τους ώμους, μορφάζων, έπειτα ανοίγει την τρίτην επιστολήν και αναγιγνώσκει): «Αξιότιμε κύριε, μη με εκλάβητε, ως μοχθηρόν, αλλά ως άνθρωπον αναγκασμένον να λέγη την αλήθειαν ανωνύμως δια να σας σώση. Η δεσποινίς μνηστή σας είνε φθισική. Η νόσος αυτή είνε οικογενειακή δια την ατυχή κόρην. Ώστε, διαλύσατε τον αρραβώνα σας. Ένας φίλος σας» (Ο Κύριος αρχίζει τόρα να μειδιά, ενώ ανοίγει την τετάρτην επιστολήν, ην αναγιγνώσκει): «Αξιότιμε κύριε. Γνωρίζω ότι η ανωνυμογραφία είνε τι ατιμωτικόν, αλλά δεν δύναμαι να πράξω αλλέως όπως σας παράσχω εκδούλευσιν, της οποίας ελπίζω να ενοήσετε δεόντως την σημασίαν. Πρόκειται περί της μνηστής σας. Σας είπεν η οικογένειά της ότι θα σας δώσουν εκατόν είκοσι χιλιάδας δραχ. προίκα. Μάθετε, αγαπητέ κύριε, ότι ο πατήρ της νύμφης έχει χρεωκοπήση τρεις φοράς και να είσθε βέβαιος ότι δεν θα πάρητε πεντάραν. Φυλαχθήτε. Είς αγαπών σας». (Ο Κύριος αρχίζει να γελά τόρα, έπειτα ψιθυρίζει, ωσεί φοβούμενος μην τον ακούση τις). Τι ευγενής κόσμος εδώ εις τας Αθήνας. (Ανοίγει πέμπτην επιστολήν και αναγιγνώσκει): “Κύριε. Επέσατε οικτρόν θύμα της αγνοίας σας. Θέλετε να νυμφευθήτε μίαν νέαν, η οποία έχει γίνη δις μέχρι τούδε μήτηρ. Προς Θεού, σπεύσατε να διαλύσητε τους αρραβώνας σας. Είς εκτιμών σας”. (Ο Κύριος κάμνει κίνημα υψίστης αηδίας, μεθ’ό ανοίγει την έκτην επιστολήν και αναγιγνώσκει:) “ Κύριε, είσθε ξένος και δι’ αυτό δεν είσθε αξιοκατάκριτος, που θέλετε να πάρετε ένα διευθαρμένον ον, οίον είνε η μνηστή σας, αφού δεν γνωρίζετε το παρελθόν της. Δεν γνωρίζετε την αθηναϊκήν κοινωνίαν και δεν σας αδικώ, γνωρίσατέ την όμως και θα μάθητε πολλά, θα γνωρίσητε δε και πολύ καθώς πρέπει κορίτσια, ανώτερα πολύ της βρωμερής γυναικός, ην ζητείτε να υπανδρευθήτε. Μία ηθική νέα.” (Ο Κύριος γελά ηχηρώς τώρα.) Μου φαίνεται, ότι αρκετά την εγνώρισα την αθηναϊκήν κοινωνίαν. (Ανοίγει την έβδομην επιστολήν και αναγιγνώσκει:) “ Κύριε, Σας συγχαιρόμεθα δια την εκλογήν σας. Ήλθατε να μας πάρητε την ανηθικωτέραν δεσποινίδα της πόλεώς μας, η οποία δεν έχει αφήση άνθρωπον με τον οποίον να μη έκαμε κόρτε. Είσθε και πάλιν άξιος συγχαρητηρίων. Υμέτερος… “ (Ο Κύριος ανάπτει εν σιγάρο ροφών ηδονικώς αυτό, έπειτα ανοίγει με απόλυτον ηρεμίαν την εννατην επιστολήν και αναγινώσκει:) “Η νέα, την οποίαν εμνηστεύθητε, πάσχει από φοβεράν ασθένειαν του στόματος. Αυτάς τας ημέρας οι γονείς της της δίδουν διάφορα ιατρικά, δια να μη εννοήσετε την βρώμαν του στόματός της. Μου τα είπεν αυτά ο ιατρός της οικογενείας της. Εις εκτιμών σας.” (Ο Κύριος θωπεύων τον μύστακά του.) Γλυκύτερον φίλημα από της Λιλίκας δύναται να γίνη; Νομίζω, πως ακόμη από χθες μένει εις τα χείλη μου το άρωμα του φιλήματό της. (Λαμβάνει την τελευταίαν επιστολήν ανά χείρας και την ανοίγει). “Αξιότιμε κύριε. Άσχημα την εμπλέξατε, με τον αρραβώνα σας. Η μνηστή σας Λιλίκα δεν είνε κόρη από ετών τώρα. Μεθ’ υπολήψεως μία κυρία.”

Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ, (κτυπά εις την θύραν).

Ο ΚΥΡΙΟΣ. —Ορίστε.

Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ, (εισερχόμενος και κομίζων επί νέου δίσκου μίαν δεσμίδα νέων επιστολών). —Αυτά τα γράμματα τα έφερε για σας, κύριε, ένας άλλος διανομεύς.

Ο ΚΥΡΙΟΣ. —Πολύ καλά. Άφησέ τα εκεί. (Ο υπηρέτης εξέρχεται. Ο κύριος παίρνει τας νέας επιστολάς και χωρίς να τας ανοίξη ξεκολλά τα γραμματόσημά των. Το αυτό κάμνει και εις τας πρώτας επιστολάς, έπειτα τας συνθλίβει όλας ομού εις την χείρα του και τας ρίπτει εις την σόμπαν). Θα κάμω ένα ωραίον δώρον εις την μνηστήν μου σήμερα. Θα της χαρίσω είκοσι γραμματόσημα, από τα οποία κάμνει συλλογήν. (Εξέρχεται ενώ θέτει εις την μικράν τσέπην του γελέκου του μετά προσοχής τα γραμματόσημα).

Μποέμ

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2025

«Η ΠΡΩΤΗ ΤΟΥ ΝΥΞ» ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Ακρόπολις 11 Ιουνίου 1900

ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΗΘΗ

Η ΠΡΩΤΗ ΤΟΥ ΝΥΞ


Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ (εισερχόμενο εις το δωμάτιον του ξενοδοχείου και περιεργαζόμενος αυτό υπό το φως ενός κηρίου). - Αυτό είνε το δωμάτιον;

ΤΟ ΓΚΑΡΣΟΝΙ. - Μάλιστα, κύριε. Ωραίον δωμάτιον. Τα παράθυρά του βλέπουν και απ’ αυτόν τον δρόμον και απ’ εκείνον… Θα κοιμηθήτε; Μήπως θέλετε τίποτε;

Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ (εξαπλωμένος εις μία πολυθρόναν), - Όχι… είμαι κατακουρασμένος από το ταξείδι και θα πέσω να κοιμηθώ. Τι ώρα είναι;

ΤΟ ΓΚΑΡΣΟΝΙ (κοιττάζον εν παλαιόν ωρολόγιον επί της εστίας). - Ένδεκα. Είνε ενωρίς ακόμα. Θέλετε να κλείσω το παράθυρον;

Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ. - Όχι. Άφησέ το ανοικτό· κάνει τόση ζέστη. (Χασμώμενος). Έχω μία νύστα!

ΤΟ ΓΚΑΡΣΟΝΙ, (απερχόμενον). - Το πρωί τι ώρα θέλει να ξυπνήση ο κύριος;

Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ. - Αργά, πολύ αργά, σε παρακαλώ να μη μ’ενοχλήσης γιατί θέλω να κοιμηθώ αρκετά.

ΤΟ ΓΚΑΡΣΟΝΙ. - Έννοια σας, έννοια σας, κύριε, έχομε μεγάλην ησυχίαν εις το ξενοδοχείον μας. (Εξέρχεται).

Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ (κλειδόνων την θύραν και αρχίζων να εκδύεται). - Αν δεν απατώμαι θα κοιμηθώ καλά απόψε. (Σφογγίζων τον ιδρώτα του μετώπου του.) Μα, τι ζέστη είνε αυτή. Ουφ! (Κάμνων μερικά βήματα εντός του δωματίου.) Είνε να μπαίνη κανείς μέσα στο φούρνο για να δροσισθή λιγάκι, που λέει και ο Δουμάς. (Πίπτων εις την κλίνην.) Ας σβήσουμε το κηρί και ας τον πάρουμε τόρα. (Σβήνει το κηρίον και κλείει τους οφθαλμούς του.)

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΩΝΗ, (τρέμουσα, παλλομένη εξ έρωτος, ψιθυρίζουσα λόγους παραπονετικούς διαχύνεται εντός του δωματίου.) - Ώ, σε εύρον σκληρέ άνθρωπε, μετά χωρισμόν τόσων ετών… Σε αγαπώ ακόμη, σε λατρεύω … ναι, σε αγαπώ… Σε ζητώ τόσους χρόνους τόρα θρηνούσα και οδυρομένη… Ά! Θεέ μου! Θεέ μου!

Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ, (αφυπνιζόμενος έκπληκτος.) - Τι διάβολο! Τι τρέχει; Τι σημαίνουν αυτά;

Η ΦΩΝΗ (θρηνούσα γοερώς.) - Άσπλαχνε, άκαρδε, ανάλγητε… Ελθέ, λοιπόν, εις την αγκάλην μου, ελθέ, σκληρέ.

Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ, (πηδών από την κλίνην του και περιπατών ανησύχως εντός του δωματίου του.) - Μα τι φωνή είναι αυτή; Μπας και υπάρχουν βρυκόλακες εδώ μέσα. (Ακροώμενος.) Νομίζω, πως έπαυσε … Αλλά να ήταν αλήθεια φωνή; (Διστάζων.) Μήπως ηπατήθην. (Σκεπτόμενος) Ποίος ξέρει… Η κούρασις από το ταξείδι… Τις οίδε. (Ξαναπίπτων εις την κλίνην.) Τι κουτός, που είμαι να κάθημαι να ξαγρυπνώ με τέτοια πράγματα. (Κοιμάται).

ΜΙΑ ΦΩΝΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, (τον οποίον σκοτώνουν.) -Βοήθειαν! Βοήθειαν, καλοί μου Χριστιανοί… Ά, τους δολοφόνους… Μ΄εφόνευσαν… Συλλάβετε τους αχρείους!

Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ (αναπηδών έντρομος.) - Μπα, που να πάρη ο διάβολος, τι στοιχειωμένο είνε αυτό το σπίτι.

Η ΦΩΝΗ (ρογχαλίζουσα). - Ώ, αποθνήσκω… Βοήθεια… Ιωάννη, που είσαι Ιωάννη να εκδικηθής την αδίκως χανομένην ζωήν μου.

Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ (αρχίζων να τρέμη). - Δίχως άλλο κάποιο έγκλημα θα γίνεται απόψε εις την Αθήνα. Πρώτη βραδειά, που βρίσκομαι στην Αθήνα και να πέσω μέσα εις εγκλήματα.

Η ΦΩΝΗ (σβήνουσα μέσα εις την ησυχίαν της νυκτός.) - Ιωάννη, που είσαι… Ιωάννη… αποθνήσκω...

Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ, (πλησιάζων εις το παράθυρον σιγά. Σιγά και βλέπων εις τον δρόμον.) - Περίεργον! Εις τον δρόμον δεν είνε κανείς… Ησυχία… Μα από που έρχονται αυταί αι φωναί; (Οπισθοχωρών εντός του δωματίου). Ας ανάψω το κηρί (ανάπτει το κηρίον και κυττάζων πέριξ του.) Εδώ μέσα ευτυχώς δεν είνε κανείς… (Κύπτει και κοιττάζει κάτω από την κλίνην του). Από κάτω από το κρεββάτι δεν είναι κανείς (Ακροάται.) Ησυχία… Μήπως συμβαίνει τίποτε εις το διπλανόν δωμάτιον; (Βάζει το αυτί του εις τον τοίχον). Τίποτε, τίποτε… Περίεργον (Σκεπτόμενος). Μήπως απατώμαι, βρε αδελφέ; (Κινών την κεφαλήν του). Μήπως βλέπω τίποτε άσχημα όνειρα, (χασμώμενος μόλις δυνάμενος να σταθή εις τους πόδας του από την νύσταν). Βεβαίως θα ονειρεύομαι. (Σβύνει το κηρίον και ξαναπέφτει εις την κλίνην, όπου παρ’ όλον τον τρόμο του αποκοιμάται ταχέως).

ΜΙΑ ΑΓΡΙΑ ΦΩΝΗ, φυπνίζουσα αυτόν εκ νέου έντρομον.) - Που έχεις τα χρήματα; Λέγε ογλήγωρα, που έχεις τα χρήματα… Φέρε το πορτοφόλι σου, εμπρός!

Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ, (αυτήν την φοράν κυλιόμενος επί του δαπέδου από την τρομεράν του αφύπνισιν.) - Αχ, που έμπλεξα απόψε...

Η ΦΩΝΗ, (εξακολουθούσα αγριώτερον.) -Ά, δεν θέλεις, λοιπόν να δώσης το πορτοφόλιόν σου, ουτιδανέ!...

Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ, (τρέχων προς τα κρεμάμενα εκ του κρεμασταριού ενδύματά του και αρχίζων να ψάχνη τα θυλάκια αυτών μέσα εις το σκότος.) - Το πορτοφόλι μου… δυστυχία μου… που είνε το πορτοφόλι μου...

Η ΦΩΝΗ, (πάντοτε αγρία.) - Θα φέρης, άθλιε, το πορτοφόλι σου...

Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ, (ψάχνων πάντοτε εις το σκότος.) - Μα… που είνε το σακκάκι μου… που να το έχω κρεμάση… Το πορτοφόλλι μου… που είνε το πορτοφόλι μου;...

Η ΦΩΝΗ, (έτι αγριωτέρα.) - Δια τελευταίαν φοράν σου λέγω, φέρε, ογλήγωρα το πορτοφόλιόν σου ή μα τον...

Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ, (τρέμων και τραυλίζων μέσα εις το σκότος αλλόφρων.) - Μα στάσου… βρε αδελφέ… να το βρω… Στάσου…

Η ΦΩΝΗ, (εν τρομερά αγανακτήσει.) - Αρνείσαι, λοιπόν, τότε λάβε, άθλιε… (Επακολουθεί μιά πιστολιά.)

Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ, (Εκβάλλων κραυγήν τρόμου.) Θεέ μου! (Πίπτει δευτέρα, τρίτη πιστολιά. Επακολουθεί θόρυβος δαιμονιώδης ανθρώπων τρεχόντων.)

ΠΟΛΛΑΙ ΦΩΝΑΙ, (ομού.) - Πιάστετον, τον δολοφόνον, πιάστε τον!

Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ. - (διευθυνόμενος προς τον ηλεκτρικόν κώδωνα και πιέζον αυτόν εν ταραχή.) Άχ! Τι νύκτα είνε αυτή!… Τι τρομερός τόπος είνε αυταί αι Αθήναι… (Ακούεται κρότος εις την θύραν).

ΤΟ ΓΚΑΡΣΟΝΙ. (φωνάζον.) - Θέλετε τίποτε, κύριε; Τι θέλετε, κύριε;

Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ. (ανάπτων το κηρίον και ανοίγων την θύραν, προς το γκαρσόνι.) - Βρε παιδί μου… (Τρέμων.) Τι συμβαίνει, εδώ μέσα;… Τι τρέχει; τι φωναί είναι αυταί, τι πιστολιές;… Πάω να χάσω το νου μου.

ΤΟ ΓΚΑΡΣΟΝΙ, (σοβαρώς.) δεν ξέρετε, κύριε;

Ο ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ. - Τι να ξέρω; Τι τρέχει;

ΤΟ ΓΚΑΡΣΟΝΙ. - Απόψε δίδουν στο αποπίσω θέατρον μίαν ωραίαν παράστασιν (Με ύφος κριτικού.) Έβλεπα το δράμα από την ταράτσαν. Είνε αριστούργημα έργον κύριε. Έχει κάτι σκηνάς τραγικώτατας. Αύριο πρέπε να το ιδήτε και σεις, κύριε…

Μποέμ

Κυριακή 24 Αυγούστου 2025

"Η ΒΑΡΩΝΙΣΚΗ" ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Ακρόπολις, 30/1/1900.

ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΗΘΗ

Η ΒΑΡΩΝΙΣΚΗ

Την ενθυμούμαι όπως ήτο εις την εποχήν της ακμής της, του θριάμβου της, της δόξης της. Εν από τα ωραιότερα κορίτσια των Αθηνών. Ανήκε εις μίαν οικογένειαν της μεσαίας τάξεως, οικογένειαν, ης όλα τα μέλη έρρεπον προς την κοσμικήν ζωήν, προς τον θόρυβον, προς τους χορούς και τας συναναστροφάς, προς τους περιπάτους και την κίνησιν, προς τα θεάτρα και τας συναυλίας. Όπου και αν επηγαίνατε, μεταξύ των πλέον στερεοτύπων φοιτητών των κοσμικών συγκεντρώσεων θα εβλέπατε, απαρεγκλίτως, στερεοτύπως και τα μέλη της οικογενείας ταύτης. Δεν εγίνετο μία συνάθροισις, μία διασκέδασις χωρίς να λείπη η οικογένεια αύτη, η απουσία της θα εσημείωνε έλλειψιν, ιδίως η απουσία της κόρης ταύτης, ήτις ήτο περιζήτητος εις όλα τα σαλόνια, όπου χορεύουν και διασκεδάζουν, όπου χαρτοπαίζουν και “κάμνουν μουσικήν” ή κάμνουν απαγγελίαν, - τότε μάλιστα, ότε προ δεκαετίας η απαγγελία είχε γίνη πολύ της μόδας εις τα σπίτια. Την κόρην ταύτην την έβλεπον και την παρετήρουν πολύ και εις τας συναναστροφάς και εις τον περίπατον, εις τα Φάληρα και εις την Κηφισσιάν. Ήτο εις από τους τύπους εκείνους των δεσποινίδων μας, δια την οποίαν λέγουν όλοι συνήθως: “-Δεν είνε ωραία, όμορφην δεν ειμπορεί να την πη κανείς αλλά αρέσει διότι είνε “ε ξ ζ α ν τ ρ ί κ”.

Και ως τοιούτον τύπον την παρετήρουν πάντοτε μετά προσοχής. Μετρίου αναστήματος, λεπτή, ευκίνητος πάντοτε χαρίεσσα, πάντοτε ενδεδυμένη μετ’ εξαιρετικού γούστου, υπερήφανος, αγέρωχος, έχουσα πάντοτε προτιμήσεις δι’όλα, από τα ασήμαντα έως τα σοβαρώτερα, από τα εκκεντρικά καπέλλα της, έως τα χρωματιστά μισοφόρια της, κτενιζομένη με απροσδιόριστον χάριν, φορούσα τουαλέττας απ’ευθείας από το Παρίσι ερχομένας, της τελευταίας ώρας της Παρισινής μόδας τουαλέττας, ακατάδεχτη διά τους πολλούς, μυστηριώδης και πολυσύνθετος δια τους ολίγους, γελώσα, ελκυστική και δεικνυομένη, διαχυτική εις όσους ξένους διπλωμάτας ή αξιωματικούς του ναυτικού ή και απλούς περιηγητάς, όσους εγνώριζε, σοβαρά ξηρά ως περγαμηνή, ψυχρά και επιφυλακτική δι’ όλους τους νέους των Αθηνών τους οποίους έβλεπεν εις τον περίπατον, ή εις τας απογευματινάς, ή εις τους μεγάλους χορούς. Δεν ενθυμούμαι να την είδον ποτέ συνοδευομένην εις τον δρόμον από ένα Αθηναίον νέον, ενώ την έβλεπον ουχί σπανίως βαδίζουσαν παρά το πλευρόν ξένου τινός μισοτρίβου ή νέου, φορούντος ενδύματα κομμένα και ραμμένα εις την Ευρώπην, σιδηρωμένα της στιγμής, φέροντα γκέττες, ασυνήθους χρωματισμού λαιμοδέτην και γάντια μοναδικής καθαρότητος.

Και εγέλα και εθορύβει παρά το πλευρόν ενός τοιούτου συνοδού της, αφοσιωμένη διαρκώς εις αυτόν, μη προσέχουσα σχεδόν καθόλου εις την πάντοτε συνοδεύουσαν αυτήν με το βραδύ και συρόμενο βήμα μαμά της, μη καταδεχομένη να ρίψη εν καν βλέμμα εις τους διαβάτας, προς τους οποίους εφαίνετο λέγουσα η υπερήφανος διέλευσίς της: “Ουφ! Τι πρόστυχοι, που είσθε!” Εις τας χορευτικάς απογευματινάς ή εσπερίδας, όσοι την έβλεπον, ενθυμούντο, ότι μόλις άπαξ εχόρευε με τινα νέον φίλον της οικογενείας της, εισερχομένη εις την αγκάλην του με μεγάλην επιφυλακτικότητα, δεικνυομένη άκαμπτος, ψυχρά, αποκρουστική, περιφρονούσα και τον χορευτήν, και τα άλλα χορεύοντα ζεύγη, και τους λοιπούς εν τη αιθούση τους ορώντας τους ορχουμένους. Μόνον, όταν εχόρευε με ξένον τινά, ή γραμματέα ή ακόλουθον πρεσβείας ή ξένον αξιωματικόν ή ξένον οποιονδήποτε τέλος, παρεπιδημούντα εις τας Αθήνας, μετεμψυχούτο όλη δια μιάς, ήλλαζεν έκφρασιν μορφής και κίνησιν σώματος και κεφαλής, και ποδών. Μετεβάλλετο τότε εις Σειρήνα, εις χαριτωμένην σιλουέτταν γυναικός πλήρους θελγήτρων και ηδονής. Έκλινεν απαλώς την μικράν και χαρίεσσαν κεφαλήν με την αβράν και λαμπράν κόμμωσιν επί του ώμου του καβαλιέρου της, στηρίζουσα την αριστεράν χείρα επίσης επί του ώμου του και περιεστρέφετο και εδονείτο μεθύουσα εξ αγαλλιάσεως, εξ απολαύσεως απείρου, ήτις εζωγραφείτο εις τους κυανούς οφθαλμούς της φωτίζοντας την συνήθως κέρινον όψιν της με λάμψιν τελείας ευδαιμονίας.

Αι άλλαι, οι άλλοι την εζήλευον τότε, σχεδόν την εφθόνουν εψιθύριζον δε σκάνοντες: “Αν δεν πάρη διπλωμάτην αυτή η κόρη δεν θα ησυχάση”. Και ως διαρκώς έκαμνε τον γύρον της μία τοιαύτη φράσις, η ηχώ από όλα τα στόματα εις την αίθουσαν απήντα με την συνήθη αθηναϊκήν κακεντρεχή ευχαρίστησιν: “Ποιά, η βαρωνίσκη αυτή;” Την απεκάλουν δε συνήθως βαρωνίσκην, εκδικούμενοι διά της λέξεως ταύτης την ακαταδεξίαν της και την υπερηφάνειάν της προς όλους και όλας. Εκείνο το οποίον δεν ηδυνάμην να εννοήσω από τον περίεργον αυτόν αθηναϊκόν τύπον ήτο, αν φύσει ήτο εκκεντρική, εσκέπτετο, ησθάνετο και συμπεριφέρετο παραδόξως προς εαυτήν και τους άλλους ή παν ό,τι έπρατε και παν ό,τι έπρατε και παν ό,τι έλεγε προήρχετο εκ τεχνικωτάτης επιτηδεύσεως. Οι περισσότεροι σχεδόν όλοι έλεγον απροκαλύπτως, ότι το παν της ήτο επιτηδευμένον και προσποιητόν.

Πολλάκις ηρχόμην να πιστεύω την γενικήν αυτήν κρίσιν του κόσμου, αλλά πάντοτε δεν ειξεύρω διατί ησθανόμην δυσπιστίαν προς την καθολικήν αυτήν πεποίθησιν. Και μου ήρεσε πάντοτε να βλέπω ως περίεργον όλως φυσιογνωμίαν την αλαζόνα ταύτην κόρην, την ιπταμένην υπεράνω των οικογενειακών της παραδόσεων, των υλικών της μέσων ακόμη και φερομένην πάντοτε εις ονειρώδη και ασύλληπτον κόσμον, περιφρονούσαν όλους και όλας τας περί εαυτήν, αδιαφορούσαν προς τα λεγόμενα δι’ αυτήν αυτήν και αγωνιζομένην αποκρύφως πως να κατορθώση να πραγματώση ίσως τα ίδιά της όνειρα, τας ιδιαιτέρας της επιθυμίας, χωρίς δυστυχώς να τα επιτυγχάνη. Ήτο δε λάτρης της ποιήσεως και της μουσικής, κατά περίεργον επίσης τρόπον εκδηλούσα την καλλιτεχνικήν της ταύτην ροπήν. Έπαιζε πιάνο, - το συνειθισμένον παίξιμον των περισσοτέρων δεσποινίδων, - γνωρίζουσα να εκτελή εκτός των βαλς των οπερεττών και μερικά δύσκολα μουσικά τεμάχια, εις των οποίων την εκτέλεσιν εδείκνυε περισσοτέραν φορτικότητα και ταραχήν, νομίζουσα, ότι επροτοτύπει ούτω, από φυσικότητα και αλήθειαν συμφωνούσαν προς την ιδέαν του συνθέτου. Ηγάπα επίσης την ποίησιν, και απήγγελλεν εις σπανίας περιστάσεις, ιδίως όταν ήτο μόνη, ή μεταξύ ξένων μελαγχολικούς στίχους του Μυσσέ, κανέν ειδύλλιον ή ελεγείον του Σενιέ, κανέν φιλοσοφικόν ποιήμα του Μπανβίλ, μερικούς στίχους του Γωτιέ, - αφ’όσα εδιάβαζεν εδω κ’εκεί και αφ’ όσα ενθυμείτο.

Αι κακαί γλώσσαι έλεγον δι’αυτην, ότι ήτο ποιήτρια και ότι μάλιστα έγραφε ποιήματα εις γαλλικήν γλώσσαν, τα οποία έστελλε προς δημοσίευσιν από καιρού εις καιρόν εις γαλλικά περιοδικά χωρίς ποτέ να λαμβάνουν ταύτα την τιμήν της δημοσιεύσεως. Εις το σπίτι της, εις τους επισκεπτομένους αυτήν ξένους - με τους εντοπίους σπανίως αντήλλασσεν επισκέψεις – εφέρετο με παραδόξους τρόπους. Διηγούντο, ότι κάποτε παρουσιάσθη εις το σαλόνι της ενώπιον ξένων με πολύ βραχύ οπωσούν φόρεμα, χωρίς να φορή περικνημίδας και με μεταξωτάς σκοτεινού χρώματος γόβας, προφασιζομένη, ότι ήτο πολύ “σικ” εις ένα σαλόνι να εμφανίζεται μία δεσποινίς με γυμνούς πόδας, λευκούς, λευκοτάτους. Το γεγονός αυτό είχε κάμη μέγαν θόρυβον τότε, αλλ’αυτή, καιτοι έφθασαν οι ψιθυρισμοί μέχρι των ώτων της, δεν έδωσε καμμίαν προσοχήν εις αυτούς. Ήτο η πρώτη κόρη, ήτις προ ετών ανέβη άλλοτε επί ποδηλάτου με κοντήν εσθήτα, τότε, ότε προ τινων ετών ήτο πολύ της μόδας δια την αριστοκρατίαν το ποδήλατον και δεν είχε γίνη τούτο κτήμα και των “προστύχων” όπως λέγουν σήμερον οι φορούντες μονύελον και φαιόχρους γκαίτας.

Εις την ακτήν του Φαλήρου εθεάτο πολλάκις περιπλέουσα εις τα ανδρικά λουτρά χωρίς να ρίπτη βλέμμα δεξιά ή αριστερά της, κλείουσα τα ώτα της εις όσους υπαινιγμούς έβαλον κατ’ αυτής οι λουόμενοι άνδρες, οι τόσον ξιπαζόμενοι εκ του θεάματος αυτού… Και αιφνιδίως μίαν ημέραν η κόρη αύτη έγινεν άφαντος από τας κοσμικάς συναθροίσεις. Η εξαφάνισίς της αύτη εσχολιάσθη ζωηρώς. Αι κακαί γλώσσαι εύρον νέαν αφορμήν να εκδικηθώσι. Πολλά ελέχθησαν. Εν ειδύλλιον ήλθεν εις το μέσον, ειδύλλιον, το οποίον είχε πολύ πεζήν λύσιν. Ελέχθη, ότι η νεάνις προσεκολλήθη, ως χρυσαλλίς ελκυσθείσα από το φως, εις ξένον τινά και ότι αφού εκάησαν τα πτερά της εκ της προσκολλήσεως ταύτης ο ξένος έφυγε και αφήκε την κόρην… Έπειτα, ύστερα από καιρόν, αφού εξεθύμαναν αι διαδόσεις αύται, μίαν ημέραν επανείδον την νεανίδα εις τον δρόμον.

Είχε παραλλάξη πολύ. Είχε παχύνη, τα χαρακτηριστικά της είχον εκτραχυνθή, εν τούτοις διατήρει εντελώς την παλαιάν ιδιόρρυθμον έκφρασίν της. Μίαν στιγμήν την είδον, μόλις την παρετήρησα… Μετά πολύν πάλιν καιρόν εγνώσθη, ότι η νέα υπανδρεύθη φευ ουχί διπλωμάτην ή ξένον αξιωματικόν, αλλά κάποιον έμπορον, εμπορευόμενον εις τας επαρχίας και τον Πειραιά. Προχθές εκαθήμην εις μίαν μπύραν, ότε ενώ η μικρά ορχήστρα της αιθούσης έπαιζε μίαν τρελλήν “γκαβότταν” μ’ ενοχλούσε μία φωνή μισοτρίβου τινός γυναικός λεγούσης με ύφος επιστημονικόν προς την άλλην μισότριβον κυρίαν:

- Παίρνεις, κυρά μου, δεκαέξ αυγά και κτυπάς τους κροκούς των με διακόσια δράμια ζάχαρι, τα δουλεύεις και αφού ασπρίσουν καλά ρίχνεις μέσα εκατό δράμια αλεύρι και τέσσαρες γαλέτες κοπανισμένες ψηλά και περασμένες από μία σίτα. Ύστερα κτυπάς εις άλλο αγγείον τα ασπράδια για να γίνουν μαρέγγα, τα ενώνεις όλα μαζύ, αλείφεις την φόρμα βούτυρο και τα ρίχνεις μέσα και τα στέλνεις εις τον φούρνον. Το παντεσπάνι αυτό για βούτημα είνε ωραίο, αρκεί να το φουσκώση καλά ο φούρνος….

Εστράφην και είδα την μισότριβον οικοκυράν. Ήτο η δυστυχής βαρωνίσκη της άλλοτε.

Μποέμ

Κυριακή 27 Ιουλίου 2025

"ΑΝΘΡΩΠΙΝΑΙ ΔΥΣΤΥΧΙΑΙ" ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 “Ακρόπολις”, 16/1/1900

ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΗΘΗ

ΑΝΘΡΩΠΙΝΑΙ ΔΥΣΤΥΧΙΑΙ

[Ενδεκάτη ώρα της νυκτός. Εις την πλατείαν της «Ομονοίας». Υπό τα μικρά δένδρα. Είς κύριος διέρχεται με υψωμένον το περιλαίμιον του επανωφορίου του, με τας χείρας χωμένας εις τα θυλάκια].

ΜΙΑ ΣΚΙΑ, (εξερχομένη εκ της εξέδρας, εις ην παιανίζει η στρατιωτική μουσική και ανακόπτουσα τον δρόμον του κυρίου). —Κύριε, με το παρντόν

Ο ΚΥΡΙΟΣ, (στρέφων την μύτην του προς την σκιάν). —Ε, τι τρέχει;

Η ΣΚΙΑ. —Με συγχωρείτε, κύριε, ειμπορώ να σας απασχολήσω μίαν στιγμήν;

Ο ΚΥΡΙΟΣ, (αδημονών). —Λέγε, λοιπόν, τι θέλετε;

Η ΣΚΙΑ. —Αι περιστάσεις, κύριε, με έφεραν εις την θέσιν ώστε να ανακόπτω τον δρόμον των καλών διαβατών.

Ο ΚΥΡΙΟΣ, (υψών τους ώμους και ετοιμαζόμενος να προχωρήση). —Ούφ!...

Η ΣΚΙΑ, (με εκλιπαριστικόν τόνον). —Με συγχωρείτε, κύριε, δια την διαγωγήν μου, αλλά και εγώ ανήκω εις οικογένειαν, εις πολύ καλήν οικογένειαν, αλλ’ αι περιστάσεις, βλέπετε…

Ο ΚΥΡΙΟΣ, (σταματών το βήμα του). —Και λοιπόν;

Η ΣΚΙΑ, (προχωρούσα ήδη προς το φως). —Η ιστορία μου, κύριέ μου, είναι οδυνηρά, ιστορία δυστυχούς οικογενειάρχου.

Ο ΚΥΡΙΟΣ, (κυττάζων εις το φως μετά προσοχής την σκιάν και βλέπων ένα άνθρωπον υψηλόν, με γένειον, με ευπρεπές οπωσούν ένδυμα, με παλτόν ερριμμένον αμελώς επί των ώμων του). —Ποίος είσαι, κύριε;

Η ΣΚΙΑ. —Εγώ είμαι νησιώτης. Ονομάζομαι Διονύσιος Ατυχόπουλος. Είμαι της γνωστής οικογενείας των Ατυχοπούλων.

Ο ΚΥΡΙΟΣ, (εξάγων την σιγαροθήκην του και ανάπτων έν σιγάρον). —Χαίρω πολύ. (Προσφέρει εις την σκιάν σιγάρον). —Παίρνεις ένα σιγάρο;

Η ΣΚΙΑ, (λαμβάνουσα έν σιγάρον και ανάπτουσα αυτό από το σιγάρον του κυρίου κάμνει τεμενάν). —Ευχαριστώ, κύριέ μου, ευχαριστώ. Η αγαθή τύχη του Θεού, φαίνεται, με έκαμε να συναντήσω ένα χρυσόνε άνθρωπον, ε… που λες, αφέντη, εγώ είμαι ο Διονύσιος Ατυχόπουλος. Εις το νησί μας η οικογένειά μας ήτανε από τις πρώτες. Εις την Αθήνα έχω συγγενείς πολλούς. Τον κόντε, την ευγενή δέσποιναν. Ετούτοι είνε οι προστάτες μου, αλλ’ έλα, που σήμερα λείπουν σε ταξείδι και με λησμονήσανε. Αν ήτανε αυτοί εδώ, αφέντη, δεν θα σε ενωχλούσα απόψε, σου το ορκίζομαι εις τον Άγιο.

Ο ΚΥΡΙΟΣ, (αρχίζων να ακούη μετά προσοχής την σκιάν). —Δεν καταλαβαίνω, φίλε μου, τι θέλεις να πης.

Η ΣΚΙΑ, (με γοργήν φλυαρίαν). —Θα σου τα εξηγήσω όλα στο μενούτο, αφέντη μου. Εγώ ήμουνα εις τους Γεωργικούς Σταθμούς, που καταργηθήκανε. Είχα καλή θέσι και εζούσα κ’ εγώ κι’ η οικογένειά μου με ευτυχίαν. Αι εθνικαί περιστάσεις κατόπιν, βλέπετε, με έκαμαν να δυστυχήσω. Ήλθεν ο πόλεμος, πριχού καταργηθήκανε οι Γεωργικοί Σταθμοί και έτσι έμεινα κ’ εγώ χωρίς θέση σήμερα. Αλλά, σου είπα, ας είνε καλά ο κόντες, η ευγενής δέσποινα που με υποστηρίζουνε εμένα και τη γυναίκα μου και τα παιδάκια μου.

Ο ΚΥΡΙΟΣ. —Ώστε και συ από τον πόλεμον κατεστράφης;

Η ΣΚΙΑ. —Από τον πόλεμον κ’ εδώθε, αφέντη. Ναίσκε! Κακό πράγμα ο πόλεμος.

Ο ΚΥΡΙΟΣ. - Και επήγες και συ εις τον πόλεμον;

Η ΣΚΙΑ. - Αν επήγα, αφέντη. Και δεν επολέμησα εις τα Πέντε Πηγάδια με τον Λουμουνδούρο. Δεν έτυχε να διαβάσης την εφημερίδα, αφέντη, που έλεγε πως ο Διονύσιος Ατυχόπουλος επληγώθηκε εις την πλάτην;

Ο ΚΥΡΙΟΣ. - Α, επληγώθηκες εις την πλάτην; Πως συνέβη αυτό!

Η ΣΚΙΑ. -Εσυνέβηκε εις την υποχώρησιν. (Σταυροκοπούμενος). Μα τον Άγιο εσυνέβηκε εις την υποχώρισι ετούτο που σου λέγω, έ...

Ο ΚΥΡΙΟΣ. - Ώστε εσύ, υπέφερες πολλά;

Η ΣΚΙΑ. -Αμ υπέφερα πολλά, ρωτάς, αφέντη; Ετούτο είνε, που είνε. Ένα μήνα έκαμα σις το Σοκομείο εις το Κομπότι τση Άρτας. Ύστερα μου εδόσανε αναρρωτική άδεια και επήγα εις τον τόπο μου. Κατόπι εδυστύχησα και ήλθα εις την Αθήνα χωρίς θέσι και χωρίς τσεντέζιμο. Ας είνε καλά πάλι ο κόντες και η ευγενής δέσποινα, που με περιποιηθήκανε, ε ...

Ο ΚΥΡΙΟΣ. - Και είνε συγγενείς σου αυτοί;

Η ΣΚΙΑ. - Συγγενείς αν είνε; Δεν λες στενοί συγγενείς μου. Μου εβαφτήσανε τα δυό παιδάκια μου.

Ο ΚΥΡΙΟΣ. - Α, είσαι πανδρεμμένος…

Η ΣΚΙΑ. - Σου τώπα, αφέντη.

Ο ΚΥΡΙΟΣ. (ημικλείων τους οφθαλμούς) – Και είνε όμορφη η γυναίκα σου;

Η ΣΚΙΑ. (με πρόθυμον ύφος) – Α! Είναι ούνο άτζουλο, αφέντη, η Τζοβάνα μου.

Ο ΚΥΡΙΟΣ. - Έτσι, ε; Και τα παιδάκια σου;

Η ΣΚΙΑ. - Δυο αγγελούδια. Η Παυλίνα μου και η Ρόζα μου… Δυο παιδιά τρέλλα, αφέντη.

Ο ΚΥΡΙΟΣ. - Και είνε μεγάλης ηλικίας τα παιδάκια σου;

Η ΣΚΙΑ. -Α, όσκε. Εχτές ήταν, που τα ενέγραψε με δικά του έξοδα ο κόντες *** εις το Αρσάκειο. Και είχαμε μιά χαρά εγώ και η Τζοβάνα μου, αφέντη. Ξέρεις , τι θα πη να τα βάλουμε εις το Αρσάκειο, ε; Να γίνουν μορφωμένα και καλά κορίτσια. Να πάρουνε μιά ημέρα το δίπλωμά τους. Έ, τότε είνε, που πάλι ο κόντες και η ευγενής δέσποινα *** που θα φροντίσουν να τα διορίσουνε σε καμμιά θέσι. Ά, να σου είπω αφέντη, εγώ θέλω να τα διορίσω δασκάλες μέσα στην Αθήνα, εβαρέθηκα τόσα χρόνια τη ζωή τση επαρχιώνε. Και τώπα του Κόντε *** και τση τώπα της κοντέσσας *** πως άμα τελειώσουνε το Αρσάκειο, η Παυλίνα μου και η Ρόζα θέλω να μου τση διορίσουνε δασκάλες στην Αθήνα μέσα ή εδά πα στο Μαρούσι ή στα Πατήσια. Και μου είπανε, έννοια σου. (Αλλάζων αίφνης το αφηγητικόν και διαχυτικόν ύφος του.) Έ, τόρα είνε, αφέντη, που θέλω και τη δική σου βοήθεια.

Ο ΚΥΡΙΟΣ. ( θέτων μετά δυσκολίας την χείρα του εις την τσέπην του πανταλονιού του). - Μα φίλε μου, πρέπει να ξέρης ότι εγώ δεν είμαι ούτε κόντες ούτε κοντέσσα. Δεν δύναμαι να σου φανώ χρήσιμος...

Η ΣΚΙΑ. (διακόπτουσα αυτόν ταχέως,) - Α, αφέντη, δεν έχω ανάγκη απόψε από μεγάλα πράγματα. Ήθελα αύριο το πρωί, που θα ξυπνήσουνε η Παυλίνα και η Ρόζα μου, πριχού να πάνε στον Αρσάκειο να βρούνε έτοιμο το γάλα τους!

Ο ΚΥΡΙΟΣ. (μειδιών δίδει εν εικοσάλεπτον νίκελ εις την σκιάν και απομακρύνεται) … ...

Η ΣΚΙΑ. (βλέπουσα μετά προσοχής το εικοσάλεπτον νίκελ εις το φως, μεθ’ ό τρέχουσα και πιάνουσα από το μανίκι του παλτού τον κύριον). - Αφέντη, ένα μομέντο αφέντη...

Ο ΚΥΡΙΟΣ. (στρεφόμενος) – Τι τρέχει πάλιν, κύριε Ατυχόπουλε;

Η ΣΚΙΑ. -Αφέντη, ήθελα να μου έδινες ακόμη δύο όβολα για να έπαιρνα αύριο το πρωί και από ένα παξιμάδι για το γάλα τση Παυλίνας μου και τση Ρόζας μου!

ΜΠΟΕΜ

Κυριακή 20 Ιουλίου 2025

"Ο ΛΙΜΑΔΟΡΟΣ" ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ” 9 Ιανουαρίου 1900

ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΗΘΗ

Ο ΛΙΜΑΔΟΡΟΣ

{Εις τον δρόμον εις Κύριος ζητεί να αποφύγη άλλον Κύριον ερχόμενον κατ’ ευθείαν κατ’ επάνω του, αν και δεν το κατορθώνει.}

Ο ΚΥΡΙΟΣ (σπέυδων προς αυτόν και σφίγγον το χέρι του ζωηρώς(. - Καλή ημέρα σας, καλή ημέρα σας. Τι νέα έχουμε σήμερα;

Ο ΑΛΛΟΣ (καθ’εαυτόν). - Πάλι με εγράπωσε, δυστυχία μου. (Προς τον κύριον μειδιών φιλοφρόνως). - Καλά, ευχαριστώ. Χαίρω που σας βλέπω καλά.

Ο ΚΥΡΙΟΣ (ημιαφίνων το χέρι του κυρίου και έτοιμος να κρατήση σφικτά εις πρώτον κίνημα απομακρύνσεως εκείνου). - Ε πως τα βλέπεις τα πράγματα;

Ο ΑΛΛΟΣ (ημικλείων τους οφθαλμούς και σφίγγων τα χείλη ωσεί να κατέπιε κινίνην). - Δεν ξέρω τίποτε σήμερα. (Κάμνων κίνημα δια να αναχωρήση). Με συγχωρείτε, έχω μίαν υπόθεσιν κατεπείγουσαν.

Ο ΚΥΡΙΟΣ (κτυπών εις τον ώμον) - Τι διάβολο, όλο υποθέσεις σπουδαίας και κατεπείγουσας έχεις εσύ… Στάσου βρε αδερφέ, να πούμε τίποτε.

Ο ΑΛΛΟΣ – Μα ξέρεις...

Ο ΚΥΡΙΟΣ (διακόπτων αυτόν βιαίως.) - Μωρέ, εδιάβασες σήμερα την “Ακρόπολην”. Είδες, κύριε, την νέαν εξέλιξιν των αστυνομικών σκανδάλων. (Πιάνων την μύτην του). Τι βρώμα! Τι δυσωδία! (Εξαπτόμενος και κάμνων χειρονομίαν αγανακτήσεως.( Τελείωσε, πρέπει να απαλλαγώμεν απ΄αυτό το άθλιον αστυνομικόν σύστημα. Η στρατιωτική αστυνομία απεδείχθη, ότι κατέστρεψε αντί να ενισχύση την δημοσίαν ασφάλειαν. Πρέπει να καταργηθή.

Ο ΑΛΛΟΣ (καταπνίγων ένα στεναγμόν και ψιθυρίζων μηχανικώς). - - Βέβαια πρέπει να καταργηθή.

Ο ΚΥΡΙΟΣ (κάμνων δυο βήματα αντιθέτως προς το μέρος, όπου διηυθύνετο ο άλλος και συμπαρασύρων αυτόν.) - Πάμε, ολίγο παρακάτω… Έχεις ώρα να τελειώσης τη δουλειά σου. Πρέπει, λοιπόν, να καταργηθή η στρατιωτική αστυνομία.

Ο ΑΛΛΟΣ (εξάγων το ωρολόγιόν του και παρατηρών μετά στενοχώριας την ώραν). - Μα είνε δέκα παρά πέντε, δεν ειμπορώ. Εις τας δέκα ακριβώς πρέπει να είμαι εις ένα ραντεβού.

Ο ΚΥΡΙΟΣ (κρατών τόρα αυτόν σφικτά από τον βραχίονα.) - Δεν πειράζει. Προφθαίνεις. Στάσου, λοιπόν να ιδής μιά στιγμή. Να καταργηθή είπομεν η στρατιωτική αστυνομία, αλλά δεν ενθυμίσαι προ εξ ετών με πόσον ενθουσιασμόν όλοι μας και η κοινωνία και ο τύπος και η πολιτεία απεδέχθημεν τον θεσμόν αυτόν. Όλοι μας ελέγομεν, ότι εις την στρατιωτικήν αστυνομίαν στηρίζομεν όλας τας ελπίδας μας όπως αναστηλώση την καταπεσούσαν δημοσίαν τάξιν.

Ο ΑΛΛΟΣ (εν στενοχωρία.) - Απελπισία!

Ο ΚΥΡΙΟΣ - Δεν λες κάτι χειρότερον. Πλήρης μαρασμός και απογοήτευσις (Αξιωματικώς.) Πάμε κατά διαόλου μάννα. (Εξαπτόμενος.) Σαπίλα! Αποσύνθεσις, βρώμα παντού. Τι θα γίνη δεν ειμπορώ να καταλάβω.

Ο ΑΛΛΟΣ (νεύων δυσθύμως χαμαί). - Τι θα γίνη αλήθεια...

Ο ΚΥΡΙΟΣ (συμπαρασύρων με την φλυαρίαν του τον άλλον δέκα ακόμη βήματα.) - Δεν έχεις, βρε αδερφέ, που να στηρίξης τας ελπίδας σου. Όπου και να στραφής θα σε πνίξη η δυσοσμία της διαφθοράς.

