Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

Ο παραγκωνισμένος λοχίας και οι χαρτοπαίκτες φαντάροι

 Πρωτοχρονιάτικο διήγημα του Δημ. Χατζόπουλου που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Σκριπ” την 1 Ιανουαρίου 1896, από τη σειρά των “λησμονημένων στρατιωτικών”. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην ίδια σελίδα (πρώτη) βρίσκεται ένα άρθρο του Παύλου Νιρβάνα και ένα ποίημα του Μαλακάση. Η ανάγνωση μπορεί να φανεί προβληματική για όσους δεν έχουν κάποια επαφή με τον ρουμελιώτικο τρόπο ομιλίας. Έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του αυθεντικού κειμένου, αλλάζοντας το μόνο από πολυτονικό σε μονοτονικό.

Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ 1-1-1896

ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ

ΤΕΡΤΣΟ-ΤΙΡΟ! *

- Κουζάρστα καλά, μουρ΄ Μητρούσ΄! ...

- Βγάλ΄τον κόρακα βγάλ΄τουν ! ...

Μια δραχμή η Ξηπουλιάς στουν άσσο, τρεις δικάρις ου Μπιρμπίλιας στου δέκα, εξ δικάρις ου Μπαλαούρας στου τρία, ένα νικελάκι, ου Μήτρους στου ιφτά, πόστα δω, πόστα κει κι΄ότ΄βλέπου... Έτοιμα! ...

- Στασ΄ουρέ Μητρούση, πάει κι'εγώ η κακομοίρς, μιά δικαρούλα στου καβάλλο...

- Πάει κι συ. Τα γυρ΄σα... Φάντης! Πηρ΄ου κόρακας πήρε!, να μη φέρου έναν φάτσα!...

Δέκα κέρδισε ου Μπιρμπίλης κι να χάνου ιγώ π΄δεν έχει κανένας να χ... τα γένεια τ΄Αη Βασίλη αμπ΄Γκαισαρεία!...

- Πάει ορ΄ Μητρούσ';

- Πάει, ολνούς θα σας πάου, ντη φάου τη ντράπλα, έχασα ούλη ρ' δικαμιρία μ' σήμιρα.

- Ορ' τι σαλαέστε έτσ΄ζαγάρια τ'διάολου... Νάρθη να μας πιάση ου λουχίας κι' απέ του διοθόνουμε το μπλούκι!...

- Σκάστ' ντε τσουκλάνια. Τέρτσιου τίρο (1) δέκα του βάρεσα!...

Έπιπτε ψιλή η αγιοβασιλιάτικη βροχή έξω. Οι ολίγοι άνδρες του λόχου ξαπλωμένοι χάμου στα σανίδια άλλοι τυλιγμένοι με τις κάπες των και με κουβέρτες, άλλοι όρθοί, και άλλοι ημικαθήμενοι, ευρόντες ευκαιρίαν εκ της απουσίας του λοχίου και του δεκανέως, τα έκοβαν και αυτοί δια το καλό, ή μάλλον το κακό και το ψυχρό της επισήμου ημέρας. Θαλαμοφύλαξ ών εκάθημην εις την άκραν της θύρας και η βροχή η βαυκαλιστική και αδιάκοπη μ΄είχε αποκοιμήσει, μ'είχε ρίψη εις τον γλυκόν λήθαργον με τους ανοικτούς οφθαλμούς παρακολουθούντας μελαγχολικά εν τω διαρκεί πτώσει της βροχής την εξέλιξιν εν ονείρω ποθητής μικροσκοπικής κεφαλής στολισμένης με πλατύγυρον πίλημα, εφ'ού όπισθεν έλαμπον πέντε πολύχρωμα μεγάλα χρυσάνθεμα, και ενός μικρού χεριού καλώς γαντωμένου με κομψό μαύρο γάντι, γυρίζοντος τεραστίαν ρουκάναν (2), η γοργή απήχησις της οποίας μου ενεθύμιζεν ώρας υψίστης ευδαιμονίας. Ότε αιφνιδίως ο τεράστιος ξερακιανός και κατάμαυρος και μεγαλοπρεπέστατος το στρατιωτικόν ύφος λουχίας τυλιγμένος στην κάπαν του, επήδησεν ως διάβολος εντός του θαλάμου βρυχηθής:

- Σας έπιασα κουζάτ' !...

Τρόμος κατέλαβε τους χαρτοπαικτούντας. Εσκόρπισαν τα χαρτιά, τα λεπτά, και ανηγέρθησαν ταχείς, παραταχθέντες εις γραμμήν. Ανηγέρθην κι'εγώ.

- Μπράβου σου θαλαμοφύλακα! Που επιτρέπ'ς του χαρτουπαίγνιου εντός του θαλάμου.

Και κύψας συνήθροισε τα χρήματα.

- Εξ κι' ουγδόντα. Τα κατάσχου μαζί μ τ'ντράμπλα κι' αύριο πέρα πέρα ούλοι σας σ'ν'αναφορά!... Τι ξέσε έτσ' ουρέ συ ου τέταρτους σαν άλουγου! Δε σούπα όταν είσαι σ'γραμμή θάσαι ντιπ ξύλου!...

- Μιά μυίγα κυρ λοχία...

- Ορ' λελέκι να περάση να σε κουτσ'λήση να μη ξυστής... αυτός είνε στρατός χαντακουμένε! Έτσ' τα πήραμε μεις τα γαλόνια νομίζεις;

Δυό τρεις τρελλές δούλες είχον προσέλθει ήδη εις το απέναντι πηγάδι γελώσαι, αποκαλύπτουσαι κνήμας και γυμνούς βραχίονας. Εν ελλείψει της κεφαλής με τα πολύχρωμα χρυσάνθεμα, οι οφθαλμοί μου εστράφησαν προς αυτάς, ότε η φωνή του λοχίου μ'εδόνησε σύσσωμον:

- Ουρ' συ θαλαμουφύλακα τι κοιτάς όξου ουρέ; Δεν έμαθες τα χούγια μ' ακόμα; Δε σούπα, θέλου να σας βλέπω ξύλα ντιπ μπρουστά μ; ... Δεν σούπα, μουρ χαντακουμένε, να μην ηρωτεύεσαι με τσ' ξένες δούλες; Χαν'ς' του μυαλό σου μουρ' κακουμοίρη, δεν έχ'ς' τουν απαιτούμενο νου να προσέξ'ς' τα καλύμματα των ανδρών και τ' βαρέλα μι του νιρό. Κι΄νω συ ηρουτεύεσαι έρχεται ένας και σου κλέφτ' μουρ' Χατζόπλε ιένα κάλυμμα. Τι γίνεσαι κακουμοίρ΄τότις; Του πλερόν΄ς κι πας στα ψ'λώματα, πας χαμένος, ντιπ, πας στου Στρατοδικείου, κακουμοίρ Χατζόπλε!...

Κόκκαλο εν τω μεταξύ όλοι μας, ενώ αυτός περιήρχητο βιαίως τον θάλαμον αγριωπός ωσάν κάτι να έπαθεν αιφνιδίως. Εσίγησεν επί πολύ και ήρχισε:

- Χαρτουπαίζιτι του λοιπόν, χαρτουπάιζιτι εμού απόντος. Κι αν έρχουνταν λάου λάου άξαφνα ου λοχαγός μ', δε του ξέρ'τε ουρέ, πως είμνα χαμένος, να παρ' ου διάουλους του μπατέρα σας...

Ετσ' τ' μπαθαίνουμι ημείς οι υπαξιωματικοί και ιξ αφουρμής των στρατιωτών πάντοτε. Τιμουρούμεθα, παραγκουνιζόμεθα...

Μιά φωνή ηκούσθη αίφνης εκ τινος πελωρίου ανδρός, περί ου διηγούντο, ότι ευρισκόμενος ποτέ στο απόσπασμα είχε φάει ολόκληρον γίδα μόνος του επί μία ημέραν και το βράδυ πεινούσε ακόμα.

