Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΣΑΚΚΟΥΛΕ – ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Πρωτοχρονιάτικο χρονογράφημα του Δημήτρη Χατζόπουλου, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» την 1 Ιανουαρίου 1934. 

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΣΑΚΚΟΥΛΕ
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΠΟΕΜ

   Η σκηνή στη γωνία της οδού Σταδίου και πλατείας Συντάγματος, ενώ εφυσούσε παγερό αττικό βοριαδάκι. Αυτή η γωνιά του Συντάγματος είνε ο Κάβο ντ’όρος της πρωτευούσης. Την βραδειά εκείνη παραμονή Πρωτοχρονιάς συνεκρούσθην απροσδόκητα στην γωνίαν με αλησμόνητον φίλον, έναν ανεκτίμητον παλαιόν αθηναίον:
- Αϊ !
- Αϊ !
   Είχαμε ανεβασμένον τον γιακά των επανωφοριών μας, τραβηγμένην έως τ’αυτιά την ρεπούμπλικα. Τα χέρια στης τσέπες και το βήμα γοργόν. Εσταματήσαμεν ακριβώς στην γωνίαν του αλλοτινού πρώτου καφφενείου Ζαχαράτου. Ο άνεμος έκανε τα άκρα του επανωφοριού μας σημαίαν και μας επάγωνε τα λόγια στα χείλη.
- Για που; Καφφέ;
- Καφφέ Πρωτοχρονιάν; Δεν τον πίνουν ούτε ιμάμηδες.
- Δεν έχεις κανένα σχέδιον;
- Απλώς κάποιο χιλιάρικο.
- Τότε συνταυτίζεται το σχέδιό σου με το δικό μου. Έλα να φάμε πρώτα τον πρωτοχρονιάτικον γάλον.
   Βραχνή φωνή ηκούσθη δίπλα μας.
- Κι εγώ, ρε, έχω όρεξι για γάλον!
    Δεν ήταν ανάγκη να στραφώμεν. Η βραχνή εκείνη φωνή μας ήταν γνωστή όπως κι ο Παρθενών. Δεν θα υπήρχε αθηναίος που να μη την αναγνώριζε, έστω κι’ αν την άκουγε στο βαθύτερο σκοτάδι. Ο Σακκουλές δεν είχε εγκαταλείψει την προσφιλή του γωνίαν κι’ εκείνην την παγεράν χειμερινήν βραδειάν. Όσοι εμπήκαν αμέσως στο νόημα, δεν θα δυσκολευθούν στην ανάμνησιν του σχεδόν μοναδικού αυτού αθηναϊκού τύπου της πλατείας Συντάγματος. Πολλοί τύποι εδοξάσθησαν στας Αθήνας και πολλοί απετέλεσαν χαρακτηριστικόν γνώρισμα εποχών. Από τους «μάγκας του Ρολογιού» της Παληάς Αγοράς μέχρι του νεωτέρου πολιτικού και ποιητού Αρμάνδου Δελαπατρίδου, αλλ’ η φυσιογνωμία του αειμνήστου Σακκουλέ αποτελεί μίαν ανωτερώτητα στο είδος της. Πως ενεφανίσθη στην γωνίαν του προηγουμένου εκεί καφφενείου Ζαχαράτου σχεδόν δεν ήξερε κανείς, αλλά κανείς δεν τον αγνοούσε στας Αθήνας. Η φήμη του είχε φθάσει πολύ έξω από τα στενά όρια της μικρούλας Ελλάδος των προπολεμικών χρόνων. Περιηγηταί τον εφωτογραφούσαν, όπως και τον φουστανελλά Μερακλήν του Ζαππείου, ξένοι γράφοντες τον ενθυμούντο στας δημοσιευομένας εντυπώσεις των ταξειδίων στας Αθήνας. Νομίζω, ότι ετιμήθη η προσωπικότης του Σακκουλέ και με τον απαθανατισμόν της στας σελίδας της παρισινής «Ιλλουστρασιόν». Τέλος δεν εννοείτο τότε η πλατεία του Συντάγματος χωρίς την παρουσίαν του Σακκουλέ. Το στρατηγείον του ήταν η περίφημη και επικίνδυνη γωνία. Χαμηλού μάλλον αναστήματος, εύρωστος, μελαψός, αναμαλλιάρης, αιωνίως ξυπόλυτος, ακόμη κι’ όταν του εχάριζαν παπούτσια – τα επωλούσε στο Αναβρυτήριον, το δημοπρατήριον τότε – με ξεκούμπωτον το λερόν υποκάμισον, ώστε εφαίνετο κατάμαυρον το λάσιον στήθος του, στήθος τσέλιγκα των οροπεδίων της Πίνδου, εσταματούσε τον κόσμον. Κουρελής, λιγδιάς, θρασύς, απαιτητικός επρόσταζε τους διαβάτας με γοητευτικήν προπέτειαν:
- Ρε, φέρε μια δεκάρα !
   Η προσταγή του απηθύνετο ανεξαιρέτως προς όλους, διοτι εφρονούσε ο αείμνηστος ανήρ, ότι είχε αδιαμφισβήτητα δικαιώματα δεκαλέπτου φορολογίας παντός διερχομένου ενώπιόν του, είτε μικροαστός ήταν αυτός, είτε αξιωματούχος, πολιτικός, διανοούμενος, έμπορος, επαγγελματίας. Η προσταγή του απηυθύνθη πολλάκις και προς υπουργούς, πρωθυπουργούς, πρίγκηπας. Έφθασε κάποτε μέχρι των αυτιών του βασιλέως Γεωργίου Α’, καθώς κατέβαινε πεζός από τ’ Ανάκτορα για να σουλατσάρη υψηλός, λεπτός, μ’ένα μπαστουνάκι πάχους περίπου σπίρτου, στην οδόν Ερμού, περιεργαζόμενος της βιτρίνες των εμπορικών της σαν κοινός αστός. Ο Γεώργιος Α’ εχαμογέλασε και επλήρωσε τον φόρον του ως έλλην πολίτης κι’ αυτός προς τον Σακκουλέ μ’ ένα χρυσόν εικοσάδραχμον. Ο Σακκουλές αντί ευχαριστήσεως είπε μεγαλειωδέστερος αυτός, προς την φορολογηθείσαν Μεγαλειότητα ξηρά και συγκατανευτικά:
- Άτε, ρε, πήγαινε!
   Είχε  όμως και τας ισχνάς αγελάδας της η φορολογία του, σαν κάθε δυσάρεστη φορολογία σ’αυτόν τον κόσμον. Εις κάποιαν ημέραν μειώσεως των προσόδων της ωφείλετο και η επιγραμματική ρήσις του Σακκουλέ δια τους ομοεθνείς του. Είπε με μελαγχολίαν:
- Ρε, τι διόμισυ εκατομμύρια έλληνες είσθε σεις, που δεν μπορείτε να θρέψετε ένα τεμπέλην σαν και μένα!

   Η πέννα του Ιωάννου Κονδυλάκη, και του Ζαχαρία Παπαντωνίου, των δυο αθηναίων χρονογράφων περιωπής στην νεωτέραν αυτήν κομψήν ελαφρολογίαν, απησχολήθη με τον Σακκουλέ πολλάκις. Σ’ ένα ιστορικόν λεύκωμα των αθηναϊκών λαϊκών τύπων, που θα εξεδίδετο ποτέ, θα είχαν την πρώτην θέσιν παρόμοια εφήμερα αριστουργήματα, χαμένα στους κιτρινισμένους, σκονισμένους ογκώδεις τόμους εφημερίδων. Και όπως δεν άφηνε ποτέ την αγαπημένην του γωνίαν ο μεγαλειώδης τύπος μας, δεν την είχε  αφήσει και την παγωμένην εκείνην πρωτοχρονιάτικην νύκτα. Δεν την αφήκε παρά όταν αφήκε και τον πρόσκαιρον κόσμον. Υπήρξε ήρως του φορολογικού καθήκοντός του. Μίαν ημέραν άρπαξε εκεί μαζί με της τελευταίες δεκάρες των φορολογουμένων πολιτών και την πνευμονίαν. Πολλοί έχυσαν παροδικόν δάκρυ στην θλιβερήν είδησιν της ανεπανορθώτου απωλείας. Ο τύπος απησχολήθη εκτενώς με τον θάνατον του δημοφιλούς ανδρός και μάλιστα ερρίφθη η ιδέα της αναστηλώσεως χαλκής προτομής του στο Σύνταγμα! Φευ!  Δεν επετεύχθη καν αναμνηστική του πλαξ στην προσφιλή του γωνίαν της πολυετούς δράσεώς του…

  --- ---
   Η σκιά του Σακκουλέ επανέλαβε σε επιτακτικώτερον τόνον:
- Είπα, ρε, ότι έχω κι΄εγώ όρεξι για γάλον…
   Ο αλησμόνητος φίλος είχε πάντα εκδηλώσεις εκκεντρικάς. Απήντησε με την χρυσήν ενδοτικότητά του προς κάθε επιθυμίαν του πλησίον:
- Κύριε Σακκουλέ, η τιμή που μου κάνετε είνε μεγάλη. Ορίστε, παρακαλώ, να γευματίσωμεν μαζί απόψε…
   Και επέρασε τον βραχίονά του ελαφρά σαν μαρκησία των μελοδραμάτων στον βραχίονα του τρέμοντος από το ψύχος μεγάλου ανδρός, προσθέσας:
- Φίλε μου, δόσε και συ το χέρι σου στον κύριον Σακκουλέ.
   Τον επιάσαμεν και σε λίγο έκπληκτοι, σαστισμένοι οι πελάται ενός των καλλιτέρων ξενοδοχείων των Αθηνών είδαν να εισέρχεται η τριάς εκείνη α λα μπρατσέτο. Τα γκαρσόνια ωπισθοχώρησαν στην αρχήν, έπειτα, τας ιδιορρυθμίας του φίλου μου, συνιδιοκτήτου του διακεκριμένου ξενοδοχείου, έσπευσαν πρόθυμα:
- Μη κοπιάζετε, κύριοι, παρετήρησε ο φίλος. Είνε περιττόν, ο κύριος Σακκουλές δεν έχει πολλάς σχέσεις  με την γκαρνταρόμπα… Μονάχα να σερβιρισθή ένα τραπεζάκι, παρακαλώ, για τους τρεις μας στο σαλονάκι δίπλα…
   Γλυκειά θαλπωρή στο οίκημα. Κατάφωτη η μεγάλη αίθουσα του εστιατορίου, τα παράπλευρα σαλόνια.  Πεντήκοντα και πλέον κυρίαι, κύριοι εγευμάτιζαν ευχάριστα, άνετα. Τα φρακοφορούντα γκαρσόνια επηγαινοήρχοντο με αθόρυβον βήμα.
- Παρακαλώ, κύριε Σακκουλλέ, περάστε…
   Ο μέγας φορομπήχτης εφάνη στη στιγμή άξιος της τιμής, που του έγινε. Η αυτοκυριαρχία του ήταν υπέροχη, η προσαρμογή του προς το απροσδόκητον γι΄αυτόν περιβάλλον άμεσος κι’ άμεμπτος. Εβημάτισε με νωχελή αξιοπρέπειαν επάνω στα πολύτιμα χαλιά προς το σαλονάκι, γυμνόπους και κουρελής κι΄εκάθησε με αξιοπρέπειαν στο απαστράπτον τραπεζάκι με τα κρυστάλλινα ποτήρια, τ’ ασημένια μαχαιροπήρουνα. Προς χάριν του έσκυβαν οι λευκοί νάρκισσοι με μετριοφροσύνην στα χείλη του βάζου του τραπεζιού κι΄εσκορπούσαν το μεθυστικότερον άρωμά των. Το γεύμα εσερβιρίσθη τέλειον. Έως ότου να έρθη η σειρά του εορτινού γάλου προηγήθησαν πεντέξ’ εδέσματα μαγειρικής πρώτης. Ο ξένος μας δεν είπε ανακρίβειαν, ότι έιχε όρεξιν για τον γάλον. Ετίμησε τετράκις την προαναφερθείσαν πιατέλλα. Έτρωγε κι’ έπινε με λεπτότητα εκπληκτικήν. Εχρησιμοποιούσε τα μαχαιροπήρουνα τελειότερα κι από τας κυρίας γραμματέων πρεσβειών εις την παράπλευρον αίθουσαν.
- Άντε, ρε, να πιούμε ένα ακόμη, ήταν η συχνοτέρα φράσις του.
   Εφάνη και τέλειος «ντεγκουσταταίρ». Είχε επιτυχείς εκφράσεις για τα γαλλικά κρασιά, την γαλλικήν λεπτήν μπύραν. Θαυμαστότερος υπήρξε στη σαμπάνια.
- Καλή μάρκα, ρε. Πίνεται!
   Η εμφάνισις του Σακκουλέ στο εκλεκτόν αθηναϊκόν κέντρον δεν επροκάλεσε κανέν σκάνδαλον, αλλά εφάνη το φυσικώτερον των πραγμάτων. Όλαι και όλοι εγνώριζαν τας εκκεντρικότητας του συνιδιοκτήτου του ξενοδοχείου. Τους ψυθιρισμούς στην αρχήν διεδέχθησαν γέλοια, επιφωνήσεις, γενική χαρά. Κυρίαι,  δεσποινίδες, κύριοι επηγαινοέρχοντο μετά το γεύμα από το εστιατόριον στας αιθούσας, δεν εχόρταιναν την φαιδράν έκπληξιν. Προσπερνούσαν κι’ εχαιρετούσαν με φιλικήν υπόκλισιν και ο Σακκουλες μόλις κατεδέχετο να κυττάξη τον ομαδικόν θαυμασμόν προς την εξοχότητά του. Μίαν στιγμήν καν δεν έδειξε σύγχισιν, όχλησιν. Εκινούσε συγκαταβατικώς το χαλκόχρουν κεφάλι του και εσείετο η φοβερά χαίτη του αστραφτερή με το εβενώδες χρώμα της, αντανακλωμένη στους καθρέφτας γύρω. Όλα τα βρήκε εν τάξει, μονάχα στην ώραν του καφφέ εμόρφασε:
- Άτε, ρε, που είνε καφφές αυτός; Καφφέ μοναχά στου Ζαχαράτου πίνει κανείς. Μεγαλείο !...
   Εζητήσαμεν την επιηκή συγνώμην του και προς αποζημίωσιν της δυσαρεσκείας του επεράσαμεν στο χωλλ, όπου εσερβιρίσθη τεράστιος δίσκος με το ουίσκυ. Ο Σακκουλές εφάνη γνώστης και της υποθέσεως αυτής.
- Δύο δάχτυλα, ρε, σκέτο, είπε στο γκάρσόνι, χωρίς πάγο.
   Τώρα προσήλθον στο χωλλ θαυμασταί, θαυμάστριαι του. Ντιβανάκια, πολυθρόνες, καθίσματα εφορτώθησαν από ανθρώπινα σώματα. Φασαμαίν κυριών διηυθύνθησαν με αστρονομικήν δίψαν, προς την εξοχότητά του, η οποία απαθής, αξιοπρεπής, με το ένα γυμνό πόδι επάνω στο άλλο εκάπνιζε, έπινε σιγά-σιγά. Κάποιαν στιγμήν παρετήρησε επιπληκτικώς προς νεαρήν έξωμον κυρίαν,  η  οποία έσκυβε  σχεδόν επάνω του για να τον θαυμάση περισσότερον:
- Ρε συ, εδώ μέσα μου κάνεις τα γλυκά μάτια, αλλά όταν περνάς απ’ του Ζαχαράτου ξεχνάς τη δεκάρα σου σαχλαμάρα !
   Χειροκροτήματα, αναφωνήσεις:
- Ρε σεις θ’αφήστε της αναγούλες της βουλ΄ής, εφώναξε ή θα του δίνω !
   Ζωηρή ανησυχία, νοήματα, συνεννοήσεις. Να εχάνετο το πρωτοχρονιάτικο γλέντι; Επεκράτησε πλήρης επιφυλακτικότης προς τον φιλοξενούμενον, ο οποίος είπε άξαφνα:
- Ατε ρε, να σας κάνω μπάγκο! Τι πρωτοχρονιάτικη κηδεία είνε εδώ μέσα!
   Η επιθυμία του επεδοκιμάσθη. Τραπέζι  εστρώθη με πράσινην τσόχαν. Ο Σακκουλές εκάθησε στη μέσην επιβλητικός:
- Καινούργιες τράπουλες, ρε!
   Ο γυμνοπόδαρος αλήτης έδειξε και χαρτοπαικτικήν επιτηδειότητα άψογον. Άνοιξε την μπάγκα με δυο φούκτες δεκάδες, της μεγάλες χάλκινες δεκάδες του βασιλέως Γεωργίου, στης οποίες ενεφανίσθησαν και πολλές τριμμένες του Όθωνος. Αλλά δεν είχε τύχην. Το κεφάλαιόν του εσαρώθη. Το ανεννέωσε, αλλά χωρίς επανόρθωσιν.
- Δεν πειράζει, κύριε Σακκουλέ, τον παρηγορούσαν εύμορφες κυρίες. Θα κερδίζης κάπου αλλού.
- Να μην ακούω, ρε, σαχλαμάρες. Σεις θα μου πάρετε απόψε όλες της δεκάρες, που σας είχα πάρει όλο το χρόνο!
   Όταν απέχασε και το τελευταίον πολυπόθητον νόμισμά του, απεσύρθη σε μία γωνιά, εβυθίσθη σε τεραστίαν πολυθρόνα, έβαλε πάλιν το ένα γυμνόν πόδι του πάνω στο άλλο, το εκουνούσε κι’ είπε στο γκαρσόνι:
- Ψιτ, ρε συ, μιά λεμονάδα παγωμένη κι’ ένα πακέτο καπνό!

   Ό,τι ενθυμούμαι ακόμη από την φαιδρήν εκείνην πρωτοχρονιάτικην νύχτα είνε το τέρμα της. Κατά την χαραυγήν εστάθη ο Σακκουλές στο μέσον του χωλλ και είπε επιτακτικώς προς τους και τας απερχομένας με υπόκλισιν προ της εξοχότητός του:
-Άντε, ρε, κατρακυλίστε μου απόψε για το καλό του νέου χρόνου φράγκα κι όχι δεκάρες!
   Εισέπραξε ποσόν αρκετόν για να αγόραζε όψι απλά παπούτσια, αλλά πανύψηλες μπόττες κοζάκου. Και όμως ενεφανίσθη το πρωτοχρονιάτικο πρωί πάλιν ξυπόλυτος στην προσφιλή γωνίαν του με την προσταγήν προς τους φορολογουμένους υπηκόους του:
- Αντε ρε σεις, αν δεν μου δώστε διπλή δεκάρα σήμερα, κακό χρόνο νάχετε!
ΜΠΟΕΜ

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΝΑΤΑ – ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ ΜΠΟΕΜ

 Χρονογράφημα του Δημ. Χατζόπουλου, που προς το τέλος της καριέρας του άρχισε να υπογράφει ξανά με το ξευδώνυμο “Μποέμ”, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Ακρόπολις” την ημέρα των Χριστουγέννων του 1933. Μιλάει πιο πολύ για το γνωστό τραγούδι και δευτερευόντως για το άτομο και την ιστορία του μπάρμπα Γιάννη κανατά, πιθανώς γιατί οι πηγές και το διαθέσιμο τότε υλικό να ήταν λιγοστά. Προσωπική μαρτυρία δεν μπορούσε να έχει, γιατί όταν ο μπάρμπα Γιάννης ο κανατάς εξαφανίστηκε ξαφνικά από τις γειτονιές της Αθήνας γύρω στο 1880, ο Δημ. Χατζόπουλος δεν ήταν ούτε 10 χρονών. Αργότερα βρέθηκαν αρκετές μαρτυρίες και δημιουργήθηκαν πολλές εκδοχές γιά την πραγματική ταυτότητα του “φαιδρού πλανοδίου πωλητή κανατών”, το 1957 γυρίστηκε ακόμη και κινηματογραφική ταινία με τον Αυλωνίτη, το θέμα απασχόλησε λόγιους και χρονογράφους επί δεκαετίες. Στο διαδίκτυο υπάρχει πληθώρα ιστοσελίδων που ασχολούνται με την υπόθεση (*).

Γ.Χ.

Ακρόπολις”, Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 1933
ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ ΜΠΟΕΜ
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΝΑΤΑ

Οι παληοί αθηναίοι τον θυμούνται ακόμα ακριβώς τον ίδιον κι΄απαράλλακτον, όπως τον ανέσυρε από την λήθην του Χρόνου η ξανατραγουδισμένη φαιδρή, πεταχτή, δροσερή μελωδία του από το ένα άκρο στο άλλο της Ελλάδος:
Μπάρμπα Γιάννη με της στάμνες και τα κανάτια σου...


Ώστε καμμία αμφιβολία, ότι υπήρξε ιστορικόν πρόσωπον ο μπάρμπα Γιάννης ο κανατάς όπως ο μέγας Αλέξανδρος, ο μέγας Ναπολέων. Η επάνοδος του τραγουδιού του ύστερα από δεκάδες χρόνια μαρτυρεί κι΄αυτή περί της ιστορικότητος του. Πόσα και πόσα λαϊκά τραγουδάκια, που ψάλλονται παθητικά από τα χείλη χιλιάδων ανθρώπων με την επίδρασιν της μιμήσεως, χάνονται ύστερα από λίγες βδομάδες για πάντα. Λίγα ζουν πέραν ωρισμένης εποχής, αποτελούντα το απόθεμα γνωστότερων μελωδιών για κάθε διασκέδασιν, ομαδικόν γλέντι. Λιγώτερα από τα λησμονημένα επανέρχονται δυναμικά, όπως στον καιρόν των, και κατακτούν την νέαν εποχήν. Παράδειγμα και τα βιεννέζικα τραγούδια του Σούμπερτ. Αυτά είνε τ'αληθέστερα, τα περιγραφικώτερα ψυχικώς, τα ζωγραφικώτερα παραστατικώς. Ο μπάρμπα Γιάννης είνε ένα απ'αυτά. Τον τραγουδάμε εξάμηνον τώρα κι' η μελωδία του δεν μας κουράζει. Αναδροσίζεται η κάθε στροφή της με την επανάληψιν της. Κοντολογής με την έκφρασιν της λακωνικής μουσικότητός του μας ξαναεμφανίζεται ο νεκραναστηθείς αθηναϊκός λαϊκός τύπος. Και τα Χριστούγεννα, όπου θ' ανοιχθούν λαγαροί και βραχνοί λάρυγγες από το εφετεινόν κοκκινέλι, θα υμνηθή ηχηρότερα ο αναζήσας τύπος μας. Με την ίδιαν ακριβώς έντονην εξύμνησίν του, όπως στα παληά εκείνα Χριστούγεννα, όπου πρωταπήχησε στην μικράν τότε παληάν Αθήνα το τραγουδάκι του. Μιά χαριτωμένη χριστουγεννιάτικη ιστοριούλα είνε αυτή η λαϊκή μελωδία. Απάνω – κάτω ιδού πως συνέβησαν τα κατά μπάρμπα Γιάννην τον κανατάν στα περασμένα αθηναϊκά χρόνια.

Οι φαιδροί τύποι των πλανοδίων πωλητών στους αθηναϊκούς δρόμους δεν λείπουν και στην εποχήν μας, όπου η χαρά της ζωής έχει λιγοστέψει όσον και το καθαρόν και κελαδιστόν νεράκι του καϋμένου Χαράδρου στην ανατολικήν ροήν του προς τον Μαραθώνα, απ' όπου τον ηχμαλώτισε η Ούλεν με το πανύψηλον φράγμα της στη Σούριζα. Περισσότερες από άλλοτε και βροντερώτερες κραυγές δονούν τον αέρα των αθηναϊκών δρόμων σήμερον, αλλά σπανίως ν'απηχούν με εύθυμους τόνους. Αι περισσότερες είνε κουρασμένες και μελαγχολικές, ραγισμένες σαν το βάζο του μακαρίτου Σουλύ Προυντόν (**). Η μουσικότης των τωρινών κραυγών των αθηναϊκών δρόμων μιλεί κι' αυτή για το λαϊκόν ψυχικόν πένθος. Δεν έχουν την χαράν του αυθορμήτου, αφού την στερείται κι' η εποχή, στην οποίαν ανήκουν. Κάπου μιά εξαίρεσις, κάποιος ενδιάθετος, χαρωπός τόνος: “Δεν ακούτε, μικρούλες και νοστιμούλες, δεν ακούτε! Πωπω, Παναγιά μου! Ο καρβουνιάρης! Ο μικρός περνάει, ο μικρός. Δεν ακούτε!” Αλλά που η θωπευτική, βελουδένια, προκλητική φωνή, που έβγαινε από τα χείλη του μπάρμπα Γιάννη του κανατά:
- Στάμνες, κανατάκια, κυράδεεεες!

Με την ανατολήν του ηλίου ηκούετο το δροσερόν λάλημα του από τα Πιθαράδικα, όπου είχε την κατοικίαν του, έως την Ομόνοιαν και πέρα της, έως τα δρομάκια του Ψυρή και τα σκαλάκια της Πλάκας. Πιθαράδικα δεν υπάρχουν σήμερα, πολύ λιγώτερον το σπιτάκι του μπάρμπα Γιάννη. Σε μιά αυλούλα με πολλές κάμαρες γύρω της είχε την κατοικίαν του αυτός και το διάσημον γαϊδούρι του. Πως έγινε κανατάς δεν θυμάται κανείς και παραμένει θρύλος η προέλευσίς του. Εχάθη και το επώνυμόν του, το οποίον ζήτημα αν ήξερε κανείς, καμμιά πάροικός του. Τέτοιοι λαϊκοί τύποι γίνονται γνωστοί με το βαπτιστικόν των όνομα και με το επάγγελμά των, ως απαραίτητον συμπλήρωμα. Κατά πάσαν πιθανότητα η Σίφνος θα διεκδική την τιμήν της προελεύσεως του μπάρμπα Γιάννη κανατά περισσότερον από την Αίγιναν. Υπάρχει επ'αυτού ευρύ έδαφος ερεύνης για τους ιστορικούς των Αθηνών και των τύπων των. Οπωσδήποτε γεγονός είνε, ότι ήταν ο μπάρμπα Γιάννης ειδικευμένος στα εμπορεύματά του, τα οποία είχαν τας αρετάς και τα πλεονεκτήματα νησιωτικής αγγειοπλαστικής. Αλλά πως εφόρεσε το ψηλό καπέλλο; Βέβαια δεν επήγε εις τελετήν, εις επίσημον δεξίωσιν. Ούτε του συνέβη αυτή η μεταμφίεσις την Αποκρηά, καθώς αναφέρεται σχετικώς. Απλούστατα παρουσιάσθη ο μπάρμπα Γιάννης με το παραστατικόν του ένδυμα, το οποίον μας διέσωσε η δημοφιλής μελωδία του, μίαν λαμπράν ηλιόλουστον ημέραν των Χριστουγέννων. Η πρώτη εμφάνισίς του έγινε στον αυλόγυρόν του στα Πιθαράδικα. Μία από τις κυράδες, που επεκαλείτο καθημερινά η δροσερή κραυγή του στους αθηναϊκούς δρόμους, του εχάρισε το εορταστικόν του ένδυμα. Εκείνα τα χρόνια επερίσσευαν στης ντουλάπες των σπιτιών αποφώρια. Μάλιστα κάποτε απησχόλησε και την βουλήν το αποφώρι ειρωνικώς μεταξύ δύο αττικαρχών βουλευτών. Τριμμένη ρεδεγκότα, φαρδύ πανταλόνι, του οποίου η ύφαλος δεν είχε πολύ βραχώδη στερεότητα, ελαστιχά στιβάλια, τα οποία ήσαν τότε της μόδας για τα σκληρά πόδια των ανδρών και τα αβρά των γυναικών, κι' ένα μιραμπώ παρελήφθησαν σε δεματάκι από τον μεσήλικα πλανόδιον κανατάν και μετεφέρθησαν μυστηριωδώς στην καμαρούλα του. Την πρώτην έκπληξιν της μεταμορφώσεως του μπάρμπα Γιάννη εδοκίμασαν οι περίοικοι της αυλούλας του. Μετά τα Χριστούγεννα όλη η πόλις. Και προ του να ξεκινήση την καθημερινήν ο μπάρμπα Γιάννης για την μακράν περιοδείαν του στους αθηναϊκούς δρόμους, τον υπεδέχθη ορμητικός ο χαρωπός χαιρετισμός της λαϊκής μελωδίας προς την κομψήν μεταμφίεσίν του:
Κι' αν φορής ψηλό καπέλλο
και παπούτσια ελαστιχά...
Ποίος ο ποιητής, ποία η ποιήτρια του χαριτωμένου τραγουδιού; Ασφαλώς πρέπει να αναζητηθή στον κύκλον των καλών γειτόνων της αυλούλας του μπάρμπα Γιάννη. Αυτοί είδαν πρώτοι το θαύμα της μεταμφιέσεώς του, αυτοί εχάρησαν πρώτοι από την χυτήν ρεδεγκότα, που αντικατέστησε την γηρασμένην πατατούκα του, αυτοί αφαιδρύνθησαν πρωταρχικώς από το χαριτωμένον μιραμπώ του, το οποίον εξετόπισε το μαύρον μανδήλι των ψαρών μαλλιών του. Μεγάλαι πιθανότητες υπάρχουν, ότι ετόνισε κάποια τσακπινούλα γειτόνισσα του αυθορμήτως τον ύμνον του στον απογευματινόν χορόν, το ηλιόλουστον γλέντι της μάνδρας των Πιθαράδικων, ενθουσιασμένη από την εορταστικήν εμφάνισιν του μπάρμπα Γιάννη, καταλιγωμένη από τα γέλοια στην απροσδόκητον εκείνην παραστατικότητά του. Οι άλλοι, αι άλλαι υπεδέχιησαν τους περιγραφικούς εκφραστικούς στίχους με γενικήν επιδοκιμασίαν. Η μελωδία υπήρξε ροκέττα. Το ελαφρόν αεράκι της πανηγυρικής ημέρας έφερε γοργά το νέον τραγουδάκι υπέρ την μάνδραν των Πιθαράδικων προς τας άλλας συνοικίας της πόλεως, βραδύτερα προς τα κέντρα της, τα γραφεία, τα καταστήματα, τέλος και στα κομψά σαλόνια. Καληώρα μας όπως και σήμερα με το ξαναζωντάνευμά του. Στο φιλανθρωπικόν συναίσθημα μιάς αθηναίας κυράς, στην εγκαρδιακήν συμπάθειάν της, ωφείλετο η επί μήνας ευθυμία ολοκλήρου πόλεως. Στην ίδια οφείλομεν και μεις σήμερα την ευχαρίστησιν για την καλήν, δροσερήν, ελαφράν μελωδίαν. Οι ιστορικώτεροι ερευνηταί της αναφέρουν, ότι μας επανήκθε κάπως παρηλλαγμένος ο τόνος αυτής της μελωδίας. Επήραν αι στροφαί της λικνιστικωτέραν διαμόρφωσιν, θεατρικώτερον μάλιστα χαρακτήρα. Ενώ η αρχική αθηναϊκή μελωδία ήταν στρωτή, γοργοτέρα, είδος δοξαστικού εμβατηρίου, ο θριαμβευτικός ρυθμός του οποίου προσηρμόζετο προς την γοργήν κίνησιν των ελαφρών ποδιών του προσφιλούς συντρόφου, συνεργάτου και συμβιοπαλαιστού του αλησμονήτου μπάρμπα Γιάννη, του ακούραστου γαϊδουριού του. Έστω, διότι όλαι αι ανιστορήσεις, επαναφοραί, αποκαταστάσεις, παλινορθώσεις, φέρουν πάντα και τον τόνον της εποχής, την προσαρμογήν προς τας απόψεις και τας διαθέσεις των νεωτέρων. Το γεγονός όμως είνε, ότι παρ' όλα τα πολλά χρόνια, που επέρασαν, απέμεινε ακατάλυτον το συμπαθές τραγουδάκι προς ένα αγαθόν αθηναϊκόν λαϊκόν τύπον και χρησιμεύει τώρα ως πάνδημον μνημόσυνον αυτού και της εποχής του στα χείλη όλων μας. Πότε και πως ανεπαύθη ο καϋμένος βιοπαλαιστής δεν γνωρίζομεν. Εξηφανίσθησαν τα ίχνη του για πάντα. Αλλά ας παρηγορηθώμεν, ότι η τύχη του συνταυτίζεται με την τόσων άλλων ενδοξοτέρων του. Όταν σκεφθώμεν, ότι δεν γνωρίζομεν που ακριβώς ετάφη η δροσερωτέρα και αυθορμητοτέρα μουσική μεγαλοφυΐα των αιώνων, ο μέγας βασανισμένος, πονεμένος Μότσαρτ, ο νεκρός του οποίου ερρίφθη στον τάφον των πτωχών της Βιέννης, δεν πρέπει ίσως να παραξενευθώμεν, ότι αγνοούμεν και τον τάφον του μπάρμπα Γιάννη του κανατά. Επέζησε και αυτού ο τερπνός ύπνος του. Μία δόξα διόλου ευκαταφρόνητη στον μάταιον αυτόν κόσμον. Μπορεί να προσθέση κανείς, ότι εξετοπίσθη το τραγούδι του κι' η μνήμη του εκείνα τα χρόνια από μίαν από τις ώμορφες κυράδες, που τον απασχολούσαν ολημερίς ως πελάτιδές του. Το τραγουδάκι του μπάρμπα Γιάννη του κανατά διεδέχθη άλλο, ορμητικόν κι' εκείνο, ο ύμνος προς την μεταμόρφωσιν μιάς αφελούς νησιωτοπούλας εις κομψήν καμαριέραν της Αθήνας:
Χθες μας ήρθες απ' της Άνδρου τα νησιά
και μας φόρεσες τουρνούρι και παπούτσια κουμπωτά.
Έλα, έλα κι' άστα αυτά
και θυμήσου τα φιλάκια,
που μου έδινες κρυφά...
Μη τυχόν θα επαναληφθή και σήμερα ο ίδιος εκτοπισμός; Γιατί όχι; Αι μεταμορφώσεις των κοριτσιών των νήσων σε νεωτεριστικές καμαριέρες συνεχίζονται, αλλά και αι ατυχίαι των ανθρώπων μετά θάνατον. Προς το παρόν όμως η υστεροφημία του καλού μπάρμπα Γιάννη κανατά μεσουρανεί εις την πόλιν της πολυετούς δράσεώς του, αλλά και εις όλην την Ελλάδα, επομένως δεν θα έχη λόγον η κομψή σκιά του να παραπονεθή δια την τόσον συνήθη ανθρώπινην αχαριστίαν.

ΜΠΟΕΜ

__________________

(*) Μπορείτε να διαβάσετε ένα αρκετά κατατοπιστικό άρθρο που μιλάει για την ιστορία του μπάρμα Γιάννη κανατά στην παρακάτω ιστοσελίδα:
https://economico.gr/o-barba-giannis-o-kanatas-to-tragoudi-thrylos-pou-esyre-ton-epitropaki-sta-dikastiria-kai-i-mystiriodis-aigiotissa/

(**) Προφανώς εννοεί τον Γάλλο ποιητή Sully Prudhomme (1839 – 1907) έναν από τους πρώτους που τιμήθηκαν με το βραβείο Νόμπελ.

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2021

«Η ΨΗΦΟΣ» - ΕΚΛΟΓΕΣ ΔΕΚΕΜΒΡΗ 1915 – ΜΗΤΣΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

 Χρονογράφημα του Μήτσου Χατζόπουλου, δημοσιέυτηκε στην εφημερίδα «Καιροί» την ημέρα των εκλογών της 6 του Δεκέμβρη 1915. Η ημερομηνία δεν είναι τυχαία, οι εκλογές αυτές θεωρήθηκαν φάρσα και αντισυνταγματικές από τη βενιζελική παράταξη που δεν πήρε μέρος. Μέσα σε μια τέτοια ζοφερή ατμόσφαιρα και χρονογραφώντας σε μια καθαρά φιλοβασιλική εφημερίδα όπως ήταν οι «Καιροί», ο Χατζόπουλος κατάφερε να δημοσιέψει ένα άρθρο όπου, με ελαφρό και χαριτωμένο βέβαια τρόπο, ούτε λίγο ούτε πολύ έγραφε ότι οι δημοσιογράφοι πληρώνονταν από τους πολιτικούς για να τους λιβανίζουν και δεν μπορούσαν βέβαια να εκφράσουν ανεξάρτητη ή κριτική γνώμη, γιατί αν το έκαναν κινδύνευαν να «… διακόψουν τας σχέσεις των με τον αρτοπώλην». Κάτι μου θυμίζει αυτή η ιστορία…
Γ.Χ.

Εφημερίδα «ΚΑΙΡΟΙ», Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 1915

Η ΨΗΦΟΣ

  Τι είνε ψήφος;  Δεν υποθέτω να είνε ασπασμός των αγγέλων προς τα άστρα, αλλ΄οπωσδήποτε ασπασμός υποψηφίου προς ψηφοφόρον είνε. Αγνοώ αν ανταλλάσσουν και σήμερα τον ασπασμόν τούτον υποψήφιοι και ψηφοφόροι, αλλ' ενθυμούμαι, ότι εις μίαν εκλογήν εδόθησαν τόσα φιλιά, όσα ούτε εις τον κινηματογράφον μεταξύ εκείνης και εκείνου. Ιδού πως συνέβησαν τα της αξιομνημονεύτου εκείνης εκλογής·

  Αύτη ήταν πολύ φανατική, όπως θα είνε πάντοτε φανατική μία εκλογή, κατά την οποίαν ο νέος υποψήφιος με πολλάς υποσχέσεις έρχεται ν'αμφισβητήση την θέσιν παλαιού υποψηφίου, ο οποίος έχει εκπληρώση πλέον όλας τας υποσχέσεις του. Εγώ είχον απλώς το εκλογικόν ρεπορτάζ της εφημερίδος μου. Έγραφα οκτώ στήλας την ημέραν, άρθρα, αρθράκια, φαιδρότητας, περιγραφάς των διαδηλώσεων, επεισόδια, - τέλος ό,τι δύναται να γράψη λίαν ευχαρίστως ένας δημοσιογράφος από αισθητικής απόψεως, προερχομένης από του ημερομισθίου υποχρέωσίν του. Το δικαίωμα της αυτοεκδηλώσεως ενός ταλάντου εις τας στήλας μιάς εφημερίδος , παρετήρησα, ότι μόνον ο δημοσιογράφος δεν δύναται να το έχη. Τούτο το έχουν συνηθέστερα οι αναγνώσται των εφημερίδων, οι οποίοι προτού να διαβάσουν κάτι, το θέλουν να είναι σύμφωνον με την ψυχολογική των κατάστασιν, με την ιδεολογίαν των. Ουδαμού αλλού εις κάθε ανθρωπίνην δράσιν και επιχείρησιν, η ταπεινή πεντάρα είνε τόσον τυραννική όπως εις τον ταλαίπωρον έντυπον χάρτην. Δι’ ό ό,τι αγαπάτε, συμπολίται. Όσον επιτυχέστερα καταπνίγει ένας δημοσιογράφος το εγώ του και υπεισέρχεται εις το εγώ ενός εκάστου αναγνώστου, έχει μίαν αξίαν. Έπαυσε πράττων το θεάρεστον και κοινωφελές τούτο έργον,  είνε καιρός να διακόψη τας σχέσεις του προς την δημοσιογραφίαν, αλλά ταυτοχρόνως διακόπτει και ο αρτοπώλης του τας σχέσεις του με αυτόν. Δι’ ό ό,τι θέλετε, συμπολίται. Και εκείνας τας ημέρας οι συμπολίται ήθελον ως άρχοντα των ακριβώς τον υποψήφιον εκείνον, δια τον οποίον έγραφα τας ανωτέρω οκτώ στήλας καθ’εκάστην. Αφού τον ήθελαν οι συμπολίται, δεν ηδύναντο παρά να τον εξέλεγον, όταν  δε τον εξέλεξαν εώρτασαν τα επινίκειά των, όπως μόνον δύναται να πανηγυρισθή ένας ομαδικός θρίαμβος. Όταν εισήλθον το βράδυ εις την αίθουσαν του εκλεκτού συμπολίτου, δια να λάβω συνέντευξιν περί του πως θα μετεβάλλοντο αισιοδοξώτερον τα ανθρώπινα από την επομένην, ηγόρευεν ούτος προς τους εκλογείς του. Κατώρθωσα και επέρασα μέσα από την πυκνήν μάζαν των ανθρώπων εκείνων. Δεν είχα φθάση ακόμη πλησίον του βήματος, ότε με είδεν ο εκλεγείς. Η μορφή του έλαμψεν από χαράν, συγκίνησιν, ευγνομωςύνην. Διέκοψε τον λόγον του, κατήλθεν από το βήμα, με ανήρπασεν εις την αγκάλην του και ήρχισε να με καταφιλή με τόσον πυρετόν, με τον οποίον δεν μ’εφίλησε ποτέ γυναίκα εις τον κόσμον, αν και πάντοτε ηγάπησα κ’εγώ τας γυναίκας όχι ολιγώτερον των λοιπών συμπολιτών. Αφού μ’εφίλησεν, εφώναξε προς τους  έκπληκτους ψηφοφόρους του·

 - Παιδιά, αυτός ο νέος εδώ έκαμε τόσα δια την επιτυχίαν μας, όσα δεν εκάμαμεν όλοι ημείς μαζί δι’ αυτήν. Σας παρακαλώ πολύ, προς έκφρασιν της ευγνωμοσύνης μας, να τον φιλήσετε και σεις όπως τον εφίλησα εγώ.

 Ό,τι θέλετε, συμπολίται, αλλά τόσα φιλήματα πάλιν ήσαν πολλά, παραπολλά. Εφιλήθην από την πυκνήν εκείνην μάζαν των ανθρώπων επί μίαν  ώραν, όπως δεν έχει φιληθή ακόμη θαυματουργός εικών. Αν και έκτοτε έχω πλυθή μυριάκις, εις την ανάμνησιν των δαιμονιωδών εκείνων φιλημάτων, καταλαμβάνομαι και τώρα ακόμη από ρίγος όχι ευφροσύνης. Ιδού διατί είπον, ότι η ψήφος αν δεν είνε ασπασμός αγγέλων προς τα άστρα, οπωσδήποτε είνε ασπασμός υποψηφίου προς ψηφοφόρον. Απ’ο την εποχήν εκείνην γράφω πάντοτε θερμώς δι’ υποψηφίους, αλλ’ αποφεύγω να τους γνωρίζω, πιο πολύ τους ψηφοφόρους.

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2021

“Ο ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ”, ΕΝΑ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Χιουμοριστικό χρονογράφημα του Δημήτρη Χατζόπουλου γραμμένο στη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, το 1915, όταν ακόμη δεν είχε εκδηλωθεί το Κίνημα Εθνικής Αμύνης και δεν είχε αρχίσει ο «Εθνικός Διχασμός». Ο Χατζόπουλος χρονογραφούσε ταυτόχρονα σε πολλές καθημερινές εφημερίδες, συχνά διαφορετικού πολιτικού προσανατολισμού, παρ’ όλ’ αυτά κατάφερε πάντοτε να εκφράσει τις εκκεντρικές για την εποχή ιδέες του χωρίς φανατισμό και χωρίς να πάρει ανοιχτά το μέρος της φιλοβασιλικής ή της βενιζελικής παράταξης. Στους «Καιρούς» υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Πολυντώρ». Βλέπουμε ότι πέρασαν 106 χρόνια από τότε που γράφτηκε το άρθρο, κι΄όμως τα επιχειρήματα του «οικονομολόγου» τα ακούμε – σε πιο ήπιο ίσως τόνο- στις καθημερινές μας συζητήσεις και ιδιαίτερα στα τηλεοπτικά κανάλια, ξεστομισμένα από κάθε λογής ειδήμονες και επαΐοντες των οικονομικών…

Γ.Χ.

Εφημερίδα “ΚΑΙΡΟΙ”, 9 Δεκεμβρίου 1915

ΑΘΗΝΑΪΚΑΙ ΩΡΑΙ

Ο ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ

- “Και αν επ΄άπειρον διαρκέση ο πόλεμος, το μόνον κράτος, που δεν έχει να ζημιωθή είνε η Ελλάς”, είπε χθες δεινός οικονομολόγος συμπολίτης. Επειδή αντηλλάξαμεν βλέμμα δυσπιστίας, δεν εβράδυνε να μας αναπτύξη τον κοσμοθεωρίαν του “Εγώ δεν είμαι”, είπε, “διόλου δυσαρεστημένος από όλην αυτήν την διεθνή περιπέτειαν, πολύ ολιγώτερον από την παραβίασιν της ελληνικής ουδετερότητος. Ξέρετε τι χρήμα πέφτει εις τον τόπον;” - “Τόσον όπου δεν υπάρχει πλέον τάλληρον εις την τσέπην μας.” - “Κρίνετε πολύ ταπεινά, περιοριστικά, δεν έχετε την ευρείαν αντίληψιν του γενικού  καλού.”

Ο Μήτσος Χατζόπουλος στο γραφείο του, γύρω στο 1900, πίνακας αγνώστου ζωγράφου. 

 Επειδή δεν την είχαμεν, ανέλαβε να μας εξηγήση ως εξής:
- “Οι σύμμαχοι κατέλαβον την Τένεδον, την Λήμνον, την Μυτιλήνην, την Θεσσαλονίκην. Εσκέφθητε, λοιπόν, τι εκατομμύρια εξώδευσαν και εξοδεύουν εις αυτά τα μέρη; Εκατοντάδες. Ο τόπος θα πλουτίση.” - “Οι προμηθευταί δηλαδή;” ερριψοκινδύνευσε και είπε κάποιος. - “Μήπως οι προμηθευταί  δεν ανήκουν εις τον τόπον;” - “Πως δεν ανήκουν, αφού παίρνουν τα τρόφιμα του τόπου, τα παίρνουν από το στόμα του λαού και τα δίνουν εις τους ξένους στρατούς.” - “Ηθέλατε όμως να δίνουν οι ξένοι τα εκατομμύρια των χωρίς να παίρνουν τίποτε;”

 Προ τοιαύτης λογικής εσιωπήσαμεν και ο δεινός οικονομολόγος εξηκολούθησε:
- “Και πόσα εκατομμύρια εκέρδισεν η ελληνική ατμοπλοΐα, χάρις εις τον πόλεμον; Τούτο είνε μικρά ωφέλεια δια τη χώραν μας; Μήπως η αλευροβιομηχανία δεν ετετραπλασίασε τα κεφάλαιά της; Ή εζημιώθησαν αι διάφοροι επιχειρήσεις του ποδιού;” - “Και του χεριού επίσης”, προσέθεσεν άλλος. “Προπαντός της λαθροχειρίας. ” - “Αυτά έχει το εμπόριον, κύριοι. Αλλ΄ ας έλθωμεν εις την οικονομικήν κίνησιν των Αθηνών. Ο πόλεμος ενισχύει την αγοράν της πρωτευούσης, εκτός των άλλων, και με τριακοσίας χιλιάδας δραχμάς καθ΄εκάστην από τους ξένους, οι οποίοι κατέφυγον εις την πόλιν μας ένεκα του πολέμου.”

 Κατόπιν τοιαύτης αποκαλύψεως θα ήταν έγκλημα κατά της ευημερίας της ελληνικής πρωτευούσης, αν ετολμούσε να είχε κανείς αντίρρησιν περί της ωφελιμότητος των ξένων, δι΄ό και ο ευφυέστατος οικονομολόγος εξηκολούθησε τον ενθουσιασμόν του· “Ξενοδόχοι, ιδιοκτήται σπιτιών, έμποροι, αμαξηλάται, σωφφαίρ, ανθρακοπώλαι, κρεοπώλαι, αρτοπώλαι, λαχανοπώλαι εκέρδισαν και κερδίζουν μικράς και μεγάλας περιουσίας. Τα ελάχιστα αντικείμενα έλαβον εκπληκτικήν αξίαν. Τι σημαίνει τούτο παρά γενναίαν ενίσχυσιν της αγοράς από αύξησιν της ζητήσεως και της καταναλώσεως; Σας βεβαιώ, ότι οι έχοντες μεγαλείτερον άδικον, από τους θέλοντας να λήξη ο πόλεμος, είνε οι έλληνες. Δυνατόν να εζημιώθη και να ζημιώνεται όλος ο άλλος κόσμος από τον πόλεμον, όχι όμως οι έλληνες.”

 Και έπλεεν εις μακαρίαν ευδαιμονίαν εκ της αναπτύξεως της θεωρίας του. Περίπου μας είχε κατακεραυνώση, διότι εις κάθε στιγμήν προσέθετε: “Μη λησμονείτε, κύριοι, ότι ομιλώ περί της κοινής ωφελίας, περί του γενικού καλού.” Ων εκτάκτως αμαθής εις τα οικονομολογικά, ετόλμησα να τον διακόψω με μίαν πρόστυχον ερώτησιν: “Ειμπορείτε να μου πήτε κάτι;” - “ Ό,τι θέλετε, διότι πρέπει να σας φωτίσω εντελώς.” - “Είσθε τόσον καλός διδάσκαλος. Αλλά βρήτε μου μιαν καν δεκάραν από όλα αυτά τα σκορπισθέντα εκατομμύρια εις τον τόπον, η οποία να κατέληξεν εις τα λαϊκά βαλάντια. Απ΄εναντίας εις την τεράστιαν αυτήν κίνησιν των εκατομμυρίων, βλέπομεν, ότι κι΄αν υπήρχε μία δεκάρα εις το λαϊκόν βαλάντιον, εξηφανίσθη και αυτή ένεκα της γενικής υπερτιμήσεως.” - “Σκέπτεσθε πολύ ταπεινά”, μου απήντησεν. “Η συγκέντρωσις του χρήματος εις τας χείρας των ολίγων είνε μία μεγαλειτέρα απόδειξις της οικονομικής ακμής του τόπου. Αλλοίμονον αν τα εκατομμύρια αυτά περιήρχοντο εις τον λαόν. Θα επήγαιναν χαμένα, διότι ο λαός δεν γνωρίζει  να εκτιμά το χρήμα. Αλλά ούτε και του χρειάζεται το χρήμα. Θέλετε, λοιπόν, να διαφθείρετε τον εργατικόν λαόν, να τον καταστήσετε άεργον και τρυφηλόν, παρέχοντες εις αυτόν το χρήμα, το οποίον θα τον κάμη να παύση να εργάζεται;”

 Το τελευταίον ερώτημα του έπεσεν ως βόμβα εις τας κεφαλάς μας. Εσιωπήσαμεν ηττηθέντες κατά κράτος. Τι απέμεινε πλέον εις αυτόν τον λαόν; Η εργασία του και η στέρησίς του. Τόσον κακούργος δεν δύναται να είνε κανείς δια ν΄αφαιρέση και την ελαχίστην αυτήν ευτυχίαν του. Θριαμβευτικώς ο δεινός οικονομολόγος άναψε πούρο Αβάννας και ανέβη εις το αυτοκίνητόν του.

                    Ο Πολυντώρ

 

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2021

«L’ OSPICE»: ΕΝΑ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΟ ΝΕΑΝΙΚΟ ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΡΙΝΙΟΥ

Μνήμες και αναδρομές:

«L’ OSPICE»:

ΕΝΑ ΑΓΝΩΣΤΟ, ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΟ ΝΕΑΝΙΚΟ ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΡΙΝΙΟΥ

Ένα κείμενο του Γεράσιμου Γερολυμάτου

http://www.epoxi.gr/memories25.htm

Παρασκευή, 02 Σεπτεμβρίου 2011

Σημείωση:
Το κείμενο που καταχωρούμε προέκυψε από την απομαγνητοφώνηση ανακοίνωσης του γνωστού Αγρινιώτη συγγραφέα κ. Γεράσιμου Γερολυμάτου, που έγινε στα πλαίσια Ημερίδας που διοργάνωσε το Σεπτέμβριο του 2000 στο Αγρίνιο το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (Σχολή διαχείρισης Φυσικών Πόρων), με ευθύνη και επιμέλεια της καθηγήτριας κ. Κωνσταντίνας Μπάδα, και πρωτοδημοσιεύτηκε με άλλα κείμενα της ημερίδας αυτής από το Δήμο Αγρινίου στις εκδόσεις "Μεταίχμιο".

Ο Πάνος Χατζόπουλος το 1939

Ο πρώτος κατοχικός χειμώνας του 1941 ήταν φοβερά δύσκολος. Πείνα, δυστυχία, αρρώστιες, απελπισία. Οι ήρωες που το 1940 στα βουνά της Αλβανίας γνώριζαν συνήθως μόνο τις... πλάτες των γκλοριόζων του Μουσολίνι δεν κατάφερναν να συμβιβαστούν με τη σκληρή πραγματικότητα που τους ανάγκαζε να ζουν σκλάβοι του φασισμού. Εγκαταλελειμμένος ο λαός από την ηγεσία των αστικών κομμάτων άρχισε έναν σκληρό καθημερινό αγώνα επιβίωσης πουλώντας σπίτια, οικόπεδα, χωράφια, μέχρι και τις προίκες των κοριτσιών για την εξοικονόμηση λίγου καλαμποκιού και λαδιού μέσα σ' ένα καθεστώς άγριας εκμετάλλευσης και μαυραγοριτισμού. Μέσα σ' αυτή τη θεοσκότεινη νύχτα της εθνικής κατάρρευσης, πραγματική όαση για την πόλητου Αγρινίου αποτελούσε η μικρή συντροφιά της λέσχης του L’ Ospice. Η λέσχη του L’ Ospice συγκροτήθηκε το 1938 από μια ομάδα γυμνασιόπαιδων της πλατείας Χατζοπούλου και σε κάποιο ισόγειο μπαρακάκι, ιδιοκτησίας του δικηγόρου Κώστα Παλιγιαννόπουλου, είχε το εντευκτήριο της, το οποίο ονόμασε L’ Ospice από τη γαλλική λέξη που σημαίνει καταφύγιο. Ήταν ένα χαμηλό, ετοιμόρροπο, κολλητό στο κυρίως σπίτι των Παλιγιαννοπουλαίων, κτίσμα ενός δωματίου. Χαμηλή η πόρτα της εισόδου με δύο μικρά παράθυρα, είχε κατάλληλα διακοσμηθεί. Οι κοπέλες της συντροφιάς είχαν αναλάβει να Βάλουν κουρτίνες στα μικρά παράθυρα και άλλα χρειώδη σιγύρια, έτσι που το μικρό δωμάτιο μετατράπηκε σε μια ζεστή φωλιά. Ενοίκιο 150 δραχμές. Είχε κι άλλα μικροέξοδα που καλύπτονταν από τα μέλη της συντροφιάς. Όπως αναφέραμε, τη συντροφιά αποτελούσαν αρχικά γυμνασιόπαιδα της πλατείας Χατζοπούλου, καμιά εικοσαριά στον αριθμό, με πόλο έλξης τη δυνατή και πολύπλευρη προσωπικότητα του τότε απόφοιτου Γυμνασίου και ποιητή Πάνου Χατζόπουλου, ανιψιού του Κώστα Χατζόπουλου. Εκεί λοιπόν, σ' αυτό το καταφύγιο, συγκεντρώνονταν τακτικά γύρω στα 20-25 μέλη της συντροφιάς και κουβέντιαζαν τα προβλήματα τους. Στην ιδιόρρυθμη αυτή μελισσοφωλιά γίνονταν προπολεμικά καθημερινές συναθροίσεις στις ελεύθερες από τα μαθήματα ώρες, οπότε με συζητήσεις και διαλέξεις κουβεντιάζονταν ποικίλα θέματα, φιλολογικού και κοινωνικού περιεχομένου. Κάθε Κυριακή ή αργία κάποιο από τα μέλη της συντροφιάς υπό τύπων διαλέξεως ανέπτυσσε κι ένα φιλολογικό θέμα. Άλλος μιλούσε για τον Παλαμά ή τον Χατζόπουλο, άλλος για τον Βίκτορα Ουγκό, άλλος ανέλυε τη «Βάρκα» του Χατζόπουλου ή το δημοτικό τραγούδι της αλαφίνας. Η παρέα έβγαζε κι ένα περιοδικό. Τη «Σάλπιγγα». Χειρόγραφο. Σ' αυτό ο καθένας, όποιος βέβαια είχε κάποιο ταλέντο, έγραφε ό,τι του ερχόταν βολετό. Στο περιοδικό αυτό είδαν το φως τα πρώτα γραπτά του Πάνου Χατζόπουλου. Έτσι περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια. Η παρέα του L’ Ospice έγινε γνωστή σε πλατύ κύκλο στη νεολαία του Αγρινίου κι όσο περνούσε ο καιρός παρακολουθούσαν τις εκδηλώσεις της και μαθητές άλλων συνοικιών. Το πρόβλημα όμως ήταν πως ο χώρος ήταν μικρός και το χαρτζιλίκι των παιδιών της συντροφιάς ελάχιστο. Οι σκέψεις που γίνονταν για εξεύρεση μεγαλύτερου δωματίου στάθηκαν πρακτικά αδύνατες. Παρ' όλα αυτά ο καιρός περνούσε ευχάριστα και δημιουργικά για την παρέα του L’ Ospice.

Όσο που ήρθε ο πόλεμος του 1940 και η Κατοχή. Η συντροφιά όμως δεν σκόρπισε. Το L’ Ospice ζούσε κι εκείνα τα τρομερά χρόνια. Άντεξε και στην πείνα του 1941, λες και κάποια ανάγκη να το συγκρατούσε στην ύπαρξη του. Τώρα η συντροφιά καταπιάστηκε με άλλα ενδιαφέροντα. Η παρουσία του κατακτητή γεννούσε άλλου είδους συζητήσεις. Έφτανε ως εδώ ο απόηχος από τις νουθεσίες του γυμνασιάρχη Πλαγιανάκου, που εκτός από τις γυμνασιακές γνώσεις η κύρια προσπάθεια του, όπως και του φιλόλογου καθηγητού Πάνου Παπαχρήστου, ήταν να στυλώσει τις καρδιές με τα μεγάλα μηνύματα της ελληνικής ιστορίας και μυθολογίας. Μηνύματα που μιλούσαν για αγώνες και θυσίες των προγόνων χάριν της ελευθερίας. Στην ψυχή των μελών του L’ Ospice συντελούνταν συγκλονιστικές ανακατατάξεις ιδεών. Δεν ήταν πλέον τα ανέμελα προπολεμικά παιδιά. Οι δραματικές ώρες της Κατοχής φόρτωναν το μυαλό σκέψεις και σκέψεις. Η ανάλυση της τριλογίας του Προμηθέα αλλά κι αυτή του δημοτικού τραγουδιού της αλαφίνας τους συντάραζαν. Έφυγε από τα μάτια και τα χείλη το παιδικό ανέμελο χαμόγελο. Τα μέτωπα ήταν αυλακωμένα από ρυτίδες σοβαρότερων σκέψεων. Κάτι σαν φως αστραπής έφεγγε στα μάτια, όταν έφτανε από το δρόμο ο ήχος από το Βαρύ Βήμα της φασιστικής περιπόλου. Η καρδιά πλέον του L’ Ospice άρχισε να χτυπά σε άλλο τόνο. Γεγονός αναμφισβήτητο είναι πως μέσα από το L’ Ospice ξεπήδησαν οι πρώτες φλόγες αντίστασης κατά του φασισμού για λογαριασμό όλης της Αιτωλοακαρνανίας από τις πρώτες μέρες της Κατοχής. Αργότερα, με πρωτεργάτη πάντα τον Χατζόπουλο, δημιουργήθηκε δεύτερη εστία αντίστασης στο στέκι του ραφείου των αδερφών Φώτη και Μάκη Κολοκοτσά, στη στοά Παπαγιάννη, και στις αρχές του 1942 μια τρίτη εστία ξεφύτρωσε στο «φροντιστήριο» του μετέπειτα καθηγητή του Πολυτεχνείου Παντελή Ρόκου, το οποίο λειτουργούσε στο σπίτι του Νικάκη Παπανικολάου, απέναντι από τις αποθήκες Παναγόπουλου.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο L’ Ospice. Και με χρονολογική σειρά να αναφέρουμε χαρακτηριστικά περιστατικά από τα οποία εδραιώνεται η άποψη για τον πρωτοποριακό ρόλο που διαδραμάτισαν οι φλογεροί εκείνοι νεολαίοι στο νεολαιίστικο γενικά κίνημα εθνικής αντίστασης Αιτωλοακαρνανίας. Παραμονές 28ης Οκτωβρίου 1941. Σ' ένα παγκάκι μπροστά στην Αγια Σωτήρα του Πάρκου κουβεντιάζουν τρεις μαθητές Γυμνασίου. Ανάμεσα τους κι ένας οκνίτης του L’ Ospice. Ρίχνεται απ' αυτόν η ιδέα να γίνουν δύο στεφάνια από τις δάφνες του Πάρκου και ως ελάχιστο φόρο τιμής για τους νεκρούς της Αλβανίας να στεφανωθεί το άγαλμα των πεσόντων, που βρισκόταν τότε στην οδό Παπαστράτου και μπροστά στο σπίτι του Κατσιμπίνη, και στη συνέχεια η προτομή του Κουμπούρα, του γνωστού Παναγιώτου, ήρωα μακεδονομάχου, κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό. Κάτι που γίνονταν με τον εορτασμό της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου από τα σχολεία, τα σωματεία, τους συλλόγους και τις αρχές της πόλης στα ελεύθερα χρόνια. Η πρόταση του οκνίτη, που ήταν και γραμματέας πυρήνα, έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους άλλους δύο συμμαθητές του. Ετοιμάστηκαν τα δύο στεφάνια και με το σουρούπωμα η παρέα βρίσκεται να στεφανώνει πρώτο το μνημείο των πεσόντων. Εντελώς αναπάντεχα περνάει τυχαία από εκεί μια ιταλική περίπολος, τα τρία παιδιά με το δεύτερο στεφάνι τρέχουν στο στενό προς το καφενείο του Κρίμπα, από κοντά οι Ιταλοί, και την κατάσταση σώζει το ακάλυπτο τότε ρέμα. Οι νεολαίοι γλιτώνουν την παραπέρα καταδίωξη και πιθανή τους σύλληψη. Όταν πέρασε ο κίνδυνος, τα παιδιά είχαν το κουράγιο να Βγουν από την κρυψώνα τους, βρόμικα και λασπωμένα απ' τη μπόχα και το βούρκο του ρέματος, να φτάσουν ως την προτομή του Κου­μπούρα και να τη στεφανώσουν κι αυτή. Η πράξη αυτή χρονικά θα πρέπει να θεωρηθεί ως η πρώτη αντιστασιακή ενέργεια κατά του κατακτητή πανελλαδικά. Την άλλη μέρα, και κάτω από τη μύτη των Ιταλών, τα παιδιά του L’ Ospice γιόρτασαν την πρώτη επέτειο του αλβανικού έπους με ειδική ομιλία του Πάνου Χατζόπουλου, απαγγελίες πατριωτικών ποιημάτων και άλλα παρόμοια.

Ιανουάριος 1942. Ο Πάνος Χατζόπουλος μ' ένα δεύτερο μέλος του L’ Ospice, τον Θωμά τον Μποκόρο, κλέβουν από τα γραφεία της Ένωσης Συνεταιρισμών Αγρινίου μια γραφομηχανή γερμανικής μάρκας ούντεργουντ. Με τη γραφομηχανή αυτή δακτυλογραφήθηκε και κυκλοφόρησε πλατιά η πρώτη προκήρυξη του ΕΑΜ στο Αγρίνιο. Ο Χατζόπουλος είχε συνδεθεί, στο μεταξύ, με την επιτροπή πόλης του ΕΑΜ. Πριν από την προκήρυξη αυτή ο Γεώργιος Καραπαπάς με τον Κωστάκη Αυγούλη σ' ένα παμπάλαιο πολύγραφο κυκλοφόρησαν μόνοι τους ένα κείμενο-μανιφέστο αντίστασης, ιστορικής για το κίνημα σημασίας.

24 και 25 Μαρτίου 1942. Στο διήμερο που θα ακολουθήσει, δηλαδή 24 και 25 Μάρτη, πολλά αξιόλογα γεγονότα έμελλε να διαδραματιστούν στην πόλη. Μα ας τα δούμε με τη σειρά τους. Έπαιρνε να σουρουπώσει η 24η Μαρτίου όταν έγιναν τα αποκαλυπτήρια του μυστικού του L’ Ospice, καθώς οι οκνίτες του γνωρίστηκαν μ' αυτή τους την ιδιότητα μεταξύ τους εκείνο το βράδυ, κι ας ζούσαν τόσα χρόνια ο ένας δίπλα στον άλλο ως μέλη της ίδιας λέσχης. Ένας ένας πέρναγαν τη μεγάλη ξύλινη αυλόπορτα του σπιτιού των Χατζοπουλαίων, για να εκτελέσουν μια αποστολή μαζί με τους οκνίτες του Παντελή Ρόκου της Αγίας Τριάδας. Μια ώρα πριν λήξει η κυκλοφορία με νερομπογιές στα ντενεκέδια, καθώς και με πινέλα από αυτά που ξυριζόμαστε, και κρατώντας στάμπα ξεκινούν να ζωγραφίσουν στα ντουβάρια του Αγρινίου τα πρώτα αντιστασιακά συνθήματα. Τα στάμπα ζωγραφισμένα από τον Δημητράκη Ανδρικόπουλο και σκαλισμένα από τον Γιωργάκη τον Κουτρουμπούση έλεγαν: «Ζήτω η 25η Μαρτίου», «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους», «θάνατος στο φασισμό» και «Ελευθερία ή θάνατος». Τα συνεργεία ήταν τριμελή. Ένας στον ντενεκέ, τη νερομπογιά και τη στάμπα, ο δεύτερος στο πινέλο και ο τρίτος τσιλιαδόρος, κατά προτίμηση κοπέλα. Έμενε κι ένας μοναχός, ο Θανάσης Καραγιώργος, που σκοτώθηκε στο δεύτερο αντάρτικο. Αυτός αποτέλεσε δικό του συνεργείο. Το πρωί της 25η Μαρτίου άστραφταν οι καρδιές των Αγρινιωτών από περηφάνια, καθώς τα ντουβάρια απ' άκρη σ' άκρη της πόλης, ακόμα και δίπλα στις σκοπιές των Ιταλών, διαλαλούσαν την απόφαση της αδούλωτης νεολαίας για αγώνα ζωής ή θανάτου ενάντια στους κατακτητές. Ο εθνικός συναγερμός κορυφώθηκε όταν οι ίδιοι οι οκνίτες μαζί με τους μεγαλύτερους του εργατικού ΕΑΜ παρασύροντας στο πέρασμα τους κι ένα πλήθος από κόσμο, ξεκινούσαν από την κεντρική πλατεία και βάδιζαν την οδό Παπαστράτου πηγαίνοντας να στεφανώσουν το μνημείο των πεσόντων στου Κατσιμπίνη. Η πορεία και η στέψη πραγματοποιήθηκε παρά τις αυστηρές απαγορευτικές διαταγές των στρατευμάτων κατοχής. Μπροστά σ' αυτή την εθνική έξαρση πατριωτισμού οι Ιταλοί δεν τόλμησαν να επέμβουν. Άφησαν την ελληνική ψυχή να πορευτεί. Η στέψη έγινε και η αγωνιστική αυτή εκδήλωση έκλεισε με τον Εθνικό Ύμνο.

Τα δύο αυτά γεγονότα, το γράψιμο των πατριωτικών συνθημάτων και η στέψη του μνημείου των πεσόντων είχε συγκλονιστική επίδραση στο λαό της πόλης, με τις πλούσιες αγωνιστικές παραδόσεις, κι άλλαξε τον αγέρα στη Βαριά ατμόσφαιρα της Κατοχής. Ο καθένας άρχισε να περιεργάζεται με σημασία το διπλανό του, βάλθηκε να αναλύει την κάθε κίνηση, κουβέντα και ενέργεια του. Επιστράτευσε τις κεραίες της ψυχής του προσπαθώντας να βρει τα αόρατα μα υπαρκτά νήματα που θα τον οδηγούσαν όσο γινόταν γρηγορότερα εκεί που άρχισε ξανά να χτυπά η καρδιά της πατρίδας και η καμπάνα του εθνικού χρέους. Κανείς δεν ήθελε να χάσει τη χαρά της πρωτοπορίας και αν ο αγώνας της Εθνεγερσίας του 1821 είχε την ηρωίδα πόλη του, το Μεσολόγγι, ο καινούργιος αγώνας ενάντια στις δυνάμεις του φασισμού - ναζισμού θα είχε σε λίγο τη δική του ηρωίδα πόλη, το Αγρίνιο, που τροφοδότησε το έπος της Εθνικής Αντίστασης με χιλιάδες φλογερούς μαχητές της ελευθερίας και με ποτάμια αίματος.

Αλλά εμείς ας συνεχίσουμε. Οι Ιταλοί έχουν μαζέψει τα λιγοστά ραδιόφωνα που υπήρχαν τότε στο Αγρίνιο. Εξαίρεση κάνουν στο ραδιόφωνο του στρατηγού Κλάδου, που κάθονταν απέναντι από το ξενοδοχείο Ακροπόλ, στην αρχή της οδού Ηλία Ηλιού. Ένας παλιός του ιπποκόμος και διαχειριστής του κτήματος του στο Δοκίμι άκουγε με το στρατηγό κάθε βράδυ το δελτίο ειδήσεων του Λονδίνου και του Καΐρου. Ο ανιψιός του ιπποκόμου περίμενε τον μπάρμπα να γυρίσει από το σπίτι του Κλάδου και κράταγε στο μυαλό του τα νέο του δελτίου. Ο μπάρμπας, που διετέλεσε ένα φεγγάρι ενωματάρχης Χωροφυλακής, δεν παρέλειπε να συστήνει στον ανιψιό του πριν φύγει για το σπίτι του να κρατά το στόμα του κλειστό. «Μην κάψουμε το στρατηγό μωρ' ζαγάρ και κάψεις και το δκο μ' σπίτ». Μόνο που ο ανιψιός ήταν κομμάτι αγύριστο κεφάλι και τα νέα μεταφέρονταν την άλλη μέρα στο L’ Ospice. Εδώ τα μυαλά και των άλλων σκαθαριών δεν άργησαν να πάρουν τις κατάλληλες στροφές και επιστρατεύοντας την κλεμμένη γραφομηχανή της Ένωσης άρχισαν να κυκλοφορούν κάτω από τις πόρτες στις γειτονιές τα πρώτα παράνομα δελτία ειδήσεων. Στα τέλη του Μάρτη του '42 εξοικονομήθηκε ένα ραδιόφωνο απ' τον Ντίνο τον Σαλάκο. Με λίγο ταρακούνημα καμιά φορά, όταν το 'πιαναν οι αναποδιές του, έστω και βραχνά, έκανε τη δουλειά του. Σέμπρεψε και με τη γραφομηχανή κι ένα αυτοσχέδιο πολύγραφο και η δουλειά πλέον του καθημερινού δελτίου ειδήσεων συστηματοποιήθηκε, έτσι που να κυκλοφορεί πόρτα με πόρτα, κόρφο με κόρφο σε μεγάλο αριθμό αντιτύπων. Δεν παραλείπονταν βέβαια και η εκτύπωση τρικ με πατριωτικά συνθήματα και προκηρύξεις, όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Αρχικά οι τεχνικές ανάγκες εκτύπωσης και διανομής καλύφθηκαν από τα παιδιά του L’ Ospice. Αργότερα, όσο οι ανάγκες μεγάλωναν, μπήκαν στο χορό και οι αντιστασιακές οργανώσεις των συνοικιών. Βέβαια ως τις αρχές του '43 τα τρία σύνεργα, δηλαδή γραφομηχανή, πολύγραφος και ραδιόφωνο, χειρίζονταν ο Ντίνος ο Σαλάκος και τα παιδιά του L’ Ospice. Τα δελτία που εκτυπώνονταν καθημερινά παραλάμβανε ο Σπύρος ο Φαρμάκης και τα διοχέτευε στους μηχανισμούς διανομής των συνοικιών. Η αξιόλογη αυτή παράνομη δουλειά γινόταν κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη του κατακτητή, που παρ' όλες τις προσπάθειες του δεν κατάφερε να βάλει στο χέρι τον παράνομο αυτό μηχανισμό. Είναι αλήθεια πως πολλές φορές ο μηχανισμός αυτός κινδύνευσε σοβαρά, πότε από τυχαίες και αναπόφευκτες συμπτώσεις και κακά συναπαντήματα, πότε από επιπόλαιες ενέργειες που οφείλονταν στη φυσιολογική νεανική ορμή που δεν εκτιμούσε, στο βαθμό που έπρεπε, τον κίνδυνο που καραδοκούσε ή ακόμα κι από έλλειψη ανάλογης πείρας.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα δημιουργούσε η γραφομηχανή. Έτσι τεράστια σε όγκο που ήταν, ολόκληρο τσουβάλι πράμα, τα πλήκτρα της έκαναν τρομερό πάταγο που σκόρπαγε αναγκαστικά και έξω από τα ντουβάρια και τα κλειστά παραθυρόφυλλα σε αρκετά μεγάλη ακτίνα στη γειτονιά. Τότε δε υπήρχαν οι σημερινοί θόρυβοι να κουκουλώνουν το πράμα. Για το λόγο αυτό έμενε δύο, το πολύ τρεις μέρες, και μετά δρόμο για άλλο στέκι. Έφτασε η χάρη της μέχρι το γυναικωνίτη του Αϊ-Γιώργη στην Ντούτσαγα. Χαλάλι της όμως, γιατί το δελτίο βοήθησε να στυλωθεί το εθνικό φρόνημα και το ηθικό του λαού της πόλης, καθώς μέρα με τη μέρα η φούρια της χιτλερικής λαίλαπας κόπαζε όσο που πήρε την κάτω βόλτα.

Μια μέρα, καθώς οι δύο νεολαίοι του L’ Ospice, επονίτες πια μετά την αυτοδιάλυση της ΟΚΝΕ τη άνοιξη του '43, κουβάλαγαν σ' ένα τσουβάλι τη γραφομηχανή για κάποιο καινούργιο στέκι που θα ήτα το κατώγι του σπιτιού του Χαρίλαου Τσουκαλά, δίπλα στο ρέμα της Αγίας Τριάδας, μπροστά στις απόθήκες Παναγόπουλου, έπεσαν σε μια ομάδα Γερμανών που φόρτωναν ένα αυτοκίνητο με, διάφορα εφόδια. Οι Γερμανοί σταμάτησαν τους επονίτες και γαβγίζοντας στη γλώσσα τους και με νοήματα τους διέταξαν να βάλουν ένα χέρι στο φόρτωμα. Το τσουβάλι με τη γραφομηχανή ξεφορτώθηκε παρά πέρα στ< πεζοδρόμιο και άρχισε η αγγαρεία. Ο γερμανός σκοπός της αποθήκης, όση ώρα κρατούσε το φόρτωμα, τριγυρόφερνε το τσουβάλι με την ούντεργουντ και το περιεργάζονταν πίσω από τα χοντρά μυωπικά γυαλιά του. Όλα έδειχναν πως πλησίαζε το τέλος. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά, η αγγαρεία κάποτε πήρε τέλος, ξαναφορτώθηκε στις πλάτες το τσουβάλι με τη γραφομηχανή και τα παιδιά πήραν δρόμο.

Μια άλλη μέρα κινδύνευσε ο πολύγραφος με τον οποίο τύπωναν τα δελτία οι ίδιοι, οι παραπάνω επονίτες στο σπίτι των αδερφών Νταβαρούκα, στην οδό Καλυβίων. Δυο Γερμανοί της Γκεστάπο με το διερμηνέα Σπύρο Λούβαρη έχοντας κοντά τους και μια γερόντισσα πήραν σβάρνα τις γειτονιές για να βρουν σπίτι να στεγάσουν την οικογένεια της, μιας και το δικό της το είχαν επιτάξει για τις δικές τους ανάγκες. Έφτασαν ως το Νταβαρουκέικο. Η Ελένη Νταβαρούκα, μόλις τους είδε να ανοίγουν την αυλόπορτα την ώρα που αυτή κράταγε τσίλιες στο μπαλκόνι, μπήκε στο δωμάτιο που τύπωναν οι επονίτες τα δελτία και κίτρινη από φόβο έμπηξε μια φωνή: «Γερμανοί κυκλώνουν το σπίτι» κι έπεσε ξερή στο πάτωμα. Χάρη στην ψυχραιμία των δύο παιδιών δεν έγινε καμιά παρεξήγηση που ίσως θα είχε αιματηρές συνέπειες και την απώλεια Βέβαια του πολυγράφου. Εξακριβώθηκε ο σκοπός του ερχομού των γκεσταπιτών, τα παιδιά τους εξήγησαν πως δεν υπήρχε κενό ούτε ένα δωμάτιο κι εκείνοι έφυγαν γυρεύοντας σπίτι παρακάτω. Ο διερμηνέας Λούβαρης, που εξηγούσε τα καθέκαστα και στις δύο πλευρές, κάτι φάνηκε να ψυλλιάστηκε βλέποντας τα γανωμένα από το μελάνι χέρια του ενός επονίτη, μα δεν έδωσε συνέχεια. Τα παιδιά μάζεψαν τα φρεσκοτυπωμένα δελτία, ήρθε κι ο Σπύρος Φαρμάκης που το παρέλαβε για διανομή κι έκρυψαν τον πολύγραφο στο τζάκι. Διαβεβαίωσαν την Ελένη πως θα τον μεταφέρουν την ίδια μέρα, αφού είδαν κι έλαβαν να τη συνεφέρουν από τη λιποθυμιά της, κι έφυγαν για να κανονίσουν καινούργιο στέκι. Όταν γύρισαν το απόγευμα για να τον παραλάβουν για τη μεταφορά, ο πολύγραφος δεν υπήρχε πλέον. Ο Παύλος Νταβαρούκας, ο οποίος γύρισε στο μεταξύ από την αγορά στο σπίτι, έμαθε από την αδερφή του τα καθέκαστα, έβαλε φωτιά και έκαψε τον πολύγραφο.

Στις αρχές του '42 στο σπίτι της Χριστίνας Κολοκύθα ξέπεσε ο Χρήστος Καπράλος με τον Άγγελο Τερζάκη. Καραβοτσακισμένοι και οι δύο από την πείνα και τις κακοτυχίες αντάμωσαν στο Αγρίνιο τον Πάνο Χατζόπουλο κι εκείνος τους έβαλε να καθίσουν στο παραπάνω σπίτι. Επειδή όμως η οικογένεια της Κολοκύθα δεν ήταν δυνατόν πέρα από τη στέγαση να αναλάβει και την τροφοδοσία τους, το έργο αυτό το ανέλαβε το L’ Ospice. Κάθε μέρα άλλος μια φέτα ψωμί, άλλος ένα πιάτο φαγητό ή ελιές, άλλος λίγο λάδι, μια δυο χούφτες φασόλια, ρεβίθια, κι ό,τι άλλο μπορούσε να εξοικονομήσει απ' το σπίτι του. Έτσι μπόρεσε η παρέα του L’ Ospice να συντηρήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα τους δύο αυτούς δόκιμους καλλιτέχνες που τόσα πρόσφεραν στη συνέχεια στον πνευματικό και καλλιτεχνικό χώρο της Ελλάδος. Και ήταν μεγάλη η χαρά των παιδιών του L’ Ospice να τους κάνουν παρέα και να συζητούν μαζί τους.

Μα όλα έχουν αρχή και τέλος. Και το L’ Ospice έμελλε να αυτοδιαλυθεί την άνοιξη του '43. Λίγο μετά τη διάλυση της ΟΚΝΕ και την προσχώρηση της στην ΕΠΟΝ, η συντροφιά των παιδιών του L’ Ospice μετακόμισε ομαδικά στις γραμμές της, εκτός από δυο τρεις περιπτώσεις.

Έκλεισε ο κύκλος μιας σκοτεινής τροχιάς και μιας σελίδας του νεολαιίστικου προοδευτικού κινήματος της εργατούπολης του Αγρινίου, της ηρωίδας πόλης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Άνοιξε μια καινούργια. Το ίδιο αξιόλογη και φωτεινή. Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η ιστορία της ιδιόρρυθμης εκείνης μαθητικής λέσχης που διέγραφε μια φωτεινή και αξιόλογη τροχιά στη δημοκρατική, προοδευτική και μετέπειτα αντιστασιακή πορεία του αγρινιώτικου λαού.


Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2021

“ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Ο ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ” ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΓΚΙΟΛΙΑ

 Παραθέτω ένα ενδιαφέρον κείμενο που μιλάει για το γνωστό βιβλίο του Μάρκου Γκιόλια για τον Κώστα Χατζόπουλο.

Το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα και ο Κώστας Χατζόπουλος

περιοδικό Θέσεις” Τεύχος 108, περίοδος: Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2009

Ο Μάρκος Γκιόλιας ως ιστορικός του εργατικού κινήματος. Η σημασία της μελέτης του “Το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα και ο Κώστας Χατζόπουλος”, εκδ. Π. Μοσχονά, Αγρίνιο 1996.

του Γιάννη Μηλιού

Η ενασχόληση με την ιστορία του εργατικού κινήματος αποτελεί μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Δυσκολότερη από ότι οι περισσότερες και οι περισσότεροι αναγνώστριες/ες, έχουν φανταστεί. Τολμώ να πω, δυσκολότερη από ότι οι ίδιοι οι ιστορικοί υποθέτουν.

Στη φωτογραφία o Κώστας Χατζόπουλος με την κόρη του Σέντα στο Αγρίνιο το 1919, από το αρχείο της Σοφίας Λαχανά Πατρώνη

Οι λόγοι για τη δυσκολία αυτή είναι ότι η ιστορία του εργατικού κινήματος τέμνει ουσιαστικά τρεις θεωρητικές περιοχές ιδιοποίησης του πραγματικού, ή αν θέλετε τρεις ιστορίες:
1) Την κατανόηση και ιστορική εξέλιξη των κοινωνικών σχέσεων που χαρακτηρίζουν μια συγκεκριμένη κοινωνία, δηλαδή, πιο συγκεκριμένα, την εδραίωση και διευρυνόμενη αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων κυριαρχίας σε οικονομικό, πολιτικό, πολιτιστικό επίπεδο. Το εργατικό κίνημα κάνει την εμφάνισή του κατά τη φάση εκείνη της εξέλιξης των καπιταλιστικών κοινωνιών, κατά την οποία εδραιώνεται και κυριαρχεί η μορφή του βιομηχανικού καπιταλισμού, εκτοπίζοντας την προγενέστερη μορφή του εμπορικού και μανουφακτορικού καπιταλισμού. Κατά την περίοδο του βιομηχανικού καπιταλισμού, που σύμφωνα με το εννοιολογικό σύστημα που εισήγαγε ο Μαρξ στο Κεφάλαιο μπορούμε επίσης να ονομάσουμε «καπιταλισμό της σχετικής υπεραξίας», σε αντιδιαστολή με την προγενέστερη φάση του «καπιταλισμού της απόλυτης υπεραξίας», δημιουργείται εκείνη η συγκέντρωση της εργατικής τάξης στις μεμονωμένες επιχειρήσεις, τους οικονομικούς κλάδους και τα αστικά κέντρα που καθιστούν δυνατή την κατανόηση από τη μεριά των εργαζομένων των κοινών τους συμφερόντων και την ανάπτυξη του (οργανωμένου) εργατικού κινήματος.
Επιπλέον, η διαμόρφωση της σκέψης και της δράσης κάθε συγκεκριμένης προσωπικότητας του εργατικού κινήματος και θεωρητικού του σοσιαλισμού, όπως ο Κώστας Χατζόπουλος, πρέπει να ειδωθεί ως προϊόν ενός οικογενειακού και ιδιωτικού χώρου, ο οποίος επηρεάζεται αποφασιστικά και σε τελευταία ανάλυση διαμορφώνεται από αυτό το σύνθετο πλέγμα των εξελισσόμενων κοινωνικών σχέσεων.
2) Την πρόσληψη της συγκεκριμένης διεθνούς και εσωτερικής «ιστορίας των ιδεών» κατά την εξεταζόμενη περίοδο, με παράλληλο συνυπολογισμό των ιστορικών ιδιαιτεροτήτων που αναγκαστικά χαρακτηρίζουν κάθε χώρα.
Εδώ χρειάζεται να επιμείνουνε λίγο περισσότερο: Εφόσον δεν πρόκειται γενικώς για την ιστορία των ιδεών, αλλά για την ιστορία πρόσληψης και ανάπτυξης των σοσιαλιστικών ιδεών και ειδικότερα των μαρξιστικών ιδεών, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι από την πρώτη στιγμή εμφάνισής τους ως θεωρητικών ρευμάτων και αντίστοιχα πολιτικών κινήσεων, ο σοσιαλισμός και ο μαρξισμός χαρακτηρίζονταν από μια εσωτερική σχισματικότητα. Η ιστορία της σοσιαλιστικής αλλά και της μαρξιστικής σκέψης είναι πάντοτε ιστορία ιδεολογικών και θεωρητικών αγώνων: Αγώνων, από τη μια για την κριτική των κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας και της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας, και από την άλλη για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα και θεωρητική συνέπεια της σοσιαλιστικής και μαρξιστικής δράσης και ανάλυσης, απέναντι σε διαφορετικές και κατά τεκμήριο «αντίπαλες» σοσιαλιστικές ή μαρξιστικές προσεγγίσεις.
Μάλιστα, η αδιάκοπη «εσωτερική διαμάχη» στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής σκέψης και του μαρξισμού είναι τόσο επίμονη και ισχυρή, που διασχίζει συχνά το έργο ενός και του αυτού μαρξιστή θεωρητικού (και υπάρχουν πάμπολλες περιπτώσεις στις οποίες θα μπορούσαμε να αναφερθούμε), αναπαράγει στο εσωτερικό του αντιφάσεις, μεταστροφές, συσσωματώσεις, λογικά ασύμβατων θεωρητικών θέσεων κ.ο.κ. Σε τελευταία ανάλυση, δεν αποτελεί παρά μια έκφανση της σύγκρουσης του σοσιαλισμού και του μαρξισμού με την κυρίαρχη ιδεολογία, μια που η τελευταία διαρκώς αναπαράγεται, υπό μετασχηματισμένες μορφές, στο εσωτερικό του μαρξισμού.
Σε όλες τις περιπτώσεις, η ανάδυση τέτοιων θεωρητικών αντιφάσεων και μεταστροφών είναι στενά συνυφασμένη με την εξέλιξη των πολιτικών και ιδεολογικών συσχετισμών δύναμης, τόσο στο επίπεδο της κοινωνίας, όσο και στο εσωτερικό της Αριστεράς.
3) Από εδώ πηγάζει και εδώ ακριβώς εντοπίζεται και η τρίτη δυσκολία που είναι συνυφασμένη με την επιστημονική κατανόηση και μελέτη του εργατικού κινήματος και των πρωταγωνιστών του: Η «εσωτερικότητα» του σοσιαλισμού και του μαρξισμού στο εργατικό κίνημα και η καταστατική «σχισματικότητά» τους συνεπάγεται ότι για να μπορεί ο ιστορικός να λειτουργήσει επιστημονικά, πρέπει προηγουμένως να έχει υιοθετήσει μια συγκεκριμένη στάση στο εσωτερικό της σοσιαλιστικής και μαρξιστικής σκέψης. Μια στάση, αν θέλετε, μη-ουδετερότητας, που θα του/της επιτρέψει, όσο κι αν αυτό στο πρώτο άκουσμα ξενίζει, να κατανοήσει αντικειμενικά και με τρόπο επιστημονικό το αντικείμενο μελέτης του/της. Όπως σωστά επεσήμαινε αρκετά χρόνια πριν ο Louis Althusser:
«Η αντίληψη αυτή στηρίζεται […] στην απλή διαπίστωση ότι [...] δεν μπορεί κανείς να δει από παντού τα πάντα. Μπορεί κανείς να διακρίνει την υφή αυτής της συγκρουσιακής πραγματικότητας μόνο αν υιοθετήσει μέσα στην ίδια τη σύγκρουση ορισμένες θέσεις και όχι κάποιες άλλες, διότι το να υιοθετήσει παθητικά κάποιες άλλες θέσεις θα σήμαινε ότι εμπλέκεται στη λογική των ταξικών ψευδαισθήσεων, η οποία πρέπει να ονομασθεί κυρίαρχη ιδεολογία. Φυσικά η προϋπόθεση αυτή αντιτίθεται σε ολόκληρη τη θετικιστική παράδοση –μέσω της οποίας η αστική ιδεολογία ερμηνεύει την πρακτική των φυσικών επιστημών [...] Ουσιαστικά, σε ολόκληρο το έργο του ο Μαρξ δεν λέει τίποτε διαφορετικό. Όταν γράφει στον επίλογο του Κεφαλαίου ότι αυτό το έργο “εκπροσωπεί το προλεταριάτο” εξηγεί σε τελική ανάλυση ότι πρέπει να υιοθετήσει κανείς τις θέσεις του προλεταριάτου για να γνωρίσει το κεφάλαιο» (Αλτουσέρ, Λ. [1991]: «Για τον Μαρξ και τον Φρόϋντ», Θέσεις τ. 35, σ. 56).
Ειδικότερα, αναφορικά με την ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, οι δυσκολίες αυτές μεγεθύνονται, καθώς στην αντίστοιχη ιστοριογραφία από τη δεκαετία του 1930 μέχρι πρόσφατα, κυριαρχούσε ένα απλουστευτικό δογματικό ιδεολογικό σχήμα, που αξιολογεί την ιστορία και τους πρωταγωνιστές της ανάλογα με την αναδρομικά κυριαρχούσα, στην εκάστοτε συγκυρία, θέση της επίσημης Αριστεράς.
Δεν ξέρω αν το αντιληφθήκατε ήδη, αλλά τόσην ώρα μιλάω εμμέσως για τον Μάρκο Γκιόλια και τη συμβολή του στην πρόσληψη του ελληνικού εργατικού κινήματος. Το βιβλίο του “Το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα και ο Κώστας Χατζόπουλος”, αποτελεί μια σημαντική συμβολή στη μελέτη του ελληνικού εργατικού κινήματος της περιόδου 1880-1920, καθώς εστιάζει στη δράση και τη σκέψη του κορυφαίου αγρινιώτη διανοητή και αγωνιστή Κώστα Χατζόπουλου (1868-1920).
Αν ακολουθήσουμε το σχήμα με τις τρεις δυσκολίες που περιγράψαμε, θα διαπιστώσουμε ότι ο Μάρκος Γκιόλιας μας καθοδηγεί μέσα και πέρα από αυτές, με ένα στρωτό, σχεδόν λογοτεχνικό, αφηγηματικό ύφος, που αξιοποιεί και καθιστά εύληπτο ένα τεράστιο όγκο στοιχείων: Ξεκινά από την ανάλυση της δομής και της ιστορικής εξέλιξης της αγρινιώτικης κοινωνίας και της αντίστοιχης πνευματικής κίνησης κατά τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του Κώστα Χατζόπουλου, για να μας επιτρέψει να κατανοήσουμε τον καθοριστικό ρόλο των κοινωνικών σχέσεων και της εξέλιξής τους στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του Χατζόπουλου (και των άλλων ηγετικών φυσιογνωμιών της περιόδου). Ταυτόχρονα εξετάζει τις διαδικασίες εκβιομηχάνισης της χώρας και ανάπτυξης του εργατικού κινήματος κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Το βιβλίο παρέχει τέτοιο πλούτο στοιχείων αλλά και την αντίστοιχη επιστημονική αποκωδικοποίηση και ερμηνεία τους, που θα μπορούσε να διαβαστεί και ως πραγματεία για την ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα κατά την αναφερόμενη περίοδο.
Σε αντιδιαστολή με τις δογματικές και εν πολλοίς απολογητικές προς την καπιταλιστική εξουσία δοξασίες περί υπανάπτυξης της «αστικοτσιφλικάδικης Ελλάδας» ο Μάρκος Γκιόλιας αντιλαμβάνεται με επιστημονικό τρόπο τη μετάβαση από τον προβιομηχανικό στον βιομηχανικό καπιταλισμό. Γράφει:
«Ενώ ο εμποροχρηματικός καπιταλισμός αναπτύσσεται με μια αξιόλογη δυναμική κατά τις τελευταίες δεκαετίες του ΙΘ΄ αιώνα, ο τομέας της ελληνικής βιομηχανίας δεν προχωρεί με ανάλογους ρυθμούς […] Ωστόσο σημειώνεται πρόοδος. Μαζί με τους πρώτους πυρήνες της βιομηχανίας γεννιέται το ελληνικό εργατικό κίνημα» (σ. 63). (1)
Έχοντας με τον τρόπο αυτό ξεπεράσει την πρώτη δυσκολία που αναφέραμε, ο Μάρκος Γκιόλιας προχωρεί στην εξέταση των θεωρητικών απόψεων και της πολιτικής δράσης του Κώστα Χατζόπουλου. Μέσα από την επεξεργασία και παρουσίαση, και πάλι, ενός μεγάλου όγκου στοιχείων και πηγών, και φυσικά των (δημοσιευμένων και μη) κειμένων του Χατζόπουλου, αλλά και των απόψεων των κύριων ρευμάτων του σοσιαλισμού στην Ελλάδα και διεθνώς, αποκαθίσταται η εικόνα του Χατζόπουλου ως ενός θεωρητικά και πολιτικά πρωτοπόρου μαρξιστή, ο οποίος συνέβαλε ποικιλόμορφα (ως πολιτικό πρόσωπο, θεωρητικός συγγραφέας και μεταφραστής) στη διάδοση και ανάπτυξη του σοσιαλισμού και του μαρξισμού στην Ελλάδα. Ενός θεωρητικού που μπορεί να αξιολογεί όχι μόνο τα αντιμαχόμενα σοσιαλιστικά και μαρξιστικά ρεύματα της εποχής του (π.χ. τους «ορθόδοξους μαρξιστές» υπό τον Κάουτσκι κατά την περίοδο μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από τη μια, και τους «ρεβιζιονιστές» υπό τον Μπερνστάιν από την άλλη), αλλά ακόμα και τα έργα των Μαρξ και Ένγκελς, με τα οποία ο Κώστας Χατζόπουλος ήταν εξοικειωμένος. (2)
Στο τμήμα αυτό της ανάλυσής του, ο Μάρκος Γκιόλιας προφυλάσσει πλήρως τον αναγνώστη από τη δεύτερη δυσκολία που επισημάναμε, αυτή που σχετίζεται με την καταστατική εσωτερική σχισματικότητα του σοσιαλισμού και του μαρξισμού. Όχι μόνο μας παραθέτει το πανόραμα των διαφορετικών τάσεων και ιδεολογικών ρευμάτων του σοσιαλισμού, αλλά εστιάζοντας στην πρωτοπόρα στάση και σκέψη του Κώστα Χατζόπουλου, δείχνει ότι μόνο μέσα από τη σύγκρουση, τη σύνθεση και την ανασύνθεση των τάσεων αυτών μπορεί να προκύψει το προχώρημα του σοσιαλιστικού κινήματος και της μαρξιστικής θεωρίας, αλλά και η σύνδεσή τους με το εργατικό κίνημα. Εστιάζοντας στον Χατζόπουλο, ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει τις εντάσεις και συγκλίσεις μεταξύ δημοτικισμού και σοσιαλισμού, την εξέλιξη του κινήματος και των τάσεών του στα βασικά αστικά κέντρα της Ελλάδας, αλλά και σε χώρες της Δ. Ευρώπης και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Μάρκος Γκιόλιας έρχεται αντιμέτωπος με εκείνη τη θεωρητική παράδοση που ο ίδιος ονομάζει «παραχαράξεις του δογματισμού». Στις λίγο-πολύ αναπαραγόμενες απαξιωτικές και στρεβλωτικές κρίσεις για τον Κώστα Χατζόπουλο ιστορικών της επίσημης Αριστεράς κατά τις δεκαετίες του 1940, 1950 ή και αργότερα, ο Μάρκος Γκιόλιας αντιπαραθέτει τεκμηριωμένα τις θέσεις του Χατζόπουλου, καταδεικνύοντας τη συνάφειά τους με τις αναλύσεις των Μαρξ και Ένγκελς, αλλά και άλλων θεωρητικών του μαρξισμού.
Γίνεται έτσι φανερό ότι ο Μάρκος Γκιόλιας υπερβαίνει και την τρίτη δυσκολία στην οποία αναφερθήκαμε. Η «θέση του παρατηρητή» την οποία επιλέγει, είναι εκείνη του κριτικού και αντιδογματικού σοσιαλιστή και μαρξιστή. Είναι η θέση που επιτρέπει στον ιστορικό να αναλύσει κριτικά και να κατανοήσει το εργατικό κίνημα και την εξέλιξή του με βάση την επιστημονική μέθοδο και τις έννοιες που εισήγαγε ο Μαρξ, χωρίς προειλημμένες θέσεις και χωρίς να φοβάται τα οποιαδήποτε ευρήματα της έρευνάς του. Με άλλη διατύπωση, κατανοεί ότι η κριτική μέθοδος του Μαρξ οφείλει να εφαρμόζεται επίσης και στην ιστορία του εργατικού κινήματος, αλλά και του ίδιου του μαρξισμού.

Στο σημείο αυτό ας μου επιτραπεί, εντούτοις, να δώσω έμφαση στο μοναδικό σημείο διαφωνίας που έχω με την ανάλυση του Μάρκου Γκιόλια, και το οποίο αφορά τη μεταστροφή της θεωρητικής προσέγγισης και δράσης του Κώστα Χατζόπουλου μετά την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914. Όπως είναι γνωστό, η έκρηξη του Πολέμου προκάλεσε ένα τεράστιο ρήγμα στην παγκόσμια μαρξιστική Αριστερά, που σχηματικά αποτυπώνεται στη διάσπαση ανάμεσα στη Β΄ και τη Γ΄ Διεθνή. Για όσους θα ακολουθήσουν την Γ΄ Διεθνή, ο μέχρι τότε «ορθόδοξος μαρξιστής» και επαναστάτης Κάουτσκι γίνεται αποστάτης, για να αναφέρουμε μόνο ένα παράδειγμα.
Στην Ελλάδα, η διάσπαση του διεθνούς μαρξιστικού σοσιαλισμού επικαλύπτεται με τον «εθνικό διχασμό», τη διάσπαση της ίδιας της κυβερνητικής εξουσίας στην κυβέρνηση των Αθηνών και σε εκείνην της Θεσσαλονίκης. Μέσα στη συγκυρία του εθνικού διχασμού, μου είναι προφανές ότι η θεωρητική και πολιτική στάση του Κώστα Χατζόπουλου, μεταστρέφεται. Κατά την περίοδο 1909-1913, όταν η μεταρρυθμιστική-«ανορθωτική» κίνηση του Ε. Βενιζέλου επεδείκνυε τον μέγιστο φιλεργατισμό της (εργατική νομοθεσία κλπ.), ο Χατζόπουλος παρέμενε δριμύς επικριτής της αστικής εξουσίας και της στρατηγικής εδαφικής επέκτασης δια των Βαλκανικών Πολέμων, ακολουθώντας την πολιτική της αριστερής ή «ορθόδοξης» πτέρυγας των σοσιαλιστών της εποχής:
«Στο αίσθημά μου είναι τόσο αποκρουστικός ο πόλεμος, τόσο ανήθικος στη σοσιαλιστική αντίληψή μου […]». «Είναι φοβερό να βλέπει κανείς τους άμοιρους λαούς να κυλιούνται στο αίμα για να πέσουνε από τη μια σκλαβιά στην άλλη». (Παρατίθεται στο Γκιόλιας 1996: σσ. 362-63).
Αντίθετα, μετά το 1914 τάσσεται υπέρ της συμμετοχής της χώρας στον Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Στο πλαίσιο αυτό μεταλλάσσει και τη στρατηγική του στο εσωτερικό του σοσιαλιστικού κινήματος: Όπως σημειώνει ο ίδιος ο Μάρκος Γκιόλιας, «αναζητεί ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές συμμαχίες για την αντιμετώπιση της καπιταλιστικής επίθεσης στις εργατικές κατακτήσεις. Στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης, ο Χατζόπουλος ανοίγεται κατά την πορεία προς τους Κοινωνιολόγους, αλλά και τους προοδευτικούς φιλελεύθερους» (σ. 446).(3)
Νομίζω ότι ο Μάρκος Γκιόλιας δεν αναδεικνύει αυτή την τομή στην πορεία και τη σκέψη του Χ., καίτοι βεβαίως την περιγράφει. Μοιάζει να συμμερίζεται την αναγκαιότητα αυτής της μεταστροφής, χωρίς να τη θεμελιώνει.
Ο εθνικός διχασμός δεν είναι η ιστορία της σύγκρουσης ανάμεσα σε δυο «στρατηγικές εξάρτησης» της Ελλάδας από «ξένες δυνάμεις», ούτε η διαμάχη ανάμεσα μερίδες του κεφαλαίου. Είναι η ιστορία της σύγκρουσης δύο στρατηγικών διαχείρισης των γενικών αστικών συμφερόντων, σύγκρουσης που μορφοποιήθηκε και τροφοδοτήθηκε από την παρέμβαση των μαζών.
Όταν η άρνηση των συμμάχων της Αντάντ, αρχικά, στην ελληνική πρόταση για συμμετοχή στον Πόλεμο (λόγω της μέχρι τότε ουδετερότητας της Τουρκίας και της Βουλγαρίας) και η έκβαση του Πολέμου, στη συνέχεια (νίκες και προέλαση των Κεντρικών Δυνάμεων), οδήγησαν στη διαφωνία Βενιζέλου-Βασιλιά και στην παράταση της ελληνικής ουδετερότητας, τότε ήρθε ακριβώς η παρέμβαση των λαϊκών μαζών της Νότιας Ελλάδας για να ακυρώσει για έναν τουλάχιστο χρόνο την από καταβολής ελληνικού κράτους επεκτατική στρατηγική του αστισμού (τη «Μεγάλη Ιδέα»). Από τον Φεβρουάριο ως τον Νοέμβριο του 1915, η ουδετερότητα αναδεικνύεται σε ηγεμονική (αστική) πρόταση διακυβέρνησης.
Η μοναρχική στρατηγική εξασφάλισε την υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας των κινητοποιημένων λαϊκών μαζών της παλιάς Ελλάδας, που είχαν ήδη χύσει το αίμα τους στους πολέμους του 1912-13. Έτσι η υποστήριξη προς τη μοναρχική πολιτική στρατηγική προσέλαβε ένα ανοιχτά αντιπολεμικό περιεχόμενο και χαρακτήρα, δεν ταυτιζόταν δηλαδή κατ’ ανάγκην με το γενικότερο πολιτικό πρόγραμμα ή την ιδεολογία του μοναρχισμού. Ήταν τελικά αγώνας ενάντια στη «Μεγάλη Ιδέα», ενάντια στην κυρίαρχη επεκτατική στρατηγική του ελληνικού αστισμού από την ίδρυση ακόμα του ελληνικού κράτους, στρατηγική που από το 1912 και μετά είχε αρχίσει να γίνεται πραγματικότητα.
Ογκώδεις διαδηλώσεις στην Αθήνα και αντίστοιχες μαζικές εκδηλώσεις των επιστράτων, καταδικάζουν τον πόλεμο και τη στρατηγική του Βενιζέλου και συντάσσονται έτσι πίσω από τις σημαίες της βασιλικής παράταξης. Την ίδια στάση υιοθετούν και οι περισσότερες σοσιαλιστικές οργανώσεις της εποχής. Η παλιά Ελλάδα στην πλειοψηφία της τάσσεται με την κυβέρνηση των Αθηνών.
Μια αντίστοιχη μαζική υποστήριξη υπέρ του Βενιζέλου, εκδηλώνεται βέβαια στη Θεσσαλονίκης. Η βενιζελική παράταξη, που έκφραζε την πάγια επεκτατική στρατηγική του ελληνικού κεφαλαίου, βρήκε σημαντική λαϊκή υποστήριξη, κυρίως από τον ελληνικό πληθυσμό της Βόρειας Ελλάδας, που αισθανόταν να απειλείται άμεσα από τις βουλγαρικές βλέψεις στη Μακεδονία. Το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του βενιζελισμού, συνέβαλε επίσης αναμφίβολα στην εξασφάλιση αυτής της υποστήριξης. Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να αντιληφθούμε το γεγονός ότι ένα από τα πρώτα μέτρα που πήρε η προσωρινή βενιζελική κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης ήταν η αγροτική μεταρρύθμιση, η απελευθέρωση δηλαδή των κολίγων της νέας Ελλάδας κι η διανομή της γης των τσιφλικιών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ο στόλος της Αντάντ αποκλείει τα λιμάνια της παλιάς Ελλάδας και αποβιβάζεται στον Πειραιά το Νοέμβριο του 1916, η κυβέρνηση της Αθήνας επιχειρεί να έρθει σε ένα συμβιβασμό με την Αντάντ και να παραδώσει ειρηνικά την εξουσία στον Βενιζέλο. Η παρέμβαση όμως των αντιβενιζελικών μαζών και των επιστράτων, υπήρξε τόσο βίαιη («εφονεύθησαν 35 άνδρες των συμμάχων και ετραυματίσθηκαν 80, φονευθέντων και 40 περίπου Ελλήνων» [στις 18 και 19.11.1916], Δασκαλάκης, Χ..: «Νεώτεροι χρόνοι», σε Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΙΔ΄ [Ελλάς], Αθήνα 1934, σ. 596), που η προοπτική αυτή ακυρώνεται.
Με την έννοια αυτή έχει απόλυτο δίκιο ο παλαίμαχος μαρξιστής θεωρητικός Σεραφείμ Μάξιμος, μέχρι το 1927 μέλος του Πολιτικού Γραφείου και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ, όταν γράφει:
«Η σύγκρουση δυο αστικών μερίδων εξελίχθηκε σε σύγκρουση τάξεων, κατά την οποία τα κοινωνικώς καταπιεζόμενα στρώματα σηκώσανε την αντιβενιζελική σημαία ως σύμβολο αγώνος κατά του κεφαλαίου» (Μάξιμος Σ., Κοινοβούλιο ή Δικτατορία, εκδ Στοχαστής 1975, σ. 14. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου έγινε το 1928).
Χαρακτηριστικό της υποστήριξης που εξασφάλισε η αντιπολεμική στάση της αντιβενιζελικής παράταξης είναι και το γεγονός ότι στις εκλογές της 1-11-1920, το κόμμα των Φιλελευθέρων συγκέντρωσε μόλις 44,1% των ψήφων έναντι 55,9% της αντιβενιζελικής Ενώσεως (στην οποία συμμετείχε και το ΣΕΚΕ που λίγο αργότερα μετονομάστηκε σε ΚΚΕ), παρ’ ότι οι εκλογές διεξήχθησαν αμέσως μετά τη γνωστοποίηση των αποφάσεων της Συνθήκης των Σεβρών, με τις οποίες είχε «δικαιωθεί ιστορικά» ο Βενιζέλος (προσάρτηση Ανατολικής Θράκης και περιοχής της Σμύρνης).
Η τελική επικράτηση της επεκτατικής-ιμπεριαλιστικής στρατηγικής θα ήταν αδύνατη χωρίς την επιδείνωση της διεθνοπολιτικής συγκυρίας (γερμανοβουλγαρική εισβολή στην ελληνική Μακεδονία) και την αντίστοιχη υποστήριξη που βρήκε η στρατηγική αυτή από τις λαϊκές τάξεις της Βόρειας Ελλάδας.
Η προσέγγιση του Κώστα Χατζόπουλου, στη συγκυρία που μόλις περιγράψαμε, προς τους «Κοινωνιολόγους» (4) και την ευρύτερη βενιζελική στρατηγική, εκφράζει κατά τη γνώμη μου, μια ευρύτερη ιδεολογική και πολιτική μεταστροφή, στην οποία ο Μάρκος Γκιόλιας ίσως έπρεπε να δώσει περισσότερη έμφαση.
Σε καμία περίπτωση πάντως, η διαφωνία που διατυπώνω εδώ, ως προς τα συγκεκριμένα αυτά ζητήματα της πολιτικοϊδεολογικής μεταστροφής του Χατζόπουλου και της αποτίμησης του «εθνικού διχασμού», δεν μειώνει την τόσο εξαιρετική συμβολή του Μάρκου Γκιόλια ως ιστορικού του εργατικού κινήματος. Το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα και ο Κώστας Χατζόπουλος, αποτελεί εξαιρετική συμβολή στην ελληνική ιστοριογραφία, που αξίζει να διαβαστεί και να συζητηθεί περαιτέρω.

Σημειώσεις

(1) Όπως έγραφε ο Κώστας Χατζόπουλος το 1914, «Η Ελλάδα είναι ένα συνταγματικό κράτος με σύστημα μιας Βουλής και καθολικό, άμεσο εκλογικό δικαίωμα, χωρίς καν ίχνος προνομιούχας αριστοκρατίας. Ήδη, εδώ και 70 χρόνια, όταν μέσα από τη λαϊκή απαίτηση για σύνταγμα δόθηκε ένα τέλος στις προσπάθειες του βασιλιά Όθωνα για εγκαθίδρυση του απολυταρχισμού, η χώρα κυβερνάται από τη λαϊκή βούληση. Αλλά αυτό συμβαίνει μόνο στα χαρτιά. Κατά βάση, μόνο η ανώτερη και μεσαία αστική τάξη είναι αυτές που εξασφαλίζουν την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους μέσα από τη συγκεκριμένη μορφή κρατικής διακυβέρνησης» (σε Χατζόπουλος, Κ. «Το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα» [1914], Θέσεις τ. 58, 1997: 141).

(2) Ο Χατζόπουλος μετέφρασε στα ελληνικά το Κομμουνιστικό Μανιφέστο το 1908.

(3) Ο Χατζόπουλος ερμηνεύει στη νέα αυτή συγκυρία τον Πόλεμο ως σύγκρουση ανάμεσα στην στην απολυταρχία των Κεντρικών Δυνάμεων και τη (αστική) δημοκρατία (που χαρακτηρίζει τις χώρες της Αντάντ. Ειδικότερα για την Ελλάδα, υποστηρίζει ότι η είσοδος στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ θα εξασφάλιζε όχι μόνο τις «εθνικές διεκδικήσεις» αλλά τις κοινωνικές και εργατικές κατακτήσεις της περιόδου μετά το 1910, ενώ υιοθετούσε τα συνθήματα της ευρύτερης βενιζελικής παράταξης, ότι η εναντίωση στον Πόλεμο ήταν αποτέλεσμα της «εξάρτησης» από τις Κεντρικές Δυνάμεις. Μια ανάλογη θέση υιοθετεί και ο Μάρκος Γκιόλιας, καίτοι, μέχρι το σημείο αυτό, το έργο του δεν ακολουθεί τις απολογητικές θεωρίες της «εξάρτησης»: «Στις 17 Αυγούστου 1916, ξεσπάει στη Θεσσαλονίκη στρατιωτικό κίνημα εναντίον του γερμανόδουλου βασιλικού καθεστώτος των Αθηνών. Πρόκειται για το αποκαλούμενο Κίνημα Εθνικής Αμύνης […] Υποστηρικτές του είναι πολλοί δημοκρατικοί αξιωματικοί, φιλελεύθεροι πολιτικοί, Κοινωνιολόγοι και σοσιαλιστές. Ανάμεσά τους κι ο Χατζόπουλος, ο Γιαννιός και άλλοι» (σ. 455).

(4) Πρόκειται για μια ομάδα μετριοπαθών σοσιαλιστών (οπαδών του Μπερνστάιν ή/και του «κρατικού σοσιαλισμού», βλ. Πουρνάρας Δημήτρης, Ιστορία του Διεθνούς Σοσιαλισμού, Αθήνα 1945, 2 τόμοι σ. 254), αποτελούμενη κυρίως από νέους που είχαν σπουδάσει στη Γερμανία (Αλ. Παπαναστασίου, Π. Αραβαντινός, Θ. Κουτούπης, Ν. Εξαρχόπουλος, Θ. Πετμεζάς, Αλ. Μυλωνάς, Σπ. Κορώνης, Α. Δελμούζος, Κ. Βαρβαρέσος, Ι. Λυμπερόπουλος κ.ά.), οι οποίοι είχαν ιδρύσει από το 1907 την «Κοινωνιολογική Εταιρεία», στο πρότυπο της βρετανικής «Fabian Society» και του γερμανικού «Συνδέσμου Κοινωνικής Πολιτικής» (που προωθούσε την ιδέα του «κρατικού σοσιαλισμού»: ριζοσπαστική κοινωνική πολιτική μεταρρυθμίσεων με όργανο το κράτος). Από το 1908 εξέδιδαν την Επιθεώρησι των Κοινωνικών και Νομικών Επιστημών, το 3ο τεύχος της οποίας κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1909, λίγο μετά την έκρηξη του κινήματος στο Γουδί.

____________

http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=1076&itemid=29


Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2021

H ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΚΑΣΤΡΟΥ – ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Χτες - με αργοπορία μιας τουλάχιστον δεκαετίας - αποφάσισα επιτέλους να βάλω σε κάποια τάξη το “χρονοντούλαπο” μου, το αρχείο των γονιών μου που αποτελείται από εκατοντάδες κείμενα, γράμματα και φωτογραφίες. Ένα διπλωμένο δίφυλλο τράβηξε την προσοχή μου, γραμμένο από τον πατέρα μου το Γενάρη του 1975, ένα κείμενο που εξιστορεί -σε πρώτο πρόσωπο- τη μάχη του Αγγελόκαστρου τις 9.4.1944. Το γεγονός, πέρα από τη συμβολή του στον απελευθερωτικό αγώνα, είναι σημαντικό για την ιστορία του τόπου μας, γιατί μετά από μερικές μέρες οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες σαν αντίποινα εκτέλεσαν 120 πατριώτες στο Αγρίνιο, μεταξύ των οποίων και τους τρεις ήρωες που απαγχονίστηκαν στην πλατεία Αγρινίου (οι εκτελέσεις της Μεγάλης Παρασκευής 1944). Δεν γνωρίζω αν το κείμενο δημοσιεύτηκε τελικά κάπου, το χειρόγραφο φαίνεται περισσότερο ένα πρόπλασμα, υπάρχουν διορθώσεις που φαίνονται καμωμένες από χέρι τυπογράφου, αλλά μπορεί και να κάνω λάθος.
Γ. Χ.

ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΚΑΣΤΡΟΥ (των Βαϊων - 9 Απρίλη του 1944)
25° χιλ. Σιδ. Γραμμής Κρυονερίου – Αγρινίου
Μεταξύ Σταμνάς και Αγγελόκαστρου
του ΠΑΝΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

φωτογραφία από το αρχείο του Γιώργου Ιωάννου με αμαξοστοιχία παρόμοια με αυτή του σαμποτάζ, τραβηγμένη τη δεκαετία του ’50 (*)

Αρχηγείο Μεσολογγίου (2ο τάγμα του 2/39) Στρατιωτικός Κατσίμπας Γιώργος.
Στόχος της επιχείρησης ήταν να χτυπηθούν οι ταγματασφαλίτες που θα πήγαιναν στην γιορτή της εξόδου του Μεσολογγίου. Τους περιμέναμε από Πέμπτη το βράδυ. 45 άνδρες εθελοντικά γιατί θάπρεπε να πετύχει ο αιφνιδιασμός (και γιαυτό το λόγο επιλέχτηκαν) . Οι άνδρες κατέλαβαν τις θέσεις που είχαν οριστεί από την Τρίτη κοντά στη σιδ. γραμμή στα γύρω υψώματα. Πλαγιοφυλακές είχαμε τον.εφεδρικό ΕΛΑΣ Αγγελόκαστρου και Νιοχωριού. Την Παρασκευή δεν περάσανε Ράληδες, ούτε το Σάββατο. Το Σάββατο το βράδυ πήγαμε και φάγαμε φασουλάδα στο Μοναστήρι του Αγγελόκαστρου και ξεκουραστήκαμε. Αφού δεν κατέβαιναν ταγματασφαλίτες αποφασίσαμε να χτυπήσουμε Γερμανούς και ξημερώνοντας το πρωί της Κυριακής καταλάβαμε ξανά τις θέσεις μας.
Σύνδεσμοι της οργάνωσης μας ειδοποίησαν ότι έφτανε τραίνο στο Αιτωλικό και ήταν φορτωμένο με 90,000 οκάδες βενζίνα σε φορτηγά βαγόνια, μετέφερε την γερμανική φρουρά του τραίνου και στο τελευταίο βαγόνι ήταν Έλληνες επιβάτες. Από εκείνη τη στιγμή βρεθήκαμε σε συναγερμό, με τις χειροβομβίδες στο χέρι και το δάχτυλο στη σκανδάλη. Στη Σταμνά ο Σταθμάρχης ειδοποίησε τους σιδηροδρομικούς για την ενέδρα (ήταν όλοι οργανωμένοι). Μόλις το τραίνο έφτασε στη ανήφορο του 25ου χιλιομέτρου βάσει του σχεδίου ο αντάρτης ΝΤΕΛΗΣ (Νίκος Γκουμανιώτης) πετάχτηκε μπροστά στη μηχανή στις γραμμές, ο μηχανοδηγός φρενάρησε και ο Ντελής πυροβόλησε τη μηχανή. Πριν σταματήσει καλά το τραίνο άρχισε η επίθεση, με οπλοπολυβόλα και μάνλινχερ κλπ. Κανείς δεν χτύπησε το τελευταίο βαγόνι.
Οι Γερμανοί πήδηξαν απ΄τα παράθυρα με τον οπλισμό τους μέσα στα σιτάρια και ερχόταν πυροβολώντας κατ' επάνω μας, αλλά τους γάζωσαν τα πυρά μας. Οι πολίτες, παρόλο που τους φωνάζαμε να φύγουν προς τη Σταμνά, τάχασαν και ανακατώθηκαν με τους Γερμανούς, τελικά κατάφεραν να απομακρυνθούν και να κατευθυνθούν προς Σταμνά αλλά από λάθος σκοτώθηκαν δυο. Μετά από 5 λεπτά η ομάδα του Σαράνταινα κατά το σχέδιο της επιχείρησης έκανε έφοδο επάνω στο τραίνο με χειροβομβίδες με αποτέλεσμα να εξοντωθούν όλοι οι Γερμανοί. 27 νεκροί - 2 αξιωματικοί- αιχμάλωτοι: 2 αξιωματικοί τραυματίες και ένας φαντάρος (16 χρονών), 3 Ιταλοί και ένας μοίραρχος της χωροφυλακής ονόματι Κατεργάρης. Πήραμε όλο τον οπλισμό, τρόφιμα, χρήματα και άλλο χρήσιμο υλικό. Το τμήμα αποχώρησε προς το ύψωμα ψηλή Παναγία του Ζυγού. Έμεινε ο Σαράνταινας και ο Αριστείδης Λαμπίρης και τοποθέτησαν εμπρηστικές νάρκες στα βαγόνια με τις βενζίνες, όπως φεύγαμε ακούγαμε που καιγόταν και ένα-ένα έσκαζαν.
Στην επιχείρηση αυτή δεν σκοτώθηκε κανείς από τους αντάρτες, είχαμε μόνο ένα τραυματία. Αυτή ήταν η μάχη.
Στη συνέχεια γερμανικές μονάδες προσπάθησαν να μας περικυκλώσουν, μας κλείσανε από Κλεισούρα, Χρυσοβέργι, (...) εμείς βρισκόμαστε όλη μέρα μέσα στο δάσος στην κορυφή του βουνού. Το βράδυ αργά περάσαμε δίπλα από την Αγία Ελεούσα και βγήκαμε από τον κλοιό προς Σιβίστα (σήμερα λέγεται Ελληνικά Αιτωλοακαρνανίας, σημ. δική μου).

_______________

https://www.agriniopress.gr/to-sampotaz-tis-stamnas/?__cf_chl_jschl_tk__=pmd_MvzUKSgm4kLUuuPWxz4FuigV54txqc95zqBmXb_j.a4-1635677240-0-gqNtZGzNAmWjcnBszQi9