Ο ΑΛΛΟΣ. (εξάγων το ωρολόγιόν του). - Αχ. Έχασα το ραντεβού μου. Δέκα και τέταρτον.

Ο ΚΥΡΙΟΣ – Δεν πειράζει, βρε αδερφέ. Πας άλλη ώρα… (τραβών αυτόν από την κουμπότρυπαν του ενδύματός του(. -Που λες, φίλε μου, άνω κάτω διαφθορά. Κλεψιά κλεψιά! Δεν είδεν πάλιν ο κ. Μερκούρης τι χάλια ανεκάλυψεν εις τον δήμον Αθηναίων, εις τον πρώτον δήμον του Κράτους.

Ο ΑΛΛΟΣ – Όχι δα;

Ο ΚΥΡΙΟΣ - Βέβαια. Τα αρχικά χρέη του δήμου ήσαν πεντακόσιαι χιλιάδες, αριθμός 500.000, φίλε μου και δια της μεθόδου των τόκων πόσον παρακαλώ;

Ο ΑΛΛΟΣ – Ξέρω κ’εγώ;

Ο ΚΥΡΙΟΣ - Πες ένα αριθμόν. Να ζήσης

Ο ΑΛΛΟΣ – Εις ένα εκατομμύριον.

Ο ΚΥΡΙΟΣ (γελών νευρικώς). - Εις εν εκατομμύριον; Μα, που ζης, σε παρακαλώ, εις το Τρανσβάαλ. (Αποφθεγματικώς). Δια της μεθόδου των τόκων αι πεντακόσιαι χιλιάδες ανήλθον εις ένδεκα ολόκληρα εκατομμύρια. (Κάμνων αγρίαν χειρονομίαν). Και ο δήμος Αθηναίων κινδυνεύη να χρεωκοπήση! Τ’ ακούς αυτά. Ένδεκα, έν-δε-κα εκα-τομ-μύ-ρι-α!

Ο ΑΛΛΟΣ (εξάγων το ωρολόγιόν του). - Ένδεκα και τέταρτον! Πωπό! Εσύ μου έφαγες με τα λόγια μιά μιση ώρα τόρα.

Ο ΚΥΡΙΟΣ - Καλά, βρε αδερφέ, με την ώραν σου και συ. Λοιπόν, τι να γίνη με τέτοια χάλια εις τον πρώτον δήμον Αθηναίων.

Ο ΑΛΛΟΣ – Ε΄, πρέπει να ληφθώσι μέτρα εγκαίρως.

Ο ΚΥΡΙΟΣ (σταυρώνων τας χείρας του όπισθεν και προτείνων το στήθος του και την κεφαλήν, ενώ ημικλείει τους οφθαλμούς). - Και ποίος είνε αυτός που πρέπη να λάβη μέτρα, σας παρακαλώ;

Ο ΑΛΛΟΣ (δυσθύμως πάντοτε). - Ο δήμος, η κυβέρνησις...

Ο ΚΥΡΙΟΣ (κρεμών τρεις πήχεις τα μούτρα του και και κινών την κεφαλήν του απελπιστικώς). - Ποία Κυβέρνησις; Μα έχομεν Κυβέρνησιν; Δεν εδιάβασες, λοιπόν εις τας εφημερίδας ότι η Κυβέρνησις διαλύεται;

Ο ΑΛΛΟΣ - Ωχ αδερφέ, δεν θα είνε ακριβή τα γραφέντα.

Ο ΚΥΡΙΟΣ – Ποιός σου τάπε, φιλαράκο μου (Πιάνων αυτόν με τας δύο χείρας του από τον ώμον και κινών αύτον ζωηρώς, ενώ τον βλέπει εις τους οφθαλμούς ασκαρδαμυκτεί). Για δες με καλά μέσα στα μάτια.

Ο ΑΛΛΟΣ (βλέπων αυτόν εις τα μάτια) - Ε΄ σε βλέπω. Τι τρέχει;

Ο ΚΥΡΙΟΣ – Πές μου, ένα πράγμα. Με ξέρεις εμένα να λέγω ψέματα ποτέ;

Ο ΑΛΛΟΣ - Όχι, βρε αδερφέ, δεν λες ψέμματα. Ποιός σου είπε πως λες ψέμματα;

Ο ΚΥΡΙΟΣ (παραιτών αυτόν) – Λέω κ’εγώ! Λοιπόν άκου τώρα, (του λέγει ψιθυριστά εις το αυτί.) Ένας έμπιστος φίλος του Σιμόπουλου, μου είπεν, ότι η Κυβέρνησις δεν στέκει καλά. Εγώ δεν επείσθην εις αυτό, αλλ’ έτρεξα και εύρηκα ένα έμπιστον φίλον του κ. Θεοτόκη και τον ηρώτησα τι τρέχει, βρε αδερφέ, πες μου. Είνε αλήθεια αυτά που διαδίδονται;

Ο ΑΛΛΟΣ (κοιττάζων το ωρολόγιόν του) -Δώδεκα παρά δύο! (Έκπληκτος.) Δώδεκα παρά δύο! Α! Φίλε μου. Δεν ειμπορώ. Σ’αφίνω. Εις τας δώδεκα ακριβώς είμαι προσκεκλημένος εις ένα γεύμα. Μου είπαν δε πως δώδεκα και ένα δεν με περιμένουν και θα μου κρεμάσουν το κουτάλι!

Ο ΚΥΡΙΟΣ (αφελώς(. - Ωχ, αδερφέ, προφθαίνεις. Πέρνεις το τραμ. Εν ανάγκη παίρνεις και ένα αμάξι. Το κάτω, Κάτω της γραφής, εγώ το πληρώνω.

Ο ΑΛΛΟΣ – Λέγε λοιπόν...

Ο ΚΥΡΙΟΣ (ψυθυριστά προς το αυτί του άλλου). - Λοιπόν, ο έμπιστος φίλος του Θεοτόκη μου λέγει ιδιαιτέρως πάντοτε, σε παρακαλώ δε, να μη κάμης χρήσιν αυτών, που θα σου είπω… Μου λέγει λοιπόν, (τον συμπαρασύρη άλλα εκατόν βήματα σιγά, σιγά,) ότι υπουργική κρίσις επίκειται. Αλλά μη ειπής σε κανέναν, βρε αδερφέ, ακούς;

Ο ΑΛΛΟΣ – Καλά ντε!, δεν τα λέγω εις κανένα.

Ο ΚΥΡΙΟΣ – Μπράβο! Μου είπε λοιπόν ο φίλος του Θεοτόκη, ότι η ρήξις επίκειται, διότι Σιμόπουλος και Θεοτόκης επιάσθησαν για καλά και θα παραιτηθούν και οι δύο.

Ο ΑΛΛΟΣ – Έτσι, έ;

Ο ΚΥΡΙΟΣ – Βέβαια, πρώτα θα παραιτηθή ο Σιμόπουλος και ύστερα ο Θεοτόκης με τους άλλους υπουργούς.

Ο ΑΛΛΟΣ – Περίεργον! (Εξάγων το ωρολόγιόν του). Μα, δεν υποφέρεσαι. Δώδεκα και είκοσιπέντε. Πάει, έχασα το γεύμα. Να όψεσαι.

Ο ΚΥΡΙΟΣ – Δεν πειράζει. Να που την εφάγαμε την Κυβέρνησιν.

Ο ΑΛΛΟΣ (εν αγανακτήσει.) - Πολύ καλά, αλλά να δούμε τι θα φάγω κ’εγώ, τώρα, που έχασα το γεύμα μου;

Ο ΚΥΡΙΟΣ (παρασύρων αυτόν πάντοτε μαζί του.) -Βρε, αθιμοταξίας τόρα, κάθησε και κρατείς. Να πάμε εδώ εις το ξενοδοχείον να φάμε μαζί, μου κάνεις το τραπέζι και έτσι, θα σου αναπτύξω τι θα γίνη κατόπιν της υπουργικής κρίσεως!

ΜΠΟΕΜ

Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

ΤΑ “ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΗΘΗ” ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΌΠΟΥΛΟΥ

 Από τα πρώτα χρόνια που άρχισε να γράφει τα -ας τα πούμε- πρώιμα διηγήματα του ο Δημ. Χατζόπουλος επιχείρησε μια άκρως αναπαραστατική καταγραφή βασικά του ρουμελιώτικου αγροτικού βίου. Οι αφηγήσεις του δεν περιορίζονταν σε μιά επιφανειακή περιγραφή, αλλά εμβάθυναν στην καθημερινότητα και, ιδιαιτέρως, στην συναισθηματική ζωή των κατοίκων της υπαίθρου. Ο Χατζόπουλος αναδείκνυε τις εσωτερικές συγκρούσεις που διατάρασσαν τον ψυχισμό του αγρότη: από τη μιά τα φυσικά ένστικτα και από την άλλη οι κυρίαρχες προλήψεις, οι δεισιδαιμονίες, η μοιρολατρία, καθώς και οι μικρές ή μεγάλες ζήλιες ή κακίες που χαρακτήριζαν την τότε κοινωνία. Αυτή η έλλειψη ιδεολογικής διάστασης υποδηλώνει μια καθαρά παρατηρητική, σχεδόν εθνογραφική, προσέγγιση της αγροτικής ζωής από τον συγγραφέα.

Μετά από τις συλλογές διηγημάτων «Αγριολούλουδα» (1894), «Ντόπιες ζωγραφιές» (1896), που εκδόθηκαν σε βιβλίο και τα "Λησμονημένα στρατιωτικά" (1895) που δημοσιεύτηκαν στον καθημερινό τύπο της εποχής,  με τη σειρά "Ιστορίες ενός ρεπόρτερ" (1896, 1897) και ακόμη περισσότερο με τα “Αθηναϊκά ήθη” (1900) ο Χατζόπουλος μεταστράφηκε προς την απεικόνιση του άστεως, τη λεγόμενη τότε αθηναιογραφία. Το ενδιαφέρον του συγγραφέα επικεντρώθηκε στην ψυχολογία των χαρακτήρων και στη ζωή των αστών και μικροαστών της Αθήνας. Η μεταλλαγή αυτή του Χατζόπουλου σηματοδότησε μια βαθύτερη εμβάθυνση στην αστική πραγματικότητα, αποκαλύπτοντας την ικανότητα του να αντλεί υλικό από την προσωπική του εμπειρία και να το μεταπλάθει σε εύγλωττη λογοτεχνική ύλη. Η επιλογή αυτή οφείλεται πιθανώς σε μια σειρά από λόγους:

α. Στην προσωπική του αποστασιοποίηση από την επιφανειακή ηθογραφία της υπαίθρου (που έγινε ακόμη πιο ριζοσπαστική με την έκδοση του περιοδικού “Διόνυσος” λίγο αργότερα)

β. Στην επιρροή ευρωπαϊκών ρευμάτων όπως ο νατουραλισμός και ο ψυχολογικός ρεαλισμός με έμφαση στο κοινωνικό περιβάλλον, τη μιζέρια, και τον ντετερμινισμό

γ. Στην επιθυμία του να αποτυπώσει τις ηθικές και υπαρξιακές συγκρούσεις της νεοσύστατης αστικής τάξης

Η επιλογή του αυτή δεν ήταν τυχαία, ήταν μια συνειδητή καλλιτεχνική κατεύθυνση. Παρά τις αντιφάσεις, τις διαρκείς αναζητήσεις, τις αρνήσεις και μεταστροφές που χαρακτήρισαν τη ζωή και το έργο του συγγραφέα η στροφή του προς την αθηναιογραφία εκφράζει μια αυθεντική καλλιτεχνική αναζήτηση και μια επιτακτική ανάγκη για την αποτύπωση του αστικού τοπίου και των ηθών του. Η επιλογή του δε να στραφεί στην Αθήνα, υποδηλώνει την αναγνώριση της μοναδικότητας και της λογοτεχνικής αξίας της πρωτεύουσας.

Γ.Χ.

°ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΜΑΣ° 31.10.1900

Τα Αθηναϊκά Ήθη

ΑΤΘΙΣ

Μετά τον Γύρον ανήλθομεν εις την δενδροστοιχίαν. Εβαδίζομεν πάντοτε εμπρός, αυτή και εγώ, οπίσω δε η μαμά και η θεία της. Ο κόσμος ήρχετο εκ της πόλεως ν’αναπνεύση, φερόμενος προς την ανοικτήν έκτασιν του Ζαππείου. Εβαδίζομεν βραδέως. Το λυκόφως επήρχετο και διά μέσου του απαλού πέπλου που διεκρίνομεν εις τους περιπατητάς πολλάς φυσιογνωμίας γνωστάς, εχαιρετούσαμεν δε η σύνοδός μου και εγώ. Η ανιαροτέρα των συνηθειών ο χαιρετισμός των περιπατητών. Κλίσεις κεφαλών, μειδιάματα, απ’ εκείνα τα οποία τόσον παραστατικά εζωγράφισε εις εν διηγημά του ο Σούδερμαν, ενίοτε δε και χειραψίαι προς ιδρωμένας χείρας. Η σύνοδός μου ήτο ωραία νεάνις, έφερε μαύρην τουαλέτταν καίτοι δεν είχε πένθος, αψηφούσε την μόδαν, ήτις δια τας δεσποινίδας καταδικάζει τους μαύρους χρωματισμούς άνευ πολλών διατυπώσεων και με τόσην σκληρότητα, όσην καταδικάζει το Στρατοδικείον στρατιώτην απολέσαντα το κομβίον της χλαίνης του. Η εξαιρετική αυτή κλίσις της νεάνιδος προς τον μαύρον χρωματισμόν του ενδύματος δια τους πολλούς ήτο ανεξήγητος, δια τους ευνοούντας την φιλαρέσκειαν της γυναικός είχε τον λόγον, όν λόγον είχε και ο Καλβίνος φέρων παντοτε μαύρον ένδυμα δια να εξαίρη διά της αντιθέσεως τας λευκάς γραμμάς του προσώπου του. Και η επιδερμίς της νεάνιδος ήτο τόσον λευκή. Έβαινε με σεμνόν ύφος, ανασύρουσα ίσως υπέρ το δέον τον ποδόγυρον της δια να δεικνύη κατά την αιωνίαν μέθοδον των φιλαρέσκων γυναικών την κνήμην της, φιλαρέσκειαν, την οποίαν ανήγαγεν εις όρον απαράβατον η Αικατερίνη των Μεδίκων, - διότι η ωραία γυνή, όταν έχη ωραίαν κνήμην δεν οφείλει να την κρύπτη από τα όμματα του κόσμου, αφού το ωραίον δεν είναι κτήμα του ατόμου, αλλά παντός έχοντος οφθαλμούς. Επί της μορφής της εδεικνύετο ουρανία γαλήνη, όλαι αι λεπταί γραμμαί του προσώπου της απέπνεον αβρότητα, παρθενικήν ηδύτητα. Ο Ρουσσώ δεν θα εύρισκεν ωραιότερον τύπον δια να πλάση την Ελοϊζαν του, η Μαντάμ δε Στάελ την ιδεώδη Κορίνναν της, ο Λαματρίνος την εξιδανικευθείσαν Ελβίραν του, ο Γκαίτε την Μαργαρίταν του, ο Μωπασσάν την Ιωάνναν του, ο Σιένγκιεβιτς την Αγγελικήν του. Ενώ εχαιρέτησα μία μικράν ασχημομουρίτσαν η ωραία κόρη μου είπεν αίφνης:

- Την γνωρίζεις αυτήν;

- Ναι.

Και χωρίς να αναμείνη την απάντησίν μου:

- Πως δεν ειμπορώ να βλέπω άσχημες γυναίκες!

Ετόλμησα να παρατηρήσω, ότι εάν δεν υπήρχον τα άσχημα πρόσωπα δεν θα είχομεν την ευτυχή αντίθεσιν των ωραίων προσώπων.

Ανύψωσε τους ώμους.

Ηθέλησα να προχωρήσω ακόμη δια τας ασχήμους γυναίκας και της ανεπόλησα τον γυναικοζωγράφον Ολιβιέ του Μωπασσάν, ο οποίος όταν ήθέλησε να ζωγραφίση την Ονειροπόλον του εδίσταζε τόσον εάν έπρεπε να την κάμη ωραίαν ή άσχημον. Ωραία θα κατέθελγε περισσότερον, θα εσκόρπιζε περισσότερον θέλγητρον, θα ήρεσε καλλίτερον εις τους πολλούς, ενώ άσχημος θα είχε χαρακτήρα, θα εξήγειρε περισσότερον την σκέψιν, θα συνεκίνει πλειότερον, θα είχε βαθυτέραν φιλοσοφίαν.

Εγέλασε και δεικνύουσα τους μαργαρίτας, ους έκρυβε εις τα χείλη, είπε:

- Μα επί τέλους ειμπορεί να συγκινούν τους καλλιτέχνας αι άσχημαι, προς Θεού όμως να μη έχουν και αξιώσεις φιλαρεσκείας!

- Και έχει αξιώσεις αυτή η μικρά;

- Ου! Σαν δαιμονισμένη κάνει εις τα σαλόνια, σας βεβαιώ.

Έπειτα ενώ εχαιρέτα μίαν υψηλήν θελκτικήν νεάνιδα με τον προσηνέστερον τρόπον, έλεγε:

- Αυτή πάλιν τι σου λέγει; Δεν έχει αφήση νέον, που να μη έκαμε κόρτε μαζί του.

Ζωηρόν χρώμα έβαφε τας παρειάς της, εβάδιζε τόρα ελαφρότερον, πνοή βαθείας αγαλλιάσεως κατήρχετο επί του αιγλήεντος προσώπου της. Είχεν υποστεί αιφνιδίαν μεταμόρφωσιν. Ησθανόμην, ότι ο ιδανικός της αβρότητος τύπος, όν ενόμισα προς στιγμήν, ότι διέβλεπον εις αυτήν, διελύετο ως ελαφρόν νεφίδιον και η κοινωνική αύρα πνεύσασα απεκάλυπτε προ των ομμάτων το πραγματικόν βάθος της ψυχής της ενοικούσης εντός των θελκτικών μεσοφορίων, εντός διεγερτικού ποδογύρου. Το είδωλον της Κορίννας μετεβάλλετο εις κακολόγον επαρχιώτην μεσήλικον, η ποιητική Ελβίρα των ρωμαντικών στίχων των “Ποιητικών Αρμονιών” εγίνετο η Κυρά-Κώσταινα του κήπου των Μουσών, η ποιητική Ελοϊζα η καμωμένη από καρδίαν και αισθήματα μόνον, εξελίσσετο εις την πλύστραν της συνοικίας φέρουσαν τα άπλυτα των πελατών της από την σκάφην της εις τον δρόμον.

Και ο Καλβίνος εφόρει μαύρον πάντοτε ένδυμα δια να αναδεικνύη προ των οφθαλμών των μαθητών του επιβλητικωτέραν την μορφήν του, είχεν εν ωραίον ιδεώδες αγωνιζόμενος υπέρ της θρησκευτικής μεταρρυθμίσεως του κόσμου, αλλ΄η ψυχή του ησθάνετο την μεγαλειτέραν χαράν εν τω ερημητηρίω του της Γενεύης, όταν εμάνθανε τας σφαγάς των οπαδών του. Δια των σφαγών και της καταδιώξεως θ’ ανυψούτο το δόγμα του. Δια των μαρτυρίων και των διωγμών μήπως δεν ιδρύθη ο χριστιανισμός; Δια των διωγμών κατά των ομοφύλων των ζητούν ν’ ανέλθουν εις την συνείδησιν των άλλων και αι γυναίκες σήμερον. Η παρέλασις των γνωστών και αγνώστων μας την ενεψύχωνε πάντοτε εις ένα προπετές και ανερυθρίαστον κατηγορητήριον.

- Την ξέρεις την ***άδου! Μάνα και κόρες του δρόμου.

Πάσα διαμαρτυρία ήτο περιττή. “Αι ***ίδου ήσαν διεφθαρμέναι μέχρι μυελού οστέων, αι ***πούλου χθες ακόμη έκαμαν νέον σκάνδαλον. Η ***άκη. Ας την αυτήν. Τόρα τα τουαλέττας της της τας κάμνει ο τάδε χρηματιστής. Η ***ίδου, άλλο τσανάκι αυτή. Κάθε ημέρα πηγαίνει εις το σπίτι του τάδε. Άλλοτε επήγαινεν εις άλλον. Η ωραία ***πούλου τόρα. Τι, δεν ήξευρα τα προχθεσινά; Που έζων λοιπόν; Το σκάνδαλον της αμάξης, την οποίαν εσταμάτησεν ο αστυφύλαξ. Να και αυτό το μικροκαμωμένο, ο μικρομέγας αυτός ποδόγυρος. Προκλητικώτατον. Δέτε την ***άλλη. Αυτός που τη συνοδεύει και με τον οποίον χαριεντίζεται δεν έχει καμμίαν συγγένειαν. Τι θράσος αυτή η ***” ετόλμησεν ακόμη να είπη δια μίαν νεανίδα, θεωρουμένην ως προσωποποίησιν της ηθικής και της αξιοπρεπείας.

- Αλλ’ αυτή; διέκοψα.

- Τι αυτή δεν τα ξέρετε της Κηφισσιάς;

Εχει βοήξη ο κόσμος. Μόνον σεις δεν τα ξέρετε...

Και διηγήθη νέας ιστορίας, όσον νέα πρόσωπα αντιπαρήρχοντο με ύφος πολύ ζωηρόν. Έπειτα καθώς επηγαίναμεν εις του Γιαννάκη (*) δια το βραδυνόν παγωτόν, εστέναζε ελαφρώς και είπε:

- Πως θα ήθελα να έγραφα! Σεις δεν ξέρετε όλοι σας να γράψετε. Διαβάζω τόσα πράγματα, κανέν αληθές, κανέν κοινωνικόν γράψιμον τίποτε δεν είνε βγαλμένο από την αληθή αθηναϊκήν ζωήν. Γράφετε δια τας Αθήνας ωσεί να έχετε προ των οφθαλμών σας πέπλον. Ήθελα να έγραφα σαν τον Πρεβό, Διαβάζετε Πεβό; Πόσας Μωδ, πόσας Ζακελίνας, πόσους τύπους Μαγδαληνής, Δόρας, Μάρθας, Ιουλιέττας θ’ ανεύρισκα εις την Κηφισσιάν, εις το Φάληρον, εις τς Αθήνας, εις τον Πειραιά. Θα έγραφα ωραία, πολύ ωραία πράγματα. Τι λέτε, μου είπε προσηλούσα την σασαμαίν της επί των αγγελικών οφθαλμών της και βλέπουσα αναιδώς εις τα πέριξ τραπεζάκια:

- Λέγω, ότι θα είχατε ωραίαν γ λ ώ σ σ α ν, της είπα προσφέρων εν κάθισμα.

Μποέμ

_______

* Στη γωνία των οδών Κριεζιώτου και Πανεπιστημίου που λόγω στενότητος οι αθηναίοι ονόμαζαν “τα Δαρδανέλια” υπήρχαν τότε δύο ονομαστά ζαχαροπλαστεία, το ένα απέναντι από το άλλο, το ”Ντορέ” και του “Γιαννάκη”.

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΗΡΑΙΟ

 Μου ήρθε στο μυαλό μιά ιστορία που διαδραματίστηκε δεκαετίες πριν, όταν ήμασταν νέοι, στις πρώτες μας εμπειρίες, γεμάτοι ενθουσιασμό και εμπιστοσύνη στο μέλλον. Μόλις είχα τελειώσει το λύκειο, είχα μπει σε κάποιο ΤΕΙ στη Θεσσαλονίκη και ακόμη δεν είχα αποφασίσει να ξενιτευτώ εις αλλοδαπήν. Βλεπόμουνα κάθε μέρα με την φλόγα μου εκείνης της εποχής, τη Μάρθα, και βέβαια έκανα παρέα με τον αγαπημένο μου ξάδερφο, τον Κώστα.

Κάποια μέρα του Ιουλίου αποφασίσαμε να κάνουμε μια πολυήμερη εκδρομή, μία από τις πρώτες με το νέο αυτοκίνητο που είχε αγοράσει ο πατέρας του Κώστα, ένα Mazda 1600 GT. Για να μην το παρακάνουμε με μακρινές αποστάσεις διαλέξαμε ένα σχεδόν άγνωστο μέρος κοντά στην Αττική, το Ηραίο. Είχα αγοράσει μιά πολυτελή σκηνή θεωρητικά για τέσσερα άτομα, που διπλωμένη χώραγε σε ένα μίνι σακβουαγιάζ και ήμουνα περήφανος για την επιλογή μου.

Όπως γινόταν πολύ συχνά εκείνη την περίοδο η επίσημη αρραβωνιάρα του Κωστάκη έκανε νερά, πότε έλεγε ότι θαρθεί, πότε δεν μπορούσε, πότε η μητέρα της είχε κάτι, τελικά προκειμένου νάναι μόνος του σκέφτηκε ν’ αποτανθεί σε μία κοπέλα που κάναμε παρέα εκείνη την εποχή, μιά φίλη της αρραβωνιάρας του που για πλάκα την λέγαμε “δεσποινίδα Παπαπαπά”. Η δεσποινίς Παπαπαπά, της οποίας το πραγματικό όνομα δυστυχώς μου διαφεύγει, ήταν μιά συμπαθής και όμορφη κοπέλα που είχε αδυναμία στον Κώστα αλλά δεν τολμούσε να εκδηλωθεί για μην τα τσουγκρίσει με τη φίλη της. Είχε κάποιες παραξενιές που μπορεί να οφείλονταν σε κάποια δύσκολη οικογενειακή κατάσταση, π.χ. στην τσάντα της είχε πάντα μαζί σαμπουάν και αφρόλουτρο και πολύ συχνά σε φιλικά σπίτια ζητούσε αν “μπορεί να ξεβγάλει μιά στιγμή τα μαλλιά της” ή “να κάνει ένα ντους στο τσάκα τσάκα”, άλλες φορές πάλι αν μύριζε φαΐ χωνόταν στην κουζίνα και δεν έβγαινε χωρίς να έχει τσιμπήσει κάτι απ’ότι εύρισκε έτοιμο. Εμείς το διασκεδάζαμε γιατί έδειχνε ένα βαθμό οικειότητας και εμπιστοσύνης. Η μητέρα μου στην αρχή δεν την συμπαθούσε, την έλεγε “καβλοράπανο”, αργότερα, όταν είδε ότι η κοπέλα ήταν νοικοκυρά και ήξερε να μαγειρεύει, άλλαξε γνώμη. Τέλος πάντων ένα Σάββατο μεσημέρι η δεσποινίς Παπαπαπά εμφανίστηκε με ένα σακίδιο και αφού πήγαμε να πάρουμε τη Μάρθα ξεκινήσαμε όλοι μαζί για το Ηραίο.

Με τα λεφτά που μου είχε εμπιστευτεί ο πατέρας μου για ν’αγοράσω τη Missa Solemnis του Beethoven σε δίσκο της Deutsche Grammophon -μυαλό και αυτός- εγώ πήρα ένα άλμπουμ των Fleetwood Mac της πρώτης περιόδου και όλο το απόγευμα ακούγαμε αυτή τη μουσική.

Στη διάρκεια της διαδρομής ο Κώστας είχε όλο μυστικά, νάζια και γελάκια με την κοπέλα, αλλά προς μεγάλη μας έκπληξη δεσποινίς Παπαπαπά γύρισε προς εμάς που καθόμασταν πίσω και σοβαρά σοβαρά δήλωσε ότι όσο ο Κωστάκης ήταν έστω και τυπικά δεσμευμένος με τη φίλη της δεν επρόκειτο να έχει πίτσι πίτσι ούτε φίκι φίκι μαζί της. Μετά από πολλά φτάσαμε σε ένα μέρος κοντά στο ναό, σε ένα ίσιωμα που μας φάνηκε ¨στρατηγικό” και τελικά καταφέραμε -δηλαδή εγώ- να στήσουμε τσάτρα πάτρα τη σκηνή.

Δεν γνωρίζω πως είναι τα πράγματα σήμερα, εκείνη την εποχή η πρόσβαση στην παραλία ήταν ελεύθερη και το μπάνιο γινόταν σε μικρή απόσταση από τον αρχαιολογικό χώρο, οπότε ριχτήκαμε στη θάλασσα για ένα ανακουφιστικό μπάνιο. Εγώ και η δεσποινίς Παπαπαπά απομακρυνθήκαμε αρκετά από την ακτή, χωρίς να το καταλάβουμε ένα ρεύμα μας οδηγούσε προς το ακρωτήρι εκεί κοντά, προσπαθήσαμε να γυρίσουμε προς τα ρηχά αλλά το ρεύμα μας απομάκρυνε ακόμη πιο πολύ. Παλέψαμε ουκ ολίγον για να καταφέρουμε να επιστρέψουμε στην ακτή.

Το βράσυ πήγαμε για φαϊ σε μια ταβέρνα στα πέριξ, ο ταβερνιάρης ήταν ένας περίεργος τύπος που κακομεταχειριζόταν τους πελάτες, τους έβριζε, τους λοιδορούσε αλλά κανείς δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά. Τα φαγητά, ως επί το πλείστον κρεατικά της ώρας τα σέρβιρε σε μιά λαδόκολλα χωρίς πιάτο, που πέταγε αεροπλανικά από αρκετά επικίνδυνη απόσταση στο τραπέζι συνοδεύοντας με μιά σειρά από ακατονόμαστες βρισιές. Φάγαμε και ήπιαμε το σκασμό, στο γυρισμό χάσαμε τον προσανατολισμό και δεν βρίσκαμε το μέρος που είχαμε στήσει τη σκηνή. Όταν επί τέλους φτάσαμε και ανοίξαμε τη σκηνή συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν φύσει αδύνατον να μπορέσουμε να κοιμηθούμε τέσσερα άτομα εκεί μέσα. Έκανε αφόρητη ζέστη, αποφασίσαμε να κοιμηθούμε μπροστά στην πρόσοψη της σκηνής. Όταν μετά από πολλά καταφέραμε να ξαπλωθούμε αποκοιμηθήκαμε σχεδόν αμέσως, θες η κούραση, θες το που ήπιαμε μερικά κιλά κρασί, τέλος πάντων στον καταυλισμό έπεσε ησυχία. Μες στον ύπνο μου κάτι μ’ενοχλούσε, πότε πίστευα ότι ήταν η Μάρθα που ήταν ιδιότροπη και παραπονιόταν για τις πέτρες κάτω από το στρωσίδι, πότε πίστευα ότι ήταν ο Κώστας που προσπαθούσε να με γαργαλήσει από μακριά με ένα καλάμι που είχε κόψει το απόγευμα. Στην αρχή δεν έδωσα μεγάλη σημασία, δεν είχα καμία όρεξη να ξυπνήσω για τα καλά. Η ιστορία όμως δεν έλεγε να τελειώσει, πότε κάτι σαν ελαφροπόδαρο έτρεχε στην πλάτη μου, πότε άκουγα κάτι τσικ τσικ να προέρχονται από τη σκηνή εκεί δίπλα, πότε μου φαινόταν ότι άκουγα κάτι να τρέχει με θροΐσματα κοντά μου. Επειδή ήμουν συνηθισμένος στα αστεία του Κώστα μεσ’στον ύπνο μουρμούριζα “Κώστα κόφτο” και σαν απάντηση άκουγα πνιχτά γέλια. Κάποια στιγμή άπλωσα τα μπράτσα μου σε μιά προσπάθεια να τεντωθώ καλύτερα και αποκόμισα την εντύπωση ότι είχα ακουμπήσει κάτι το… μαλλιαρό! Τινάχτηκα επάνω και άρχισα να φωνάζω, ανάψαμε τους φακούς αλλά δεν βρήκαμε κάτι το επιλήψιμο. Πέρασα το υπόλοιπο της νύχτας με το ένα μάτι ανοιχτό, οι άλλοι με κορόιδευαν.

Το άλλο πρωί διηγηθήκαμε την περιπέτειά μας στους θαμώνες ενός καφενέ στην Περαχώρα, ένα χωριό εκεί κοντά, και μας πήραν στο ψιλό.

- Μα που πήγατε, το μέρος είναι γεμάτο φίδια και ποντίκια.

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025

“ΤΟ ΒΡΑΧΙΟΛΙ” ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Εφημερίδα “Σκριπ” 19.12.1896

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

ΤΟ ΒΡΑΧΙΟΛΙ

(Από τις “Ιστορίες ενός ρεπόρτερ”

Βρέχει μουντά, μουρμουριστά έξω. Τα ριντώ είνε κατεβασμένα, απλωμένα ως κάτω, κι ο θόρυβος της βροχής που χτυπά τα τζάμια ακούεται μέσα στο δωμάτιο ασθενής, κουραστικός, εκνευρισμένος. Τα κηριά φωτίζουν θαμπά, και το δωμάτιο είνε γεμάτο σκιές παρά φως. Η χειμωνιάτικη εκείνη θλίψη που μπαίνει μέσα στα σπίτια, τα χωρίς οικογενειακή χαρά, η χειμωνιάτικη θλίψη που την βρίσκει κανείς περισσότερη από κάθε αλλού σε μερικά σπίτια όλως διόλου ιδιαιτέρως, βαρύνει ολόκληρη την κάμαρα. Όλα τ’ αντικείμενα εκεί μέσα φαίνονται ποτισμένα από μιά υγρή μελαγχολία, από μιά νοτερή θλίψη, θάλεγε κανείς που αναδίδεται από τους τοίχους, από τις δυο μεγάλες κινέζικες βεντάγιες τις καρφωμένες βιζαβί τη μιά της άλλης, από τα κινέζικα τραπεζάκια, από τις πολτρόνες, από τις καρέκλες, από το κλειστό πιάνο, από τα σκορπισμένα μουσικά τετράδια από το κομψό ταμπουρέ, από τα βαζάκια, από τις ζωγραφιές, από τις εικονίτσες, από το κάθε λογής μπιμπελό, από το κάθε κόσμημα, από το κάθε σκεύος, και τον τριγυρίζει, και του περνά τους πόρους των ενδυμάτων του, τους πόρους του σώματός του, και του ποτίζει το αίμα, τα σπλάχνα του. Είνε ξαπλωμένος σ’ένα κοκκινόμαυρο ραβδωτό διβανάκι, με τα χέρια στις τσέπες, με τόνα πόδι απάνω στ’ άλλο, με τον κορμό γυρισμένο προς τα πίσω, με το κεφάλι ακουμπισμένο λίγο δεξιά σ’ ένα μεταξωτό προσκεφαλάκι, και καπνίζει ασυνείδητα, χωρίς κέφι ένα πούρο. Δεν έχει βγάλει το παρντεσσού του και μαζεμμένος εκεί στο διβανάκι, ποτισμένος ολόκληρος από την υγρή εκείνη μελαγχολία της βραδειάς, την ακούει, να του μιλά…

Ψηλή, αμαζών τέλεια, με τα ξανθά μαλλιά της χτενισμένα προς τ’ απάνω πίσω, ριγμένα σγουρά μπροστά στους κροτάφους, με το ωχρό πρόσωπο μόλις πουδραρισμένο, με τα μικρά χείλη, τα σουφρωμένα αιώνια, σαν χοντζες που δεν τον είδε ποτέ ο ήλιος, βαμμένα ανάλαφρα, ελκυστικά, χτυπώντας ίσια τις αισθήσεις και φέρνοντας ένα ρίγος ελαφρό στις φλέβες, του μισοκλείνει τα μάτια και ακουμπισμένη στο κάθισμά της, στηρίζονατς τον δεξιό της αγκώνα απάνω στο τραπέζι, πούνε εκεί κοντά της, φλυαρεί.

Έχει κέφια απόψε και λέει, λέει ακούραστη με τη συνειθισμένη της αφροντισία, και μέσα στα λόγια της αυτά, που εξαιρετικώς του τα εμπιστεύεται έτσι από ένα παράξενο γυναικείο καπρίτσιο, ζωγραφίζεται όλη η ματαιοδοξία της γυναίκας, όλη η απληστία της, η απονιά της, η απόλαυσή της, η ειρωνεία της, το συμφέρον, το τρομερό εκείνο συμφέρον των γυναικών του είδους της, που προξενεί τη φρίκη και την αηδία.

Μπροστά της εκεί, απάνω στο τραπέζι είνε ανοιχτό ένα μικρό τετράγωνο με ατλαζωτό ροζ ύφασμα σκεπασμένο κουτάκι. Και με το αριστερό της χέρι βγάζει από κεί μέσα με νωχελικά κινήματα ένα, ένα τα μπιζού της και του τα δείχνει με κάποια υπερηφάνεια, με κάποια άγρια χαρά ψιθυρίζοντας με σαρκαστικό πάντα γέλοιο:

- Αυτά τα σκουλαρίκια είνε δώρο ενός γέρο ραμμολή. Μ’ άφησε χρόνους τόρα… Τον γνώρισα στην Οντέσσα...

- Αυτή τη διαμαντένια εδώ καρφίτσα μου τη χάρισε ένας τραπεζίτης που γνώρισα στην Αλεξάνδρεια...

Και το λευκό, το κάτασπρο χέρι, το μακρουλό, το αφροπλασμένο με λεπτά μακρυά δάχτυλα και τριανταφυλλένια νύχια βγάζει πάντα ένα, ένα από το κουτί τα κοσμήματα, τα σηκώνει λίγο προς το φως των κηριών, τα γυρίζει τόρα απ’αυτό, ύστερα απ’ εκείνο το μέρος, τα κάνει να λαμποκοπούν στο φως, και έπειτα τ’αδειάζει απάνω στο τραπέζι τόνα κοντά στο άλλο με την αιώνια εκείνη σαρκαστική της έκφραση.

Εκείνος την έβλεπε, την άκουε με κάποιο αίσθημα αηδίας, αλλά με κάποια περιέργεια μαζί. Έξαφνα το χέρι έβγαλε έξω από το κουτί ένα βραχιόλι, ένα βραχιόλι μεγάλης αξίας, ένα βραχιόλι πολύτιμο, σκαλισμένο με τέχνη, φορτωμένο με πέτρες. Όταν το σήκωσε προς το φως, την είδε τότε να κοιτάζη αυτό το κόσμημα αυτή τη φορά βουβή, κάπως πικραμένη ξαφνικά. Και τα μάτια της έχασαν όλη τη σαρκαστική της ειρωνία, και τα χείλη εκείνα τα σουφρωμένα, τα κοκκινοβαμμένα σφίχτηκαν πιό πολύ σαν από πόνο ξαφνικής θλιβερής σκέψεως. Το κρατούσε ακόμα μέσα στα δάχτυλά της εκεί μπροστά στο φως, και ψιθύρισε σβυσμένα:

- Αυτό είνε το πρώτο, και το σκληρότερο δώρο της ζωής μου, είπε με λυπημένο τόννο.

- Ά! Κάποια ξεχωριστή, κάποια τρυφερή ενθύμηση, είπε εκείνος με μιά χαιρεκάκεια, που δεν κρυβόταν.

- Τίποτε απ’ όλα αυτά. Μονάχα μου φέρνει μιά πικρή ενθύμηση, μουρμούρισε, κοιτάζοντας το κόσμημα σαν αφηρημένη.

- Έτσι, λοιπόν, υπήρξες ποτέ και συ ερωτευμένη, είπε εκείνος θριαμβευτικώς.

-Ερωτευμένη όχι, αλλά το βραχιόλι αυτό μου ενθυμίζει μιά πολύ θλιβερή ιστορία που έπαιξα ρόλο φονιά, είπε τόρα εκείνη με ξερή φωνή, και το πρόσωπό της έγινε πιό χλωμό, πραγματικώς από ψυχική δόνηση χλωμό αυτή τη φορά.

Μιά ανατριχίλα περόνιασε το κορμί του και την έβλεπε μ’ανοιχτά φοβισμένα μάτια.

- Θα σου τα πω όλα, ξακολούθησε εκείνη. Είνε μιά ιστορία, παιδική, μιά πολύ θλιβερή, η μόνη αληθινά τόσο θλιβερή ιστορία της ζωής μου… Και την άκουσε για πρώτη φορά της ν’αναστενάζη με πόνο.

- Είμουνα, θυμούμαι, δεκάξη ετών. Είμουνα κόρη, είμουνα όμορφη, είχα την οικογένειά μου, τον πατέρα μου και τη μάννα μου. Η οικογένειά μας, λαϊκή οικογένεια, έβγαζε έντιμα το ψωμί της. Ο πατέρα είταν διανομεύς στο ταχυδρομείο, η μητέρα μου μοδίστρα ασπρόρουχων, εγώ τρελλοκόριτσο. Είχα μιά φίλη τότε της ηλικίας μου, κόρη ενος υπαλλήλου. Οικονομικώς η οικογένειά της είταν σε καλύτερη θέση από μας και μ’ όλη την αγάπη που της είχα την ζήλευα πολύ γιατί μπορούσε να κάνη καινούργιες τουαλέττες συχνά. Και οι δυό μας είμαστε τρελλές για τις μόδες, προ παντός για τα κοσμήματα. Θυμούμαι πως μας συνώδευε πάντα βράδυ, βράδυ στον περίπατο στα εμπορικά και τις δυό ο αδερφός της ένα ψηλό, αδύνατο, καχεκτικό παιδί δέκα εννιά χρόνων. Πηγαίναμε πάντα στα χρυσοχοεία και στεκόμαστε εμπρός στις βιτρίνες και θαυμάζαμε αφηρημένες και οι δυό τα κοσμήματα, ενώ ο καβαλλιέρος μας γυρισμένος πάντα προς το πλάϊ μου κρυφαναστέναζε. Μ’ είχε ερωτευθή τρελλά, μ’ ένα έρωτα παιδιάστικο, αλλά φλογερό, έξω φρενών. Και μ’ έκανε να γελώ πάντα, το μυξιάρικο… Ένα από τα πολλά κοσμήματα που βλέπαμε στις βιτρίνες εγώ και η αδερφή του, είταν κι αυτό το βραχιόλι εδώ, που βλέπεις τόρα. Σε μιά βδομάδα είχαμε ερωτευθή και οι δυό αυτό το βραχιόλι. Οι μέρες, οι μήνες περνούσαν ύστερα και μεις κάθε βράδυ στεκόμαστε εκεί στο τροττσάρ και λιγουδεύαμε το βραχιόλι. Μας είχε γίνει πάθος αυτό το θέαμα. Και οι δυό μας ωνειροπολούσαμε η κάθε μιά χωριστά, πως να το αποκτήσουμε. Εγώ όσο σκεπτόμουνα πως είταν αδύνατο να γίνη δικό μου αυτό το βραχιόλι, έλυωνα από ζήλεια, από μανία. Όταν ένα απόγευμα που πήγα στο σπίτι της φίλης μου, να τη συγχαρώ για τη γιορτή της που εώρταζε, βλέπω άξαφνα το βραχιόλι εκείνο στο χέρι της.

- Τι χαρά, μου λέει. Ο θείος μου μου το αγόρασε το βραχιόλι...

Ένιωσα σα να μου έκοβαν μέσα μου τ’αντερά μου, σχεδόν θα λιποθυμούσα. Δεν είπα τίποτε, κρατήθηκα, και κάθησα σε μιά καρέκλα όλο το απόγευμα καταλυπημένη. Ήρθε ο αδερφός της προς το βράδυ. Κάθησε κοντά μου και όλο κρυφά αναστέναζε. Άξαφνα σηκόνομαι, χαιρετώ τη φίλη μου, τους δικούς της, και παρακαλώ το παιδί τους να με συνοδεύση εις το σπίτι μου. Πήγε να τρελλαθή από τη χαρά του. Μέναμε μόνοι μας τόσο σπάνια, ώστε είχε δίκιο να είταν τόσο χαρούμενο. Στο δρόμο γυρίζω και του λέω έξαφνα, πιάνοντας το χέρι του:

- Μ’ αγαπάς;

Εκείνο θέλησε να μου σφίξη το χέρι, και ψιθύρισε ξαφνιασμένο:

- ‘Ω, αν σ’αγαπώ, πεθαίνω για σένα!...

- Τότε θέλω να μου κάμης μιά χάρη…

- Ό,τι θέλεις.

- Μα θα μου την κάμης…

- Λέγε, διάταξε, τη ζωή μου δίνω για σένα, αρκεί να μ’ ευσπλαχνισθής.

- Θα είμαι δική σου, του είπα, όταν μ’αποχαιρετούσε τρέμοντας σχεδόν, στην πόρτα μου, αν κλέψης το βραχιόλι της αδερφής σου που της χάρισε ο θειός σας σήμερα…

Και έφυγα κλείνοντας την πόρτα.

Την άλλη μέρα το βράδυ καθόμουνα μόνη μου στο σπίτι – η μητέρα μου έλειπε κάπου – και είμουνα καταλυπημένη πάντα, ακούω βήματα βιαστικά στη σκάλα και βλέπω τον αδερφό της φίλης μου να μπαίνη μέσα στην κάμαρα κατακίτρινος σαν το φλωρί, λαχανιάζοντας, τρέμοντας, και να μου πετά στην ποδιά μου το βραχιόλι.

- Να!… πάρτο!… δικό σου είναι, αλλά τόρα κι εγώ είμαι δικός σου… Μάθε όμως πως σκότωσα … την αδερφή μου!...

- Τι; του είπα χωρίς να καταλάβω τι έλεγε.

- Ναι! … την σκότωσα! … Με κατάλαβε πως το πήρα κ’ έτρεξε να μου το πάρη… Την έσπρωξα… με κυνήγησε φωνάζοντας “θέλει να το πουλήση! θέλη να το πουλήση!”. Από κάμαρα σε κάμαρα φθάσαμε με το κυνήγι στην κουζίνα… εκεί μ’έπιασε από το λαιμό… δε ξέρω τότε τι έκανα… ένα μαχαίρι είταν απάνω στο τραπέζι… το πήρα… τόχωσα στα στήθη της κ’ έφυγα… Τόρα το βραχιόλι είνε δικό σου… κι εγώ είμαι δικός σου…

Και εκείνη σιώπησε. Ένας λυγμός ακούστηκε και έκρυψε το κεφάλι της μέσα στα χέρια της. Έξω η βροχή έπεφτε μουρμουριστά, μελαγχολικά πάντα…

Κ’ εκείνος βουβός, με τα μάτια γεμάτα από φρίκη, πήρε το καπέλλο του, κι αγάλια’ αγάλια, πατώντας στα νύχια, βαδίζοντας με την πλάτη προς την πόρτα, βγήκε και κατέβηκε τις σκάλες γλήγωρα, γλήγωρα με πηδήματα παράφρονος…

Μποέμ