- Τι πάει να πή παραγκουνιζόμεθα, κυρ λουχία;

- Δι ξέρ'ς ουρ' κακουμοίρ' τι θα πη παραγκουνιζόμεθα τόσες μήνες στου στρατό;

Μπρε να!...

Και η χειρ του κ. Λοχίου αφελώς διεστάλη προς όλους τους παρατεταγένους άνδρας...

- Παραγκουνιζόμεθα ουρέ, το ξέρ' κανένας σας;... Ντιπ κανένας μουρέ; Κριν'τε μη σας φάου και πάου χαμένος!...

Διάφορα “άκα” και “ντσου” αντί όχι, ηκούσθησαν. Ο λοχίας εξεμάνη:

- Ντιπ κανένας πέρα πέρα δε ντου ξερ' ουρέ. Μήτι συ κακουμοίρ' Χατζόπλε; ... Ορ' τι πιδεύουμε τότε κάθε μέρα θουρία ίγώ ου μαύρους, τι πιδεύουμε !...

Και εβημάτιζεν αγρίως ανά τον σκοτεινόν και υγρόν θάλαμον, ότε εσταμάτησεν, έφερε την δεξιάν εμπρός τεταμένην και ενώ ωμίλει την ανεβοκατέβαζε:

- Παραγκουνιζόμεθα μεις οι υπαξιωματικοί σημαίνει, ότι δηλαδίς κρουόμεθα τους αγκώνας, τους βραχίονας, αναπτήσουνται ούτου τα μισ' μιταξύ μας, πάμε κατά διαόλ' χαμένοι, γινόμαστι ντιπ κουλοβάχατα!... αυτό θα πει, ουρέ, παραγκουνιζόμεθα, αδικούμεθα ουρέ, αδικούμεθα! Ιξ ιτίας σας ιουνίους!... Σας λέω ιγώ να κόψτε του χαρτί, δεν ακούτε σεις, να καμπάνες σι μένα ου λοχαγός μ'!

Τι καλό είδα ιγώ ουρέ από του χαρτί; Μ'άφ'κε πιντάρα μένα κι δε μπουρώ τόρα να του κόψου. Απ' του πρωϊ μένα που μι βλέπ'τε έτσ' 'εχασα ουρί είκουσι τρεις κι τριάντα, κι'άλλες τριάντα τόρα γιαγιά, πάω ντιπ χαμένος, δεν έχου μυαλό μήτι για θουρία, μήτι για τίποτα. Βάλτε ύστερα π' παραγκουνίζουμαι τόσα χρόνια τόρα στου στρατό και διδαχθήτε καλώς ούλοι σας κι κείνοι που θέλ'νε να παραμείνουσιν εις τας τάξεις του στρατού, κι οι άλλοι π'άμα έρθη η ώρα τς θα επανακάμψουν εις τας ιστίας τους.

Και ωσεί να εξευμενίσθη τέλος, ημέρευσε και ξαναμέτρησε τα κατασχεθέντα χρήματα.

- Εξ κι ουγδόντα είνε. Καλά. Εγώ φεύγου, δε βαστάου ουρέ θα πάου να τα βάλου μιά πόστα κι αυτά...

Και αγριέψας αιφνιδίως πάλιν εβρυχήθη:

- Κ'ταξ'τε καλά μη ξαναρχίστι του τέρτσου τίρου, σας έφαγα... Να! ουρέ, παίξτε τριώτες, μπάτε ο ένας γκαβάλα τ'αλλνού, χουρέψτε, χαρτιά να μη παίξτε μουνάχα γιατί σας έφαγα!...

Και τυλιχθείς καλά εις την κάπαν του έγινεν άφαντος εις την βροχήν.

-μ.


* (1) Τέρτσο τίρο (Ἰ. terzo tiro) = τρίτη βολὴ ὅπλου, χαρτοπαικτικὸς ὅρος.
(2) Ρουκάνα ή ροκάνα = ξύλινο μουσικό όργανο με οδοντωτό τροχό στερεωμένο σε άξονα-λαβή ώστε να παράγει ισχυρό και ξηρό κρότο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου