Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

Η γιαγιά Σοφία

Απ’ το βιβλίο του Νίκου Παπαγεωργίου «Τρία χρόνια με τον παππού και τη γιαγιά Κατοχή ΄41 - ΄43»  Αθήνα 2020

H γιαγιά Σοφία

Στα νιάτα της ήταν εργάτρια
στο κτήμα του παππού.
Αγαπηθήκανε.
Παντρεύτηκαν κρυφά.
Τη γιαγιά δεν την ήθελαν τ'αδέλφια
του παππού
Μετά την αγάπησαν.
Μπήκε ένας άγγελος στο σπίτι τους.

Σοφία Γραβάλου Χατζοπούλου (1890-1968)

Η γιαγιά Σοφία γέννησε το Γιάννη, τη μάνα μου Θεοφάνη, την Ελένη,
τον Πάνο, τη Ρήνα, την Φιφή, τη Μάνθα και τον Σωτήρη.
Η γιαγιά.
Μιά τεράστια αγαθή μάνα που
σκέπαζε προστατευτικά όλο το σπίτι.
Ένας άγγελος με χέρια σκληρά,
ροζιασμένα.
Με φαγωμένα νύχια.
Το φουστάνι της μοσχοβολούσε
απ'τα μυρωδάτα ξύλα του μαγεριού.
Το μαγεριό.
Το βασίλειο της γιαγιάς και της
μάνας μου.
Η μάνα βοηθούσε.
Μαγείρευαν για τόσα στόματα.
Στο υπαίθριο μαγεριό του Ζαπαντιού.
Στο μαυρισμένο μεγάλο τσουκάλι
και στις δύο μεγάλες ψησταριές
και στο στρογγυλό, καμωμένο από
λάσπη φούρνο.

Το αγαπημένο μας φαγητό.
Ντομάτες με αυγά και πιτσούνια.
Από τους περιστεργιόνες.
Κάτι ξύλινα κουτάκια στη σειρά
γεμάτα άχυρο κάτω από τα κεραμίδια
του σπιτιού.
Τα περιστέρια πολλά.
Πολλά και τα πιτσούνια.
Τις Κυριακές ο κρασάτος κόκορας
με χυλοπίτες.
Και τραχανάς γλυκός χοντροκομμένος.
Τα κουνέλια λιγοστά
φύγαν και γίναν άγρια.
Και οι πίτες
και οι κουλούρες στο φούρνο.
Κουλούρες με σιτάλευρο και τυρί,
και πηρουνιές για στόλισμα.
Η μάνα μάζευε άγρια χόρτα.
Ραδίκια, λάπατα και λεβουδιές.
Γονατιστή στη ξύλινη σκάφη
ζύμωνε το ψωμί,
με το προζύμι που “έπιανε” από βραδύς.
Μετά με κείνο το ξύλινο αυγό
μαντάριζε τις ξαναμπαλωμένες κάλτσες μας.
Η γιαγιά έφτιαχνε  και “μπελντέ”
για το χειμώνα.
Λειωμένες κόκκινες ντομάτες
σε ταψιά στον ήλιο.

Λατρεύαμε τις πίτες της γιαγιάς.
Με τα λιτά υλικά της κατοχής
και με καλαμποκάλευρο.
“Μπαζίνα”,  πηχτός χυλός στην κατσαρόλα
με μαύρες σταφίδες.
“Κατσαμάκι”, καλαμποχυλός με κρεμμύδια
στο τηγάνι.
“Μπομπότα”,  καλαμποκόπιτα με
μαύρες σταφίδες.
Οι μαύρες σταφίδες παντού.
Και η “Μπλατσάρα”.
Πίτα με καλαμποκάλευρο και άγρια χόρτα.

Όταν η γιαγιά μαγείρευε, φύσαγε τη φωτιά
σκυμμένη λοξά
και με ιδρωμένο μέτωπο.
Στα μάτια της έτρεχαν δάκρυα.
Όλοι λέγαν πως ήταν από τον καπνό
της φωτιάς...

Δεν θυμάμαι η γιαγιά να τραγούδησε
ποτέ
Όμως ακούω ακόμα
το “που-πουλ-πουλ” που φώναζε
στις κότες,
να κουρνιάσουν αργά το απόγευμα.

Ήμουνα περήφανος για τη γιαγιά μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου