Εφημερίδα “ΣΚΡΙΠ” 25. 10. 1896
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Η ΤΡΕΛΛΟΥΤΣΙΚΗ
(Από τις “Ιστορίες ενός Ρεπόρτερ”)
Την ακολούθησε με τρυφερή ματιά να φεύγη. Πόσο ήταν ευτυχισμένος, κατάψυχα ευχαριστημένος εκείνο το πρωί από τον εαυτό του, από την αγάπη του, απ’ αυτή την ίδια. Πράγμα πολύ σπάνιο. Είχαν δη μαζί τον ήλιο να βασιλεύη, όπως τον είχαν ιδή πάλι αντάμα εδώ και λίγες στιγμές τόρα ν’ ανατέλλη. Είχαν περάση ολόκληρη νύχτα αχώριστοι, αγαπημένα, ευτυχισμένα. Και τόρα εφευγε και τον άφηνε ήσυχο, χωρίς καμμιά ψυχική τρικυμία, χωρίς καμμιά ηθική ταραχή. Χαμογελούσε πλέοντας σε γλυκειά συγκίνηση, που την έβλεπε να χάνεται εκεί στην άκρη του δρόμου με το γοργό, με το παιδικό εκείνο βάδισμά της, ενώ το κεφαλάκι της γυρισμένο ως την τελευταία στιγμή προς αυτόν – το χλωμό από την αϋπνία και τη μέθη εκείνο κεφαλάκι, με τα μαλλιά μπερδεμμένα και τα μάτια κομμένα, μελανά γύρω γύρω – του έστελνε ως τη ψυχή του μέσα γλυκειά, τρυφερή γαλήνη, αγάπης, αφοσιώσεως. Πόσο είταν αληθινά ευτυχισμένος. Και σα χάθηκε εντελώς απ΄τα μάτια του ετράβηξε αγάλι’ αγάλια το δρόμο του με τα μάτια καρφωμένα χάμου, μη κοιτάζοντας τίποτε γύρω του, ούτε τους διαβάτες που έτρεχαν στη δουλειά τους μέσα στην πρωϊνή ομίχλη, ούτε τη ζωή που άρχιζε στην πόλη με κάποια ραθυμία, μ’ένα βαρύ μαχμουρλίκι. Τίποτε, τίποτε. Όλος ο νους του, όλη η ψυχή του, τα μάτια του είχαν αφοσιωθή στην ευτυχισμένη εκείνη νύχτα και ροφούσε ακόμα την απόλαυσή της με τη νωθρή ενθύμηση της, με το πυκνό της άρωμα, που του είχε αφήση εκείνη απάνω του, στα ρούχα του, στο κορμί του, στη ψυχή του μέσα.
Και τι γρήγορα είχε περάσει μιά ολόκληρη νύχτα, πως είχαν κάμη φτερά οι ώρες αυτές οι μεγάλες, οι ατελείωτες, οι μεθυστικές, οι χρυσές. Και ξανάβλέπε μπροστά του όλα τα μικρά εκείνα επεισόδια, και αναπαραστούσε μυστικά όλη τη μέθη, την τρέλλα, τη γλύκα, την παραφορά αυτής της νύχτας με κάποια ζήλεια, ρίχνοντας ανήσυχες ματιές γύρω του μ’ένα φόβο μήπως μαντεύσουν οι διαβάτες την ευτυχία του, τις σκέψεις του, τις ενθυμισές του, τα πολύτιμα μυστικά του. Μέσα στον έρωτα του αυτόν τον απόκρυφο, μέσα στον έρωτά του αυτόν τον καταραμένο, που τον πότιζε κάθε μέρα το φαρμάκι της ζήλειας, που τον έλυωνε ο καημός του πόθου, που τον βασάνιζε το μαρτύριο της επιθυμίας, του πάθους, η τύχη θέλησε να του δώση μιά ολόκληρη νύχτα χαράς, ευθυμίας, αγάπης, καλοσύνης. Και η θερμή του φαντασία μεγάλονε τον έρωτά του! Και σαν τον χαρτοπαίχτη, που ξημερόνεται μια μέρα ανέλπιστα, ύστερα από καθημερινή χασούρα, μ’ένα μεγάλο ποσό στην τσέπη του, και πλέει όλος σε όνειρα, και νομίζει πως η τύχη αρχίζει να του χαμογελά, και να του δείχνη το δρόμο της επιτυχίας, του κέρδους, και της χαράς, και σφίγγει με λαχτάρα, με παραφορά τα χρήματα του στην τσέπη του, έτσι και αυτός κρατούσε, θάλεγε κανείς αυτή την αναπνοή του μήπως ξεφύγη από μέσα του αυτή η ευτυχία που φούσκωνε τα στήθη του, που του έπνιγε το λαρύγκι. Ποιός ξέρει αν δεν πέταξαν πια όλες οι μεγάλες, οι τρομερές εκείνες λύπες, όλος ο πόνο ο αδιάκοπος, όλο το μαρτύριο το καθημερινό; Και θ΄αρχίση τόρα η ζωή να του φαίνεται έτσι ρόδινη πάντα, έτσι όμορφη, κι’ εκείνη θα του σκορπά πάντα την απόλυτη ευτυχία, και θα λείψουν όλα τα βάσανα, και όλα τα φρικιά εκείνα φαντάσματα που έρχονταν και του απορροφούσαν και τη πιό μικρή χαρά ως τα τόρα του έρωτά του, και του στράγγιζαν και τη πιό ασήμαντη απόλαυσή του, και του άφιναν αιώνια το σκοτάδι μέσα στη ψυχή του της πίκρας, της ζήλειας, της αμφιβολίας, της δυστυχίας, του πόνου, και μονάχα του αιώνιου πόνου;
Ποιός ξέρει αν θα γείνη από σήμερα, πάντα παιδί εύπιστο, χαρούμενο, ήσυχο, όπως έγεινε όλη τη νύχτα απόψε, και τίποτε δεν θα τον τρομάζη, και τίποτε δε θα τον λυπή, και τίποτε δε θα τον κάνη ν’αμφιβάλλη; Ποιός ξέρει αν το μέλλον του, αν η ζωή του ολόκληρη δε θάνε πια ένα γλυκό όνειρο, όπως ήταν γλυκό όνειρο, ολόκληρη αυτή η νύχτα;
Αυτή η νύχτα ! Τι ευτυχία, τι αληθινός παράδεισος! Ποτέ άλλοτε δε το είχε ποτίση τόσο από ηρεμία ψυχής, ηρεμία μυαλού, ηρεμία καρδιάς, ηρεμία νεύρων η τρελλή.
· Από τη στιγμή που του είπε, κοκκινίζοντας ανάλαφρα, πως θα έμενε μαζί του απόψε, ως τη στιγμή που τον αφήκε, ένα σύγνεφο δεν ήρθε να σκεπάση το φως της ευτυχίας του. Και πηδούν τόρα μπροστά του, ολόκληρες εκείνες οι χρυσές στιγμές οι πολύτιμες ώρες και τον βαυκαλίζουν ακόμα ήρεμα, ήσυχα. Πόσο ήταν όμορφη, περίσσια όμορφη απόψε. Πως έγινε παιδί, παιδάκι, αγοράκι τρελλούτσικο, τη στιγμή που πέταξε το καπέλλο της, τα γάντια της και κάθησε κοντά του εκεί στην άκρη τη μυστική, τη σκοτεινή, την απόκρυφη του κήπου. Και πήρε τη γελαστή εκείνη όψη της, και μιλούσε τρυφερά, χαριτωμένα, γλήγορα, γλήγορα, γιατ’ είχε να πη πολλά πάρα πολλά η τρελλούτσικη, η θεότρελλη, όπως στις πιό καλές στιγμές της. Και πως του άφηνε ολόγλυκα την απαλή μουσική της φωνής της να λούζη τη ψυχή του σε κρουσταλλένια γλύκα, ενώ ακουμπούσε το σγουρό της κεφαλάκι στον ώμο του.
Και τι δεν είπε εκείνο το βράδυ. Όλα τα γνωστά, τα απόκρυφα της ζωής της, πολλά ακόμα που δεν του τα είχε πη ποτέ, όλες τις θλίψες της, τις χαρές της,τα παιδικά της τα παλιά της, τα τορινά της. Ακόμα του είπε και το χρώμα της πρώτης χειμωνιάτικης τουαλέττας της, που έκανε τόρα, το σχήμα του τελευταίου καπέλλου της που παρήγγειλε, των τελευταίων μποττινιών της που θα φορούσε. Όλα, όλα. Του είπε ακόμα γιατί φορεί τέσσερες μονάχα τυρκουάζ και γιατί άλλοτε φορούσε πέντε στα μικρά, στ’αστεία εκείνα δάκτυλά της, του είπε ακόμα την τρελλή μασκαράτα της που είχε κάμη πέρυσι στα καρναβάλλια… πως της αρέσει, τρελλαίνεται να πιάνη πάντα τα κουμπιά του πουκαμισιού του… πως το πρωί έχασε, καημένε, ένα φιγαρώ κ’ είταν τόσο λυπημένη… πως χθες το βράδυ άρχισε ξαφνικά τα κλάμματα γιατί θυμήθηκε τα πικρά του λόγια που της είπε προτού να την αφήση… Και τι δεν είπε με την ατελείωτη, τη χρυσή φλυαρία της που ξέχασε να βάλη μιά μπουκιά καν στο στοματάκι της ν’αγγίξη το ποτήρι στα χείλη της, και άφησε ως τα μεσάνυχτα άγγιχτο το πιάτο της, τη πετσέτα της η τρελλούτσικη…
Κι όταν κουράστηκε κομμάτι, έγειρε πιό λυπημένα στον ώμο του το κεφαλάκι της και φέρνοντας κοντά στα μάτια του τα μάτια της, που έλαμπαν φωτεινά μέσα στη σκοτεινή, την απόκρυφη άκρη του κήπου τον ρώτησε τρεμουλιαστά για χιλιοστή ίσως φορά, αλλά μ’ ένα καινούργιο πάλι γι’ αυτόν παραπονιάρικο τόνο· “Μ’ αγαπάς; … Ώ! Θεέ μου! Δε μ’ αγαπάς, όσο σ’ αγαπώ… Α! Είνε αμαρτία είνε κρίμα… δε μ’ αγαπάς! … Είμαι δυστυχισμένη … λυπήσουμε !” Κι άρχισε να μουρμουρίζη τότε πικρά, αλλά τρυφερά αλλά χαριτωμένα. Και είταν τότε πιο όμορφη, πιο λιγωμένη, πιο τρυφερή από κάθε φορά…
Και σ’ αυτή την ενθύμηση του πλέει όλος σε καινούργια πάλι ευτυχία. Κι’ ο νους του φέρνει πάντα μπροστά του τόρα άλλες στιγμές πιό γλυκές, πιό μεθυστικές. Όλο το κατάγλυκο εκείνο μυστήριο που ποτίστηκε η ψυχή του, η αίσθησή του, η σάρκα του, όλη η μέθη. Η παραφορά, η απόλαυση μέσα στο μισοφώτισμα της κάμαρας, μέσα στην απόλυτη ησυχία της νύχτας, όλη η τρέλλα της, που φάνηκε πιό καινούργια, πιο χαριτωμένη, πιό ολόδροση, πιό αχόρταγη από κάθε φορά, όλοι οι θερμοί της όρκοι ότι θα τον αγαπά, θα τον λατρεύη αιωνίως, τον μεθούν με την ίδια δύναμη τους και τόρα, ενώ αυτή είνε μακρυά του, ενώ δεν έμεινε απάνω του απ’ αυτή παρά ένα λεπτό, λεπτότατο άρωμα, που η ομίχλη της αυγής το ξατμίζει, το απορροφά…
Άξαφνα εκεί που περπατούσε τόσες ώρες στους δρόμους ασυνείδητα, με τη ψυχή του γεμάτη απ’αυτή, με το νου του πλημμυρισμένο απ’εκείνη, στάθηκε απότομα στη μέση απ’το πεζοδρόμιο.
Δυό τρεις διαβάτες γύρισαν και τον είδαν περίεργα, και έπειτα τράβηξαν το δρόμο τους. Αυτός είχε κολλήση τα μάτια του απάνω στις πλάκες και χλωμός, με ξαφνικό πυρετό έβλεπε χάμου αλλόκοτα, ενώ ένα πικρό χαμόγελο έλαμπε στα χείλη του. Τι είχε πάθη ξαφνικά;
Και όσο κοίταζε τις πλάκες, τις χρυσισμένες από τον πρωϊνό ήλιο, που είχε σχίση την ομίχλη, και έλαμπε κατάχρυσος, κάτι σαν τρόμος τον έπιασε, ανατριχίλα τον κλόνισε σύσσωμο. Ώ! Γιατί να βρεθή έτσι σ’ αυτή τη θέση μέσα στην πλέον ευτυχισμένη ώρα του; Εκεί απάνω στις πλάκες αυτές, στην ίδια αυτή θέση θυμήθηκε πως μιά μέρα, μιά φορά ενώ περνούσε απ’ εκεί αμέριμνα, είδε ξαπλωμένο, χάμου με τα μυαλά σκορπισμένα έξω απ’ το κρανίο ένα νέο παιδί, πλέοντας στο αίμα του, ενώ μιά γυναίκα σαν τρελλή, έτρεχε μέσα στον κύκλο των περιέργων, μαδώντας τα μαλλιά της - η δυστυχισμένη μάννα. Και όλη η θλιβερή εκείνη περασμένη ιστορία αναγεννιέται τόρα τρομερά εμπρός του.
Το φτωχό παιδί είχε αυτοκτονήση για μιά γυναίκα, για μιά γυναίκα μικροκαμωμένη, τρελλή, τρελλούτσικη, χαριτωμένη. Του είχε ορκισθή, ότι θα τον αγαπά αιωνίως, το είχε κλείση μέρες, μήνες, χρόνο στην αγκαλιά της, τόχε ποτίση από έρωτα, από μέθη, από παραφορά, από μανία. Και ύστερα ήρθε μιά στιγμή, που άξαφνα δεν ένοιωσε τίποτε, απολύτως τίποτε γι’ αυτό… Μιά σφαίρα ρεβόλβερ τότε και το παιδί ξαπλώθηκε εκεί στο δρόμο νεκρό, καταματωμένο…
Και στη ξαφνική αυτή ενθύμηση, που τόσο σκληρά ήρθε εκεί μέσα στο δρόμο, μέσα στη πιό ευτυχισμένη του στιγμή να του διαλύση όλο το μεθύσι του, ο φτωχός άνθρωπος νιώθει να χάνεται για μιάς όλη η θεία ευδαιμονία του, κ’ ενώ τραβά λυπημένα το δρόμο του, η μαύρη και πικρή αμφιβολία του, το αιώνιο αυτό μαρτύριο της καρδιάς του, έρχεται πάλι και του απλόνει σκοτάδι απελπισιάς στα μάτια του, στο νου του, στη ψυχή του μιά φορά ακόμα πιό φριχτά για το φτωχό έρωτά του…
Μποέμ