Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Ο ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ

 Εφημερίδα “Σκριπ” 25.7.1896

ΣΤΗΝ ΤΑΡΑΤΣΑ

(Από τις “Ιστορίες ενός Ρεπόρτερ”)

Έπαιρνε το τσάϊ της με τις, ωραίες αυτές λιακάδες απάνω στη ταράτσα της το απόγευμα. Ένας από τους πολλούς φίλους της της έκανε συντροφιά όλο το απομεσήμερο, όταν δεν είχε βίζιτες. Κι’είχε τόσες λίγες, αφού η κυρία δέχουνταν την Πέμπτη μονάχα.

Η Sarah Bernard, πρωτότυπο μοιραίας γυναίκας, το 1891. Φωτογραφία του Henry Walter Barnett.

Εκεί απάνω στ’ ολόξανθο ηλιοπλημμύρισμα του Γεννάρη είταν ευτυχισμένη η όμορφη. Καθισμένη στην άκρη μιάς μεγάλης πολυθρόνας, πάρα πολύ, πολύ μεγάλης για το μικροσκοπικό εκείνο σωματάκι, με σταυρωμένα τα χεράκια της απάνω στα γόνατά της, όταν δε κάπνιζε τ’ αρωματισμένα αιγυπτιακά σιγαρέτα, απόμεινε χαμογελώντας, κουβεντιάζοντας, φλιρτάροντας με τον επισκέπτη της, ευτυχισμένη γιατί ζούσε, γιατί είταν όμορφη, γιατί ούτε η λύπη, ούτε η φτώχια, ούτε τε πάθη μπορούσαν να ταράξουν την ήσυχη ζωή της λεπτοκαμωμένης.

Είταν από τις γυναίκες εκείνες, που ανάβουν πάθη με μιά ματιά τους, χωρίς να αισθάνουνται ποτέ την παραμικρή ταραχή. Από τις γυναίκες εκείνες, που δεν μπορείς με τη λέξη όμορφες να τις χαρακτηρίσης, από τις γυναίκες εκείνες που είναι τόσο φρουφρουδένιες, τόσο πουπουλένιες, τόσο μεταξωτές, ελαφρές, ελαφρές που μόνο ένα όνειρο ενός ποιητού μπορεί να τις αναπαραστήση. Από τις γυναικούλες εκείνες, που δύσκολα τις βρίσκεις στη ζωή, που κάνεις ημέρες, μήνες, χρόνια να τις δης έτσι τέλειες, αριστουργηματάκια σάρκας και ντουαλέττας. Από τις γυναίκες εκείνες, που δεν τις βλέπεις στο δρόμο, στα θέατρα, στους χορούς κάθε στιγμή, κάθε μέρα. Διαβαίνεις στο δρόμο και περνούν μπροστά σου χιλιάδες γυναίκες, όμορφες γυναίκες, κοκέττες, μαργιόλικες, μικροκαμωμένες, ψηλές, περήφανες, ζαχαροπλασμένες και δε σου κάνουν καμμιά εντύπωση, δε σου λένε περισσότερο αφ’ ό, τι σου λένε όλες μαζί. Όταν μιά φορά το πολύ στη ζωή σου διαβαίνη μπροστά σου μιά απ’ αυτές τις γυναικούλες, που δε ξέρεις καλά, καλά πως φάνηκε μπροστά σου, και σε πλημμυρίζει από την αριστοτεχνική τελειότη της, σου σκορπά μιά μυρουδιά ως στην καρδιά σου, σου περιχύνει ολόκληρο τον οργανισμό σου από ένα μεθύσι αλλιώτικο, παράξενο, και σου γεννά ένα δυνατό όσο και γλυκό, και τρυφερό όνειρο να πεθάνης σιγά σιγά, να σβύσης αγάλι’ αγάλια, γλυκά, ήσυχα, απαλά, σαν αφρός, σαν κεράκι, σαν χιονάκι, σαν κύμα από ηδονή απέραντη, από ηδονή αχόρταγη, από ηδονή και μονάχα ηδονή μέσα στην μεταξένια, στην απαλή. Την αλαβάστρινη αγκαλιά της, την αγκαλιά που μαζί με την απόλαυση της σάρκας σμίγει και του λεπτότατου ονείρου η φλόγα, που μαζί με τα φιλιά της σάρκας σμίγει και τα φιλιά της ψυχής…

Η ηλιοπλημμύρα η πλούσια, απέραντη χρυσίσει την μικρή ταράτσα. Τα μάρμαρά της αφήνουν φωτεινές σπιθίτσες, τα πουλάκια τριγυρίζουν στις στέγες γύρω, πέρα, πιο πέρα ακόμα, ως τον ορίζοντα κάτου. Μουρμουρίζει απάνω στο τραπεζάκι το σαμοβάρι αποκοιμιστικά κ’ εκείνος την κοιτά και την ακούει μαγεμμένος. Ο ήλιος αγκαλιάζει την Αθήνα ολάκερη, ο κόσμος στέλνει τη βοή του ανάμιχτη από κάτω από τους δρόμους ως εκεί απάνω. Ζέστη γλυκειά, ζέστη απαλή, ζέστη μυρωμένη από ανάλαφρο αεράκι, χρωματισμένη από το γαλανό του ουρανού και το ολόχρυσο του ήλιου πλημμυρίζει τη γη. Λάμπουν τα κεραμίδια γύρω των σπιτιών, η θάλασσα η απέραντη των στεγών της Αθήνας απλόνεται ηλιοπλημμυρισμένη σε ατελείωτα κύματα λευκαίνοντας από θαμπωτική λάμψη τα μάρμαρα των μπαλκονιών, των τοίχων. Θεόρατη σηκώνεται στον ουρανό κάτω εκεί η Μητρόπολη όλη λάμψη και μαγεία, τ’ Ανάκτορα τεράστια και περίβλεπτα απλώνουν τ-άχαρα και μονότονα ντουβάρια τους στο φως αυτό το αθάνατο, λαμποκοπούν τα μέγαρα όλα της οδού Κηφισσιάς σα μαγικά παλάτια. Και οι κήποι με τις ολίγες πρασινάδες του, τις καθαρές, τις βαθειά πράσινες, τις πλυμένες από τη βροχή πρασινάδες, με τα πανύψηλα κυπαρίσσια τους και τα φουντωτά πεύκα τους δίνουν τόνους φαιδρούς και μαγικούς στην απέραντη αυτή ασπράδα του ήλιου, ασπράδα παράξενα γαλανή κι’ ολόχρυση μαζί. Οι λόφοι γύρω με τα συντρίμματα του αρχαίου κόσμου παράξενες υψώνουν τις σιλλουέτες τους, κι ο κάμπος ο πράσινος, ο κάμπος ο σκούρος με το μεγάλο ελαιώνα του, κ’ η θάλασσα κάτου η καταγάλανη, κ’ οι ανακατεμμένοι σωροί των σπιτιών του Φαλήρου και του Πειραιώς, και τα βουνά γύρω, με τον Υμητό τον σκεπασμένον ανάλαφρα από τεράστιο χρυσογάλανο πέπλο, με τον Πάρνηθα μισοχιονισμένο, με την Πεντέλη καμαρωτή κι ολογέλαστη. - κι’όλος αυτός ο μαγικός κι αθάνατος ορίζοντας απ’ τις παραμικρές γραμμές του, ως το ολάκερο πανόραμμά του σκορπά στα μάτια της λεπτοκαμωμένης μιάν αρμονία ονειρευτή, μιά μέθη πρωτοφανέρωτη.

Μουρμουρίζει απάνω στο τραπεζάκι το σαμοβάρι αποκοιμιστικά, σκανδαλιάρικα. Κι όσο περνά η ώρα, κι όσο την περιχύνει με τη χαϊδευτική φλόγα του το πλημμύρισμα του ήλιου, που ψιθυρίζει στ’ αυτάκια της τρελλά λογάκια, του γαργαλάει ελαφρά, σαν πούπουλο το μεταξένιο δέρμα της, κι ανάβει τα μαγουλάκια της τα τριανταφυλλένια, και τρις ζωντανεύει το κορμάκι της το αριστοτεχνικό, και χρωματίζει πιό έντονα το μωβ φορεματάκι της, και γλυστρά από το ντεκολτέ της μέσα βαθειά στων στηθειών της τους μαρμαρένιους κόσμους, και αναδεύει με τη δύναμή του, θάλεγες, τα ξετρελλαίνοντα καστανά μαλλάκια της, και ζωγραφίζει με μεγάλου καλλιτέχνου τέχνη με αρμονία και με λεπτότη άλλους κόσμους επιθυμιάς και μέθης χαμηλά κάτω στην άκρη της φούστας της, στο μεταξένιο μεσοφοράκι της, που μόλις αφήνει να φαίνεται τόση δα από ολομέταξη ταντελλίτσα – κι όσο την περιχύνει ο ήλιος ο αθάνατος με τη χρυσοβολή του, γλυκειά, μεθυστική την πιάνει αποκαμομάρα του κορμιού, της ψυχής. Λάμπουν τα μάτια της τα ολόμαυρα, λάμπουν τα δοντάκια της τα φιλντισένια, λάμπουν τα χεράκια της τα κρινοπλασμένα, λάμπει το κορμί της το τέλειο, λάμπει το λουστρίνι των γοβιών της με το μαύρο μεταξωτό φιογκάκι του. Λάμπει η ψυχή της ολάκερη.

Καπνίζει αγάλ’ αγάλια σα χανούμισα, γαλανές τουλουπίτσες καπνού αφίνει το στοματάκι της, π’ ανοιγοκλείνει σα πρωταπριλιάτικο τριανταφυλλάκι. Ένα κρυφό, τρελλό γαργάλισμα την παραδέρνει όλη. Στην πτέρνα της τη ροδαλή του δεξιού ποδιού της νιώθει ένα γοργό, γοργότατο ανατρίχιασμα, που ανεβαίνει πιο γρήγωρο σ’ όλες τις φλέβες της, σ’ όλο το σώμα της, που παραδέρνει τη σπονδυλική της στήλη, που ανακατεύει μεθυστικά το κεφαλάκι της, που χτυπά δυνατά τα στήθη της τα μαρμαρένια. Τρέλλα γλυκειά την παρασύρει, τρέλλα λεπτή κι αρμονική, και θεία σαν τη τρελλή αυτή φλόγα του ήλιου του αθάνατου. Και μισοκλείνει με μαργιολιά τα μάτια τα ολόμαυρα.

Εκείνος λιγωμένος μένει αντίκρυ της περιμένοντας. Του νεύει τότε απαλά, χαριτωμένα. Και με το πρωτ’ αγκάλιασμά της απάνω εκεί στης πανύψηλης ταράτσα τον πάναγνο αέρα, αφίνει η μικρούλ’ αυτή, και λεπτοκαμωμένη γυναικούλα, το κομψοτεχνηματάκι αυτό το πουπουλένιο, αυτή η φρουφρουδένια κ’ η ολομεταξένια, μιάν αρμονία έρωτα και αγάπης έτσι θεία και τέλεια, σκορπίζει μιά ζωή ολόκληρη κι αυτή εδώ στη γη κάτω έτσι θαυμαστή και ηδονική σαν την αρμονία, σαν τη ζωή που αφίνει απ΄τα ζαφειρένια τ’ουρανού ο ήλιος αυτός εκεί απάνω…

Μποέμ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου