Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2021

Ο Δημ. Χατζόπουλος μιλάει για το έργο του

Σε ένα από τα τελευταία άρθρα της περιόδου “Πεζοπόρος”-”Αθηναίος” με τον κάπως αποπροσανατολιστικό τίτλο ”Αττική”, ο Δημ. Χατζόπουλος κάνει ένα απολογισμό του όλου έργου του, εξηγώντας με λεπτομέρειες την πορεία που τον οδήγησε στην “τοπογραφική - φυσιολατρική” - όπως την ονομάζει ο ίδιος- αρθρογραφία. Ξενίζει το γεγονός της παντελούς έλλειψης οποιασδήποτε αναφοράς στην ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα, το Αγρίνιο, πράγματι στο άρθρο γράφει ότι “... τα πρώτα μου παιδικά χρόνια διήλθον εις την Κέρκυραν...”, ενώ στην πραγματικότητα στην Κέρκυρα έφτασε στα χρόνια του λυκείου, κάθε άλλο παρά παιδί λοιπόν. Πιθανώς να είναι και αυτή μία από τις ηθελημένες ανακρίβειες για τις οποίες μιλάει στο άρθρο.

Εφημερίδα “Εμπρός” 10 Μαρτίου 1927

ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΦΥΣΙΝ

ΑΤΤΙΚΗ

Αρχίζουν τα εαρινά πικ-νικ, τα τόσον προσφιλέστατα εις τους αθηναίους και τας αθηναίας από μακρότατα χρόνια. Όλαι αι αθηναϊκαί εξοχαί έχουν την ιστορίτσαν των. Την ενθυμούνται πολλοί και πολλαί. Γέροι και γρηούλαι την αφηγούνται, την ανευρίσκει επίσης έκαστος εις τας παιδικάς του αναμνήσεις, αλλά και την διαβάζει εις όσας ολίγας περιγραφάς ξένων περιηγητών έχομεν απο του προπαρελθόντος αιώνος. Αίφνης μας αναφέρει αρκετά ο Τσάντλερ περί της αθηναϊκής φυσιολατρείας (18ος αιών.) Και επί τουρκοκρατίας εξέδραμον οι αθηναίοι οικογενειακώς εις τας εξοχάς την Κυριακήν, τας εορτάς. Τούτο εφηρμόζετο καθ΄όλην την Ελλάδα. Εκ των ευρυτάτων τοπογραφικών μελετών μου επί έτη εκράτησα σημειώσεις επί του θέματος. Είνε γοητευτικά ανέκδοτα, αφελείς αφηγήσεις καλού φυσιολατρικού βίου. Αείποτε δε συνήθιζον οι εκδρομείς εις τας εξοχάς να φέρουν φαγητά μαζί των και να ψήνουν οβελίας εις τα δάση, εις τα όρη, παρά πηγάς, όπου εκοιμούντο, ανεπάυοντο, ετραγουδούσαν, εχόρευον. Σώζονται και σχετικά θελκτικά σκίτσα χρονολογούμενα προ διακοσίων ετών. Η φυσιολατρεία εις την Αττικήν και την λοιπήν Ελλάδα ανέχει, λόγω προαιωνίων παραδόσεων, και φυσιολατρικόν χαρακτήρα. Έχω συγκεντρώσει παρόμοια στοιχεία από των ομηρικών χρόνων μέχρι των χθεσινών και αν ποτέ μου ήτο δυνατόν να εύρω καιρόν θα έγραφον ενδιαφέρουσαν μονογραφίαν περί φυσιολατρείας εις τον τόπον μας. Την άνοιξην και το θέρος καθ΄όλην την Ελλάδα με ιδιαιτέραν αγάπην μεταβαίνουν κάθε Κυριακήν και εορτήν ομάδες εις εκδρομήν παρά πηγήν, εις δάση, εις εξωκκλήσια, εις ρεματιάς, εις ακτάς και ψήνουν αμνόν. Οι νέοι και αι νέαι περιπατούν περί τα πέριξ. Παναρχαιοτάτη η φυσιολατρεία αύτη. Την ήσκησα επίσης ως άτομον ανήκον εις το κοινωνικόν περιβάλλον. Και ενθυμούμαι ποία ζωηρωτάτη εκδρομική, φυσιολατρική κίνησις υπήρχεν εις τας Αθήνας. Ο Υμηττός, η Χελιδονού, ο Κοκκιναράς, το Πεντελικόν, η Παρνης (ολιγώτερον) εγέμιζον τας Κυριακάς και εορτάς από χιλιάδας αθηναίων και πειραιέων. Επίσης το Δαφνίον, ο Σκαραμαγκάς, το Πέραμα. Ομοίως τα χωρία της Μεσογαίας, του θριασίου, χάρις εις την σιδηροδρομικήν συγκοινωνίαν. Αμαρούσιον δε και Κηφισία, Ηράκλειον και Χαλάνδριον, Βουλιαγμένη μετεβάλλοντο εις εμποροπανηγύρεις. Αείποτε ελάτρευε, όπως και επόθει ο λαός τον αέρα, το φώς, τον ήλιον, το ύδωρ, την πηγήν, το λουτρόν. Ποίος παλαιός αθηναίος και ποία παλαιά αθηναία δεν ενθυμούνται όλα αυτά. Έχομεν και το βιβλίο του ιατρού κ. Μιχαλέα. Και πόσαι εκλεκτικώταται καθημεριναί εκδρομαί, ομαδικαί διαδρομαί, φαιδρά πικ-νικ εγίνοντο τότε με αφέλειαν, με ειλικρίνειαν, χωρίς κανένα στόμφον και χωρίς καμμίαν επίδειξιν, χωρίς προέδρους, αρχηγούς, θεατρινισμούς, ρεζιλίκια. Εις αυτά τα πρώτα φύλλα του “Εμπρός” απαντώνται σχετικαί περιγραφαί μου. Αλλά άγνωστος ήτο η Αττική υπό “τοπογραφικήν” μελέτην. Με είλκυε πάντοτε αυτή η ιδέα. Άλλως προτού συμπληρώσω το εικοστόν έτος της ηλικίας μου εξεδηλωθην “φυσιολατρικώς”. Τα “Αγριολούλουδα” μου (ενθουσιασμός του Μιχαήλ Μητσάκη) αι “Εντόπιαι Ζωγραφίαι” μου (ύμνοι του Βλάση Γαβριηλίδου) έκαμον εντύπωσιν. (Δι΄ εμέ αηδίας). Και μίαν ημέραν εδημοσίευσα εις μακράν σειράν άρθρων πλήρη περιγραφή των πηγών, των κοιλάδων, των δασών, των βουνών της Πάρνηθος. Εις την “Ακρόπολιν”. Νέος κόσμος μου απεκαλύφθη και δια τους άλλους επίσης. Από πικ νικ η φυσιολατρεία ήρχισε να γίνηται “άσχετος προς ομαδικάς εκδρομάς” αφοσίωσις. Περιέγραψα τότε αρκετήν Αττικήν, Βοιωτίαν, Παρνασσίδα, Εύβοιαν, Θεσσαλίαν, μερικάς Κυκλάδας, Κέρκυραν, Κεφαλληνίαν, Ήπειρον, Πελοπόννησον. Ούτε γνωρίζω τι έγινον τα νεανικά μου εκείνα “λαογραφήματα”. Πολύ θα ήθελα να επανεύρισκον μόνον την περιγραφήν της Πάρνηθος. Έφυγα. Μακρά παραμονή εις την ξένην, κοινωνιολογικαί, αισθητικαί σπουδαί. Άλλοι ορίζοντες. Δέκα χρόνια, Κεντρική Ευρώπη, Βορράς, Ευκολίαι ζωής, άμεσος απόκτησις της φύσεως. Αυθημερόν εξεδράμομεν εις τα δάση της Κοπενάγης. Καλοκαίρια επερνούσαμεν εις την Σουηδίαν, εις την σαξωνικήν Ελβετίαν, εις το Τιρόλον, εις τον Μέλανα Δρυμόν, εις της Σαίρεν της Φιννλανδιας, εις τους παγετώνες της Νορβηγίας, εις, εις, εις. Είδον και εμελέτησα φύσιν, αλλά παρετήρησα κατά ποίον τρόπον είνε ανεπτυγμένη η φυσιολατρεία εκεί. Σωρούς περιγραφών εδημοδίευσα επί έτη, εις ελληνικά έντυπα σχετικώς. Ήρεμος, αθόρυβος, ομαλή, βαθεία, αγνή. Όχι κοσμική κίνησις, εξωφάνεια, ρεκλάμα. Εξ άλλου προ ολίγων ετών, ότε επανεπισκέφθην και τον Βορράν, σας έδοσα πολλάς εικόνας ζωής και φύσεως. Όταν επέστρεψα εις την πατρίδα μου επαναγεννήθη η αγάπη προς την Αττικήν, ης είμαι τέκνον εξ απαλών ονύχων. Τα πρώτα μου παιδικά χρόνια διήλθον εις την Κέρκυραν, εκεί δε ηγάπησα το πρώτον την φύσιν. Το όρος Παντοκράτωρ μου είνε πασίγνωστον όπως η πλατεία του Συντάγματος και όμως δεν του αφιέρωσα ούτε γραμμήν ακόμη. Δια πόσα άλλα. Που καιρός. Αυτήν την φοράν μεστωμένος από τινάς θεμελιώδεις γνώσεις εσυστηματοποίησα δια πολυετούς εργασίας εις το ύπαιθρον την τοπογραφίαν μου. Είνε έργον “ξηρώς επιστημονικόν” διότι επεδίωξα τούτο “συστηματικώς”, με μέθοδον, μελέτην, επιμονήν, υπομονήν, κόπους, θυσίας. Απέπνιξα παν “λυρικόν στοιχείον”. Έδωσα “συγκρατημένας” εικόνας. Συνέπτυξα εις την φράσιν ιστορικάς, ασχαιολογικάς, γεωγραφικάς, λαογραφικάς, εδαφικάς γνώσεις. Δια το κάθε τι που ωμίλησα προειργάσθην. Μόνοι οι ειδικοί και “έχοντες κατανόησιν του θέματος” (αυτό δε είνε το παν) δύνανται να εκτιμήσουν την “σοβαρότητα” του έργου. Μετά την Αττικήν επεξέτεινον το έργον μου αλλού. Αλλά τίποτε δεν εξέδοσα. “Ό,τι δεν είναι δημοσιευμένον”, δεν το αντιπροσωπεύει. Όπως εδήλωσα πολλάκις έχει επίτηδες “λάθη” προς ενέδραν αντιγραφέων, απομιμητών. Έργον μου αληθές είνε το ό,τι έχω διορθωμένον, εις ιδιαιτέραν συλλογήν ογκώδη. Αν θα εκδοθεί κάτι, μόνο από αυτήν αξίζει. Τα άλλα είνε μηδέν. Δεν ειξεύρω αν θα τα εκδόσω ή θα τα καύσω καμμίαν ημέραν, όπερ το πιθανώτερον, όπως και συνηθίζω. Και σκέπτομαι, ότι αυτό πρέπει να γίνη. Διότι “εγώ” εχάρην, έκαμα ότι ήθελον. Προς τους αχαρίστους, αγνώμονας, προς τους θορυβοποιούς, προς τους αντιγραφείς, απομιμητάς, προς τους μικροτάτους, προς τους “τυραννουμένους” εκ της επιδράσεώς μου δεν αξίζει να μείνει ούτε γραμμή επιστημονικού έργου. Ομιλών εξ επιγνώσεως λέγω, ότι η Ελλάς, είνε νηπιώδης πνευματικώς χώρα υπό έποψιν εκτιμήσεως επιστημονικής εργασίας “ευρίσκεται ακόμη εις τα χρονογραφήματα,” όταν κοπάδια λεγομένων διανοουμένων μένουν υπόδουλα μιάς κοινοτάτης επιστημονικής εργασίας, όπως η ιδική μου, την οποίαν κάμνουν και κυριακάτικην κεπτεδοεκδρομήν. Σκέπτομαι τι θα εγίνοντο ευρύτεραι, γενναιότεραι, βαρύτεραι, σοβαρώτεραι επιστημονικαί εργασίαι εις τον τόπον μας, όπως εις πολιτισμένας χώρας. Κλωτσοσκούφιον του πρώτου τυχόντος θεματογράφου.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου