Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2022

«ΑΓΙΑΝΝΗΣ» ΤΟΥ ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Διήγημα που δημοσιεύτηκε στο φιλολογικό περιοδικό «Παρνασσός» τεύχος 6 του 1893 όταν ο συγγραφέας ήταν μόλις 21χρονών. Περιγράφει με γλαφυρό τρόπο ένα θεσμό που την εποχή του διαδικτύου και της τηλεόρασης έχει χάσει την αίγλη που είχε εκατόν τριάντα χρόνια πριν, το θεσμό των θρησκευτικών πανηγυριών. Από πολύ νεαρός ο Χατζόπουλος είχε γυρίσει με τοπογραφική μανία όλη την Αιτωλοακαρνανία και είχε εντοπίσει κάθε τι το αξιοπερίεργο, μεταξύ των άλλων και τα ερημωμένα και μη ξωκκλήσια. Το διήγημα ανήκει στην πρώτη του συγγραφική περίοδο, όταν έγραφε στη δημοτική και δεν είχε αποποιηθεί την ηθογραφία. Κράτησα την ορθογραφία (η γραφή είναι βέβαια μονοτονική) και το ακριβές λεξιλόγιο του αυθεντικού κειμένου, οπότε μην παραξενευτείτε αν συναντήσετε λέξεις σαν «μπαϊλίση», «βίκαις κρασί», «γκιογούμι» (δοχείο), «μποτίλλιαις», «κατάψηλαις πράσιναις καλαμιαίς», κλπ. Γ.Χ.
  
περιοδικό «Παρνασσός» τεύχος 6 / 1893

  ΑΓΙΑΝΝΗΣ  

Από τον Απρίλη ακόμα αρχίζουν τα πανηγύρια στο Μεσολόγγι. Ο Αγιώργης του Μπουχωριού κάνει καλή αρχή. Ο σιδηρόδρομος κουβαλά ολημερίς τον κόσμο στα χαριτωμένα εκείνα μέρη της Βαράσοβας, κι΄η βοή του πανηγυριού πασχίζει να ξεπεράση τ΄αδιάκοπο ροχάλισμα του Φίδαρη (1), που κυλιέται φιδωτός ανάμεσα σε πυκνά δάση ροδοδαφνών, πέρα προς τη θάλασσα. Έπειτα έρχεται η μοναδική Αγιά Λεούσα, της Κλεισούρας με το μοναστηράκι της, και τη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας, κρεμασμένη στους αψηλούς και σαν μαχαίρι ίσιους ξερόβραχους της θαυμαστής χαράδρας. Ο Αϊθανάσης ύστερα, ένα εκκλησάκι, δέκα λεπτά μακρυά από την πόλι, πώχει τόση ιστορία ολόγυρα στα αγιασμένα από το λιβάνι της δόξας χώματά του, και παρασταίνει τόσο όμορφα ανάμεσα στα πράσινα αμπέλια. Ύστερα έχει αράδα ο Αγιάννης κατά το ρέμα, ο Αγιάννης του Νιοχωριού ύστερα πέρα από το νησί τ’ Ανατολικού, κοντά στον ποταμό τον Άσπρο, κ΄έτσι πάει λέοντας όλο και πανηγύρια όλο το Μάη, όσο που φθάνει το πανηγύρι της Κλείσοβας, στο ιστορικό νησάκι, κι’ η μεγάλη κι‘ η ασύγκριτη χαρά του Άϊ Συμιού, που την ξιστόρησε πέρυσι στο «Άστυ» τόσο γραφικά ο φίλος Πέτρος Αβράμης. Και που να τα λέμε όλα ίσια με τον Αύγουστο και παρέκει. Ολ’ αυτά τα πανηγύρια δε παραλλάζουν μεταξύ τους και πολύ. Όλα έχουν την αυτή όψι, και το καθένα έχει και μια δική του χάρι κανένα δεν έχει ξεχωριστό γνώρισμα, και το καθένα έχει και το δικό του μάγεμμα. Ίσως όλ’ αυτά τα κάνει η άνοιξι με την ξαφνική άνθησί της, ίσως τα κάνει αυτός ο τόπος, που κάθε ραχούλα του, κάθε λαγγαδιά, κάθε κάμπος μαγεύει το μάτι, και συνεπαίρνει τη ψυχή. Όλ’ αυτά δεν είνε παρά απλά, μικρούλια εξωκκλησάκια, άλλα κάπως περιποιημένα, ασβεστωμένα, με ψηλά δεντράκια, γύρω, με πράσινους θόλους, και άλλα έρημα, μαυρισμένα, ξασπρισμένα, με τη μια πλευρά τους νιοχτισμένη, με την άλλη παλαιά, απομεινάρι χρόνων βυζαντινών, με κάνα παράξενο φυτρωμένο δεντράκι αψηλά στην στέγη του ιερού, με δυό, τρία μνήματα στο πλάϊ, με καμμιά μάντρα ολόγυρα, ή με κάνα μισογκρεμνισμένο γυροβόλι. Είνε όμως και διαφορές. Η Αγία Ελεούσα έχει καλά χτίρια, κηπαρέλια κομψά, καλά κελλιά, μικρές πλατείαις καλοπεριποιημένες, απ’ το καιρό που ζούσε ο μακαρίτης Παλαμάς, ο πρώτος καλόγηρος του μοναστηριού, που το κεφάλι του στόλιζε ο καλογερικός σκούφος, και το σελάχι του κουμπούραις και γιαταγάνια (σε κάνα φυλλάδιο του «Παρνασσού» θα δώσουμε την περίεργη εικόνα του συγχωρεμένου αυτού ανθρώπου, εικόνα π’ αξίζει να στολίση σωστό μυθιστόρημα), και ο Αϊ Συμιός με το καλοχτισμένο μοναστηράκι του, και την αθάνατη ρομάντζα του. Τ’ άλλα όλα είνε αφημένα στην τύχη τους. Κοιμούνται, λες, αλάκαιρο το χρόνο σε βαθύ ύπνο. Αρηά και που να τα ξυπνήση κάποτε το μουρμούρισμα του παππά, σε καμμιά μονοεκκλησία, ή το τραγούδι καμμιάς παρέας, που ο πόθος της εξοχής την φέρνει και ξεφαντόνει στην ερημιά τους. Κοιμούνται, θαρρείς, μα σ’αυτό τον ύπνο τους, σ’ αυτή τη νάρκη τους , λες και μαζεύουν μάγια , λες κι’ αραδιάζουν στολίδια, για να ξυπνήσουν τη μέρα της γιορτής περιχυμένα από φως και ζωή, καταστολισμένα από άνθη και χηλιδονιών λαλήματα, ξαφνισμένα στον αχνό του νταουλιού, και στου ζουρνά το ξελαρύγκισμα. Αποβραδύς ακόμα της παραμονής ξεκινά ο κόσμος από την πόλι για το πανηγύρι. Πρώτος απ’ όλους ο Επίτροπος με το γαϊδουράκι του φορτωμένο από κεριά, κι’ από χίλια δυό λογής πράγματα. Ο επίτροπος απάνω κάτω είνε ένας κοντός, κοντούτσικος ανθρωπάκος, νάνος σωστός που παίρνει μαζί του αγκομαχώντας μιάν ασήκωτη φουστανέλλα, κι’ ένα φέσι κόκκινο που ζυγίζει τ’ ολιγώτερο, το μισό ανάστημά του. Αν και είνε τοσολάκης, είν’ ακούραστος, έχει φτερά στα πόδια, και τρέχει, τρέχει ολοένα. Που τον βλέπεις, που τον χάνεις, τόρα εδώ, και τόρα εκεί. Και μήπως κάνει λίγαις δουλειαίς ο άνθρωπος! Αυτός μονάχος θα πλύνη ταις πλάκες της εκκλησούλας, αυτός θα ξαραχνιάσει τους τοίχους, θα ξεσκονίση τα ποντικοφαγωμένα βιβλία, θα καθαρίση τα καντήλια και θα πλύνη τα μανάλια, θα σφογγίση τα κονίσματα, θα σαρώση τα στασίδια, θα βάψη με το πιο αστραφτερό χρώμα το πάγκο των επιτρόπων, θα πλέξη στεφάνια για τις πόρταις, θα συγυρίση τα ταξίματα και τα χαρίσματα των πιστών, θα βάλη τέλος τα πόδια του σ’αδιάκοπο ατμό, θα ιδρώση χίλιαις στιγμές την ώρα, θα μπαϊλίση στα ύστερα, και για όλ’αυτά θα μείνη ευχαριστημένος από τον εαυτό του, αν τα καταφέρη να ευχαριστηθή ο κόσμος, και να γίνουν όλα με ησυχία και τάξι. Είνε να τον λυπάται και να τον ζηλεύη κανείς μαζί, αυτόν τον άνθρωπο. Κατά δεύτερο λόγο έρχονται οι μεταπράτηδες, γιατί αλλοιώς δεν μπορούμε να τους πούμε. Αυτοί πάντα είνε αμαξάδες, τσαρουχάδες, κάθε καρυδιάς καρύδι, ανθρωπάκοι που πετάνε τη σκούφια τους για… πανηγύρι. Βρίσκουν από την παραμονή ένα παληάλογο το φορτόνουν με δυό-τρεις βίκαις κρασί, με λίγο συριανό, με μερικές μποτίλλιες μαστίχα και μέντα, με κάνα παλιοτενεκέ, με κάνα γκιογούμι, κ’εμπρός. Μόλις φτάσουν αραδιάζονται ο ένας στο πλάϊ του άλλου, κουλλορώνουν το εξωκκλησάκι, απλόνουν καμμιά τέντα για τον ήλιο, αραδιάζουν μπροστά τους ταις μποτίλλιαις, ζώνουνται μια μεγάλη ποδιά, από χέρια μάλιστα. Κι όμως αυτοί είνε που δίνουν ζωή στο πανηγύρι, αυτοί ‘ναι που χύνουν την όρεξι στον κόσμο, που αψόνουν το γλέντι, και δροσίζουν τα λαρύγκια, κι’ ανάβουν τα κεφάλια, και θερμαίνουν τα αίματα, και τονίζουν τα τραγούδια. Ας βάλουμε τόρα και τους βλάχους, ή τους Αμπλανήτες, που βρίσκονται εκεί ολόγυρα, και βρίσκουν τον καιρό να κάμουν τον χασάπη με καμμιά κατοχρονίτικη γίδα. Ο κόσμος όμως που θέλει να γλεντίση κάνει το κουμάντο του από την πόλι. Στα πιο μακρυνά πανηγύρια μαζεύονται παρέαις παρέιας, θηλυκοί και αρσενικοί και δυνάμει του περί ρεφενέ νόμου, φροντίζουν να μη λείψη τίποτις από τα τραπέζια. Σ’όλα αυτά όμως έχει πέρασι ο λαός και μόνο, τ’ αληθινό και δροσερό αυτό λουλούδι της χώρας, και η λεγάμενη αριστοκρατία - σαν πως κατάντησαν και τα χωριά μας σήμερα, κάνουν κ’ εκεί κοινωνική διάκρισι! - δεν παρασκοτίζεται για τέτοια ψυλλοπηδήματα. Το πολύ, πολύ μπορεί να φανερωθή ως εκεί με κάνα αμάξι. Στα όμορφα αυτά πανηγύρια, στα γλυκά αυτά ξεφαντώματα, ανάμεσα στους μεθυστικούς εκείνους τύπους, δε μπορεί παρά μόνο ο αργάτης να γλεντήση παρά μόνο ο ψαράς να χαρή. Ο αργάτης που σε συγκινεί βαθύτατα, και σε κάνει να δακρύζεις, ευλογημένο δάκρυ, σαν τον βλέπεις να γυρνά απ’ τα χωράφια το βράδυ με τ’ αγκομάχημα στο στόμα, μόλις κρατημένος στα πόδια του, κι’ ανοίγοντας όμως τα σπασμένα και χοντρά του χείλη με πρόσχαρο χαμόγελο μπροστά στη γυναικούλα του, και στη γελούμενη θωριά του μωρού του. Και πόσο συγκινητική είνε η μεγάλη εκείνη χαρά και το ξεφάντωμα του πανηγυριού!... Κάθε δεντράκι, κάθε μυρωμένος ίσκιος, κάθε δροσερό λειβαδάκι, αντηχεί από λιγυρά τραγούδια, και αργυρά γέλια. Τ’αψηλά τ’ Αγιάννη δέντρα σχηματίζουν ένα θόλο μεγάλο έναν ίσκιο πράσινο κ’ εκεί μαζεύεται ο περισσότερος κόσμος, όσο που θα αποψαλή η λειτουργία. Και ύστερα το κάθε γελαστό καλυβάκι, το κάθε ζηλευτό σπιτάκι των σταφιδιών και των αμπελιών ανοίγει τη πόρτα του, και τα παράθυρά του προς τη μεγάλη εκείνη πρασινάδα του κάμπου, που την φιλεί ερωτεμμένα χαμηλά χαμηλά η γαληνεμμένη λιμνοθάλασσα. Διαλέγουν πάντα τον καλό ίσκιο αποκάτω από θολωτά πλατάνια και σκληροτράχηλες κατάψηλαις λεύκες. Ο καπνός της φωτιάς και της ανθρακιάς σηκόνεται εκείθε στον καλοκαιρινό ουρανό διάφανος, και σχηματίζει όμορφαις κολόναις πλημμυρισμέναις από την ακτινοβολή του ηλίου. Οι άντρες παραστέκουν στων αρνιών το ψήσιμο, τα κορίτσια τα ξεπλανά η ομορφιά της γης, ο ανασασμός της άνοιξης και τρέχουν, και χάνονται ανάμεσα στα φιδωτά και θολωτά από κατάψηλαις πράσιναις καλαμιαίς μονοπάτια, πέρα στα σπαρμένα χωράφια, στα καλοδιαλεγμένα κλήματα. Και παίρνουν τόση χάρι, τόσην ομορφιά, τόση μαγνητική δύναμι, μέσα σ’εκείνη την εξοχή! Θαρρείς πως όλοι έχουν ένα κόψιμο, απόνα καλούπι πως έχουν χυθή. Γελασταίς, γελασταίς με τα γλυκύτερα χρώματα απάνω τους, με τα κομψά αναστήματά τους, τα τορνευτά μέλη τους, τα παιδικά κουνήματα, την περίσσια αμέλειά τους, ξέσκεπες, μ’ ανεμισμένα μαλλιά, με καμμιά πλεξίδα μακρυά μακρυά και καλοπλεγμένη, με κάνα λεπτό λεπτό αραχνομάντηλο στώμορφο κεφαλάκι τους, τρέχουν σαν Νεράϊδες, πετούν σαν πουλάκια, γελούν σαν αγγελούδια, Αλλοίμονο στον άνθρωπο που θα συναντηθούν τα μάτια του μαζί με τα δικά τους. Και τι μάτια!... Μάτια που κλειούν το Διάλο μέσα στις κόραις τους. Και να τα συντυχαίνης ξαφνικά ανάμεσα στ’αψηλά αστάχυα του χωραφιού, περιτριγυρισμένα από χρυσάφι, μαλλιών, κι’ από χρυσάφι ασταχιών. Και να καρφόνουνται ίσα καταπάνω σου, να σε περονιάζουν φλογισμένα, να σου χαμογελούν δαιμονικά, και να κλαίνε υγρά μέσα σταις βλεφαρίδες τους, και να γελούν μαζί με τη ξαστεριά του ουρανού, και να παίζουν μαζί με το τρελλό μαϊστραλάκι της θάλασσας…
      Όμορφαις μέσα στην όμορφη εκείνη φύση!... 
      Μάγεμμα η φύσι κ’ όνειρο στην ομορφιά και χάρι…
 Μάγεμμα, κι΄όνειρο, που άμποτε να μη ξυπνούσε κανείς από δαύτο, μέσα στου κόσμου τη πεζότητα, και στης ζωής τον σκληρό αγώνα,. Άμποτε ν’αποκοιμούσε της ψυχής του τα όνειρα στην αρμονική εκείνη ώρα, μια για πάντα, μέσα στο ατελείωτο γύρισμα του χρόνου. Εκεί δε μπορείς να κάμης ένα βήμα, να περάσης μια ρεμματιά, ν’αναβής μια ράχη του Ζυγιού, να πάρης ένα χλιαρό μονοπάτι και να μην ανοιχθή μπροστά σου και μια καινούργια εικόνα. Εδώ το χαμηλό καλύβι χωρίζει τόσο γραφικά από την πρόσχαρη όψι των εξοχικών σπιτιών, εκεί η πλεχτή φυλάχτρα του δραγάτη στην κατάψυλη κορφή της λεύκας δεν παραλλάζει τόσο από φωλιά πουλιού, παραπέρα χύνει τόση αρμονία το ακούραστο κατρακύλισμα του ρυακιού, τόρα κρυμμένο σε πυκνό δάσος από ροδοδάφναις, και τόρα φανερό κι΄ηλιοφώτιστο με τ’ ασημένια πετραδάκια του στο βυθό του, και τους ανθοσπαρμένους όχτους του στο πλάι του, παρέκει του νερόμυλου τ’αδιάκοπο βογκητό, αψηλότερα χαράδραις και λαγκαδιαίς αλλού ηλιοφώτισταις, κι’ αλλού σκοτεινές και γεμάτες μυστήριο ραχούλαις στρογγυλαίς πρασινισμέναις και φορτωμέναις πρόβατα, και γεμάτες θυμάρια, και με γλυκό αντίλαλο βελασμάτων και κουδουνιών., εδώ ερημιά ποθητή, εκεί ζωή αγαπημένη εδώ σιγαλιά βαθύτατη, κι’ εκεί φωνή γελαστή, και γέλιο ασημένιο, εδώ αηδονιού λαρυγγισμοί, βοσκού σούρισμα, βουκόλου χούγιασμα, αχός κοπαδιού, κι’ αχός φλογέρας, εκεί χελιδονιού ατέλειωτο λάλημα, τσαπιού σήκωμα στην αέρα, αγκομάχημα δουλευτού, γλυκό τραγούδι Ρούμελης, πρόσχαρη θωριά ελιοστασιού, βαθύ περιβολιού μυστήριο, κι’ ανθοσπαρμένου τόπου αναπνοή. Και πέρα στην ακροθαλασσιά το Μεσολόγγι, ένας μικρός σωρός από μικρά σπιτάκια κάτασπρα στην αντηλιά, ροδοβαμμένα στη δύσι, θαμπά στη καταχνιά της ανατολής, ένας μικρούλης φράχτης, σωτήρας της Ρωμιοσύνης, που έκαψε λιβάνι θαυμασμού στ’ όνομά του η ανθρωπότης, πάφηκε το υστερνό της ψυχής του φύσημα ο Βύρων. 
Όσ’ αρχίζει ο ήλιος και κατεβαίνει προς τη δύσι του, τόσο ξεθυμαίνει και το πανηγύρι. Αγάλι’ αγάλια οι παρέαις, ύστερα από την κούρασι όλης της μέρας κατεβαίνουν στη πύλη με περίσσεια όρεξι ακόμα. Υστερνά απομένουν τα νταούλια, κ’ υστερνότεροι οι μεταπράτηδες κ’ ο … επιτροπάκος. Τ’ αμάξια ανταμόνουνται με τα φορτωμένα από σκαμνιά και πάγκους κάρρα. Αν τύχη να μη παίζη μουσική στη Τουρλίδα έρχεται πιο πολύς κόσμος από την Πύλη ίσα μ’εκεί. Ο δρόμος του Μπουχωριού γεμίζει τότες από πλήθος. Εκεί κοντά στα Ταμπακαριά σε κάνα λιοστάσι αυτοκαμωμένο βελούχι απλόνει τα σκαμνιά του κ΄όσο να πέση ο ήλιος πέρα στα βουνά του Ξηρόμερου, και να βραδυάση περπατάει εκεί ο κόσμος. Κι’ όταν ο κάμπος χαθή μέσα στο πρωτοσκόταδο, κι’ ο Ζυγός με τα μάγια του ξυπνά στα πρώτα φιλιά της νυχτερινής αύρας, ο κόσμος χύνεται στην πόλι, στη Τουρλίδα σταις γειτονιαίς, και ξαναρχίζουν τα τραγούδια, τα γέλια, οι περίπατοι, οι έρωτες, και η χαρά περ’ απ΄τα μεσάνυχτα. Έξω το ερημοκκλησάκι βουβό κι’ έρημο τόρα, κάνα τσοπανόπουλο ξεγελασμό από της νύχτας τα κάλλη και του φεγγαριού το φως γυρμένο στη μηλίτσα του σκορπά κάνα τρεμουλιαστό τραγούδι στον αέρα με τη φλογέρα του, και κάνας σκεπτικός διαβάτης, υστερνό απομεινάρι του πανηγυριού, απομένει ακόμα εκεί στην ερημιά κρατημένος από καμμιά γλυκιά ενθύμησι. 
Μήτσος Χατζόπουλος 

 (1) Φίδαρης είναι ο Εύηνος ποταμός.

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

Ο ΠΟΝΤΙΚΟΣ ΜΟΥ – ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Διήγημα με τη μορφή χρονογραφήματος όπου ο συγγραφέας ξεκινώντας από ένα ασήμαντο γεγονός, την εμφάνιση ενός ποντικού «στο μέρος που εργάζεται» (που στη συνέχεια αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για ένα καφενείο)  κάνει μια «εκ βαθέων» εξομολόγηση, μιλάει με αφοπλιστικά ειλικρινή τρόπο  για όλες τις πικρίες και απογοητεύσεις της επαγγελματικής αλλά και προσωπικής ζωής του.   
Αξιοπερίεργη είναι η επιμονή του Χατζόπουλου να χρησιμοποιεί προσφωνήσεις και σχόλια στα γερμανικά, γλώσσα που βέβαια ο ίδιος γνώριζε άπταιστα, σίγουρα όμως δεν γνώριζε το μεγαλύτερο ποσοστό από τους αναγνώστες του. Ο Καλαποθάκης, ιδιοκτήτης του «Εμπρός» του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και τον άφηνε να γράφει ότι θέλει, τα χρονογραφήματά του δημοσιευόταν πάντοτε στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, πιθανώς αυτή η μανία να έδινε ένα διανοουμενίστικο τόνο στην ύλη της εφημερίδας, που μάλλον άρεσε στο αναγνωστικό κοινό.

Γ.Χ.

Στη φωτογραφία η πρόσοψη της Berlin Komische Oper όπως ήταν το 1906, εποχή που ζούσε στο Βερολίνο ο συγγραφέας. Βομβαρδίστηκε και καταστράφηκε στο Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο.

Εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ»

Κυριακή 3 Ιουλίου 1922

Ο ΠΟΝΤΙΚΟΣ ΜΟΥ

Εις το μέρος που εργάζομαι συχνά με επισκέπτεται ποντικός. Μέγας είνε. Μεγαλήτερον δεν είδα εις την ζωήν μου. Ούτε εις το ύπαιθρον αρουραίους. Πολλούς ποντικούς του υπαίθρου ενθυμούμαι. Είναι μεγάλοι, όχι όμως σαν τον μέγιστον περί του οποίου σας ομιλώ. Εις αρκετά κτήματα μου έχουν αφηγηθή, ότι ποντικοί των αγρών πνίγουν πουλιά εις πτηνοτροφείον. Ο ίδιος βλέπω τακτικά εις την Παναγίαν Ξυδού της Κηφισιάς ένα τεράστιον ποντικόν. Όταν τον παρετήρησα δια πρώτην φοράν προβάλλοντα το κεφάλι του από την υψηλήν θυρίδαν της νοτίας πλευράς του ναού, εφώναξα: «Μπα, μια νυφίτσα». Αλλά η εκκλησάρισσα ήτο καλλίτερά μου πληροφορημένη. Μου είπε: «Δεν είνε νυφίτσα, ποντικός είνε. Δεν αφίνει λάδι στα κανδήλια». Ιερός ποντικός. Μάλιστα, είνε και ιερά ζώα. Και ερπετά επίσης. Εις τα αρκετά ενδιαφέροντα ερείπια του ποτέ εκκλησιδίου της αγίας Κυριακής, που σας έχω αναφέρη, κάτωθεν του δάσους της Μαγκουφάνας (1), διαιτάται τεράστιος άγιος όφις, ο οποίος φυλάττει την εικόνα, - ταύτην δια να μη την κλέψουν την επροφύλαξαν εις το γειτονικόν περιβόλι - και το άγιον φείδι βγαίνει και βοσκά μονάχα κάθε Σάββατον. Ένα συρτάρι παραδόσεις αττικάς έχω, γεμάτας λαϊκήν φαντασία, αλλά δεν τας αναφέρω, όπως πολλά άλλα, διότι μόλις συστηματοποιήσης μιαν ατομικήν εργασίαν, η οποία δι’ένα «πραγματικόν», «αληθινόν» λόγον έχει κάποιαν επιτυχίαν, τζουπ εμφανίζονται ως σαλιάγκοι οι αυτόκλητοι μιμηταί και κακοαντιγραφείς. Εξασφαλίσωμεν το κουρελιασμένον σακκάκι μας, αδελφοί μου, διότι πολλοί, πάραπολλοί οι αφυείς και άρπαγες ταυτοχρόνως. Πταρνίζεσαι, τους κάμνεις τόσην εντύπωσιν, ώστε αρχίζουν να πταρνίζωνται, αφελέστατα δε. Ελησμονήσαμεν τον ποντικόν, που με επισκέπτεται. Ευρύς ο χώρος. Πολλοί οι συνάνθρωποι εντός αυτού. Ομιλούν, σκοτώνουν την ώραν των, αφηγούνται ξένας και ιδικάς των υποθέσεις. Κανένα των συμπολιτών δεν πλησιάζει ο ευτραφής ποντίκαρος. Μονάχα την αφεντιάν μου. - Ω! ιχ αμπε ντι Έρρε, μάϊν Μώϋσχεν. (2) Κοκοτίστικα, μπεμπεκίστιικα, τον προσφωνώ χαμηλοφώνως, όπως τους διαβάτας αι διακόσιαι χιλιάδες Στράσσενμαντόννεν (3) του Βερολίνου εις τα μέχρι χαραυγής ατελεύτητα ξενύχτια της βορείου κοσμοπόλεως. Τα μάτια  μου κυττάζουν το ρολόγι. Πέντε και πέντε. Το ρολόγι είνε παληόν σαν και μένα, αλλά τέλος πάντων εργάζεται. Κάποτε λιγάικι παράξενα, αλλά ίσως συγχωρημένοι να ήμεθα ημείς οι αρχαιότητες, τας οποίας φευ! δεν επροθυμοποιήθη να ζητήση και χρυσώση κανείς εφοπλιστής. Πέντε και πέντε ακριβώς, που τολμώ ακόμη να πίνω τσάϊ, με επισκέπτεται δημοσίως ο ογκώδης ποντικός. Περνά με χαριεστάτην οφιοειδή κίνησιν, την οποίαν δεν εγνώρισε κανέν μενουέτο των χρόνων μου, ήτοι την προ δύο-τριών αιώνων, ότε η Νινόν ακουμπούσε το τρυφερόν μπράτσο της στο δικό μου και είχε κάτι τακουνάκια τόσον ελαφρά, όπου ο ήχος ήταν μελωδία κοτσυφιού εις την τρελλά ώμορφην αττικήν χαράδραν της Περατής Ρεμπιέκο, διά την οποίαν θα ήθελα να σας πω ό,τι λέγουν τα βιολιά του Μότσαρτ εις την  ουβερτούραν των «Γάμων του Φίγκαρο». Ακούσατε ποτέ Μότσαρτ εις την «Κόμισε Όπερ» του Βερολίνου; Φυσικά. Ήκουσα Μότσαρτ από τρεις χιλιάδας ορχήστρας  15 χρόνια, αλλά τι ήταν εκείναι αι εκτελέσεις μιας τριετίας εις το νεωτεριστικόν φαιδρόν οικοδόμημα στο Φρείδριχστράσσεντάμ. Σουμπρεττίτσα, Σουζαννίτσα, μου γίνεται ο ποντίκαρος με την τακτικήν μεταμεσημβρινήν επίσκεψίν του. Δια να συννενοηθώ με τους ανθρώπους της εποχής, λέγω ό,τι χορεύει ένα φοξ-τροτ, κομψότερον και φευγαλεώτερον και από εκείνο που χορεύει ο νεαρός φίλος μου Ν. Κρυφά πηγαίνω και τον βλέπω εις τας θερινάς χορευτικάς αίθουσας. Τότε πίνω μερικά ποτήρια ουίσκι εις την μυστικήν γωνίαν μου και ευχαριστώ τον Θεόν, ότι δεν εχάθησαν εντελως οι Αλκιβιάδαι εις τον καιρόν της λίρας και του αυτοκινήτου. Τέλος κολακεύομαι να πιστεύσω, ότι με ηγάπησε μία ύπαρξις εις την ζωήν και εγώ τολμώ να ξαναγαπήσω τοιαύτην, - ένα ποντικόν. Ποία ευγενής αγάπη! Δεν εξερράσθημεν ποτέ. Αρκούμεθα να βλέπωμεν ο ένας τον άλλον. Όταν κανείς ήπιε από όλα τα ποτήρια της ζωής το πικρόν και αηδές κατακάθι της φιλίας, της αισθητικής, της κριτικής, της στοργής όλων των διαβαθμίσεων των παλμών και των ορμών της ανθρωπίνης καρδίας, της τέχνης, της φιλοσοφίας, της φιλολογίας, της κοινωνιολογίας, της δράσεως και της απαθείας, ζήσας πολύ εδώ, ολίγον εκεί, μελετήσας, ψυχολογήσας τον εαυτόν του και του πλησίον του, όταν ικέτης έκρουσε όλας τα θύρας της ζωής προς ανεύρεσιν του ελαχίστου, - πόσον ανόητοι είμεθα, όταν πρόκειται περί του τρισμεγίστου – να συνεννοηθή με συνάνθρωπον του ανιδιοτελώς και ανεπιφυλάκτως και συνήντησε ξηρούς χειμάρους, πως να αρκεσθή εις την αγνήν φιλίαν, (…  δυσανάγνωστη λέξη) όστις δεν κροτεί και τον τενεκέ των ιδανικών, που στερούνται ιδιαιτέρως όσοι ενδεχόμενο να είνε οι ίδιοι εσώτατα ψυχικαί μούμιαι. Και θα αναφέρω κάτι συγκινητικώτερον δια τας σχέσεις μου με τον ποντικόν. Προχθές έλειψα όλην την ημέραν. Περιττόν να είπω που. Εις το χρηματιστήριον. Αργά την νύκτα επέρασα από το τακτικόν μου μέρος, δια να πιώ φλυτζάνι τσάι. Όταν, μεσάνυκτα περίπου, ο αγαπημένος μου επέρασε με κομψήν, αθόρυβον διαγραφήν προ των ποδών μου.
Εξεπλάγην ολίγον, αλλά περισσότερον το γκαρσόνι, το οποίον ανεφώνησε: «Παράξενον! Ο πόντικας ποτέ δεν εμφανίζεται τέτοιαν ώραν!» Υπάρχει, λοιπόν, μία ύπαρξις εις την γην, ενδιαφερομένη να με καλησπερίση, έστω και τόσον αργά, διότι δεν με είδε την ημέραν;
Και εσκέφθην την γεροντοκόρην του Φλωμπέρ, τον ζωϊκόν εκέινον τύπον, που αγάπησε τον παπαγάλον της. Εσυλογιζόμην ακόμη αυτά τα πράγματα, όταν είδα, ότι μου είχαν πάρη τα χειρόγραφα εις το τυπογραφείον. Ήτο αργά δια να ξεσχίσω την ανόητον αυτήν ιστορίαν.

ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ

 __________

1 Μαγκουφάνα  λεγόταν κάποτε η Πεύκη Αττικής.

2 «- Εχω την τιμή ποντικάκι μου».

3 Πόρνες, «Παναγίες του Δρόμου» τις λέει σκωπτικά ο συγγραφέας.

 

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2022

… KΑΙ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ

Ο πόλεμος στην Ουκρανία που φαίνεται ατελείωτος μου’φερε στο μυαλό ένα ποίημα που ‘χει γράψει ο πατέρας μου δεκαετίες πριν. Διαβάζοντάς το με τα μάτια και τις εμπειρίες του σήμερα φαίνεται κάπως αφελές και αθώο («η νικητήρια ιαχή των νέων ανθρώπων», «η χαραυγή του νέου κόσμου» κατάληξαν άσχημα…)  θάπρεπε όμως να πάρουμε υπόψη μας ότι γράφτηκε σε μια αρκετά ευνοϊκή για το προοδευτικό κίνημα περίοδο, όταν είχαμε ήδη είκοσι χρόνια συνεχούς ειρήνης στην Ευρώπη, κατέρρεαν τα αποικιακά καθεστώτα και φαινόνταν νέοι ορίζοντας για τις υπανάπτυκτες χώρες και τους καταπιεσμένους λαούς.

Νεα Σμύρνη, 1966. Στο κέντρο της φωτογραφίας ο πατέρας μου, Πάνος Χατζόπουλος, αριστερά ο ξαδερφός μου Τάσος Πετρόπουλος, δεξιά εγω.


Στη δεκαετία του ’50 – ’60 τα νέα ιστορικά δεδομένα, ο ολοένα αυξανόμενος κίνδυνος πυρηνικής καταστροφής δημιούργησαν ένα  διάχυτο αίσθημα κατά του πολέμου, που συγκεκριμενοποιήθηκε με τη δημιουργία του Διεθνούς Κινήματος Ειρήνης, που ξεκίνησε από τις  χώρες της Ευρώπης και αργότερα έφτασε και στην Ελλάδα.

Ο πατέρας μου, αντιστασιακός με χρόνια φυλακές και εξορίες, ήταν μπλεγμένος μεταξύ των άλλων και με το κίνημα ειρήνης, συχνά τα απογεύματα καθόταν και έγραφε εισηγήσεις για συνεδριάσεις στις οποίες προφανώς συμμετείχε. Πολλές φορές ερχόταν στο σπίτι μας νεαροί Λαμπράκηδες ή άλλοι «περίεργοι» και συζητούσαν μέχρι αργά το βράδυ, η μάνα μου δεν τους ήθελε «θα μας χαρακτηρίσουν, οι γειτόνοι βλέπουν» «τι θα πει ο κύριος Τέλης» (ήταν στρατιωτικός στο επάνω πάτωμα) και τα τοιαύτα.  

Σε μια πορεία Ειρήνης, tο 1965 γνώρισε έναν Ιταλό ακτιβιστή που ανήκε σε ένα μικρό κόμμα της Αριστεράς, το PSIUP, με τον οποίο αργότερα είχε συχνή αλληλογραφία, δεν ξέρω σε ποια γλώσσα, ο οποίος μάλιστα όταν έγινε το πραξικόπημα του ΄67 τον παρακίνησε να ζητήσει πολιτικό άσυλο στην Ιταλία, σχέδιο που φυσικά δεν πραγματοποιήθηκε.

Στο σπίτι μας εκείνη την εποχή δεν έλειπε ποτέ το περιοδικό «Δρόμοι της Ειρήνης» που μου φαινόταν μεν λίγο ανιαρό, αλλά διαβάζοντας το μου άνοιξε τα μάτια για πολλά θέματα, έμαθα τι είναι η αποικιοκρατία, οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, οι  εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες.

Σε μια πορεία  πήρα μέρος κι εγώ, όχι βέβαια μόνος μου, με τον πατέρα μου, μια Κυριακή απόγευμα στα τέλη Μαΐου του 1966.  Δεν πήγαμε βέβαια στον Μαραθώνα, πούλμαν που ξεκίναγαν από τη Δάφνη ή το Νέο Κόσμο μας άφησαν κάπου στους Αμπελόκηπους, όπου μετά από βόλτες φτάσαμε στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Για μένα ήταν πράγματα πρωτόγνωρα. Κάποιοι νεολαίοι είχαν πλακάτ με συνθήματα του τύπου «Κάτω τα χέρια από την Κύπρο» «συμπαράσταση στον λαό του Βιετνάμ» «Έξω οι βάσεις», θέματα που είναι επίκαιρα και άλυτα ακόμη και σήμερα. Μου φάνηκε μια μεγάλη χαρούμενη γιορτή, μερικοί ανησυχούσαν μήπως μας επιτεθεί η αστυνομία που ήταν παρούσα πολυάριθμη και δυναμική λίγες δεκάδες μέτρα πιο πέρα, αλλά τελικά δεν έγινε τίποτε.   

Η τελική μορφή του ποιήματος γράφτηκε στο τραπέζι ενός εστιατορίου μια Κυριακή μεσημέρι το καλοκαίρι του ΄66. Είχαμε πάει εκδρομή στο Λαγονήσι, μάλλον για να βρούμε τον αδερφό την μάνας μου, και καθίσαμε να φάμε σε μια ταβέρνα με θέα. Εκεί που μιλάγαμε και περιμέναμε να έρθουν τα πιάτα ο πατέρας μου έβγαλε το μικρό σημειωματάριο πουχε πάντα μαζί του και άρχισε να γράφει και να σβήνει χωρίς να συμμετέχει στη συζήτηση. Στη συνέχεια είδα ότι ήθελε να πάρει μέρος στη συγγραφική δραστηριότητα  και η μάνα μου, του υποδείκνυε  να διορθώσει κάτι, πράγμα δημιούργησε φανερό εκνευρισμό. Τελικά μετά από πολλά αποφάσισαν να μην αφιερωθεί το ποίημα «στα παιδιά όλου του κόσμου» όπως ήθελε ο πατέρας μου αλλά «στο Γιαννάκη μου» που ήθελε η μάνα μου και όπως αρχικά ήταν γραμμένο.

(παραθέτω από το βιβλίο του Πάνου Χατζόπουλου «Αιτωλικά», 1967)

  KΑΙ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ

Στο Γιαννάκη μου

Μέσα στα μάτια σου βλέπω του κόσμου
του νέου πούρχεται τη χαραυγή.
Μεσ΄στη φωνούλα σου γροικάω φως μου,
φως μου χιλιάκριβο, την ιαχή
την νικητήρια των νέων ανθρώπων,
“Ειρήνη – Ειρήνη
πάψαν οι θρήνοι
πάνω στη Γη...”

Κι έτσι όπως σφίγγεσαι στην αγκαλιά μου
νοιώθω στα χέρια μου σα να κρατώ
τ΄αύριο πούρχεται, τα ονείρατά μου
τ' ανθρώπου το όραμα το μακρυνό,
των Αρχαγγέλων μας τ'αρχαίο τραγούδι.
“Ειρήνη – Ειρήνη
γιομίστε οι κρίνοι
γη και ουρανό...”

Άνθρωποι, αδέρφια μου, όποιοι και νάστε
κίτρινοι, κόκκινοι, μαύροι, λευκοί
το χέρι μου άπλωσα, μη με φοβάστε.
Είμαι ένα αδέρφι σας που σας μιλεί
για το παιδάκι μου, για τα παιδιά σας

“Ειρήνη – Ειρήνη
για πάντα ας γίνει
πάνω στη Γή...”

Άνθρωποι, αδέρφια μου, καινούργιους δρόμους
γιοφύρια ας φκιάξουμε στη νέα γενιά.
Θεμέλιο ας βάλουμε για νέους κόσμους
- κατάρα ο πόλεμος και απανθωπιά -
για το παιδάκι μου, για τα παιδιά σας
“Ειρήνη – Ειρήνη
μιά λέξη ας κλείνει
κάθε καρδιά...”

Μέσα στα μάτια σου βλέπω, παιδί μου
του νέου πούρχεται τη χαραυγή.
Μέσα στο γέλιο σου γροικάω ψυχή μου,
φως μου μυριάκριβο, την ιαχή
τη νικητήρια των νέων ανθρώπων.
“Ειρήνη – Ειρήνη
ανθίστε οι κρίνοι
σ'όλη τη Γη...”

Κυριακή 21 Αυγούστου 2022

Η ΛΙΖΑ

 Με το που μπήκα στο Γυμνάσιο άλλαξαν πολλά πράγματα στη ζωή μου. Χωρίς να το καταλάβω άρχισα να βλέπω τα πράγματα με διαφορετικό μάτι, άλλαξα γούστα, συνήθειες, παρέες. Άρχισα να παραμελώ τα μαθήματα και το διάβασμα, από σπασίκλας έγινα ένας μέτριος μαθητής, η προσοχή μου μετατοπίστηκε σε νέες, πιο ενδιαφέρουσες ασχολίες. Πρώτα απ΄όλα έπαψα ν’ακούω τόσο συχνά Τρίτο Πρόγραμμα στο ράδιο. Το έναυσμα μου το έδωσε άθελά του ο ξάδερφός μου Κώστας Ζαρόκωστας. Κάποια φορά πήγαμε επίσκεψη στη θειά μου την Ελένη, μητέρα του Κώστα που ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερός μου. Στο δωμάτιο του άκουγε δίσκους 45 στροφών με τους φίλους του, ένα κομμάτι τους άρεσε τόσο πολύ που το έβαζαν ξανά και ξανά, ήταν το "No Milk Today" των Herman's Hermits. Κατάλαβα ότι υπήρχαν και άλλου είδους ενδιαφέρουσες μουσικές εκτός από την κλασσική, μουσικές που ήταν κιόλας πιο «νεανικές». Ψάχνοντας βρήκα τις εκπομπές του Γιάννη Πετρίδη στο σταθμό Ενόπλων, ανακάλυψα την ύπαρξη του ραδιοφωνικού σταθμού AFRS (του λεγόμενου «αμερικάνου») που είχε αρκετές εκπομπές με μοντέρνα μουσική στα μεσαία κύματα.

Εγώ με τη Λίζα, Ηλία Κοκκώνη 1971


Γιάννης Κατωμερής, Λίζα και Κώστας Μεντής, 1971, η μπλούζα του Μεντή είναι μπατίκ καμωμενο απο μένα 


Εγώ, η Λίζα και ο Γιάννης Κατωμερής 1969


Φωτογραφικο πειραμα του 1970, "διπλή έκθεση"


Lisa under the table...

Σιγά σιγά απομακρύνθηκα από τους φίλους του Δημοτικού, βρήκα νέες παρέες, παιδιά πιο ανεξάρτητα που αισθανόταν εντονότερα τα σκιρτήματα της εφηβείας, γνώρισα το Γιάννη Κατωμερή -που έμελλε να γίνει ένας από τους καλύτερους φίλους μου- και τον Δημήτρη Κούβαρη που ήταν και γείτονες. Από τους δύο ο πιο «περίεργος» ήταν ο Κούβαρης, λίγο τον ζηλεύαμε, ζούσε πρακτικά μόνος του, οι δικοί του ήταν χωρισμένοι και ο πατέρας του εμφανιζόταν στο σπίτι μόνο για ύπνο, οπότε είχε απόλυτη ελευθερία κινήσεων: ψώνιζε, μαγείρευε, έπλενε, συγύριζε, ένα παιδί 13 χρόνων δεν έδινε λόγο σε κανένα για να βγει έξω και να γυρίσει όποια ώρα ήθελε. Τι κάναμε τις ελεύθερες ώρες μας; Ακούγαμε μουσική ή πηγαίναμε κινηματογράφο, σχεδόν κάθε μέρα. Ο Δημήτρης είχε ένα πικάπ Dual και μερικούς δίσκους με μοντέρνα μουσική που έπαιζε όλη μέρα,  όταν βγήκε το White album των Beatles ανακάλυψε ότι βάζοντας ένα ταληράκι πάνω στην κεφαλή του πικάπ ακουγόταν καλύτερα, το πράγμα τότε με είχε εντυπωσιάσει. Κάποτε, πρέπει νάταν φθινόπωρο του 1968, βρέθηκε με ένα κουτάβι παχουλό παχουλό που αγαπήσαμε από τη πρώτη στιγμή που το είδαμε. Δεν είναι ότι δεν το αγαπούσε και ο Δημήτρης, αλλά κάπως το παραμελούσε: πότε το άφηνε μόνο του, πότε ξέχναγε να του δώσει φαΐ, τέλος πάντων μας έδινε την εντύπωση ότι δεν το ντάντευε όπως έπρεπε.  Πως έγινε δεν ξέρω, πάντως επενέβη ο Γιάννης ο Κατωμερής και η σκυλίτσα, Λίζα τ’όνομά της έγινε δική του. Η Λίζα μεγάλωσε και έγινε όμορφη, έξυπνη και αγαπιάρα, η μασκώτ μας, πάντα μαζί, συμμετείχε στις χαρές και στις λύπες μας, ο Γιάννης την περιποιήθηκε σαν παιδί. Οι καιροί ήταν τότε διαφορετικοί, στη Νέα Σμύρνη δεν κυκλοφορούσαν πολλά αυτοκίνητα, οι περισσότεροι δρόμοι ήταν χωματόδρομοι, η Λίζα με το λουράκι της πήγαινε βόλτες και μόνη της, συχνά άκουγα χαρχαλέματα στην πόρτα του κήπου, πήγαινα να δω ποιος είναι, ήταν η Λίζα πούχε έρθει να μας κάνει επίσκεψη.
Δεν ήταν βέβαια χωρίς κινδύνους αυτό το καθεστώς ελευθερίας: κάποιο απόγευμα, θάταν Νοέμβρης του 1969 πήγαινα με τον μακαρίτη το Μιχάλη Τριανταφύλλου (εξαιρετικός άνθρωπος, κρίμα που μας άφησε νωρίς) να παίξουμε μπάλα στη «Δεξαμενή» και στη διασταύρωση Αιγαίου και Αρτάκης συναντήσαμε παρκαρισμένο ένα περίεργο άσπρο φορτηγάκι, έξω ήταν δύο γλοιώδεις τύποι με το τσιγάρο στο στόμα που προσπαθούσαν να περάσουν μια θηλιά στο λαιμό στο μικροσκοπικό ασπρόμαυρο σκυλάκι της κυρίας Παπαϊωάννου, μιας φίλης της μάνας μου. Φώναξα, τους έβρισα, αυτοί γελάγανε, «μα κάνουμε τη δουλειά μας», το φορτηγάκι ήταν γεμάτο κλουβιά με δυστυχισμένους σκύλους που είχαν πιάσει στην παγανιά που είχαν βγει. Πέταξα τη μπάλα στα μούτρα ενός απ΄αυτούς, το τσιγάρο τον έκαψε και άρχισε να φωνάζει, ο Μιχάλης με κάλυψε, πήρα το σκυλάκι και το πήγα στην κυρία του, το σπίτι της ήταν δυο τετράγωνα πιο πάνω, στην Παλαιών Πατρών Γερμανού.   

Δεν ξέρω τι τέλος είχε η Λίζα, το ’75 έφυγα για την Ιταλία και λίγο αργότερα έφυγε και ο Γιάννης για την Αμερική. Με τον Κατωμερή έχουμε ακόμη επαφή, δεν έχει χάσει την αγάπη του για τα σκυλιά, τον Κούβαρη τον έχω ψάξει στο διαδίκτυο δεν κατάφερα να βρω τίποτε, στο Google maps  το σπίτι του στην Σπύρου Αλεβίζου φαίνεται ερημωμένο.
Όσο για μένα, μετά από μια εικοσαετία γατοβασιλείας βρέθηκα να έχω δύο σκυλάκια, πολυαγαπημένα και καλο
νταντεμένα, τη Λίζα δεν την ξεχνάω, για μένα είναι το πρότυπο του καλοκάγαθου σκύλου, πρότυπο ομορφιάς, εμπιστοσύνης, αθωότητας και σκυλίσιας ειλικρίνειας.

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2022

Ο ΡΙΚΟΣ

Στο πατρικό μου σπίτι για αρκετό διάστημα δεν είχαμε κατοικίδια ζώα γιατί η μάνα μου ζούσε με τον τρόμο του εχινόκοκκου, μιας αρρώστιας για την οποία δεν ακούγονται πολλά τα τελευταία χρόνια. Προς το τέλος του 1964, θάταν Νοέμβρης ή Δεκέμβρης, γυρίζοντας από το σχολείο ανακάλυψα στα σκουπίδια μερικά νεογέννητα γατάκια που κάποιος αχρείος είχε πετάξει και νιαούριζαν φοβισμένα. Τόλμησα να βάλω στην τσάντα μου το πιο ζωηρό, και χωρίς να πω τίποτε το τρύπωσα στο σπίτι, κρύβονταςτο μέσα σε ένα ντουλάπι στην κουζίνα. Η μάνα μου πέρασε όλο το απόγευμα ψάχνοντας να εντοπίσει από που προερχόταν κάτι μακρινά νιαουριτά, έως ότου αποφάσισα να αποκαλύψω την αλήθεια. Με μεγάλη μου έκπληξη οι γονείς μου δεν αντέδρασαν άσχημα, είδαν το γατάκι όμορφο και ανυπεράσπιστο και αποφάσισαν να το κρατήσουμε, ο πατέρας μου του ‘δωσε τ‘όνομα «Ρίκος», έτσι έλεγαν το γάτο ενός  χωροφλά στον Αι Στράτη, όταν ήταν εξόριστος εκεί. 

Ο Ρίκος το 1966

Ο Ρίκος μεγάλωσε με φροντίδες και αγάπη, μου είχε προφανώς μεγάλη αδυναμία και τυφλή εμπιστοσύνη, τον αγάπησα όσο δε γινόταν άλλο, παίζαμε, διαβάζαμε και κοιμόμαστε μαζί.  Με τα καμώματά και τη γατίσια του τσαχπινιά σιγά σιγά κατάκτησε -φαινομενικά- και τους γονείς μου που στην αρχή ήταν διστακτικοί. Όμως η μάνα μου δεν είχε χάσει τη μανία της καθαριότητας, κάθε φορά που μ΄έβλεπε αγκαλιά με το Ρίκο όλο γκρίνιαζε, δυσανασχετούσε, όταν δε - λόγω εποχής - ο γάτος άρχισε να αλλάζει το τρίχωμα έκανε σαν τρελή: «θα κολλήσεις αρρώστιες» «πρόσεχε τον εχινόκοκκο…» «θα το κατσιάσεις το γατί» κλπ. Ο γατούλης ήταν από τη φύση του καθαρός, πέρναγε απογεύματα ολόκληρα κάνοντας τουαλέτα, είχε μάθει κιόλας να κάνει τις ανάγκες του σ΄ένα πλαστικό κάδο στο μπάνιο και να τις σκεπάζει με χαρτί τουαλέτας!  Παρόλαυτα  η μάνα μου από τα λόγια κάποτε πέρασε και στα έργα, χωρίς να μου πει τίποτε, με το γάτο σε μια τσάντα ξεκίνησε με τον πατέρα μου μια βόλτα μέχρι τη Βούλα ή τη Βουλιαγμένη, όπου άκαρδα τον πέταξαν σε κάποιο κήπο κάπου εκεί κοντά. Μη βλέποντας το Ρίκο στο σπίτι ανησύχησα πολύ, έψαξα παντού, ρώτησα γνωστούς και αγνώστους, κανείς δεν ήξερε ή είχε δει κάτι. Οι δικοί μου έκαναν την παλαβή, «θα ψάχνει αρραβωνιάρες», «οι αρσενικοί γάτοι είναι αλανιάρηδες» μού έλεγαν.  Έκλαψα, θύμωσα, απογοητεύτηκα, τελικά άρχισα να συνηθίζω στην ιδέα ότι ο Ρίκος είχε χαθεί. Πέρασε πάνω από μήνας, και ένα πρωί, σπασίκλας καθώς ήμουνα είχα ξυπνήσει νωρίς και έκανα επανάληψη κάποιο μάθημα στην κουζίνα ετοιμάζοντας πρωινό για όλους, οπότε άκουσα κάτι να χτυπάει απαλά το παράθυρο, άνοιξα και προς μεγάλη μου έκπληξη βρώμικος και καταπονημένος έπεσε στην αγκαλιά μου ο Ρίκος! Πως κατάφερε να βρει το δρόμο για να έρθει πίσω είναι ένα μυστήριο. Όταν τον είδε η μάνα μου έκπληκτη και μετανοιωμένη αναγκάστηκε να παραδεχτεί την πλεκτάνη, της έκανα μούρη για καιρό.  Με την επιστροφή του ο Ρίκος καταξιώθηκε σαν το επίσημο κατοικίδιο του σπιτιού, που του γινόταν όλα τα χατήρια. Τόλμαγε να παρουσιαστεί όταν ερχόταν οι πελάτισσες της μητέρας μου να κάνουν πρόβα – πριν ήταν κάτι το αδιανόητο – που τον γνώριζαν και τον αποζητούσαν και ξάπλωνε πάνω στα πατρόν και στα μισοτελειωμένα ρούχα για να ξεκουραστεί δίχως κανείς να του πει τίποτε.

Τον Ιούλιο του ’65 χρειάστηκε να τον πάμε στον κτηνίατρο, η υπάλληλος στο check-in (τότε το λέγαμε εισαγωγή) στην κλινική έγραψε στην καρτέλα του «Όνομα: γαλή  Ρίκος Χατζόπουλος», το γεγονός φάνηκε πολύ διασκεδαστικό στον πατέρα μου, το ’λεγε και το επαναλάμβανε για μέρες…  Πηγαίνοντας στο κέντρο στην Αθήνα ψάχνοντας να βρούμε κολλάρο για γάτους κινδυνέψαμε να μας ξυλοφορτώσει η αστυνομία, ήταν η περίοδος των Ιουλιανών, έχω περιγράψει την περιπέτεια σε παλαιότερη ανάρτηση.

Η βασιλεία του Ρίκου δεν δυστυχώς δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ: το καλοκαίρι του ‘67 αρρώστησε από απροσδιόριστη αρρώστια, ο γιατρός μας έδωσε αντιβιοτικό που όμως δεν έκανε τίποτε… παρόλες τις προσπάθειές μας πέθανε μέσα σε λίγες μέρες.  

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2022

ΠΕΥΚΑ ΚΑΙ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ ΕΝΑ ΑΙΩΝΑ ΠΡΙΝ Επίκαιρο χρονογράφημα του Δημ. Χατζόπουλου

 Οι πυρκαγιές των τελευταίων ημερών μου έφεραν στο νου ένα κείμενο του Δημ. Χατζόπουλου γραμμένο 106 χρόνια πριν και όμως επίκαιρο, που μιλάει για την πυρκαγιά στο δάσος της Δεκέλειας το καλοκαίρι του 1916 (δάσος Τατοϊου το ονομάζουν άλλες εφημερίδες της εποχής, φαντάζομαι ότι θα ήταν πολύ πιο μεγάλο σε έκταση απ’ότι σήμερα). Το θέμα είναι ότι πέρασε πάνω από ένας αιώνας, δεκάδες κυβερνήσεις άλλαξαν, σημαντικές ανακατατάξεις έγιναν σε όλους τους τομείς, και όμως το πρόβλημα ξαναπαρουσιάζεται κάθε καλοκαίρι…
Γ.Χ.

Εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» 4 Ιουλίου 1916

ΤΟ ΠΕΥΚΟΝ

  Το πεύκον αποδεικνύεται το ακαλληλότερον δια την Ελλάδα δένδρον και όμως είνε το πλεονάζον και κατ’ εξοχήν δένδρον των δασών. Όλα σχεδόν τα δάση της Ελλάδος αποτελούνται από πεύκα. Το προτιμά η Ελληνική φύσις, το προτιμώμεν και ημείς. Τα δάση τα οποία ευρήκαμεν ήσαν από πεύκα· τα νέα τα οποία φυτεύομεν είνε από πεύκα και αυτά. Πεύκα και αιωνίως πεύκα. Νομίζει κανείς ότι η Ελληνική φύσις και οι Έλληνες δεν γνωρίζουν άλλα είδη δένδρων προς σχηματισμόν δασών.

  Και η μεν προτίμησις  της Ελληνικής γης προς το πεύκον δεν είνε εύκολον να εξερευνηθή και εξηγηθή. Η προτίμησις όμως των Ελλήνων εις δένδρον τόσον ακατάλληλον, διότι τόσον εύκολα καίεται, μόνον ως απρονοησία δύναται να εξηγηθή και ως αδυναμία να ωφεληθώμεν από τα διδάγματα των πραγμάτων.

  Κατ΄έτος  έχομεν πυρκαϊάς δασών. Τα δάση μας καίονται ως φρύγανα, άλλα μεν εξ εμπρησμών παρ΄ανθρώπων ασυνειδήτων, οίτινες ούτω θέλουν να δημιουργήσουν βοσκάς διά το επόμενον έτος, άλλα εκ τυχαίων πυρπολήσεων ή και αυτομάτων αναφλέξεων. Αι πυρκαϊαί αύται γίνονται κυρίως διότι δεν υπάρχει επιτήρησις και φύλαξις των δασών, εξ άλλου διότι τα δάση μας είνε ύλη εύφλεκτος. Και είνε εύφλέκτος ύλη, διότι αποτελούνται από ρητινώδη δένδρα, των οποίων το φύλλωμα είνε βαρύ και πέπτον δεν διασκορπίζεται υπό του ανέμου, αλλά συσσωρεύεται υπό τα δένδρα σχηματίζον παχύ στρώμα εναύσματος.

  Διατί λοιπόν εξακολουθούμεν να φυτεύωμεν νέα δάση από πεύκα, αιωνίως από πεύκα; Διά να μη παύσουν ποτέ αι πυρκαϊαί των δασών; Δια να μη παύσουν θεάματα ως εκείνο το οποίον μας έδωσε προχτές το καιόμενον δάσος της Δεκελείας;

  Κάθε δάσος από πεύκα είνε καταδικασμένον να καή  εις την Ελλάδα τουλάχιστον, όπου η ξηρασία υποβοηθή και τας αυτομάτους ακόμη αναφλέξεις. Τούτο μας διδάσκει μακροτάτη πείρα. Διατί λοιπόν επιμένωμεν εις την φύτευσιν δασών, καταδικασμένων  εις βεβαίαν πυρπόλησιν;  Διότι το πεύκον είνε το μάλλον ευδοκιμούν και ταχύτερον αναπτυσσόμενον άγριον δένδρον εις την Ελλάδα; Τι σημαίνει αν ευδοκιμή και αναπτύσσεται, αφού θα καταστραφή και αποτελεί κίνδυνον;

  Αλλά και άλλα δένδρα ευδοκιμούν εις την Ελλάδα και ιδιαιτέρως εις την Αττικήν. Αν δε αναπτύσσωνται βραδύτερα, έχουν όμως αντοχήν μεγαλειτέραν. Εις το δάσος της Δεκελείας υπήρχον και άλλα δένδρα, λεύκαι και πλάτανοι, τα οποία όχι μόνον δεν εκάησαν, αλλά και επροφύλαξαν την περιοχήν περί την οποίαν ήσαν φυτευμένα.

  Διατί δεν φυτεύονται και τοιαύτα δένδρα και όπου δεν είνε δυνατόν να σχηματισθεί δι΄αυτών ολόκληρον δάσος να χρησιμοποιούνται ως διαχωρίσματα, τα οποία να ανακόπτουν το πυρ εν περιπτώσει πυρκαϊάς; Η φύσις μας έδωσεν από παράδοξον ιδιοτροπίαν ή μοχθηρίαν το ακαταλληλότερον δια το κλίμα και την κατάστασίν  μας δένδρον· και ημείς υποτασσόμεθα, χωρίς καμμίαν προσπάθειαν αντιδράσεως του λογικού μας, εις την ιδιοτροπίαν ή την κακοβουλίαν. Και εξακολουθούμεν  και θα εξακολουθώμεν να φυτεύωμεν πεύκα και μόνον πεύκα. Εφροντίσαμεν δε και φροντίζομεν να έχομεν μίαν ημέραν και εντός των Αθηνών πυρκαϊάς δασών. Το δάσος του Λυκαβηττού και το δάσος του Παγκρατίου είνε έτοιμα διά ταύτην φωταψίαν.

ΔΙΑΒΑΤΗΣ

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2022

Ο ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ ΚΑΙ Η ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΓΡΙΠΗ

 «Όλα συνηγορούν ότι άρχισε το τέλος της πανδημίας», «δεν είναι μακριά η μέρα που ο κορονοϊός δεν θα είναι πλέον πανδημία» έγραφαν μέχρι μερικές μέρες πριν οι εφημερίδες, κι όμως σήμερα (28/6/22) βλέπω 20.333 κρούσματα – 16 θανάτους και 95 διασωληνωμένους. Οι μήνες, τα χρόνια περνάνε και όμως ο κορωνοϊός δε λέει να κοπάσει.
Εκατό χρόνια πριν η ανθρωπότητα αντιμετώπιζε μια παραπλήσια κατάσταση. Προς το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου εμφανίστηκε η διαβόητη ισπανική γρίπη που άφησε δεκάδες εκατομμύρια θύματα παγκοσμίως. Στη χώρα μας αυτή η πανδημία διάρκεσε τέσσερα χρόνια και κόστισε πολλές δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, παρόλο που δεν υπάρχουν ακριβή επίσημα στατιστικά στοιχεία. Ο πόλεμος και η μικρασιατική εκστρατεία απασχόλησαν σχεδόν αποκλειστικά την ελληνική κοινωνία της εποχής, αφήνοντας την πανδημία επισκιασμένη για μεγάλο διάστημα. Παρόλα αυτά  μέχρι και την αρχή του 1921 η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη και ο κόσμος αρκετά θορυβημένος. Το κλίμα της εποχής απεικονίζει με απροσδόκητη αισιοδοξία και σκωπτικό τόνο το χρονογράφημα του Δημήτρη Χατζόπουλου «Η Γρίππη» που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εμπρός» το Γενάρη του ίδιου χρόνου.
Γ.Χ.

Εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ», 15.1.1921

Η ΓΡΙΠΠΗ

 Όταν απευθύνθη προς τον ιατρό  το ερώτημα: «Τι θα γίνη με αυτήν τη γρίππην;», όλοι εκρεμάσθημεν από τα χείλη του.
- Πώς τι θα γίνη; Θα πεθάνωμεν, είπε ο γιατρός με απάθεια τιμώσαν την επιστήμην του.

- Γιατρέ αστειεύεσθε; είπε ο τολμηρότερος όλων μας. Ωραία παρηγορία εκ μέρους της επιστήμης!
- Η θετικωτέρα όλων, ετόνισε εκείνος με την ιδίαν απάθειαν.
- Σας ευχαριστούμε. Να αστειεύεσθε εις τοιαύτας ώρας, όπου όλη η κοινωνία ακούει πάλιν το όνομα της γρίππης και παγώνει. Κεραυνοβόλος θάνατος!  εντός πέντε-έξ’ ωρών. Ρίγη, έμετος και χαίρετε δια παντός. Ωραία η επιστήμη σας! Να μη βασκαθή. Τέσσαρα χρόνια τώρα δεν μπορεί να κάμη τίποτε κατά της τρομερής αυτής κυρίας, η οποία εθέρισε δέκα εκατομμύρια ανθρώπων!
- Και το χειρότερον να μη μπορούμεν να βρούμε ούτε μία κατοικίαν, παρ’ όλον αυτόν τον δεκατισμόν, ηκούσθη στεναγμώδης η φωνή ενός αστέγου.
 Ο ιατρός άναψε σιγαρέττον και ωμίλησε πάντοτε απαθής. Ενόμιζε κανείς πως ήταν μαρμάρινο άγαλμα το οποίον απέκτησε αιφνιδίως φωνήν:
- Διά το κακόν της ελλείψεως κατοικίας είμεθα υπεύθυνοι. Προέρχεται εξ ημών των ιδίων. Αλλά διά την γρίππην είμεθα εντελώς ανεύθυνοι. Δεν προέρχεται εξ ημών.
- Αλλά οι πρόοδοι της ιατρικής;
- Η ιατρική μίαν πρόοδον έκαμε. Προσπαθεί να εξακριβώνη από τί αποθνήσκουν οι άνθρωποι. Αυτό πρέπει να μας παρηγορή.
 Εκυττάζαμεν τον ιατρό με βλέμματα,  τα οποία ήσαν μαχαίρια.
- Νομίζετε, είπε, ότι είνε μικρά παρηγορία να γνωρίζωμεν από τι αποθνήσκουν οι άνθρωποι; Τότε δεν κατανοήσατε την αποστολήν της επιστήμης, η οποία είνε προσπάθεια γνώσεως και τίποτε άλλο.
- Ώστε αποκλείετε την ωφελιμότητα της επιστήμης, της ιατρικής μάλιστα, της πρακτικωτέρας επιστήμης;
- Φευ! φίλοι μου, καθώς βλέπετε με μεγάλην σας δυσαρέσκεια, την ωφελιμότητα αποκλείει αυτή η πράξις. Δεν είνε δυνατόν παρά να αποθάνωμεν. Ώστε μη με ερωτάτε τι θα γίνει και με την γρίππην. Δεν εδόθη παρά ανθρώπων, ώστε να καταπολεμηθεί από την θέλησην άλλων ανθρώπων. Είνε δεδομένον παρά τη θέλησίν μας. Και έως τώρα δεν γνωρίζομεν τίποτε θετικόν περί αυτού. Τούτο είνε το πλέον δυσάρεστον δι’ ημάς τους ιατρούς, όχι όμως και διά τους ασθενείς.
- Εις τους ασθενείς δεν είνε δυσάρεστον να βλέπουν ότι είνε ενδεχόμενον να αποθάνουν από γρίππην;
- Διατί να είνε ειδικώς δυσάρεστος ο θάνατος από τη γρίππην και να μην είνε από κάθε άλλην νόσον;
 Τώρα πλέον ηρχίσαμεν να θυμώνωμεν με την απάθεια του επιστήμονος, η οποία μας εφαίνετο σκληρή ειρωνεία. Μια κυρία είπε εξωργισμένη:
- Γιατρέ, σωπάστε, δι’ όνομα του Θεού, διότι θα προκαλέσετε προσωπικόν επεισόδιον.
 Ο άνθρωπος της πρακτικής επιστήμης ανύψωσε τους ώμους και είπε:
- Αν σας έλεγα, ότι εφευρέθη το φάρμακον της γρίππης, θα σας ευχαριστούσα;
- Θα σας εφιλούσαμεν όλοι!
- Και όλαι; ηρώτησε με μειδίαμα, το οποίον ήταν απαίσιον εις τα χείλη ενός τόσο ωμού θετικιστού.
- Και αν ηρνούντο αι κυρίαι να σε φιλήσουν, θα εξηναγκάζοντο, εφώναξε κάποιος, ακόμη και από τον περισσότερον ζηλιάρην μεταξύ μας.
- Τότε πρέπει να δεχτώ φιλήματα, είπε τώρα ο ιατρός με παράξενην έκφρασιν σαρκασμού. Το ιατρικόν της γρίππης έχει ευρεθή τέλος πάντων.
- Τόσην ώραν, λοιπόν, τώρα μας  μας ειρωνεύεσθε με τις απογοητεύσεις σας;
- Πιθανόν να υπήρχε μία ειρωνεία εδώ, αλλά βεβαιωθήτε, σας παρακαλώ, ότι δεν προήρχετο από εμένα. Είμαι τόσον θνητός και γώ, καθώς όλοι σας. Η ειρωνεία των φαινομένων της ζωής είνε εκτός της ιδικής μας δυνάμεως και θελήσεως.
- Το φάρμακον! το φάρμακον κατά της γρίππης, γιατρέ! ηκούσθηκαν αι φωναί των περισσότερων ανυπομόνων.
- Ω! είνε τόσο απλούν.
- Η βεντούζες βέβαια;
- Η βεντούζες ίσχυαν διά την γρίππην του προπαρελθόντος έτους. Μη λησμονείτε,  ότι τα συμπτώματα της εφετεινής γρίππης είνε πολύ διαφορετικά από τα μέχρι σήμερον γνωστά. Η γρίππη εννοεί να καταπλήξη περισσότερον όλων τους πτωχούς ιατρούς οι οποίοι ζητούν να την πολεμήσουν. Έχομεν, λοιπόν, εφέτος ένα άλλο φάρμακον,  πολύ απλούστερον από της βεντούζες, αλλά αποτελεσματικώτερον.
- Πήτε το επιτέλους, γιατρέ, διότι δεν μπορούμεν να αναπνέυσωμεν. Πνιγόμεθα! Τι είδος φάρμακον είνε τόσον αποτελεσματικόν;
- Η μαντζουράνα, είπε με τόσην σοβαρότητα,  τώρα ο ιατρός, με όσην απάθειαν εφανέρωνε προηγουμένως.
 Εκκυταχθήκαμεν έκπληκτοι. Που ήθελε να φθάση απόψε αυτός ο άνθρωπος με τας παραδοξολογίας του. Οργίλη αντήχησε μια φωνή:
- Γιατρέ, για μπεμπέδες μας περνάτε;
- Επαναλαμβάνω, ότι η μαντζουράνα παρέχει ενθαρρυντικά θεραπευτικά αποτελέσματα, προκειμένου περί της γρίππης, αρκεί μόνο να δοθή εις τον ασθενή με αναλογίαν,  την οποία θα κανονίσει ο θεραπεύων ιατρός, συμφώνως με τα φαινόμενα της νόσου και τον οργανισμόν του ασθενούς.
 Παρατηρήθη τότε ότι η ομήγυρις εκύτταζε τον ιατρόν με έκφραση γαλήνης. Στα μάτια όλων έλαμπε η ελπίς. Αι κυρίαι μάλιστα είχαν επανακτήσει το χρώμα τους. Κάποια ηρώτησε:
- Είσθε βέβαιος, γιατρέ, ότι είχατε καλά αποτελέσματα;
- Δεν δύναμαι να αποφανθώ, ότι ανεκαλύψαμεν το φάρμακον της γρίππης.
 Τώρα εισήλθε ένας ωραίος αξιωματικός, ο οποίος μας έφερε νέα. Ήρχισε να αφηγείται λεπτομερείας των τελευταίων επιτυχιών του στρατού μας. Το ενδιαφέρον εκινήθη ζωηρόν. Ελησμονήθησαν η γρίππη, το φάρμακον της, ο ιατρός.
- Γιατρέ, του εψιθύρισα μίαν στιγμήν στο αυτί: Διατί είπες ψέμματα;
- Θέλεις, λοιπόν, να προσθέσω, όπως ο συνάδελφός μου εις την «Αγριόπαπια» του Ίψεν, ότι το ψεύδος είνε απαραίτητον διά την αθλίαν
ταύτην ζωήν; μου απήντησε εις τον ίδιον χαμηλόν τόνον.
ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ

Κυριακή 19 Ιουνίου 2022

Ο ΝΙΟΝΙΟΣ

Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στη Νέα Σμύρνη. Σε μιά μονοκατοικία με ατελείωτη για τα παιδικά μου μάτια αυλή ζούσε όλη η ευρύτερη οικογένεια της μητέρας μου, μεταξύ των οποίων και ο μικρότερος αδελφός της, ο Διονύσης Στούμπος – ο Νιόνιος. Η παρουσία του στο σπίτι στάθηκε για μένα καταλυτική, τα λίγα χρόνια που ζήσαμε μαζί χρησίμεψαν σαν καθημερινή εκπαίδευση στη διαμόρφωση του χαρακτήρα, των προτιμήσεων και της αντίληψης μου για τα πράγματα και τη ζωή.
Έξω από το σπίτι της γιαγιάς μου στη Νέα Σμύρνη το 1965. Οι δρόμοι (η Ηλία Κοκκώνη που είναι παρκαρισμένο το αυτοκίνητο, αλλά και η Κράτητος που φαίνεται πίσω) είναι ακόμη όλοι χωματόδρομοι.
 Όπως και οι άλλοι αρσενικοί της οικογένειας ο θείος Νιόνιος δούλευε σαν ιατρικός επισκέπτης, χωρίς βέβαια να έχει τα τυπικά προσόντα που χρειάζονται σήμερα, άλλες εποχές τότε. Και ήταν καλός, πολύ καλός στη δουλειά του. Λόγω επαγγέλματος ταξίδευε συχνά, αυτή η συνεχής μετακίνηση και η σχετική οικονομική ευχέρεια του έδωσαν σιγουριά, έγινε δανδής, γλεντζές, πάντα καλοντυμένος, σύχναζε σε μπαρ και ακριβά εστιατόρια, έπινε single malt whisky (το 1960… ). Γερό ποτήρι, κατάφερνε να βγαίνει με τους φίλους του για χαβαλέ και πιοτό μέχρι αργά και παρ' όλ' αυτά το πρωί να παρουσιάζεται φρέσκος φρέσκος, πλυμένος, ξυρισμένος, έτοιμος για να πάει δουλειά. Το δωμάτιό του ήταν πάντα κλειστό και δεν επιτρεπόταν σε μας τα παιδιά να πλησιάσουμε. Τι κρυβόταν εκεί μέσα στάθηκε για μένα αξεδιάλυτο μυστήριο για χρόνια. Όταν κάποτε κατάφερα στα κρυφά να μπω μέσα δεν βρήκα τίποτε το περίεργο, δυο τρεις ντουλάπες με αντρικά ρούχα, κυρίως πουκάμισα και γραβάτες όλων των ειδών και αποχρώσεων. 
Το 1960 αγόρασε ένα Renault Dauphine για τη δουλειά του, χρώμα λαχανί, το έπλενε, το περιποιόταν, το στόλιζε, του'βαλε και ραδιόφωνο, άκουγε κυρίως Τρίτο Πρόγραμμα και μου κόλλησε την αγάπη για την κλασσική μουσική. Τις Κυριακές πηγαίναμε πάντα εκδρομή, στη Γλυφάδα, στην Πάρνηθα, στο Λαγονήσι ή απλά στο Φάληρο για μαριδάκι, γαρίδες ή ψαρομεζέ. 
Λυπήθηκα πολύ όταν παντρεύτηκε, γιατί βέβαια μετακόμισε στο νέο σπίτι με τη γυναίκα του, μιά μοντέρνα και όμορφη αιτωλικιώτισα. Το σπίτι τους ήταν αρκετά μακριά από μας για τα δεδομένα της εποχής, στην Αθήνα στην οδό Ισαύρων ή ίσως Τσιμισκή, ψηλά στο Λυκαβηττό. Παρόλ'αυτά δε χαθήκαμε, ερχόταν συχνά να με βρει και που και που - φαντάζομαι για το εθιμοτυπικό - πηγαίναμε επίσκεψη με τη μητέρα μου. Μαζί τους ζούσε για ένα διάστημα και ο εργένης αδελφός της συζύγου, ο Τάκης, που ήταν τότε ένας άσημος ηθοποιός που όμως μέσα σε λίγα χρόνια έκανε καριέρα. Ο Τάκης πρέπει να είχε μεγάλη επιτυχία με τις γυναίκες, κάθε φορά τον βλέπαμε με καινούργια φιλενάδα. Κάποια φορά με άφησαν μόνο μου για πολλή ώρα με μία από τις αρραβωνιάρες, μια ψηλή και αδύνατη κοπέλα, φιλική και οικεία, με κοντά κόκκινα μαλλιά και εντυπωσιακά, μεγάλα πράσινα μάτια. Υπνωτίστηκα, δεν τολμούσα να την κοιτάξω κατάματα, έγινα κατακόκκινος και δεν κατάφερα να αρθρώσω λέξη. Αργότερα όταν η μάνα μου με πήρε να φύγουμε με επέπληξε γιατί “καθόμουνα σα βλάκας χωρίς να μιλάω με τον ξένο κόσμο”... 
Το καλοκαίρι του 1963 πήγαμε μαζί οι δυο οικογένειες, οι Στουμπαίοι και οι Χατζοπουλαίοι διακοπές στο “Νησί Τουρλίδας”, ένα τεχνητό νησί που δημιουργήθηκε όταν σκάφτηκε το κανάλι για τα καράβια στο λιμάνι του Μεσολογγίου. Στο νησί δεν υπήρχε ηλεκτρικό ούτε τρεχούμενο νερό, ήδη από την δεύτερη μέρα αρρώστησα γιατί έφαγα πολλά ωμά σπαρίδια (η ιδέα ήταν του Νιόνιου), η μάνα μου μ' έτρεχε σε γιατρούς και καταράστηκε τη στιγμή που σκέφτηκε να κάνει “προσκοπικές” διακοπές. Όταν τελικά έγινα καλά μου κόλλησε η ιδέα να πάρω μαζί μου στην Αθήνα ένα μαύρο γατάκι που είχα βρει εκεί, είδαν και έπαθαν να με μεταπείσουν, τελικά το αφήσαμε σε μια φίλη της μάνας μου στο Μεσολόγγι. 
Παρόλα τα ταξίδια και την παντρειά, ο Νιόνιος εύρισκε πάντα χρόνο να αφιερώσει σε μένα. Ερχόταν συχνά τα απογεύματα και μου άνοιγε συζητήσεις για μουσική, μ’έβαζε με το σώνει και καλά να διαβάζω ποίηση, Παλαμά, Μαλακάση, Σικελιανό. Άλλες φορές έβγαζε από την τσέπη την εφημερίδα, στην αρχή τα “Νέα” και από το '64 την «Δημοκρατική Αλλαγή» (1) και μου εξηγούσε την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα. Τον θαύμαζα και τον αγαπούσα πολύ, παρόλο που με φόβιζε λίγο, ήξερε να είναι τρυφερός και ήπιος αλλά συγχρόνως απαιτητικός και σχολαστικός, ενδόμυχα τον έβλεπα σαν παράδειγμα προς μίμηση παρόλο που δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Αυτή του η μανία για την εγκυκλοπαιδική μόρφωση (μανία που είχε ίσως σε μεγαλύτερο ακόμη βαθμό ο πατέρας μου) με έσωσε πολλές φορές στο σχολείο, γιατί αρκετά θέματα από τη διδακτέα ύλη πολλών μαθημάτων τα ήξερα ήδη από τις ατελείωτες συζητήσεις με τον πατέρα μου ή με τον Νιόνιο. Αυτός και η γυναίκα του, η Δήμητρα, μου χάρισαν δεκάδες βιβλία, πολλά “παιδικά” (Ιούλιο Βερν, Αλ. Δουμά κλπ) αλλά και “σοβαρά” Χέμινγουεϊ, Στάϊνμπεκ, Κορδάτο, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι. Κάποτε βρήκε στο Μοναστηράκι ένα αντίτυπο από τα “Ελεγεία και ειδύλλια” του Κωστα Χατζόπουλου και ενθουσιασμένος απαίτησε από μένα όχι μόνο να το διαβάσω αλλά και να το αποστηθίσω (πράγμα που βέβαια δεν κατάφερα).

Μεσολόγγι, Κήπος των Ηρώων, 1995, ο Διονύσης Στούμπος με τη μητέρα μου Σταυρούλα και τη γυναίκα μου Νατσαρένα. 

Όταν κατάλαβε ότι δεν είχα κλίση προς την ποίηση προσπάθησε (και το πέτυχε) να μου εμφυσήσει την αγάπη του για τη φωτογραφία. Το 1964 μου χάρισε μία απλοϊκή φωτογραφική μηχανή Kodak brownie, τον επόμενο χρόνο μια διοπτική Lubitel 2 (6x6) και το 1967 μια κινηματογραφική μηχανή λήψης 8mm Yashica 8-E III. Μαζί με τη μηχανή λήψης μου χάρισε και μιά μηχανή προβολής και ένα έντιτορ να κάνω μοντάζ στα φιλμ που τραβούσα. Στο κουτί της μηχανής προβολής βρισκόταν και μια μπομπινούλα με ένα λιγόλεπτο φιλμ που λεγόταν «Η διακόρευσις της Χουανίτα», η πρώτη «τολμηρή» ταινία που είδα στη ζωή μου. Όταν έγινα 13 χρονών, χωρίς να δώσει εξηγήσεις στους δικούς μου ήρθε ένα βράδυ και με πήρε “να πούμε τα αντρικά μας”. Μετά από πολλούς γύρους και αφού ήταν πλέον αργά φτάσαμε σε μιά σκοτεινή περιοχή, Τζιτζιφιές, Μοσχάτο, Καλλιθέα δεν προσανατολίστηκα καλά. Μπήκαμε σ' ένα κέντρο που έξω δεν φαινόταν να έχει φώτα ή επιγραφή, μέσα όμως ήταν πολυτελέστατο, χλιδάτο, κάτι το εντελώς πρωτόγνωρο για μένα. Υπήρχε ορχήστρα, κορίτσια με φανταχτερά ρούχα, κουστουμαρισμένα γκαρσόνια και τα τοιαύτα. Παρ'όλη τη μικρή μου ηλικία μου έδειχνα ενήλικας, ήμουν ήδη 1,80 ύψος και ξυριζόμουνα, οπότε κανείς δεν φαντάστηκε ότι ήμουν παιδί. Ήπια για πρώτη φορά στη ζωή μου ουίσκι και χάζεψα το χορευτικό πρόγραμμα. Όταν μετά από μέρες μου ξέφυγε και ανέφερα το γεγονός στη μάνα μου έγινε πυρ και μανία, τον κατσάδιασε για τα καλά και του κράτησε μούρη για καιρό. 
Στο σπίτι μου στο Γαλάτσι, 2003.
Μπαίνοντας στην εφηβεία άρχισα να βλέπω τα πράματα με άλλο μάτι, έπαψα να ενδιαφέρομαι τόσο για το διάβασμα και τα μαθήματα, άλλαξα παρέες, συνήθειες, προτιμήσεις, οπότε αναπόφευκτα έπαψα να βλέπω το θειό μου το Νιόνιο σα δάσκαλο ζωής. Όχι ότι χαθήκαμε, βλεπόμασταν πιο αραιά, κάποιες χρονιές πήγαμε μαζί διακοπές το καλοκαίρι, δεν χάσαμε ποτέ επαφή. Όταν εγκαταστάθηκα στο εξωτερικό αποξενωθήκαμε κάπως περισσότερο, παρόλο που δεν έπαψα ποτέ να τον αγαπώ και να τον εκτιμώ πιο πολύ απ'όλα τα αδέρφια της μάνας μου. Το '82 αρρώστησε βαριά από την καρδιά του, χειρουργήθηκε στην Αγγλία, κατάφερε να επιζήσει και να καλοζωήσει για εικοσιεφτά ακόμη χρόνια. 
Πάνε δεκατρία χρόνια που μας άφησε, δεν τον ξέχασα, μου λείπει ακόμη και τώρα, μου λείπει το πρόσχαρο του χαμόγελο, το καλοκάγαθο του γέλιο, πολλές φορές ασυναίσθητα τον σκέφτομαι λες και είναι ακόμη ζωντανός, δεν νομίζω ότι θα καταφέρω ποτέ να αποδιώξω από μέσα μου αυτή τη σκέψη. 

 (1) Η «Δημοκρατική Αλλαγή» ήταν μία φιλοαριστερή εφημερίδα με πιο ελαφρό περιεχόμενο από την «Αυγή», κυκλοφόρησε από το 1964 έως το 1967 όταν την έκλεισε η δικτατορία.

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

ΝΕΑ ΣΜΥΡΝΗ 1960

 Περί τα τέλη του 1959 η οικογένειά μου μετακόμισε από το Χολαργό στη Νέα Σμύρνη. Εγώ βέβαια ήμουν νήπιο και δεν μου έπεφτε λόγος, ούτε κανείς ποτέ σκέφτηκε να μου δώσει εξηγήσεις, πάντως φαντάζομαι ότι κύριος εμπνευστής-αυτουργός αυτής της απόφασης ήταν ο αδελφός της μάνας μου Λευτέρης, που από χρόνια είχε παντρευτεί και εγκατασταθεί εκεί. Το νέο σπίτι ήταν στην οδό Βάρνης, ένα αρκετά ευρύχωρο διαμέρισμα που έπιανε όλο το ισόγειο, με τεράστια βεράντα στο πίσω μέρος και μεγάλο κήπο. Βέβαια, με τα σημερινά κριτήρια η διευρυμένη οικογένειά μας ήταν αρκετά πολυάριθμη για να χωρέσει άνετα σε ένα σπίτι πέντε δωματίων. Συνολικά ήμασταν έξι άτομα: η μητέρα μου, ο πατέρας μου -που ήταν μονίμως ταξίδι- εγώ, η γιαγιά Ελένη, ο αγαπημένος μου ξάδερφος Τάκης και ο αδερφός της μάνας μου Διονύσης, που όταν παντρεύτηκε και έφυγε τον αντικατέστησε η - ανύπαντρη τότε-  θειά μου Μαρία, νιοφερμένη  από το Μεσολόγγι. Η οικογένειά μου ήταν ανοιχτή και φιλόξενη, στο σπίτι υπήρχε και το δωμάτιο των ξένων που ήταν σχεδόν μονίμως κατειλημμένο από ανύπαντρες μακρινές συγγενείς από το Μεσολόγγι ή το Αγρίνιο που ερχόταν στην Αθήνα με προοπτική εγκατάστασης ή τέλος πάντων ταχτοποίησης. Στην αυλή υπήρχε ένα κοτέτσι που μου απαγορευόταν να πλησιάσω και στο βάθος καλαμιές που χώριζαν το οικόπεδο από το γειτονικό. Όταν έβρεχε στις καλαμιές δημιουργούνταν λιμνάζοντα νερά που δεν στέγνωναν εύκολα, η αγαπημένη μου ασχολία ήταν να παρατηρώ τους γυρίνους που μονίμως υπήρχαν εκεί. Στην αυλή του διπλανού σπιτιού υπήρχαν κάτι παράγκες, χαμηλές και στενές, στις οποίες ζούσαν κάτι οικογένειες από τη Ρουμανία, φαντάζομαι ελληνικής καταγωγής που είχαν έρθει στην Ελλάδα με το τέλος του πολέμου αλλά ακόμη μιλούσαν με μεγάλη δυσκολία τα Ελληνικά.

 Το σπίτι στην οδό Βάρνης όπως είναι σήμερα, περιέργως δεν δόθηκε αντιπαροχή, παρμένη από το Google maps.

Οδός Σαχτούρη στη Νέα Σμύρνη, 1965. Αριστερά ο ξάδερφός μου Κώστας Μεντής, δεξιά ένας γείτονας,  ο Παναγιώτης, δυστυχώς δεν θυμάμαι το επώνυμό του. 

Η Νέα Σμύρνη του 1960 δεν είχε βέβαια καμμία σχέση με τη σημερινή, ήταν ακόμη μια αραιοκατοικημένη περιοχή με χαμηλά σπίτια, κακοφωτισμένη τη νύχτα, με λίγους ασφαλτοστρωμένους δρόμους χωρίς πεζοδρόμια, παντού πέτρες και χώματα, που όταν έβρεχε μεταβαλλόταν σε άπειρα ρυάκια από λάσπη. Η κεντρική πλατεία και ο χώρος γύρω από την Αγία Φωτεινή ήταν απέραντες αλάνες δίχως πράσινο ή κάποιο καλλωπισμό. Για τα παιδικά μας μάτια αυτή η γενική εικόνα εγκατάλειψης, η ατημελισιά και ακαλαισθησία του χώρου δεν ενοχλούσαν καθόλου, κάθε ξέφραγο οικόπεδο, ξέφωτο, ήταν για μας παράδεισος, μέρη που παίζαμε μπάλα, κυνηγητό, μπίλιες, κάθε είδους παιγνίδι μέχρις εξουθενώσεως.  Κοντά στο σπίτι μας δεν υπήρχαν μαγαζιά, για να βρεις παντοπωλείο, μανάβικο ή κρεοπωλείο έπρεπε να πας στο Φάρο (Άνω Νέα Σμύρνη) ή στην πλατεία. Μερικά σπίτια πιο δίπλα μας μέσα στα πεύκα  ήταν η παράγκα του κυρ Χειμώνα, ενός γεράκου  που πούλαγε κρασί χύμα και αυγά. Στο διπλανό δρόμο υπήρχε βέβαια ένα σημαντικό μαγαζί, το γαλατάδικο του κ. Σιότροπου, πατέρα του κατοπινού δημάρχου, που εκτός από γάλα πούλαγε και γιαούρτι και άλλα γαλακτοκομικά. Η κόρη του Γεωργία αργότερα άνοιξε το πρώτο φροντιστήριο ξέων γλωσσών στη Νέα Σμύρνη, που υπάρχει και σήμερα.

Σχολείο πήγα στο τρίτο Δημοτικό, μερικά τετράγωνα πιο κάτω, στη γωνία Αρτάκης και Αιγαίου. Το σχολείο βρισκόταν στην άκρη μιας αχανούς άδειας κακοτράχαλης έκτασης που λεγόταν «Δεξαμενή», αργότερα στη θέση της χτίστηκαν το κολυμβητήριο και τα γηπεδάκια. Στο οίκημα συστεγαζόταν δύο δημοτικά σχολεία,  που δούλευαν με το σύστημα της διπλής βάρδιας, ένα σχολείο το πρωί και ένα το απόγεμα, και στη μέση της εβδομάδας αλλαγή, εγώ τύχαινα στη βάρδια που έπεφτε Δευτέρα/Τετάρτη απόγεμα και Πέμπτη/Σάββατο πρωϊ οπότε το Σαββατοκύριακο μπορούσα να τεμπελιάσω πιο άνετα. Παρόλο που δεν διάβαζα πολύ ήμουνα πολύ καλός μαθητής, σχεδόν ο καλύτερος της τάξης, η καλύτερη ήταν μια κοπελίτσα που τη λέγαν Δελή, δεν θυμάμαι το όνομα, που την είχα άχτι γιατί μου έπαιρνε μονίμως την πρωτιά… Οι τάξεις αποτελούταν από τριάντα και άνω μαθητές, οι δάσκαλοι ήταν παλιομοδίτικοι και χρησιμοποιούσαν τις χειρότερες παιδαγωγικές μεθόδους: ξύλο με τη βέργα για τους αμελείς και άτακτους, στοχοποίηση των διαφορετικών/φτωχότερων μαθητών, κλπ.  Τα πράγματα διαφοροποιήθηκαν με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Ε. Παπανούτσου το 1964, το κλίμα αυστηρότητας χαλάρωσε,  άλλαξε  το περιεχόμενο και ο τρόπος διδασκαλίας καθώς και η αντιμετώπιση των μαθητών.  Οι προοδευτικοί δάσκαλοι πήραν θάρρος και άρχισαν να εκδηλώνονται, απ΄την άλλη ήδη στην πέμπτη και έκτη δημοτικού εμείς οι πιο «ξύπνιοι» μαθητές δημιουργήσαμε παρατάξεις, κάναμε ένα είδος παράτυπου συνδικαλισμού με συνεδριάσεις, επιτροπές με  αιτήματα και διεκδικήσεις. Φυσικά το 1967 με τη δικτατορία όλα αυτά κοπήκανε, αλλά εγώ ήμουνα ήδη στην πρώτη Γυμνασίου και είχα άλλα ν’ασχοληθώ.


Κυριακή 29 Μαΐου 2022

«ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΑ» ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Το 1913, όταν η κυβέρνηση Βενιζέλου συγκρότησε το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας για την αναμόρφωση της εργατικής νομοθεσίας, έννοιες όπως συνδικαλισμός των εργαζομένων, συλλογικές συμβάσεις εργασίας, νομοθετικό πλαίσιο σχέσεων εργοδότη – εργαζόμενου, ωράριο εργασίας, θεωρούταν πράγματα πέρα από κάθε φαντασία και εξωπραγματικά. Ο Δημ. Χατζόπουλος, πνεύμα ανήσυχο, μπλεγμένος με το συνδικαλισμό ήδη από τα χρόνια της παραμονής του στη Γερμανία, δεν μπόρεσε να αφήσει να περάσει απαρατήρητος αυτός ο νεωτερισμός για την Ελληνική κοινωνία και με κάθε τρόπο προσπάθησε να πληροφορήσει τους -ως επι το πλείστον συντηρητικούς- αναγνώστες των «Καιρών» για τις καινοτομίες που κυοφορούνταν στο κοινοβούλιο. Η συζήτηση για το νομοσχέδιο που αναφέρεται στο παρόν χρονογράφημα που δημοσιεύτηκε στις 17/11/1913 έδωσε καρπούς, τον νόμο 271/1914 όπου ρυθμίστηκε ο χρόνος εργασίας στα καταστήματα, τον νόμο 281/1914 όπου ρυθμίστηκε νομοθετικά το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι των εργαζομένων και θεμελιώθηκε επίσημα ο συνδικαλισμός στην Ελλάδα. Το 1914 ψηφίστηκε επίσης  ο νόμος 551 που θέσπιζε την αποζημίωση για τα εργατικά ατυχήματα. 

Η εφημερίδα «Καιροί», «η αρχαιοτέρα των ελληνικών εφημερίδων» με την οποία συνεργάστηκε για σειρά ετών ο Δημήτριος Χατζόπουλος, ήταν ένα από τα πιο συντηρητικά φύλλα του ελληνικού τύπου. Παρατηρήστε στη λεζάντα ότι ο τότε  βασιλιάς Κωνσταντίνος παρουσιάζεται ως «Κωνσταντίνος ΙΒ’» νόμιμος διάδοχος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου…

Τα φιλεργατικά μέτρα των κυβερνήσεων Βενιζέλου δεν οφειλόταν βέβαια στην όποια φιλολαϊκή  πολιτική του κόμματος των Φιλελευθέρων, ήταν αποτέλεσμα της πίεσης από τα λαϊκά στρώματα που άρχιζαν να  οργανώνονται και της πρόθεσης του μέρους εκείνου της αστικής τάξης που έβλεπε τα πράγματα με μεγαλύτερη οξυδέρκεια να προχωρήσει στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας. Τα οργανωμένα συμφέροντα και οι συντηρητικοί πολιτικοί και της βενιζελικής και της φιλομοναρχικής παράταξης έβαλαν κάθε είδους εμπόδιο στην ψήφιση και στην εφαρμογή των νέων νόμων, όμως τα γεγονότα του πολέμου, του εθνικού διχασμού και της μικρασιατικής εκστρατείας άφησαν το κοινωνικό θέμα παραμερισμένο για μια ακόμη δεκαετία.

Γ.Χ.

«ΚΑΙΡΟΙ» 17 Νοεμβρίου 1913

ΑΘΗΝΑΪΚΑΙ ΩΡΑΙ

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΑ

Προχθές ήκουα πληροφορίας περί της νομοθετικής εργασίας, εις την οποίαν καταγίνεται το Ανώτατον Συμβούλιον της Εργασίας. Οι άνθρωποι που καταρτίζουν τα εργατικά νομοσχέδια εκεί μέσα είνε δύο ειδών, καθώς έλεγον. Και τούτο είνε ευχάριστον, διότι σκεφθήτε ότι αν ημπορούσαν να ήσαν όλοι οι άνθρωποι ενός είδους, πόσον μονοτονώτερος θα ήταν ακόμη αυτός ο κόσμος.  Οι μεν ανήκουν εις τους προοδευτικούς, οι άλλοι εις τους καθεστηκότας. Οι πρώτοι είνε οι νέοι. Εταξείδεψαν έξω, διέμειναν εις πολιτισμένας χώρας, εσπούδασαν τους νόμους, τα ήθη, την οργάνωσιν των εργαζομένων, παραγόντων εκεί πληθυσμών και ήλθον εις τον τόπον των με τον δικαιολογούμενον ζήλον, την όρεξιν, την ανάγκην να ίδουν και εις την Ελλάδα καλλιτέρους όρους ζωής και εργασίας. Επομένως είνε κατάλληλα νούμερα δια θεατρικήν επιθεώρησιν, εν όσω δεν έχομεν εγχώριον οπερέτταν δια να γίνουν τύποι της. «Ήλθαν από τας Γερμανίας!» Τούτο εις την αντίληψιν των συμπολιτών σημαίνει πολλά, αλλά και ειρωνείαν. Αλλά και από το Κριεκούκιον αν έρχεται κανείς, πάλιν δεν θα ευχαριστήση τους συμπολίτας. Αν ήρχετο από την Σελήνην; Και εις αυτόν τον κόπον αν υπεβάλλετο, δεν θα απέφευγε την ειρωνείαν των συμπολιτών του την επομένην της αφίξεώς του. Αλλ΄είνε και οι δεύτεροι. Και αυτοί έχουν την ψυχολογίαν των, την ιδεολογίαν των και την φρασεολογίαν των. Να μη θιγή τίποτε. Μη κίνει τα καλώς κείμενα. Ότι δε όλα κείνται καλώς φέρουν τον εαυτόν των ως παράδειγμα, τον οποίον γενικεύουν εις σύνολον. Περιττεύουν λοιπόν και οι εργατικοί νόμοι.

* * *

 Αλλ’ εις τας συνεδριάσεις του Συμβουλίου της Ανωτάτης Εργασίας λαμβάνουν μέρος και αντιπρόσωποι των εργατών. Κατά τας αυτάς πληροφορίας αυτοί είνε εξυπνότεροι, ευδιαθετώτεροι, ενεργητικώτεροι των εργοδοτών. Παρακολουθούν με προσοχήν την σύνταξιν των νομοσχεδίων και φέρουν καλόν υλικόν δι’ αυτά, πληροφορίας, γεγονότα, κρίσεις. Και η νομοθετική εργασία εξακολουθεί μετ’ εμποδίων, αλλ’ εξακολουθεί. Μεταξύ των άλλων προστατευτικών νομοσχεδίων θα κληθή η Βουλή να ψηφίση δια τους εργαζομένους έλληνας και το δικαίωμα της προκαταγγελίας της εργασίας. Ο εργοδότης δεν θα πετά χωρίς προειδοποίησιν και προθεσμίαν αρκετού χρονικού διαστήματος τον εργάτην εις τον δρόμον. Το ίδιον ο κύριος τον υπηρέτην του, το γκαρσόνι του, την υπηρέτριάν του, τον υπάλληλόν του, τον γραμματέα του, τον γραφέα του. Ούτε ο διευθυντής εφημερίδος τον συντάκτην του. Διά τους τελευταίους, καθώς δι’ όλους τους υπαλλήλους των γραφείων έχει τεθή και η διάταξις μηνιαίας αδείας κατ’ έτος με πλήρεις αποδοχάς. Θα ψηφισθούν αυτά; Ίσως. Θα εφαρμοσθούν; Πως είνε δυνατόν το τελευταίον χωρίς να προϋπάρξη κοινωνική οργάνωσις, εκ της οποίας η πείρα ομιλεί, ότι εξαρτώνται όλα τα λογικά δικαιώματα της εργασίας.

Αλλ’ ένας των οπισθοδρομικών επί εβδομάδας τώρα ισχυρίζετο εις το Συμβούλιον, προκειμένου περί των ανηλίκων παιδιών και της εργασίας των εις τα εργοστάσια, ότι τοιούτος προστατευτικός νόμος  είνε ακατανόητος, επιζήμιος. Επέμεινεν, ότι τα ανήλικα αγοράκια και κοριτσάκια πρέπει να εργάζωνται, διότι «η εργασία τονώνει τον οργανισμόν, τέρπει τον νουν και παρέχει υγείαν».   Επί εβδομάδας ανέπτυσσε την σοφήν γνώμην του, όταν ένα μέλος του Συμβούλίου, ο. κ. Τριάντα, παρετήρησε τέλος: «Τότε πρέπει να προστεθή διάταξις εις τον νόμον, δια της οποίας να υποχρεούνται οι πλούσιοι να στέλνουν τα παιδάκια των όχι εις τα πάρκα, εις την Κηφισιάν, το Φάληρον, τα νησιά, την Ελβετίαν, αλλ΄εις τα εργοστάσια!»

Ο Κεφαλαιούχος