Σάββατο 29 Μαρτίου 2025

"ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ" ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Τι μπορεί να κάνει μιά φασολάδα...

Ευθυμογραφική εβδομαδιαία επιθεώρησις “Σκριπ” 13/3/1894

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Η Μικρά επανήρχετο από την περιπλάνισίν της εις τους χλοερούς δρομίσκους περιχαρής και πηδώσα, φέρουσα μεγάλην δέσμην ανθέων κοπέντων μακράν των βλεμμάτων του φύλακος του βασιλικού κήπου. Επλησίασε και εξεπλάγη ιdούσα παρά το πλευρόν της ευειδούς παιδαγωγού της νεαρόν κύριον σφίγγοντα περιπαθώς τας χείρα της, κατατρώγοντα αυτήν δια βλεμμάτων φλογερών και είπεν αφελώς:

- Ω, ένας κύριος…

Δεν επρόσεξαν καθόλου την εμφάνισήν της και εξηκολούθησαν. Εκείνος έσφιγγε περιπαθέστερον τας χείρας της, τας έφερε σχεδόν εις τα χείλη του, ενώ εκείνη με κατεβασμένα μάτια εδείκνυε αντίστασιν θελκτικήν. Το παν ήρεμον και μυροβόλον και εξερεθιστικόν γύρω εις την απόκεντρον φωλιάν του απέραντου κήπου!

Αίφνης εκείνη εις την ερωτικήν των διάχυσιν, την παρατεινομένην τόσον γλυκά και τόσον αναταράττουσαν τον οργανισμόν της, έδειξε σημεία εσωτερικής ανησυχίας. Το προσωπάκι της υπό τον λευκόν διαφανή πέπλον έκαμε μορφασμούς προκλητικούς ώστε εκείνος ελiγοθυμούσε σχεδόν. Αλλ’ η εσωτερική αγωνία της επηύξανε. Το μικρόν της πρόσωπον έγινεν ερυθρότερον των πρώτων ρόδων της ανοίξεως. Έννοιωθε κάτι τι να ταράσσεται βαθειά εις την κοιλίαν της, ηγωνία ολόκληρος και ήρχισεν να ωχριά. Τρόμος διέτρεξε τα μέλη εκείνου. Θεέ μου τι είχεν!… Η καρδία της έπασχεν; Ίσως η υπερβολική θερμότης των ερωτικών του εκδηλώσεων, ίσως η συγκίνησις του έρωτός της, ίσως το πολύ της αίσθημα. Α! Ήτο τρομερόν και ανεσηκώθη έντρομος, σφίγγων έκφρων, φρικωδέστερον τας χείρας της.

- Θεέ μου! Τι έχετε; Συνεκινήθητε τόσον! Ά διατί να σας συναντήσω! Διατί να γίνω παραίτιος δυστυχήματος!

Εκείνη συνήλθε κάπως, η δε Μικρά προσέθηκε με ύφος κλαυθμηρίζον:

- Καλά να πάθης, αφού δεν άκουσες την Μαμά και έφαγες τρία πιάτα φασόλια!

Μποέμ

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2025

"ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ" ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Εφημερίδα “ΣΚΡΙΠ” 13 Αυγούστου 1896

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

(Από τις ιστορίες ενός Ρεπόρτερ)

Είταν από τους περίεργους εκείνους τύπους μέσα στην Αθήνα, που γι αυτούς η ζωὴ είνε αληθινό βάσανο. Από τους κοινωνικούς εκείνους τύπους, που προσπαθούν να φαίνουνται στην κοινωνία, ν' ανακατεύουνται στον κόσμο, που τρελλαίνονται να τους βγάζουν το καπέλλο στο δρόμο, όσο το δυνατόν περισσότεροι διαβάτες, που μπαίνουν παντού, που κομψεύονται, που περνούν για γνωστοί, που προσπαθούν να γίνουν μέρα με τη μέρα κάτι τι, που δείχνονται ανώτεροι απ' ό,τι είνε, που ελπίζουν και που φιλοδοξούν μεγάλα πράμματα, που κρύβουν την φτώχεια τους και την κακομοιριά τους. Και όση μεγάλη είνε η υποκρισία τους, τόσο φοβερά είνε τα βασανά τους. Από το πρωΐ ως το βράδυ η ζωή τους είνε ατέλειωτο μαρτύριο. Έχουν να πολεμήσουν όχι μόνο με την ανάγκη της ζωής, αλλά και με την κοινωνική ανάγκη, που απαιτεί μεγάλες θυσίες, λεπτή υπόκριση, μεγάλη τέχνη, και εξυπνάδα ακόμα. Έχουν να πολεμήσουν με όλα, χωρίς να έχουν πεντάρα στην τσέπη τους.

Φτωχοί μικροϋπάλληλοι, βιοπαλαισταί που αξίζει να τους συγχαρή κανείς για την επιτειδηοσύνη τους, κατορθώνουν και ζουν και φαίνονται με βάσανα και με όνειρα.
Ένας απ’ αυτούς είταν και αυτός. Υπάλληλος ς’ ένα συμβολαιογραφείο, είχε κολλήση εκεί μέσα από μικρό παιδί, εβδομήντα το πολύ δραχμές το μήνα, αντιγράφοντας όλη την ημέρα, χωρίς οικογένεια ευτυχώς κατώρθωνε περισσότερα απ’ ό,τι κατώρθωναν οι συνάδελφοί του που είχαν το ατύχημα να συνοδεύουν στο δρόμο αδερφές. Εβδομήντα μόλις ψωροδραχμές τι να κάμουν για ένα γκαρσόνι που θέλει να βγαίνη έξω με καθαρό φωκόλ, με φρέσκη κραβάτα, με καινούργιο παντελόνι, με ζακέ ή σακκάκι αλέκιαστο, με βερνικωμένα παπούτσια. Εβδομήντα ψωροδραχμές για ένα νέο που θέλει να κορτάρη στο Ζάππειο κάθε βράδυ, να κατεβαίνη μιά φορά το πολύ την εβδομάδα στο Φάληρο, να πίνη το ούζο του ή να τρώγη το παγωτό του στου Γιαννάκη, να στολίζη την μπουτονιέρα του. Εβδομήντα ψωροδραχμές που θέλει να φάη, να πληρώση το νοίκι, να πλυθή, να κουρευθή, να κάμη και τα γλεντάκια του κάποτε κάποτε!

Όλη αυτή η αντίθεση της δυστυχίας του, των βασάνων του προς τη ζωή την πλούσια, προς τη ζωή την ανοιχτή, προς τη ζωή του γλεντιού των άλλων, που τον χτυπούσε κατάμουτρα όπου κι αν πήγαινε, του γέμιζε τα στήθη πάντοτε από μιά πικρία απερίγραπτη. Φύσει μικροφιλότιμος και ψιλοπερήφανος είχε να παλαίση πιό πολύ ακόμα με τη ζωή από όλους τους ανθρώπους του είδους του. Κοκκίνιζε, γίνουνταν φλόγα, αν τύχαινε να τον πη κανείς φτωχό, δάγκανε τα χείλη του από μανία, όταν άκουγε να λέη στο γραφείο του κανένας συνάδελφός του:
- Καημένε Κώστα, φτωχοί άνθρωπο είμαστε, τι τα γυρεύεις!…

Το αιώνιο αυτό μαρτύριο, να φαίνεται ανώτερος από τα οικονομικά του, να μη καταλαβαίνουν στον δρόμο σαν περνούσε, πως είταν φτωχός, τον είχε κάμη πολύ παράξενο. Κανείς από τους συναδέλφους του, από τους φίλους του δεν ήξερε που κάθουνταν, που έτρωγε, πως περνούσε. Όταν έβγαινε από το δωμάτιό του, μιά σωστή τρώγλη μέσα σ’ ένα βρωμερό σοκάκι της Πλάκας, κοιτούσε πρώτα από το παράθυρό του κρυφά στο δρόμο μήπως περνούσε κανείς γνώριμός του, και τον έβλεπε, έπειτα πετιώνταν ορμητικά από την πόρτα του έξω κ’ έπαιρνε ένα ύφος αμέριμνου διαβάτου που τραβούσε το δρόμο του, σαν πρώτη φορά να περνούσε απ’ αυτό το μέρος, απ’ αυτό το δρόμο. Μαρτύριο γι’ αυτόν πιό μεγάλο είταν η πληρωμή κάθε μήνα του ενοικίου του. Ως ότου που οικονομούσε τις δέκα δραχμές έφτυνε αίμα. Πολλές φορές δεν έτρωγε ολόκληρη μέρα παρά μιά πάστα επιδεικτικώς στο ζαχαροπλαστείο το βράδυ που περνούσε ο κόσμος. Και έδινε τα 35 λεπτά του και μία πεντάρα για πουρ-μπουάρ στο γκαρσόνι με μιά αφέλεια εκατομμυριούχου, αν και ήξερε πολύ καλά πως μιά πεντάρα του έμεινε ακόμη στη τσέπη του για τη πρωϊνή κουλούρα του. Τα ευτυχισμένα βράδια του ή τα μεσημέρια του χώνονταν κρυφά σα κλέφτης μέσα σ’ ένα μπακάλικο, σε καμιά ταβέρνα εκεί κοντά στην Αγορά και έτρωγε βιαστικά μιά δεκάρα τυρί και μιά δεκάρα ψωμί, ή κανένα σηκωτάκι απ’ εκείνα που τηγανίζουν οι μάγειροι μπροστά στις ταβέρνες απάνω στη μικρή φουφού τους, έπινε ένα εκατοσταράκι ρετσίνα και έφευγε πάλι δειλά, μυστικά, με τρόπο να μη τον δη κανείς γνωστός του.

Όταν περπατούσε στο δρόμο έπαιρνε μία πόζα και μία αφέλεια μαζί αρχοντόπουλου. Χαιρετούσε ευγενικά, με λεπτή κίνηση, μ’ ένα ευτυχισμένο χαμόγελο. Όταν περνούσε μπροστά του καμιά καλλονή, αρχοντοπούλα, γίνουνταν λεπτός, λεπτός, μη μου άπτου, ίσιαζε με γλήγωρο κίνημα του χεριού του το λαιμοδέτη του και το μουστάκι του και γέμιζε τα μάτια του από ατελείωτη γλύκα κολλώντας αυτά επίμονα απάνω της, και χαμογελώντας, ενώ μέσα από τα δόντια του μόλις έβγαινε ένα ψιθύρισμα:
- Πάρε με ντε, να
δης πέταμα τα παλιοσυμβόλαια!...

Ζούσε αιώνια με όνειρα· λησμονούσε τα βασανά του όλα μπροστά στη θερμή ελπίδα “να μπλέξη με καμιά που να τον έχη τον βαμβακόσπορο!” Και πάντα μέσα στα μεγάλα όνειρά του, ενώ αντέγραφε στο τραπεζάκι του συμβόλαια ή περπατούσε στους δρόμους διαλογιζόταν πως μπορούσε να μπλέξη τόρα μ’ εκείνη, έπειτα με την άλλη. Από τις εξήντα χιλιαδίτσες που ωνειρεύουνταν έπαιρνε πολλές φορές τόσο δρόμο, ώστε να φθάνη και στο εκατομμύριο. Και ψιθύριζε κάποτε μονάχος του μέσα στα όνειρά του.
- Και τι παράξενο είταν αυτό να γίνη; Γιατί να μη βρεθή καμιά και γι’ αυτόν; Να ζηλέψη τα νιάτα του. Να του δώση τον παρά της, να της δώση τη νιότη του, την ομορφιά του, τη θέλησή του. Πως θα εργάζουνταν τότε! Πως θα πήγαινε μπροστά, πολύ μπροστά, πως θα γινόταν μεγάλος. Πως θα ένοιωθε κι αυτός τη ζωή, τον κόσμο !…
Και έφερε το χέρι του στη τσέπη του να βρη ένα τσιγάρο και … κολλούσαν τα νύχια του θυμωμένα στο αδειανό πανί!

Όταν μια μέρα έξαφνα αρρώστησε βαρειά, πολύ βαρειά. Καθώς πήγαινε πρωί, πρωί στο γραφείο του χωρίς παλτό, πούντιασε. Έτρεξαν οι συνάδελφοί του να τον βοηθήσουν. Τον έπιασε ντροπή, όταν τους είδε μέσα στο σπίτι του, στο βρωμοδωμάτιό του. Αλλά τι να έκανε; Δάγκασε τα χείλη του τόσο, που μια γραμμίστα αίμα φάνηκε γύρω τους. Η αρρώστεια τραβούσε εμπρός. Ένας φίλος του εφρόντισε για να τον πάνε στο Δημοτικό Νοσοκομείο. Με χίλια βάσανα τα κατάφερε. Όταν του το είπαν λιποθύμησε από την είδηση αυτή.

- Εγώ στο Νοσοκομείο! Ψιθύρισε με θλίψη, όταν συνήλθε, τι ταπείνωση!... Αλλ΄ υπεχώρησε τέλος. Η ανάγκη, η μεγάλη φτώχεια τον έκαμαν να κλείση το θυμό του στα στήθη του, να πνίξη όλη την υπερηφάνεια του και την φιλοτιμία του. Τον πήγαν μ΄ένα αμάξι στον Νοσοκομείο.
Την άλλη μέρα ο καθηγητής της Κλινικής που τον πήγαν στις 9 το πρωί μπήκε στην αίθουσα μαζί με τους μαθητάς του. Άρχιζε η ιατρική επιθεώρηση μαζί με τη διδασκαλία των φοιτητών. Και ο φτωχός άνθρωπος καθώς έβλεπε όλο το πλήθος των νέων εκείνων με τον μισότριβον καθηγητή στη μέση να πλησιάζουν από στιγμή σε στιγμή, από κρεββάτι σε κρεββάτι προς αυτόν, άρχισε να κλαίη σιγά σιγά. Θα
έπιπτε σε τόση ταπείνωση! Να διδάξουν απάνω στο σώμα του! Όλα λοιπόν τα θερμά όνειρά του, όλες οι ελπίδες του τελείωναν μέσα στο Νοσοκομείο! Και τι είταν η σωματική αδυναμία του, ο πόνος του οργανισμού του μπροστά στον πόνο της ψυχής του, μπροστά στο βαθύ κέντημα της φιλοτιμίας του, της υπερηφάνειας του; Λογισμοί κακοί, λογισμοί πικροί του έρχουνταν. Του φάνηκε πως πέθαινε, πως τον πήγαιναν απάνω στα τραπέζια του Ανατομείου, και έβλεπε τα μέλη του, τις σάρκες του να τις κόβουν, να τις ανακατεύουν με τα μαχάιρια τους γελαστοί οι φοιτηταί. Κρύος ιδρώτας τον τσάκισε, η αναπνοή του πιάστηκε, δύσπνοια, στενοχώρια του έπνιγε τα στήθη, το λαιμό. Έσυρε το σκέπασμά του και έκρυψε το κεφάλι του βαθειά, βαθειά.

Ως τόσο τα βήματα των φοτητών και του καθηγητού ολοένα πλησίαζαν. Κάθε βήμα τους είταν και μιά μαχαιριά στην καρδιά για το δυστυχισμένο νέο. Όταν τέλος σίμωσαν στο κρεββάτι του. Ένιωσε ένα χέρι βαρύ να του σύρη το σκέπασμα. Θέλησε ν’ αντισταθή, αλλά δεν δεν είχε τη δύναμη.
- Έλα παιδί μου, μη φοβάσαι, μην ντρέπεσαι, δεν θα σε φάμε, είπε ο μισότριβος καθηγητής, ξεσκεπάζοντάς τον.

Άνοιξε τότε τα μάτια του, τα μεγάλα και αλλόκοτα από τον πυρετό, είδε γύρω τόσα κεφάλια να τον κοιτάζουν περίεργα, και κίνησε ως τ’ άκρα των αυτιών του, ανασηκώθηκε κομμάτι με πόνο, και είπε με φωνή που είχε βάλη όλη τη δύναμή του για να φανή φυσική:

- Μπα! Τι έχω να φοβηθώ; τι έχω να ντραπώ;… Για την Επιστήμη εγώ, κάνω κάθε θυσία!…

Μποέμ


Κυριακή 23 Μαρτίου 2025

“Ο ΑΝΤΡΑΣ ΤΗΣ ΜΑΜΜΗΣ” ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ” 2 Δεκεμβρίου 1896
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Ο ΑΝΤΡΑΣ ΤΗΣ ΜΑΜΜΗΣ (Απὸ τις «Ιστορίες ενὸς Ρεπόρτερ»)

Όσοι προ πέντε χρόνων ανέβαιναν στο Υπουργείο των Οικονομικών θα τον ενθυμούνται ακόμη τον μπάρμπα Γιώργην. Ήτο ένας από τους γραφείς εκείνους, που σήμερα δεν υπάρχουν πλέον στα Υπουργεία. Λείψανο της φουστανελλοφορούσης υπηρεσίας των Υπουργείων. Υψηλός, κατάψηλος, τσιλιγκρός, εφορούσε το εθνικόν ένδυμα με όση λεπτότητα φιγουράρει τις νουβωτέ της μιά υψηλή, ξανθή αριστοκράτις κυρία, τόσο γνωστή στα εμπορικά, τρεις φορές την εβδομάδα, με το στιλπνό κουπέ της και τα στιλπνότερα ολόμαυρα ουγγαρέζικα άλογά της. Δεν υπάρχει πεζότερο πράγμα από την φουστανέλλα της λεβεντιάς και της νιότης. Και την ομορφιά αυτή την είχε ολάκερη ο μπάρμπα-Γιώργης, αν και πενηντάρης άνθρωπος. Μιά γενιά ολόκληρη με τα φλογερά αισθήματά της, με τα εθνικά όνειρα, με τις μεγάλες ελπίδες είταν ζωντανή μέσα στο λιγερό κορμί του. Όσες φορές τον έβλεπα ανεβοκατεβαίνοντας το Υπουργείο δεν ξέρω γιατί η μορφή του, το παράστημά του, τα λεπτά του χαρακτηριστικά, μου ενθύμιζαν μόλις μιά μορφή γλυκειά, όσο και αλησμόνητη, που μόλις περνά τόρα μέσα στη φαντασία μου – το Γιώργο το Παράσχο. Και καθώς τον έβλεπα και τον πλησίαζα, και αλλάζαμε δυο λόγια, καπνίζοντας ένα τσιγάρο, αναζούσε στα λόγια του όλη εκείνη η ζωή η προ και μετά το 62, η ζωή εκείνη η γεμάτη από πολιτικούς μεγάλους αγώνες, από σοβαρώτερα εθνικά γεγονότα, από όνειρα και ιδεώδη, που σήμερα δύσκολα να τα βρη κανείς μέσα στην κοινωνία μας, στα στήθη μας, στην καρδιά μας.

Όλοι στο Υπουργείο τον αγαπούσαν τον σέβονταν μπορεί να πη κανείς. Αυτός είχε κουρασθή προ καιρού με τα πολιτικά, κ’έμεινε πάντα ξένος από την πολιτική της ημέρας, κ’ έτσι είχε κατορθώση να τον αφήνουν τα κόμματα πάντα στη θέση του. Υπουργεία έπεφταν, κυβερνήσεις καινούργιες ερχόταν, αυτός κρατούσε πάντα τη θέση του. Και στο γραφείο του δε μπορούσε να πη κανείς πως δεν ήταν η ζωή, η πνοή της υπηρεσίας. Είχαν συνηθίση όλοι να τον ακούνε, να του ζητούν τη γνώμη του σ’ όλα· ήταν ένα είδος προϊσταμένου αυτός, που δεν είχε τα προσόντα για να προαχθή. Πρωί, πρωί, ήταν πρώτος στην υπηρεσία του· η μόνη του απόλαυσις ήταν το ρουμάκι και το τσιγάρο· προ του ν’ αρχίση τη δουλειά του ήθελε να πίνη κάνα δυό ποτηράκια, ενώ εργαζόταν το τσιγάρο δεν έπρεπε να του λείπη από το στόμα. Όλοι τον έλεγαν στο Υπουργείο, στο καφενείο, στη γειτονιά του, ο άντρας της μαμμής. Έτσι ήταν γνωστός σ’ όλους, γιατί η γυναίκα του ήταν η πιό περίφημη μαμμή της Βάθειας.(*) Και η γυναίκα του ήταν που διατηρούσε το σπίτι, που τον έκανε να φαίνεται πάντα καθαρός, κομμάτι κουβαρντάς στον κόσμο. Ο ψωρομισθός ο δικός του τι να του έκανε. Η μαμμή ήταν που έβγαζε όλα τα έξοδα του σπιτιού και καθώς δεν είχαν παιδιά στο σπίτι τους ήταν μιά χαρά να πηγαίνη κανείς. Ήταν ένα σπιτάκι εκεί κάτω στη Βάθεια, που νόμιζε κανείς πως η ευτυχία κατοικούσε εκεί μέσα. Θυμούμαι μιά φορά του Άη Γιωργιού που πήγαμε καμπόσοι φίλοι να του κάμουμε βίζιτα όλοι ζηλέψαμε το σπιτάκι εκείνο.

Περιποιημένο, καθαρό, στολισμένο με τη λαϊκή εκείνη καλαισθησία, που συγκινεί κάποτε περισσότερο αφ’ ότι θαμπόνει η λάμψη του πλούτου. Μέσα στο σπίτι όλα είταν της παλαιάς εποχής. Ο δίσκος γεμάτος από κούπες γλυκό, από ποτηράκια με μαστίχες, με κονιάκ είταν τοποθετημένος στο μεγάλο τραπέζι της μέσης. Απ’ αυτόν τραταρίζονταν, όπως και στις επαρχίες, οι επισκέπται. Όλη η γειτονιά, πολλοί από την Πλάκα, από το Ψυρρή μπαινόβγαιναν στο σπίτι, και προ του να μπουν στη σάλα, ακούονταν απ’έξω ακόμη η φωνή τους χαρούμενη: “Και του χρόνου!… Έτη πολλά!”. Γελαστός ο άντρας της μαμμής, γελαστή η μαμμή δέχονταν όλον αυτόν τον λαϊκόκοσμο, κάποτε δε και κανένα γνωστό της οικογενείας με ρεδικότα, με μαύρο καπέλλο, και με γάντια, που έρχονταν και έκανε μιά βίζιτα ετικέττας και σ’ αυτό το λαϊκό σπίτι, σοβαρός, σοβαρώτατος. Τα γειτονόπουλα γύρω είχαν μαζευθή στην αυλή κάτω και έτρωγαν γλυκά, και έπαιζαν, και εφώναζαν… Είταν η τελευταία αυτή χαρά του μπάρμπα Γιώργη και της μαμμής.
Ύστερα από λίγες μέρες η γυναίκα του αρρώστησε· κάθησε δύο μήνες στο στο κρεββάτι, παιδεύτηκε απόνα απόστημα, και τέλος πέθανε.

Η δυστυχία τότε κτύπησε κατακέφαλα τον φτωχοϋπάλληλο. Τον βλέπαμε και τότε στο Υπουργείο, αλλά πολύ λυπημένο, πάντα σκεπτικό, με λιγώτερα σιγάρα τόρα, με κάποια αταξία στο ντύσιμό του. Έλειψε η μαμμή, έλειψαν τα κέρδη, και απόμεινε μόνο αυτός με το ψωρομισθό του, με την καρδιά του και την τσέπη του αδειανή. Όσο πήγαινε φαίνεται υπόφερε οικονομικώς και ψυχικώς. Είχε χάση και τη λεβεντιά του, και τη χάρη του.

Το μαύρο κρεπ που είχε στο φέσι του για πένθος έδειχνε το κίτρινο πρόσωπό του τόρα πια κίτρινο, πιο λυπημένο μέρα με την ημέρα. Τα μάτια του που άρχισαν να σβύνουν φανέρωναν πως η ζωή έφευγε γιά πάντα από την ύπαρξή του.

Ένα απόγευμα θυμούμαι περνούσα εμπρός από το γραφείον του, όταν τον απάντησα να βγαίνη αγάλι’ αγάλια κρατώντας ένα χαρτί στα χέρια του, άψυχα, χαιρετώντας λυπημένα τους συναδέλφους του, μ’ ένα τρόπο σαν να τους έλεγε: σας αφήνω όλους για πάντα.
Στάθηκε λίγο στην πόρτα και ξαναγύρισε και κοίταξε το τραπεζάκι του που έγραφε συνήθως. Μπροστά σ’ αυτό το τραπέζι ήταν ένας νέος, ένα παιδί, κομψευόμενο, ζωηρό, που άναβε το τσιγάρπ του, με την πέννα κολλημένη στ’ αυτί του.
- Έ, μπάρμπα Γιώργη, καλή μέρα του είπα, τι νέα έχομε;

Με κοίταξε με το ίδιο εκείνο λυπημένο ύφος που κοίταξε όλους τους άλλους, το γραφείο ολόκληρο, και είπε:
- Τόρα νέα γυρεύεις από μ’ενα, παιδί μου; … Άλλοι από σήμερα θα σου λέν νέα, εγώ πήρα το πασαπόρτι μου… Και μου έδειχνε ένα χαρτί, την παύση του. Τον κοίταξα έκπληκτος. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε μαζί τις γέρικες σκάλες του Υπουργείου αγάλι’ αγάλια, άφωνοι.

Όταν βρεθήκαμε κάτω από τον κήπο της Αστυνομίας, ο άντρας της μαμμής στάθηκε κομμάτι απάνω στο πεζοδρόμιο και κοίταξε πολύ το παλιό κτίριο του Υπουργείου.
Η χρυσή λιακάδα του Γενάρη το έλουζε από κύματα φωτός ξανθού, ολοχρύσου. Κόσμος, υπάλληλοι, επαρχιώται, βουλευταί, κομματάρχαι έμπαιναν και έβγαιναν, άλλοι στη μεγάλη πόρτα του Υπουργείου, άλλοι στο Κεντρικό Ταμείο μ’ έγγραφα, με χαρτόσημα στα χέρια, παραμάσχαλα, απησχολημένοι, βιαστικοί. Όλη η ζωή του Υπουργείου, η καθημερινή, η τακτική, η ίδια ξεχυνόταν εκεί για τελευταία φορά στα μάτια του. Αυτός που την είχε νιώσει κατάβαθα, που είχε ζήση μεσ’ αυτή τη ζωή τόσα χρόνια, με τη λυπημένη εκείνη ματιά του την αποχαιρετούσε εκείνη τη στιγμή γιά πάντα. Η ζωή που χάνεται, και η ζωή που έρχεται ζωγραφίζονταν πολύ θλιβερά σ’ αυτή τη μικρογραφία μπροστά στα μάτια μου. Και όλη η πικρή λύπη που νιώθει κανείς, όταν αφίνη, όταν αποχαιρετά τη ζωή του κόσμου, τη δική του τη ζωή, τη ζωή πού έζησε τόσα χρόνια, και που του φέρνει τόσες ενθύμησες και βλέπει να έρχεται να πιάνη τη θέση του άλλη ζωή καινούργια, άλλη ζωή με καινούργια αισθήματα, με την όρεξη της νιότης της, με τη λάμψη νέων σκέψεων και νέων ονείρων, με τη χαραυγή νέου ορίζοντος, ξαπλώθηκε στη ψυχή του, στη μορφή του και φανερώθηκε με μιά τόση δυνατή έκφραση, μ΄ένα τόσο παράπονο του ατόμου, που το συνεπαίρνει το σάρωμα του χρόνου και η εκμηδένιση του παντός, που είνε τόσο πικρότερο κάποτε, όταν έρχεται από την πιό ασήμαντη ύπαρξη ς’ αυτό τον κόσμο – μ’ αυτά τα λόγια μονάχα:
- Πάει, εμείς τόρα εξοφλήσαμε με τη ζωή, με τον κόσμο· ας έλθουν οι άλλοι να ζήσουν, να χαρούν !...

Και απομακρύνθηκε. Ύστερα από μιά βδομάδα ένας γραφεύς του Υπουργείου μου έλεγε ένα άλλο απόγευμα:
- Νέα θέλεις σήμερα; Ο άντρας της μαμμής σ’ άφησε χρόνους χτές· το πρωί είχαμε την κηδεία του…

Μποέμ


_________________

(*) Η Βάθεια (σημερική Πλατεία Βάθης), πήρε το όνομά της από το χαμήλωμα του εδάφους, όπου λίμναζαν τα νερά του χειμάρρου Κυκλοβόρου. Από εκεί περνούσε ο δρόμος του Μενιδίου (Αχαρνών), μέσα από την κοίτη του ρέματος που κάποτε καλύφθηκε και αποτέλεσε την σημερινή οδό Μάρνη.


Κυριακή 16 Μαρτίου 2025

"ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΦΑΟΥΣΤ" ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ” 3 Ιουλίου 1896

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΦΑΟΥΣΤ (Απὸ τις «Ιστορίες ενὸς Ρεπόρτερ»)

Άποψη της Σμύρνης το 1910

Κάτω εκεί στην Κολοκυθού (*) μέσα στις ψηλές λεύκες και στα μυροβόλα περιβόλια ξέρω ένα μικρό καφενεδάκι ποιητικώτατο. Έχει δροσιά, πρασινάδα, περίσσια αγροτικὴ χάρη, και κάποτε την περασμένη άνοιξη περνούσα πολλὲς ήσυχες ώρες το πρωί, ἡ τ᾿ απόγευμα μέσα στις τριανταφυλλιές του, αποκάτω απ' τις ανθισμένες ροδακινιές του. Στο καφενεδάκι αυτό μαζεύουνταν όλοι οι γύρω περιβολάρηδες, οι καρροτσέρηδες που στέκουνταν κομμάτι εκεί για ανάπαυση και αρκετοί Αθηναίοι έμποροι, υπάλληλοι με τις φαμελιές τους αφίνοντας μπόλικο άρωμα μπουρζουαζὶ από κάτω απ᾿ τα πράσινα κλωνάρια του κήπου. Δύο τρία γκαρσόνια κουτσαβάκηδες σερβίριζαν όλους αυτοὺς τους πελάτες ανάκατα.

Όπως πάντα και κείνη την ημέρα είχα ξαπλωθή σε μια καρέκλα και χάζευα κοιτάζοντας μια θεόρατη λεύκα καταπράσινη από την πανύψηλη κορφή της έως κάτω, που το βραδυνό αεράκι την έκανε ν᾿ ανατριχιάση μ᾿ ένα αδιάκοπο φρου-φρου μεθυστικώτερο κι από φρουφρού ποδόγυρου. Ο ήλιος κάτω στο Δαφνί έρριχνε λουξές τις κατακόκκινες αχτίδες του στις ψηλές καμινάδες που ύψωναν στο γαλανό ουρανό οι φάμπρικες του Φαλήρου, τα μαγκανοπήγαδα δουλεύαν στην εξοχή και άρια και που ακούονταν το σφύριγμα και το τραντάρισμα του Τραμ που περνούσε στο δρόμο.

Αντικρύ μου κάθουνταν ένας σαραντάρης ανθρωπάκος και ρουφούσε πότε το σιγάρο του, πότε τον καφέ του, με τώνα ποδάρι απάνω στ᾿ άλλο. Κάποτε μου έρριχνε κάτι ματιές που φαίνουνταν σα να ζήλευε κάτι τι σε μένα. Άξαφνα μια στιγμή γυρίζει και μου λέει με μιά φωνή ανθρώπου σκασμένου γιὰ κουβέντα.

Ωραία εσπέρα απόψε, έ, κύριε;

Ναι, ψιθύρισα κομμάτι πειραγμένος.

Όταν είνε κανείς νέος, εξηκολούθησεν ο σαραντάρης ανθρωπάκος σιμώνοντας το κάθισμά του κοντήτερα προς το μέρος μου, δὲ μπορεί παρά να βρίσκη όλα όμορφα και μάλιστα την άνοιξη, έ; και έρριξε μια μελαγχολική ματιά κάτω προς τη δύση, πολύ κάτω ακόμα σα να θυμήθηκε κάτι πολύ θλιβερό.

Εκείνη τη στιγμή μιά πορτίτσα ξύλινη του κοκκινόχωματου τοίχου εκεί κοντά έτριξε, πάμ! άνοιξε δυνατά και φάνηκε πηδώντας ορμητική πίσω από το περιβόλι μ᾿ένα καλάθι στο κεφάλι, μια παιδούλα γελαστή, νόστιμη. Είταν όλη γεμάτη αγροτική ζωή. Ένα κεφαλάκι με σκορπιστά σγουρά μαλλιά, με μεγάλα κομμένα μαύρα μάτια, με γυμνά τριανταφυλλένια μπρατσάκια, με τα βυζάκια της μόλις μπουμπουκιασμένα, με κάτι ολοστρόγγυλες γυμνές γάμπες, ξυπόλυτη, γεμάτη υγεία και δροσιά, κάτι τι αναμιχτό από κορίτσι και γυναίκα μαζί. Διάβηκε μπροστά μας γλήγωρα, βιαστική, με κάτι κουνήματα νευρόσπαστου, αφού μας έρριξε μια κρυφή ματιά χαμογελώντας.

Ὁ σαραντάρης είχε ανάψη αυτή είχε χαθή πέρα στο βάθος του δρόμου κι αυτός κοίταζε ακόμα γυρισμένος προς το μέρος που χάθηκε, γεμάτος συγκίνηση, ταραχή, με τα μάτια του γεμάτα επιθυμία, με μιά έκφραση που φαίνουνταν πως ήθελε ξαφνικά να το πιπιλίση, να το δαγκάσει, να το ρουφήξη το μικρουλάκι εκείνο, χαμήλωσε πιο ταραγμένος τα μάτια του σα μ᾿ είδε να τον βλέπω με κάποια ειρωνεία. Έπειτα είπε μ᾿ ένα στεναγμό:

- Σου έκαμε αίσθηση βέβαια που μ' είδες να κοιτάζω έτσι ένα κοριτσάκι; Αν ήξερες όμως, κύριε, τί νιώθω αυτή τη στιγμή μέσα μου· τι είδος επανάσταση που γίνεται μέσα στο αίμα μου, στο κεφάλι μου, στην καρδιά μου. Είμαι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος· δεν είμαι ίσως ο μόνος μέσα στην Αθήνα, άλλα τί σημαίνει· είμαι πολύ δυστυχισμένος. Αλλά θα σας κουράζω με τη φλυαρία μου;
- Μπα καθόλου, είπα εγκαρδιόνοντάς τον τόρα αρκετά περίεργος με τις κουβέντες του.

- Ε, τότε ας σας μιλήσω ξάστερα. Θα το πιστεύσετε, κύριε; Δεν έχω αγαπήση ακόμα γυναίκα στη ζωη μου, και όμως είμαι απάνω από σαράντα χρόνια. Έως τα τόρα δε μου φαίνουνταν τίποτε αυτό, μα είνε καμπόσος καιρός τόρα που αγριεύω σαν ταύρος. δεν αγάπησα, δε γλέντησα, δεν ένιωσα νιότη, ζωή, δεν έκαμα τρέλλες, δε ξενύχτησα σε χαρτιά, σε καρέ κον σέρ, με γυναίκες, με κοκκότες. Τίποτε απ'αυτά, τίποτε. Όχι γιατί δεν τα ήθελα, άλλα γιατί δε μπόρεσα να τα κάμω. Δώδεκα χρόνων έμεινα ορφανός από μητέρα, εγώ και δύο αδερφές μου. Ο πατέρας μου είταν αυστηρός άνθρωπος. Με βασάνισε με τη μελέτη περισσότερο απ' ό,τι έπρεπε. Άπό μικρό παιδί χειμώνα καλοκαίρι κλεινόμουνα στο δωμάτιό μου και διάβαζα, διάβαζα· ο λίγος καιρός που μόμεινε τον περνούσα κάμνοντας αντίγραφα ενός δικηγόρου φίλου μας γιατί τα οικονομικά δὲ πήγαιναν καλά! Έτσι έβγαλα το γυμνάσιο με χίλια βάσανα. Κατόπι άρχισαν τα μαρτύρια στο Πανεπιστήμιο. Ο πατέρας μου πέθανε πρὸ του να πάρω δίπλωμα. Οι αδερφές μου μέμειναν πάντα στην πλάτη μου. Πέντε χρόνια έλυωσα στη μελέτη σπούδαξα δικηγόρος· κανένα μέσον δεν είχα· έπρεπε να γίνω πολύ δυνατός για να πάρω χαρτί. Ω, εκείνη η μελέτη! Νύχτα μέρα κλεισμένος σε μια καμάρα μισοσκότεινη με το κεφάλι μέσα στα χέρια μου, με τα μάτια κολλημένα στις σελίδες των βιβλίων. Το δυστύχημα είταν πως είμουνα στενοκέφαλος· δεν είχα καθόλου αντίληψη κ᾿ έπρεπε να διαβάζω ένα ζήτημα είκοσι φορές για να το καταλάβω. Έτσι πέρασαν για με πολύ σκληρά χρόνια. Πήρα τέλος το χαρτί, την άδεια. Νομίζετε πως τελείωσαν τότε τα βάσανά μου; Όχι. ‘Επρεπε να εξασκήσω το επαγγελμά μου· αλλά πως, με τι φίλους; Μ' αυτή μου την κλεισμάρα, στην ᾿Αθήνα δε γνώριζα και πολύ κόσμο· αποφάσισα να πάω στη Σμύρνη την πατρίδα του πατέρα μου. Και πήγα μαζί με τις αδερφές μου. Άλλα βάσανα εκεί. Δε σκάμπαζα καμμιά γλώσσα. Έπρεπε να μάθω τουρκικά, γαλλικά, ιταλικά, εγγλέζικα για να πάω εμπρός. Η μελέτη άρχισε πάλι, η κούραση πάλι μ' έσπασε. Την ημέρα στα δικαστήρια, τη νύχτα μελέτη και ξαγρύπνισμα. Έτρωγα λεξικά, μεθόδους, γραμματικές. Ά! πόσο πρέπει να παιδευθή σήμερα ένας φτωχός νέος για να γίνη κάτι τι. Κόπιασα, έλυωσα. και τα χρόνια περνούσαν ξηρά, μονότονα για μένα, κ' η νιότη μου στράγγιζε μέσα στις δικογραφίες, στα βιβλία. Πέρασαν μπόλλικα χρόνια η κουραστική ζωή, οι διάφορες δουλειές μου κ' έκαναν να είμαι πότε νευρικός και παράξενος, και πότε μωραμένος, χάχας, σχεδόν κουτός. Έβγαλα μερικά παραδάκια, πάντρεψα τις αδερφές μου κ' ήρθα πάλι στην Αθήνα εδώ και ένα χρόνο. Κάνω τώρα κ' εδώ το δικηγόρο, αλλ' όχι με πολλή πια όρεξη. Κουράσθηκα πολύ, πάρα πολύ τελείωσα το στάδιό μου στην εποχή που έπρεπε να τ' αρχίσω. Αυτό δε με μέλλει και τόσο, όσο με βασανίζει ἡ ιδέα που δεν κατάλαβα τίποτε από ζωὴ, από νιότη, απ' αγάπη. Είμαι σαν το γέρο Φάουστ απελπισμένος στα μέσα της ηλικίας μου όμως εγώ, και χωρίς να ελπίζω, ότι μπορεί να υπάρξη για μένα κανείς διάβολος και καμμιά Μαργαρίτα. Μ' είδες να τρέμω μπροστά σ' ένα κοριτσάκι προ ολίγου σαν ένα παιδί δεκάξη χρόνων; να ήξερες τι θάλασσα παθών, τι ωκεανός επιθυμίας γεννάται μέσα μου σήμερα, όταν βλέπω μια όμορφη γυναίκα στο δρόμο. Και οι καημοί μου αυτοί όσο μεγάλοι και τρομεροί είνε, τόσο σβύνονται, νεκρόνονται στη στιγμή, για να ξαναγεννηθούν ύστερα πιο φλογεροί, χωρίς να μπορώ πια να τους δώσω όπως όλοι αυτοί οι νέοι που περνούν μπροστά μου σήμερα, όπως θα μπορούσα να τους δώσω, αν ήμουνα κι' εγώ σαν αυτούς σήμερα. Ώ, πόσο σκληρή πόσο σκληρή είνε η ζωή σήμερα, κύριε, πόσο άδικη είνε η ζωή, η κοινωνία για τους φτωχούς ανθρώπους, και πόσο ακριβά πληρώνουν όλοι του είδους μου οι επιστήμονες το ψωμί που βγάζουν μισότριβοι τώρα, αφού το πληρώνουν με το πολυτιμώτερο νόμισμα, με τη γλυκύτερη ζωή τους, με τη χαμένη νιότη τους. Κι' ο σαραντάρης ανθρωπάκος άναψε ένα άλλο σιγάρο και άρχισε να το καπνίζη πολύ μελαγχολικά.

Μποέμ

Στη φωτογραφία άποψη της Σμύρνης το 1910.

_____________________

(*) Η Κολοκυθού (ή Κολοκυνθού) είναι δυτική συνοικία του Δήμου Αθηναίων, συνορεύει με τον Κολωνό, την Ακαδημία Πλάτωνος και τους Δήμους Αιγάλεω και Περιστερίου. Μέχρι το 1960-’70 ήταν γεμάτη κήπους και περιβόλια και το γεγονός αυτό δημιούργησε την εντύπωση ότι το όνομα της περιοχής ίσως να προέρχεται από τις κολοκύθες που καλλιεργούνταν κάποτε εκεί (ακόμη και στην Βικιπαίδεια λανθασμένα αναφέρεται αυτή η εκδοχή). Στην πραγματικότητα το όνομα στην περιοχή έδωσε το ναϊδριο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγία της Κολοκυνθούς), που αναγέρθηκε τον 17° αιώνα από τη γνωστή αθηναϊκή οικογένεια Κολοκύνθη. Ο ναός ανοικοδομήθηκε εκ θεμελίων το 1854 και ξανά το 1967, σήμερα βρίσκεται στη συμβολή Λένορμαν και Κηφισού.

Πηγή: https://www.taathinaika.gr/otan-oi-athinaioi-giortazan-tin-panagia-kolokynthou/#_ftn1