Εφημερίδα “ΣΚΡΙΠ” 13 Αυγούστου 1896
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
(Από τις ιστορίες ενός Ρεπόρτερ)
Είταν από τους περίεργους εκείνους τύπους μέσα στην Αθήνα, που γι αυτούς η ζωὴ είνε αληθινό βάσανο. Από τους κοινωνικούς εκείνους τύπους, που προσπαθούν να φαίνουνται στην κοινωνία, ν' ανακατεύουνται στον κόσμο, που τρελλαίνονται να τους βγάζουν το καπέλλο στο δρόμο, όσο το δυνατόν περισσότεροι διαβάτες, που μπαίνουν παντού, που κομψεύονται, που περνούν για γνωστοί, που προσπαθούν να γίνουν μέρα με τη μέρα κάτι τι, που δείχνονται ανώτεροι απ' ό,τι είνε, που ελπίζουν και που φιλοδοξούν μεγάλα πράμματα, που κρύβουν την φτώχεια τους και την κακομοιριά τους. Και όση μεγάλη είνε η υποκρισία τους, τόσο φοβερά είνε τα βασανά τους. Από το πρωΐ ως το βράδυ η ζωή τους είνε ατέλειωτο μαρτύριο. Έχουν να πολεμήσουν όχι μόνο με την ανάγκη της ζωής, αλλά και με την κοινωνική ανάγκη, που απαιτεί μεγάλες θυσίες, λεπτή υπόκριση, μεγάλη τέχνη, και εξυπνάδα ακόμα. Έχουν να πολεμήσουν με όλα, χωρίς να έχουν πεντάρα στην τσέπη τους.
Φτωχοί
μικροϋπάλληλοι, βιοπαλαισταί που αξίζει
να τους συγχαρή κανείς για την επιτειδηοσύνη
τους, κατορθώνουν και ζουν και φαίνονται
με βάσανα και με όνειρα.
Ένας απ’
αυτούς είταν και αυτός. Υπάλληλος ς’
ένα συμβολαιογραφείο, είχε κολλήση εκεί
μέσα από μικρό παιδί, εβδομήντα το πολύ
δραχμές το μήνα, αντιγράφοντας όλη την
ημέρα, χωρίς οικογένεια ευτυχώς κατώρθωνε
περισσότερα απ’ ό,τι κατώρθωναν οι
συνάδελφοί του που είχαν το ατύχημα να
συνοδεύουν στο δρόμο αδερφές. Εβδομήντα
μόλις ψωροδραχμές τι να κάμουν για ένα
γκαρσόνι που θέλει να βγαίνη έξω με
καθαρό φωκόλ, με φρέσκη κραβάτα, με
καινούργιο παντελόνι, με ζακέ ή σακκάκι
αλέκιαστο, με βερνικωμένα παπούτσια.
Εβδομήντα ψωροδραχμές για ένα νέο που
θέλει να κορτάρη στο Ζάππειο κάθε βράδυ,
να κατεβαίνη μιά φορά το πολύ την εβδομάδα
στο Φάληρο, να πίνη το ούζο του ή να τρώγη
το παγωτό του στου Γιαννάκη, να στολίζη
την μπουτονιέρα του. Εβδομήντα ψωροδραχμές
που θέλει να φάη, να πληρώση το νοίκι,
να πλυθή, να κουρευθή, να κάμη και τα
γλεντάκια του κάποτε κάποτε!
Όλη
αυτή η αντίθεση της δυστυχίας του, των
βασάνων του προς τη ζωή την πλούσια,
προς τη ζωή την ανοιχτή, προς τη ζωή του
γλεντιού των άλλων, που τον χτυπούσε
κατάμουτρα όπου κι αν πήγαινε, του γέμιζε
τα στήθη πάντοτε από μιά πικρία
απερίγραπτη. Φύσει μικροφιλότιμος και
ψιλοπερήφανος είχε να παλαίση πιό πολύ
ακόμα με τη ζωή από όλους τους ανθρώπους
του είδους του. Κοκκίνιζε, γίνουνταν
φλόγα, αν τύχαινε να τον πη κανείς φτωχό,
δάγκανε τα χείλη του από μανία, όταν
άκουγε να λέη στο γραφείο του κανένας
συνάδελφός του:
- Καημένε Κώστα, φτωχοί
άνθρωπο είμαστε, τι τα γυρεύεις!…
Το αιώνιο αυτό μαρτύριο, να φαίνεται ανώτερος από τα οικονομικά του, να μη καταλαβαίνουν στον δρόμο σαν περνούσε, πως είταν φτωχός, τον είχε κάμη πολύ παράξενο. Κανείς από τους συναδέλφους του, από τους φίλους του δεν ήξερε που κάθουνταν, που έτρωγε, πως περνούσε. Όταν έβγαινε από το δωμάτιό του, μιά σωστή τρώγλη μέσα σ’ ένα βρωμερό σοκάκι της Πλάκας, κοιτούσε πρώτα από το παράθυρό του κρυφά στο δρόμο μήπως περνούσε κανείς γνώριμός του, και τον έβλεπε, έπειτα πετιώνταν ορμητικά από την πόρτα του έξω κ’ έπαιρνε ένα ύφος αμέριμνου διαβάτου που τραβούσε το δρόμο του, σαν πρώτη φορά να περνούσε απ’ αυτό το μέρος, απ’ αυτό το δρόμο. Μαρτύριο γι’ αυτόν πιό μεγάλο είταν η πληρωμή κάθε μήνα του ενοικίου του. Ως ότου που οικονομούσε τις δέκα δραχμές έφτυνε αίμα. Πολλές φορές δεν έτρωγε ολόκληρη μέρα παρά μιά πάστα επιδεικτικώς στο ζαχαροπλαστείο το βράδυ που περνούσε ο κόσμος. Και έδινε τα 35 λεπτά του και μία πεντάρα για πουρ-μπουάρ στο γκαρσόνι με μιά αφέλεια εκατομμυριούχου, αν και ήξερε πολύ καλά πως μιά πεντάρα του έμεινε ακόμη στη τσέπη του για τη πρωϊνή κουλούρα του. Τα ευτυχισμένα βράδια του ή τα μεσημέρια του χώνονταν κρυφά σα κλέφτης μέσα σ’ ένα μπακάλικο, σε καμιά ταβέρνα εκεί κοντά στην Αγορά και έτρωγε βιαστικά μιά δεκάρα τυρί και μιά δεκάρα ψωμί, ή κανένα σηκωτάκι απ’ εκείνα που τηγανίζουν οι μάγειροι μπροστά στις ταβέρνες απάνω στη μικρή φουφού τους, έπινε ένα εκατοσταράκι ρετσίνα και έφευγε πάλι δειλά, μυστικά, με τρόπο να μη τον δη κανείς γνωστός του.
Όταν
περπατούσε στο δρόμο έπαιρνε μία πόζα
και μία αφέλεια μαζί αρχοντόπουλου.
Χαιρετούσε ευγενικά, με λεπτή κίνηση,
μ’ ένα ευτυχισμένο χαμόγελο. Όταν
περνούσε μπροστά του καμιά καλλονή,
αρχοντοπούλα, γίνουνταν λεπτός, λεπτός,
μη μου άπτου, ίσιαζε με γλήγωρο κίνημα
του χεριού του το λαιμοδέτη του και το
μουστάκι του και γέμιζε τα μάτια του
από ατελείωτη γλύκα κολλώντας αυτά
επίμονα απάνω της, και χαμογελώντας,
ενώ μέσα από τα δόντια του μόλις έβγαινε
ένα ψιθύρισμα:
- Πάρε με ντε, να δης
πέταμα τα παλιοσυμβόλαια!...
Ζούσε
αιώνια με όνειρα· λησμονούσε
τα βασανά του όλα μπροστά στη θερμή
ελπίδα “να μπλέξη με καμιά που να τον
έχη τον βαμβακόσπορο!” Και πάντα μέσα
στα μεγάλα όνειρά του, ενώ αντέγραφε
στο τραπεζάκι του συμβόλαια ή περπατούσε
στους δρόμους διαλογιζόταν πως μπορούσε
να μπλέξη τόρα μ’ εκείνη, έπειτα με την
άλλη. Από τις εξήντα χιλιαδίτσες που
ωνειρεύουνταν έπαιρνε πολλές φορές
τόσο δρόμο, ώστε να φθάνη και στο
εκατομμύριο. Και ψιθύριζε κάποτε μονάχος
του μέσα στα όνειρά του.
- Και τι
παράξενο είταν αυτό να γίνη; Γιατί να
μη βρεθή καμιά και γι’ αυτόν; Να ζηλέψη
τα νιάτα του. Να του δώση τον παρά της,
να της δώση τη νιότη του, την ομορφιά
του, τη θέλησή του. Πως θα εργάζουνταν
τότε! Πως θα πήγαινε μπροστά, πολύ
μπροστά, πως θα γινόταν μεγάλος. Πως θα
ένοιωθε κι αυτός τη ζωή, τον κόσμο !…
Και έφερε το χέρι του στη τσέπη του να
βρη ένα τσιγάρο και … κολλούσαν τα νύχια
του θυμωμένα στο αδειανό πανί!
Όταν μια μέρα έξαφνα αρρώστησε βαρειά, πολύ βαρειά. Καθώς πήγαινε πρωί, πρωί στο γραφείο του χωρίς παλτό, πούντιασε. Έτρεξαν οι συνάδελφοί του να τον βοηθήσουν. Τον έπιασε ντροπή, όταν τους είδε μέσα στο σπίτι του, στο βρωμοδωμάτιό του. Αλλά τι να έκανε; Δάγκασε τα χείλη του τόσο, που μια γραμμίστα αίμα φάνηκε γύρω τους. Η αρρώστεια τραβούσε εμπρός. Ένας φίλος του εφρόντισε για να τον πάνε στο Δημοτικό Νοσοκομείο. Με χίλια βάσανα τα κατάφερε. Όταν του το είπαν λιποθύμησε από την είδηση αυτή.
-
Εγώ στο Νοσοκομείο! Ψιθύρισε με θλίψη,
όταν συνήλθε, τι ταπείνωση!... Αλλ΄
υπεχώρησε τέλος. Η ανάγκη, η μεγάλη
φτώχεια τον έκαμαν να κλείση το θυμό
του στα στήθη του, να πνίξη όλη την
υπερηφάνεια του και την φιλοτιμία του.
Τον πήγαν μ΄ένα αμάξι στον Νοσοκομείο.
Την άλλη μέρα ο καθηγητής της Κλινικής
που τον πήγαν στις 9 το πρωί μπήκε στην
αίθουσα μαζί με τους μαθητάς του. Άρχιζε
η ιατρική επιθεώρηση μαζί με τη διδασκαλία
των φοιτητών. Και ο φτωχός άνθρωπος
καθώς έβλεπε όλο το πλήθος των νέων
εκείνων με τον μισότριβον καθηγητή στη
μέση να πλησιάζουν από στιγμή σε στιγμή,
από κρεββάτι σε κρεββάτι προς αυτόν,
άρχισε να κλαίη σιγά σιγά. Θα έπιπτε
σε τόση ταπείνωση! Να διδάξουν απάνω
στο σώμα του! Όλα λοιπόν τα θερμά όνειρά
του, όλες οι ελπίδες του τελείωναν μέσα
στο Νοσοκομείο! Και τι είταν η σωματική
αδυναμία του, ο πόνος του οργανισμού
του μπροστά στον πόνο της ψυχής του,
μπροστά στο βαθύ κέντημα της φιλοτιμίας
του, της υπερηφάνειας του; Λογισμοί
κακοί, λογισμοί πικροί του έρχουνταν.
Του φάνηκε πως πέθαινε, πως τον πήγαιναν
απάνω στα τραπέζια του Ανατομείου, και
έβλεπε τα μέλη του, τις σάρκες του να
τις κόβουν, να τις ανακατεύουν με τα
μαχάιρια
τους γελαστοί οι φοιτηταί. Κρύος ιδρώτας
τον τσάκισε, η αναπνοή του πιάστηκε,
δύσπνοια, στενοχώρια του έπνιγε τα
στήθη, το λαιμό. Έσυρε το σκέπασμά του
και έκρυψε το κεφάλι του βαθειά, βαθειά.
Ως
τόσο τα βήματα των φοτητών και του
καθηγητού ολοένα πλησίαζαν. Κάθε βήμα
τους είταν και μιά μαχαιριά στην καρδιά
για το δυστυχισμένο νέο. Όταν τέλος
σίμωσαν στο κρεββάτι του. Ένιωσε ένα
χέρι βαρύ να του σύρη το σκέπασμα. Θέλησε
ν’ αντισταθή, αλλά δεν δεν είχε τη
δύναμη.
- Έλα παιδί μου, μη φοβάσαι,
μην ντρέπεσαι, δεν θα σε φάμε, είπε ο
μισότριβος καθηγητής, ξεσκεπάζοντάς
τον.
Άνοιξε τότε τα μάτια του, τα μεγάλα και αλλόκοτα από τον πυρετό, είδε γύρω τόσα κεφάλια να τον κοιτάζουν περίεργα, και κίνησε ως τ’ άκρα των αυτιών του, ανασηκώθηκε κομμάτι με πόνο, και είπε με φωνή που είχε βάλη όλη τη δύναμή του για να φανή φυσική:
- Μπα! Τι έχω να φοβηθώ; τι έχω να ντραπώ;… Για την Επιστήμη εγώ, κάνω κάθε θυσία!…
Μποέμ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου