Σε ένα από τα πρώτα του χρονογραφήματα με υπογραφή «Πεζοπόρος» ο Δημ. Χατζόπουλος αναπολεί την Αθήνα πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ήταν μόδα το ξενύχτι σε… γαλακτοπωλείο. Απολαύστε το.
ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
ΑΤΤΙΚΑΙ ΝΥΧΤΕΣ
Κάτι που εχάσαμεν εις τας Αθήνας ίσως δια πολύν καιρόν
ακόμη, είνε η νυκτερινή κίνησις. Το παν είναι συνήθεια και εις τον βίον των
ομάδων. Προ ολίγων ετών ακόμη, αι Αθήναι ήσαν μία από τας περισσότερον
αγρυπνούσας πόλεις. Ήρχοντο εις την αυτήν σειράν με το Βερολίνον, όπου οι
νυκτόβιοι σουπάρουν περί την δευτέραν πρωϊνήν με την πικάντικην γαριδόσουπαν
δια να συνεχίσουν την ζυθοποσίαν των έως την χαραυγήν. Οι Αθηναίοι, λιτότεροι,
ηρκούντο εις ένα φλυτζάνι γάλα. Το μαλακτικόν ποτό επιδρούσε διεγερτικώς εις το
νευρικόν σύστημα. Παρέμεναν αγρυπνούντες έως την στιγμήν, όπου το άφθονον ιώδες
χρώμα της αυγής επλημμύριζε τον δρόμον και επερνούσε τα μεγάλα γυαλιά των
παραθύρων των διανυκτερευόντων καταστημάτων. Κατά την πλειοψηφίαν ήτο ένα
ξενύχτι λιτοδιαίτων ανθρώπων, εγκρατών διαλεκτικών, οι οποίοι εθεωρούσαν
ανεπαρκή την ημέραν δια να συζητήσουν και εχρησιμοποιούσαν επιμελώς και τας
νυχτερινάς ώρας. Η γαλακτοποσία είχε διαδοθή τόσον, ώστε προσήρχοντο εις το
γαλακτοπωλείον νυκτόβιοι την τετάρτην πρωϊνήν με το ερώτημα προς το γκαρσόνι:
- Ήρθε, λοιπόν;
Αθήνα, οδός Πανεπιστημίου, 1905 |
Δεν επρόκειτο περί ποθητού θηλυκού. Η ερώτησις ανεφέρετο
εις το πρωϊνόν γάλα. Αν είχε κομισθή άρτι αλμεχθέν, διατηρούν ακόμη την
αξεθύμαστον ευωδίαν του, νωπόν τον αφρόν του. Και αυτά τα θηλυκά των υπογείων
και ανωγείων κόσμων είχαν συνηθίσει την γαλακτοποσίαν. Ενόμιζε κανείς πως δεν
ευρίσκετο νυκτόβιος και των δυο γενών με στερεά νεφρά και ότι ολόκληρος ο
ξενυχτών κόσμος έκαμνε γαλακτοθεραπείαν. Ζευγαράκια ηυφραίνοντο με γάλα,
διαβόητοι πόται κατεπράϋναν το αλκοόλ του στομάχου των με το λευκό υγρόν,
άνθρωποι, οι οποίοι εβάρυναν τον εγκέφαλόν των μέχρι των πρωϊνών ωρών από μίαν
εργασίαν επίπονον, εξεκουράζοντο εις την θέαν του αχνίζοντος φλυτζανιού. Η
γαλακτοκομία είχεν αρχίσει να αποκτά μίαν ποικιλίαν ασυνήθη δια τα ανατολικά
ήθη μας. Εις την κρέμαν, εις το γιαούτι, εις το καϋμάκι, εις το ριζόγαλον,
προσετέθησαν άλλαι λευκαί ηδύτητες. Η περίφημη βιεννέζικη μελάνζ είχε κάμει την
εμφάνισήν της με προσπαθείας προσεγκίσεως. Τόσον, όπου εγίνετο λόγος, ότι
μερικά γαλακτοπωλεία επρόκειτο να μετακαλέσουν ειδικούς Βιεννέζους και να
φέρουν τα απαραίτητα μηχανήματα δια την τελειοτέραν παραγωγήν του παραδουναβίου
”Βάϊς”. Δεν ήτο ξενύχτι εκείνο οργίων, όπως εις όλας τας μεγαλουπόλεις, αλλά
ξεκουράσματος του σώματος, της ψυχής. Εις μίαν τόσον λευκήν πόλιν εχρειάζετο
ίσως και αι λευκαί νύχτες. Τας έδωσε το γάλα. Εις τους μαλακούς, βελουδένιους
καναπέδες ανεπαύοντο οι νυκτόβιοι γαλακτοποτούντες και συνδιαλεγόμενοι.
Είχαν αρχίσει να σχηματίζωνται και
σχολαί. Φιλοσόφων, καλλιτεχνών, αισθητικών, κριτικών, κοινωνιολόγων, ψυχολόγων
σχολαί. Εις καμμίαν άλλην εποχήν του νεοαθηναϊκού βίου δεν έδειξε τόσην τάσιν
αναγεννήσεως η αρχαία διαλεκτική. Εις το γαλακτοπωλείον συνηντώντο κάθε νύχταν
οι λόγιοι της εποχής, “άρτι επανακάμψαντες” εκ της Εσπερίας, άνθρωποι με
υποψίαν γνώσεως, με ανυποψίαν κριτικής της γνώσεως, συμπολίται έχοντες τον
πόθον της δράσεως, έστω και δια του λόγου, με μίαν συνείδησην ή με σύγχισην
ταύτης, προκειμένου περί θεωρίας και πράξεως, απόλυτοι και συνδιαλλακτικοί,
μονομερείς και πολυμερείς, μονοθεϊσταί και πολυθεϊσταί, μονισταί και
αντιμονισταί, ρεαλισταί και μεταφυσικοί, φλογεροί και ψύχραιμοι, θορυβοποιοί
και φιλήσυχοι. Οπωσδήποτε ο νυχτερινός εκείνος βίος είχε ένα χρώμα, ίσως δε και
ενδιαφέρον και επί τέλους μία νόησις παρετηρείτο, έστω και υποτυπώδη έκφρασίν
της τας περισσοτέρας φοράς. Το νυκτερινόν γαλακτοπωλείον παρουσίαζεν ένα είδος
προπλάσματος ακαδημίας. Μη λησμονώμεν, ότι μεταξύ ενός φλυτζανιού γάλακτος και
ενός τσουρεκίου εξήγγειλε δια πρώτην φοράν
την ύπαρξίν της εις την Ελλάδα
όχι μόνον η κοινωνιολογία, αλλά και η ανθρωπογεωγραφία. Η τελευταία έγινε δεκτή
με ειρωνικόν μειδίαμα, το οποίον δεν θα εφάνη και εις τα χείλη του σοβαρού
εκείνου Σωκράτους δια τα ανθρώπινα. Αλλά αν δεν επρόκειτο να προέλθη κάτι
καλλίτερον από την νυκτερινήν διαλεκτικήν του γαλακτοπωλείου, πάντως από το
γάλα θα προήρχετο, η μείωσις των ρευματισμών.
Αλήμονον! Ο πόλεμος εστείρευσε την πηγήν αμφοτέρων των
αγαθών τούτων. Έκλεισε όλα τα νυχτερινά κέντρα, συνεπώς και τα γαλακτοπωλεία.
Έκτοτε ουκ έχει Φοίβος παγάν λαλέουσαν, διότι πάντως το ύδωρ δεν ήτο ξένον εις
τον χείμαρρον εκείνον του γάλακτος, που
προσφέρεται εις φλυτζάνια και ποτήρια. Οι νυκτερινοί ομιληταί, οι ακούραστοι
διαλεκτικοί διεσκορπίσθησαν, όπως τα φύλλα της λεύκας εις μίαν φθινοπωρινήν
θύελλαν. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη, άλλαι τάσεις, άλλαι ορμαί και απόλαυσις
ήλθον. Η ζωή αγαπά τα απροσδόκητα, τας
αντιθέσεις, τας εκπλήξεις. Φιλόσοφοι έγιναν υπάλληλοι, μεταφυσικοί εφόρεσαν το
σπαθί, κοινωνιολόγοι έγιναν υπάλληλοι, ανθρωπογεωγράφοι απεδήμησαν, ψυχολόγοι
καταγίνονται εις προμηθείας, κριτικοί εις προαγοράς, ποιηταί εις το εμπόριον
του καπνού, της ρέγγας και των οσπρίων. Ουδέ σκιά των σχολών, των διδασκάλων,
των οπαδών, απέμεινε και αυτό το γάλα μετεβλήθη εις ένα χαλυβδόχρωμον υγρόν, το
οποίον κανείς δεν ζητά την νύχτα, και αν το ζητήση δεν θα το βρή. Και αν
υπάρχει νυκτερική κίνησις, αυτή πρέπει να αναζητηθή εις μακρυνά εξοχικά κέντρα,
όπου η λιτότης του ποτού και της διαλεκτικής είνε άγνωστος, διότι εκεί πίνουν
σαμπάνια, κουαντρώ, αψέντι, ουίσκι, τζιν
και βραχναί βακχίδες χορεύουν ταγκό. Αν περάσει κανείς κατά τας πρωϊνάς ώρας
από τα τέως νυκτερινά κέντρα, θα τα ίδη κλειστά και θα παρατηρήση εις της καρέκλες
των προ των θυρών των να κοιμούνται μερικοί αλήται, με την κεφαλήν γυρτήν επί
του στήθους. Κάποτε παραμιλούν εις τον ύπνον των. Ασυνάρτητα λέγουν οι πτωχοί
άνθρωποι, που δεν γνωρίζουν την στέγην, διότι και τοιούτους έχομεν εις την
πρόοδον μας. Εν τούτοις χθες την νύκτα ένας από αυτούς έλεγε κάτι σαφές εις τον
ύπνον του: «Άϊ στο διάολο!» Δεν υποθέτω να εννοούσε την εποχήν μας, διότι είνε
αξιέραστος.
Πεζοπόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου