Μου ήρθε στο μυαλό μιά ιστορία που διαδραματίστηκε δεκαετίες πριν, όταν ήμασταν νέοι, στις πρώτες μας εμπειρίες, γεμάτοι ενθουσιασμό και εμπιστοσύνη στο μέλλον. Μόλις είχα τελειώσει το λύκειο, είχα μπει σε κάποιο ΤΕΙ στη Θεσσαλονίκη και ακόμη δεν είχα αποφασίσει να ξενιτευτώ εις αλλοδαπήν. Βλεπόμουνα κάθε μέρα με την φλόγα μου εκείνης της εποχής, τη Μάρθα, και βέβαια έκανα παρέα με τον αγαπημένο μου ξάδερφο, τον Κώστα.
Κάποια μέρα του Ιουλίου αποφασίσαμε να κάνουμε μια πολυήμερη εκδρομή, μία από τις πρώτες με το νέο αυτοκίνητο που είχε αγοράσει ο πατέρας του Κώστα, ένα Mazda 1600 GT. Για να μην το παρακάνουμε με μακρινές αποστάσεις διαλέξαμε ένα σχεδόν άγνωστο μέρος κοντά στην Αττική, το Ηραίο. Είχα αγοράσει μιά πολυτελή σκηνή θεωρητικά για τέσσερα άτομα, που διπλωμένη χώραγε σε ένα μίνι σακβουαγιάζ και ήμουνα περήφανος για την επιλογή μου.
Όπως γινόταν πολύ συχνά εκείνη την περίοδο η επίσημη αρραβωνιάρα του Κωστάκη έκανε νερά, πότε έλεγε ότι θαρθεί, πότε δεν μπορούσε, πότε η μητέρα της είχε κάτι, τελικά προκειμένου νάναι μόνος του σκέφτηκε ν’ αποτανθεί σε μία κοπέλα που κάναμε παρέα εκείνη την εποχή, μιά φίλη της αρραβωνιάρας του που για πλάκα την λέγαμε “δεσποινίδα Παπαπαπά”. Η δεσποινίς Παπαπαπά, της οποίας το πραγματικό όνομα δυστυχώς μου διαφεύγει, ήταν μιά συμπαθής και όμορφη κοπέλα που είχε αδυναμία στον Κώστα αλλά δεν τολμούσε να εκδηλωθεί για μην τα τσουγκρίσει με τη φίλη της. Είχε κάποιες παραξενιές που μπορεί να οφείλονταν σε κάποια δύσκολη οικογενειακή κατάσταση, π.χ. στην τσάντα της είχε πάντα μαζί σαμπουάν και αφρόλουτρο και πολύ συχνά σε φιλικά σπίτια ζητούσε αν “μπορεί να ξεβγάλει μιά στιγμή τα μαλλιά της” ή “να κάνει ένα ντους στο τσάκα τσάκα”, άλλες φορές πάλι αν μύριζε φαΐ χωνόταν στην κουζίνα και δεν έβγαινε χωρίς να έχει τσιμπήσει κάτι απ’ότι εύρισκε έτοιμο. Εμείς το διασκεδάζαμε γιατί έδειχνε ένα βαθμό οικειότητας και εμπιστοσύνης. Η μητέρα μου στην αρχή δεν την συμπαθούσε, την έλεγε “καβλοράπανο”, αργότερα, όταν είδε ότι η κοπέλα ήταν νοικοκυρά και ήξερε να μαγειρεύει, άλλαξε γνώμη. Τέλος πάντων ένα Σάββατο μεσημέρι η δεσποινίς Παπαπαπά εμφανίστηκε με ένα σακίδιο και αφού πήγαμε να πάρουμε τη Μάρθα ξεκινήσαμε όλοι μαζί για το Ηραίο.
Με τα λεφτά που μου είχε εμπιστευτεί ο πατέρας μου για ν’αγοράσω τη Missa Solemnis του Beethoven σε δίσκο της Deutsche Grammophon -μυαλό και αυτός- εγώ πήρα ένα άλμπουμ των Fleetwood Mac της πρώτης περιόδου και όλο το απόγευμα ακούγαμε αυτή τη μουσική.
Στη διάρκεια της διαδρομής ο Κώστας είχε όλο μυστικά, νάζια και γελάκια με την κοπέλα, αλλά προς μεγάλη μας έκπληξη δεσποινίς Παπαπαπά γύρισε προς εμάς που καθόμασταν πίσω και σοβαρά σοβαρά δήλωσε ότι όσο ο Κωστάκης ήταν έστω και τυπικά δεσμευμένος με τη φίλη της δεν επρόκειτο να έχει πίτσι πίτσι ούτε φίκι φίκι μαζί της. Μετά από πολλά φτάσαμε σε ένα μέρος κοντά στο ναό, σε ένα ίσιωμα που μας φάνηκε ¨στρατηγικό” και τελικά καταφέραμε -δηλαδή εγώ- να στήσουμε τσάτρα πάτρα τη σκηνή.
Δεν γνωρίζω πως είναι τα πράγματα σήμερα, εκείνη την εποχή η πρόσβαση στην παραλία ήταν ελεύθερη και το μπάνιο γινόταν σε μικρή απόσταση από τον αρχαιολογικό χώρο, οπότε ριχτήκαμε στη θάλασσα για ένα ανακουφιστικό μπάνιο. Εγώ και η δεσποινίς Παπαπαπά απομακρυνθήκαμε αρκετά από την ακτή, χωρίς να το καταλάβουμε ένα ρεύμα μας οδηγούσε προς το ακρωτήρι εκεί κοντά, προσπαθήσαμε να γυρίσουμε προς τα ρηχά αλλά το ρεύμα μας απομάκρυνε ακόμη πιο πολύ. Παλέψαμε ουκ ολίγον για να καταφέρουμε να επιστρέψουμε στην ακτή.
Το βράσυ πήγαμε για φαϊ σε μια ταβέρνα στα πέριξ, ο ταβερνιάρης ήταν ένας περίεργος τύπος που κακομεταχειριζόταν τους πελάτες, τους έβριζε, τους λοιδορούσε αλλά κανείς δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά. Τα φαγητά, ως επί το πλείστον κρεατικά της ώρας τα σέρβιρε σε μιά λαδόκολλα χωρίς πιάτο, που πέταγε αεροπλανικά από αρκετά επικίνδυνη απόσταση στο τραπέζι συνοδεύοντας με μιά σειρά από ακατονόμαστες βρισιές. Φάγαμε και ήπιαμε το σκασμό, στο γυρισμό χάσαμε τον προσανατολισμό και δεν βρίσκαμε το μέρος που είχαμε στήσει τη σκηνή. Όταν επί τέλους φτάσαμε και ανοίξαμε τη σκηνή συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν φύσει αδύνατον να μπορέσουμε να κοιμηθούμε τέσσερα άτομα εκεί μέσα. Έκανε αφόρητη ζέστη, αποφασίσαμε να κοιμηθούμε μπροστά στην πρόσοψη της σκηνής. Όταν μετά από πολλά καταφέραμε να ξαπλωθούμε αποκοιμηθήκαμε σχεδόν αμέσως, θες η κούραση, θες το που ήπιαμε μερικά κιλά κρασί, τέλος πάντων στον καταυλισμό έπεσε ησυχία. Μες στον ύπνο μου κάτι μ’ενοχλούσε, πότε πίστευα ότι ήταν η Μάρθα που ήταν ιδιότροπη και παραπονιόταν για τις πέτρες κάτω από το στρωσίδι, πότε πίστευα ότι ήταν ο Κώστας που προσπαθούσε να με γαργαλήσει από μακριά με ένα καλάμι που είχε κόψει το απόγευμα. Στην αρχή δεν έδωσα μεγάλη σημασία, δεν είχα καμία όρεξη να ξυπνήσω για τα καλά. Η ιστορία όμως δεν έλεγε να τελειώσει, πότε κάτι σαν ελαφροπόδαρο έτρεχε στην πλάτη μου, πότε άκουγα κάτι τσικ τσικ να προέρχονται από τη σκηνή εκεί δίπλα, πότε μου φαινόταν ότι άκουγα κάτι να τρέχει με θροΐσματα κοντά μου. Επειδή ήμουν συνηθισμένος στα αστεία του Κώστα μεσ’στον ύπνο μουρμούριζα “Κώστα κόφτο” και σαν απάντηση άκουγα πνιχτά γέλια. Κάποια στιγμή άπλωσα τα μπράτσα μου σε μιά προσπάθεια να τεντωθώ καλύτερα και αποκόμισα την εντύπωση ότι είχα ακουμπήσει κάτι το… μαλλιαρό! Τινάχτηκα επάνω και άρχισα να φωνάζω, ανάψαμε τους φακούς αλλά δεν βρήκαμε κάτι το επιλήψιμο. Πέρασα το υπόλοιπο της νύχτας με το ένα μάτι ανοιχτό, οι άλλοι με κορόιδευαν.
Το άλλο πρωί διηγηθήκαμε την περιπέτειά μας στους θαμώνες ενός καφενέ στην Περαχώρα, ένα χωριό εκεί κοντά, και μας πήραν στο ψιλό.
- Μα που πήγατε, το μέρος είναι γεμάτο φίδια και ποντίκια.