Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ ΚΑΙ ΜΠΟΕΜ - 1893

 Διεξοδικό και άκρως κατατοπιστικό άρθρο του -νεαρού τότε- Γιώργου Βαλέτα, που μιλάει για μια άγνωστη πτυχή της φιλολογικής ζωής του Μήτσου Χατζόπουλου.  

ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ 11-11-1936
ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Κρυστάλλης και Μποέμ

Ο Μήτσος Χατζόπουλος, που αυτές τις μέρες θρηνούμε το θάνατό του, ανήκει στην  πρωτοπορεία του νεοελληνικού διηγήματος. Είναι από τους νέους εκείνους που ακούσανε μ’ανοιχτή ψυχή το κήρυγμα του Ψυχάρη κι ονειρευτήκανε να δώσουν στον τόπο μας πεζό λόγο.
Ο Μποέμ κατέβηκε στην Αθήνα γύρω στα 1890, από το Αγρίνι, και γνωρίστηκε αμέσως με τους φιλολογικούς κύκλους μέσον του αδερφού του Κώστα. Γνωρίστηκε και συνδέθηκε με τους νέους λογίους του καιρού του, που τον εχτιμήσανε και τον αγαπήσανε από τις πρώτες λογοτεχνικές εμφανίσεις.

Απ’ τους πρώτους σχετικούς και φίλους του Μποέμ στην Αθήνα ήταν ο Κώστας Κρυστάλλης. Οι δύσκολες μέρες της ανέχειας και της στενοχώριας του είχαν πιά περάσει. Είχε βρη δουλειά ταχτική στους Σιδηροδρόμους κι είχε εξασφαλισμένο το ψωμί του. Παράλληλα άρχισε να γίνεται γνωστός στους φιλολογικούς κύκλους και σιγά σιγά να επιβάλλεται με τα τραγούδια του τα δροσερά και τα ηπειρωτικά του ηθογραφήματα. Κι είχε σχηματισμένη μια μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και για το έργο του ο νεαρός Κρυστάλλης. «Μπροστά σ’αυτό, έγραφε σε ιδιωτικό του γράμμα, ο ρωμαντισμός  του Παράσχου, η φιλοσοφία (!) του Παλαμά και ο συμβολισμός (;) του Στεφάνου είναι κολοκύθια νερόβραστα» (1). Ψηλότερά του έβλεπε μονάχα το Βαλαωρίτη στην ποίηση και τον Καρκαβίτσα στο διήγημα (2). Άλλος κανείς δεν μπορούσε να βγη μπροστά του!  Είναι τα πρώτα ξεπετάγματα του ανθρώπου με τις απόλυτες φιλοδοξίες και τις εγωκεντρικές αντιλήψεις. Κι είχε στο βάθος της ψυχής του πραγματικά έναν αθεράπευτο εγωϊσμό ο απλός, ο σιγανός, ο αθόρυβος, ο ντροπαλός εκείνος βλάχος με τη γκλίτσα στο χέρι και με το βουνίσιο και χωριάτικο αέρα στη φυσιογνωμία και σ΄όλα του τα φερσίματα. Το κακό όμως είναι πως ο εγωϊσμός αυτός ρου Κρυστάλλη βγήκε την αντίσταση και συγκρούστηκε με τον ιδιότυπο χαρακτήρα, την ατίθαση ψυχή και τη νεανική φιλοδοξία του Μποέμ.
Ο Μποέμ κι αργότερα απ΄ τον Κρυστάλλη ήρθε στην Αθήνα, και μικρότερός του στα χρόνια ήταν (3) και το έργο και τη φήμη του Κρυστάλλη δεν είχε ακόμα. Οι πρώτες του λογοτεχνικές εμφανίσεις ήταν κάτι σύντομα και καλογραμμένα διηγήματα στις εφημερίδες και τα περιοδικά, ιδίως στον «Παρνασσό» του 1890-1893, που δεν περάσανε απρόσεχτα, μα και τον Κρυστάλλη δεν τον αφήσανε ασυγκίνητο. Του αρέσανε, και μ΄επιείκεια διδασκάλου χαρακτήριζε τον Μποέμ «καλόν διηγηματογράφον εν τη δημώδη γλώσση εξ Αγρινίου» (4). Η στάση αυτή του Κρυστάλλη μπροστά στις πρώτες δοκιμές του Μποέμ, εξοικονομούσε τις ατομικές φιλοδοξίες και των δυό, γι αυτό άνοιξε το δρόμο μιάς στενής προσωπικής φιλίας ανάμεσα στους δύο νέους λογίους και τους εξασφάλισε ομαλώτερες φιλολογικές συζητήσεις. Στο βάθος όμως υπήρχε κάποια αντιζηλία, που φανερωνόταν μόνο με τη μορφή άμιλλας και συναγωνισμού φιλολογικού. Αυτό τον καιρό μάλιστα (1892-1894), που ο Κρυστάλλης αφιερώνεται περισσότερο στο διήγημα και στον πεζό λόγο, ο Μποέμ τον παρακολουθεί βήμα προς βήμα με τα διηγήματά του.
Η φιλολογική όμως ρήξη των δυο νεαρών διηγηματογράφων της νέας μα φιλολογικής αναγέννησης δεν άργησε να γίνει. Ο Μποέμ, άνθρωπος ανήσυχος και προσωπικός, παρακολουθούσε τη γαλλική λογοτεχνία από σύγχρονα περιοδικά. Διάβαζε επιδειχτικά τα γαλλικά, μιλούσε με στόμφο για τη διεθνή φιλολογική κίνηση, τόνιζε, κατηγορούσε ή επαινούσε, ξένα φιλολογικά ονόματα και γεγονότα, σχολίαζε ζητήματα και καμώματα. Ο Κρυστάλλης ιδέα δεν είχε απ΄αυτά τα πράγματα. Γλώσσα δεν ήξερε, κι αυτό τον στενοχωρούσε πολύ. Μιλά με βαθύ παράπονο σε ιδιωτικά του γράμματα για την έλλειψη του αυτή, και ζήτησε αργότερα να τη συμπληρώσει μαθαίνοντας γαλλικά.
Το Μάρτη του 1893 οι δυο νεαροί λόγιοι αποφασίζουν να παρουσιαστούνε στο κοινό μαζί, ενωμένοι, αγκαλιασμένοι, όσο κι αν τους χωρίζανε ένα σωρό μικροζητήματα προσωπικά και φιλολογικά. Την ιδέα αυτή του φιλολογικού συνεταιρισμού την έρριξε ο Μποέμ και την παραδέχτηκε με ενθουσιασμό και μ΄ευκολία ο Κρυστάλλης. Ο Μποέμ του έφερε ξένα παραδείγματα λογίων, που τυπώνουν τα έργα τους στο ίδιο βιβλίο και σημειώνουν μεγάλη επιτυχία. Εν τη ενώσει η δύναμις και η επιτυχία, θάλεγε ο Κρυστάλλης. Αποφασίσανε λοιπόν να τυπώσουνε τα έργα τους μαζί, να βγάλουνε τα διηγήματά τους στον ίδιο τόμο, με δυο ονόματα μπροστά, μ΄ένα τίτλο. Η συμφωνία τους προχώρησε  και στις λεπτομέρειες, ώστε βρέθηκε κι έγινε δεχτός κι από τους δυο ο τίτλος του κοινού έργου. «Πεζογραφήματα» θα το τιτλοφορούσανε. Οι πρώτες αποφάσεις ενθουσιάσανε και τους δυό, ώστε ο Κρυστάλλης σε λίγο ν΄αναγγέλνει επίσημα με συνέντευξή του στο κοινό τη νέα έκδοση και σε φιλικό γράμμα να ζητά να δικαιολογήσει και να εξάρει τη σημασία και τη σκοπιμότητά της.
«Δεν ηξεύρω αν εδιάβασες εις το «Άστυ» της Λαμπρής την συνέντευξί μου με τον συντάκτην του. Εκεί θα ιδής ότι μετ΄ου πολύ θα εκδώσω πεζά μου δημοτικά μαζύ με τα του εξ΄Αγρινίου καλού διηγηματογράφου εν τη δημώδει Μήτσου Χατζοπούλου, εις ένα τόμον επιγραφόμενον «Πεζογραφήματα». Και αυτό δε το έργον θα κάμη θόρυβον, διότι θα είναι όλον εις την δημοτική γραμμένο και θα περιλαμβάνη διηγήματα δυο συγγραφέων μαζύ, πράγμα  το οποίον συχνά γίνεται εις την Ευρώπη, εδώ δε δια πρώτην φοράν. Εις το ίδιο «Άστυ» θα ιδής ότι τώρα γράφω νέον μεγάλο ποιμενικόν ειδύλλιον, την «Γκόλφω», εις τρία μέρη διαιρεμένο. Αλλά θα αργήσω να το τελειώσω 1ον γιατί θα προηγηθεί η έκδοσις των «Πεζογραφημάτων» …» (5)
Ο ενθουσιασμός των πρώτων αποφάσεων για την κοινή αυτή έκδοση των διηγημάτων έμπλεξε στον καθορισμό των λεπτομερειών. Όταν, προπέρυσι, ο σοφός μου φίλος κ. Ηρ. Ν. Αποστολίδης μου ανάθεσε να γράψω για την Εγκυκλοπαίδεια τα άρθρα των αδελφών Χατζοπούλων και κυνηγούσα τον ιδιότυπο Μποέμ για να του ζητήσω πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του, σκέφτηκα, από τα καμώματα και τα παράξενα φερσίματά του, το φιλολογικό του συνεταιρισμό με τον Κρυστάλλη. Και τότε μεν στάθηκε αδύνατο, παρ΄όλες μου τις προσπάθειες και παρ΄όλη μου την επιμονή, να τον πετύχω και να πάρω τις πληροφορίες που ζητούσα, μ΄όλες τις υποσχέσεις που έπερνα κάθε φορά που τον έβλεπα,  γι΄αυτό και αγαναχτισμένος γύρισα τη σχετική εντολή του άρθρου του πίσω (6). Ωστόσο αργότερα, σε μια συνάντησή μας, μου μίλησε σε τόνο πολύ διαφορετικό και μου έδωσε πληροφορίες για διάφορα ζητήματα της φιλολογικής του ζωής. Σαν του έκανα λόγο για την έκδοση που σχεδιάζανε να βγάλουνε από κοινού με τον Κρυστάλλη, κοντοστάθηκε και, κουνώντας το κεφάλι του, μου είπε χαρακτηριστικά: «Οι νέοι είναι ασυμβίβαστοι, έχουν πολλές μικροφιλοδοξίες!» Μαλώσανε στον καθορισμό των λεπτομερειών, λ.χ. ποιος θα έμπαινε πρώτος, με πόσα διηγήματα θα συμμετείχε ο καθένας, ο Κρυστάλλης ήθελε κομμάτια, ο Μποέμ ανάλογα με το χώρο που έπιαναν. Τέλος όχι μονάχα δεν συμφωνήσανε, μα και τα χαλάσανε.
Τον άλλο χρόνο (1894) παρουσιαστήκανε ο καθείς ξεχωριστά, όπως ξεχωριστοί και διαφορετικοί στη νοοτροπία και στο χαρακτήρα ήταν και οι δυό. Ο Μποέμ έβγαλε τα διηγήματά του με τον τίτλο «Αγριολούλουδα». Ο Κρυστάλλης κράτησε τον παληό τίτλο της κοινής έκδοσης και τιτλοφόρησε τα διηγήματά του «Πεζογραφήματα». Και τα δυο βιβλιαράκια συμπαθητικά σ΄όλα τους, και η καινοτομία της κοινής έκδοσης «που θα γινόταν εδώ δια πρώτην φοράν» όπως έγραφε ο Κρυστάλλης, μ΄ενθουσιασμό, δεν έγινε ούτε τότε, ούτε αργότερα στα γράμματά μας (7). Κι΄αν τα έργα εκείνα βγήκαν  χωριστά, ενώνουνται τώρα μέσα στην ιστορία κι αδερφώνουνται στην εκτίμησή μας, γιατί και τα δυό αποτελούνε τις πρώτες αγκαθερές προσπάθειες, τα πρώτα βήματα του πεζού μας λόγου, που πρόδρομοι κι εργάτες του σταθήκανε οι δυο νεαροί λόγιοι. Πραγματικά, ο Κρυστάλλης άφησε τη συμβολή του στο νεοελληνικό διήγημα. Ο Μποέμ πάλι έδωσε αρκετά πράμματα στη γλώσσα και στην ηθογραφία μας  και μπορούσε χωρίς άλλο, όπως σημειώνει και ο κ. Χάρης, να δώσει περισσότερα, ανάλογα με τη δυναμικότητά του, που σπαταλήθηκε σε άλλους τομείς.
Γ.ΒΑΛΕΤΑΣ

(1) Κρυστάλλη Γράμματα, «Ιδέα» Β΄ (1933) σ. 233.
(2) Σε γράμμα του, ο.π. σ. 233.
(3) Γεννημένος στα 1872. Ο Κρυστάλλης στα 1868.
(4) Κρυστάλλη Γράμματα, ο. π. σ. 229-230.
(5) Κρυστάλλη Γράμματα, ο. π. σ. 229-230.
(6) Το έγραψε ο κ. Άγρας, αφού και κείνος δοκίμασε πολλές απογοητεύσεις στην προσπάθειά του να πάρει πληροφορίες από το Μποέμ. Τέλος τον εξοικονόμησε με τις υπάρχουσες, μ΄ένα σύντομο άρθρο του.
(7) Δεν ξέρω κανένα παρόμοιο παράδειγμα κοινής έκδοσης εκτός απ΄τα Μονόπρακτα του κυρίου και της κυρίας Δάφνη (Ελευθερουδάκης).


 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου