Κυριακή 23 Μαρτίου 2025

“Ο ΑΝΤΡΑΣ ΤΗΣ ΜΑΜΜΗΣ” ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ” 2 Δεκεμβρίου 1896
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Ο ΑΝΤΡΑΣ ΤΗΣ ΜΑΜΜΗΣ (Απὸ τις «Ιστορίες ενὸς Ρεπόρτερ»)

Όσοι προ πέντε χρόνων ανέβαιναν στο Υπουργείο των Οικονομικών θα τον ενθυμούνται ακόμη τον μπάρμπα Γιώργην. Ήτο ένας από τους γραφείς εκείνους, που σήμερα δεν υπάρχουν πλέον στα Υπουργεία. Λείψανο της φουστανελλοφορούσης υπηρεσίας των Υπουργείων. Υψηλός, κατάψηλος, τσιλιγκρός, εφορούσε το εθνικόν ένδυμα με όση λεπτότητα φιγουράρει τις νουβωτέ της μιά υψηλή, ξανθή αριστοκράτις κυρία, τόσο γνωστή στα εμπορικά, τρεις φορές την εβδομάδα, με το στιλπνό κουπέ της και τα στιλπνότερα ολόμαυρα ουγγαρέζικα άλογά της. Δεν υπάρχει πεζότερο πράγμα από την φουστανέλλα της λεβεντιάς και της νιότης. Και την ομορφιά αυτή την είχε ολάκερη ο μπάρμπα-Γιώργης, αν και πενηντάρης άνθρωπος. Μιά γενιά ολόκληρη με τα φλογερά αισθήματά της, με τα εθνικά όνειρα, με τις μεγάλες ελπίδες είταν ζωντανή μέσα στο λιγερό κορμί του. Όσες φορές τον έβλεπα ανεβοκατεβαίνοντας το Υπουργείο δεν ξέρω γιατί η μορφή του, το παράστημά του, τα λεπτά του χαρακτηριστικά, μου ενθύμιζαν μόλις μιά μορφή γλυκειά, όσο και αλησμόνητη, που μόλις περνά τόρα μέσα στη φαντασία μου – το Γιώργο το Παράσχο. Και καθώς τον έβλεπα και τον πλησίαζα, και αλλάζαμε δυο λόγια, καπνίζοντας ένα τσιγάρο, αναζούσε στα λόγια του όλη εκείνη η ζωή η προ και μετά το 62, η ζωή εκείνη η γεμάτη από πολιτικούς μεγάλους αγώνες, από σοβαρώτερα εθνικά γεγονότα, από όνειρα και ιδεώδη, που σήμερα δύσκολα να τα βρη κανείς μέσα στην κοινωνία μας, στα στήθη μας, στην καρδιά μας.

Όλοι στο Υπουργείο τον αγαπούσαν τον σέβονταν μπορεί να πη κανείς. Αυτός είχε κουρασθή προ καιρού με τα πολιτικά, κ’έμεινε πάντα ξένος από την πολιτική της ημέρας, κ’ έτσι είχε κατορθώση να τον αφήνουν τα κόμματα πάντα στη θέση του. Υπουργεία έπεφταν, κυβερνήσεις καινούργιες ερχόταν, αυτός κρατούσε πάντα τη θέση του. Και στο γραφείο του δε μπορούσε να πη κανείς πως δεν ήταν η ζωή, η πνοή της υπηρεσίας. Είχαν συνηθίση όλοι να τον ακούνε, να του ζητούν τη γνώμη του σ’ όλα· ήταν ένα είδος προϊσταμένου αυτός, που δεν είχε τα προσόντα για να προαχθή. Πρωί, πρωί, ήταν πρώτος στην υπηρεσία του· η μόνη του απόλαυσις ήταν το ρουμάκι και το τσιγάρο· προ του ν’ αρχίση τη δουλειά του ήθελε να πίνη κάνα δυό ποτηράκια, ενώ εργαζόταν το τσιγάρο δεν έπρεπε να του λείπη από το στόμα. Όλοι τον έλεγαν στο Υπουργείο, στο καφενείο, στη γειτονιά του, ο άντρας της μαμμής. Έτσι ήταν γνωστός σ’ όλους, γιατί η γυναίκα του ήταν η πιό περίφημη μαμμή της Βάθειας.(*) Και η γυναίκα του ήταν που διατηρούσε το σπίτι, που τον έκανε να φαίνεται πάντα καθαρός, κομμάτι κουβαρντάς στον κόσμο. Ο ψωρομισθός ο δικός του τι να του έκανε. Η μαμμή ήταν που έβγαζε όλα τα έξοδα του σπιτιού και καθώς δεν είχαν παιδιά στο σπίτι τους ήταν μιά χαρά να πηγαίνη κανείς. Ήταν ένα σπιτάκι εκεί κάτω στη Βάθεια, που νόμιζε κανείς πως η ευτυχία κατοικούσε εκεί μέσα. Θυμούμαι μιά φορά του Άη Γιωργιού που πήγαμε καμπόσοι φίλοι να του κάμουμε βίζιτα όλοι ζηλέψαμε το σπιτάκι εκείνο.

Περιποιημένο, καθαρό, στολισμένο με τη λαϊκή εκείνη καλαισθησία, που συγκινεί κάποτε περισσότερο αφ’ ότι θαμπόνει η λάμψη του πλούτου. Μέσα στο σπίτι όλα είταν της παλαιάς εποχής. Ο δίσκος γεμάτος από κούπες γλυκό, από ποτηράκια με μαστίχες, με κονιάκ είταν τοποθετημένος στο μεγάλο τραπέζι της μέσης. Απ’ αυτόν τραταρίζονταν, όπως και στις επαρχίες, οι επισκέπται. Όλη η γειτονιά, πολλοί από την Πλάκα, από το Ψυρρή μπαινόβγαιναν στο σπίτι, και προ του να μπουν στη σάλα, ακούονταν απ’έξω ακόμη η φωνή τους χαρούμενη: “Και του χρόνου!… Έτη πολλά!”. Γελαστός ο άντρας της μαμμής, γελαστή η μαμμή δέχονταν όλον αυτόν τον λαϊκόκοσμο, κάποτε δε και κανένα γνωστό της οικογενείας με ρεδικότα, με μαύρο καπέλλο, και με γάντια, που έρχονταν και έκανε μιά βίζιτα ετικέττας και σ’ αυτό το λαϊκό σπίτι, σοβαρός, σοβαρώτατος. Τα γειτονόπουλα γύρω είχαν μαζευθή στην αυλή κάτω και έτρωγαν γλυκά, και έπαιζαν, και εφώναζαν… Είταν η τελευταία αυτή χαρά του μπάρμπα Γιώργη και της μαμμής.
Ύστερα από λίγες μέρες η γυναίκα του αρρώστησε· κάθησε δύο μήνες στο στο κρεββάτι, παιδεύτηκε απόνα απόστημα, και τέλος πέθανε.

Η δυστυχία τότε κτύπησε κατακέφαλα τον φτωχοϋπάλληλο. Τον βλέπαμε και τότε στο Υπουργείο, αλλά πολύ λυπημένο, πάντα σκεπτικό, με λιγώτερα σιγάρα τόρα, με κάποια αταξία στο ντύσιμό του. Έλειψε η μαμμή, έλειψαν τα κέρδη, και απόμεινε μόνο αυτός με το ψωρομισθό του, με την καρδιά του και την τσέπη του αδειανή. Όσο πήγαινε φαίνεται υπόφερε οικονομικώς και ψυχικώς. Είχε χάση και τη λεβεντιά του, και τη χάρη του.

Το μαύρο κρεπ που είχε στο φέσι του για πένθος έδειχνε το κίτρινο πρόσωπό του τόρα πια κίτρινο, πιο λυπημένο μέρα με την ημέρα. Τα μάτια του που άρχισαν να σβύνουν φανέρωναν πως η ζωή έφευγε γιά πάντα από την ύπαρξή του.

Ένα απόγευμα θυμούμαι περνούσα εμπρός από το γραφείον του, όταν τον απάντησα να βγαίνη αγάλι’ αγάλια κρατώντας ένα χαρτί στα χέρια του, άψυχα, χαιρετώντας λυπημένα τους συναδέλφους του, μ’ ένα τρόπο σαν να τους έλεγε: σας αφήνω όλους για πάντα.
Στάθηκε λίγο στην πόρτα και ξαναγύρισε και κοίταξε το τραπεζάκι του που έγραφε συνήθως. Μπροστά σ’ αυτό το τραπέζι ήταν ένας νέος, ένα παιδί, κομψευόμενο, ζωηρό, που άναβε το τσιγάρπ του, με την πέννα κολλημένη στ’ αυτί του.
- Έ, μπάρμπα Γιώργη, καλή μέρα του είπα, τι νέα έχομε;

Με κοίταξε με το ίδιο εκείνο λυπημένο ύφος που κοίταξε όλους τους άλλους, το γραφείο ολόκληρο, και είπε:
- Τόρα νέα γυρεύεις από μ’ενα, παιδί μου; … Άλλοι από σήμερα θα σου λέν νέα, εγώ πήρα το πασαπόρτι μου… Και μου έδειχνε ένα χαρτί, την παύση του. Τον κοίταξα έκπληκτος. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε μαζί τις γέρικες σκάλες του Υπουργείου αγάλι’ αγάλια, άφωνοι.

Όταν βρεθήκαμε κάτω από τον κήπο της Αστυνομίας, ο άντρας της μαμμής στάθηκε κομμάτι απάνω στο πεζοδρόμιο και κοίταξε πολύ το παλιό κτίριο του Υπουργείου.
Η χρυσή λιακάδα του Γενάρη το έλουζε από κύματα φωτός ξανθού, ολοχρύσου. Κόσμος, υπάλληλοι, επαρχιώται, βουλευταί, κομματάρχαι έμπαιναν και έβγαιναν, άλλοι στη μεγάλη πόρτα του Υπουργείου, άλλοι στο Κεντρικό Ταμείο μ’ έγγραφα, με χαρτόσημα στα χέρια, παραμάσχαλα, απησχολημένοι, βιαστικοί. Όλη η ζωή του Υπουργείου, η καθημερινή, η τακτική, η ίδια ξεχυνόταν εκεί για τελευταία φορά στα μάτια του. Αυτός που την είχε νιώσει κατάβαθα, που είχε ζήση μεσ’ αυτή τη ζωή τόσα χρόνια, με τη λυπημένη εκείνη ματιά του την αποχαιρετούσε εκείνη τη στιγμή γιά πάντα. Η ζωή που χάνεται, και η ζωή που έρχεται ζωγραφίζονταν πολύ θλιβερά σ’ αυτή τη μικρογραφία μπροστά στα μάτια μου. Και όλη η πικρή λύπη που νιώθει κανείς, όταν αφίνη, όταν αποχαιρετά τη ζωή του κόσμου, τη δική του τη ζωή, τη ζωή πού έζησε τόσα χρόνια, και που του φέρνει τόσες ενθύμησες και βλέπει να έρχεται να πιάνη τη θέση του άλλη ζωή καινούργια, άλλη ζωή με καινούργια αισθήματα, με την όρεξη της νιότης της, με τη λάμψη νέων σκέψεων και νέων ονείρων, με τη χαραυγή νέου ορίζοντος, ξαπλώθηκε στη ψυχή του, στη μορφή του και φανερώθηκε με μιά τόση δυνατή έκφραση, μ΄ένα τόσο παράπονο του ατόμου, που το συνεπαίρνει το σάρωμα του χρόνου και η εκμηδένιση του παντός, που είνε τόσο πικρότερο κάποτε, όταν έρχεται από την πιό ασήμαντη ύπαρξη ς’ αυτό τον κόσμο – μ’ αυτά τα λόγια μονάχα:
- Πάει, εμείς τόρα εξοφλήσαμε με τη ζωή, με τον κόσμο· ας έλθουν οι άλλοι να ζήσουν, να χαρούν !...

Και απομακρύνθηκε. Ύστερα από μιά βδομάδα ένας γραφεύς του Υπουργείου μου έλεγε ένα άλλο απόγευμα:
- Νέα θέλεις σήμερα; Ο άντρας της μαμμής σ’ άφησε χρόνους χτές· το πρωί είχαμε την κηδεία του…

Μποέμ


_________________

(*) Η Βάθεια (σημερική Πλατεία Βάθης), πήρε το όνομά της από το χαμήλωμα του εδάφους, όπου λίμναζαν τα νερά του χειμάρρου Κυκλοβόρου. Από εκεί περνούσε ο δρόμος του Μενιδίου (Αχαρνών), μέσα από την κοίτη του ρέματος που κάποτε καλύφθηκε και αποτέλεσε την σημερινή οδό Μάρνη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου