Διήγημα
του Μήτσου Χατζόπουλου
απ' το βιβλίο του “Ντόπιες Ζωγραφιές”
που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1896. Όπως
επισήμανε ο Ζαχαρίας
Παπαντωνίου (*), διαβάζοντας
το κείμενο με δυσκολία καταφέρνουμε να
ξεχωρίσουμε το ύφος και τη γλώσσα απ΄αυτή
του αδελφού του, Κώστα Χατζόπουλου. Το
διήγημα αφιερώνεται στο Νίκο
Λάσκαρη (*), θεατράνθρωπο, με τον οποίο
ο Μήτσος Χατζόπουλος
συνδεόταν
με στενή φιλία. Παρόλο
που ήταν επηρεασμένος από τις ελιτίστικες
– και αντιδραστικές
– θεωρίες του Νίτσε που ήταν της μόδας
εκείνη την εποχή, στο
διήγημα αυτό
ο Μήτσος Χατζόπουλος περιγράφει
την κοινωνική πραγματικότητα στην
ελληνική ύπαιθρο με ψυχρό και κριτικό
μάτι: “ … Ελευθερώθηκε η γις, αλλά
σκλάβοι απόμειναν οι χωρικοί και τα
χωριά τους. Ο αφέντης άλλαξε, αλλ' ο
δούλος απόμεινε ο ίδιος, όπως και
προτήτερα”.
Το
τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό
σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί
η ορθογραφία του κειμένου.
Γ.Χ.
Μήτσου
Χατζόπουλου (Μποέμ)
ΝΤΟΠΙΕΣ
ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ
Τυπογραφείο
Αναστάση Τρίμη
Αθήνα
1896
𝚻𝚶 𝚨𝚪𝚶𝚸𝚰
Στον
Νίκο Λάσκαρη (**)
Από
τ' ανοιχτό παράθυρο του σπιτιού, που με
φιλοξενούσε, απλόνουνταν στα μάτια μου
όλος ο κάμπος, που τον διάβηκα την ημέρα,
ομορφότερος και μεθυστικώτερος στο
ηλιοβασίλεμμα της χινοπωριάτικης
βραδιάς. Είχε βρέξη το μεσημέρι κι ο
ουρανός ξάστερος και ροδοβαμμένος,
χαμογελούσε ως πέρα στα βουνά και στις
ράχες που φαίνουνταν σα να ζύγοναν από
στιγμή σε στιγμή κοντήτερα στα μάτια
μου.
Βασίλευε απαλά ο ήλιος, και τα
βουνά της Αταλάντης και της Χαλκίδας
πέρα πότε φλογίζουνταν κατακόκκινα,
πότε κολυμπούσαν σε χρυσογάλανη καταχνιά,
και πότε ξάνοιγαν σαν πελώρια μενεξεδένια
ανοιξάτικα μπουκέτα. Η νεροπεριχυμένη
Λαμία χάνουνταν ανάμεσα σε τριφυλλοσπαρμένες
ραχούλες και στου στενόμακρου απέραντου
κάμπου την πρασινισμένη στρώση.
Χαμογελούσε αριστερά η κατάγυμνη Όρθρυς
— ατέλειωτη σειρά με χυτά, καταστρόγγυλα
βουνά — με τους ρειπωμένους εδώ κ' εκεί
παλιούς στρατιωτικούς σταθμούς των
παλιών συνόρων και δεξιά καμάρονε
πρασινισμένη, η ελατοφυτεμμένη και
βελανιδοφουντωμένη Οίτη, με μοναστηράκια
κυπαρισσοστολισμένα και μ' αφροστεφάνωτους
μύλους από λαγκαδιά σε λαγκαδιά. Κι ο
Σπερχειός κάτου στον κάμπο κατεβασμένος
από τα χινοπωριάτικα νερά, φειδωτός,
μέγας κι ατέλειωτος, ξεχύνουνταν σα
γιγαντιαίο ασημοστόλιστο φίδι μέσα
στου κάμπου τις πικροδάφνες, τις λυγαριές,
τα πλατάνια και τα κυπαρίσσια, ανάμεσα
στα πρασινισμένα χωράφια και λειβάδια.
Και στην όμορφη αυτή εξοχή ξεπετιώνταν
άφθονα χωριά εδώ, χωριά εκεί, τσιφλίκια
κάτω, τσιφλίκια απάνω, σκορπιστά σε
χαριτωμένη ανακατωσιά, στολίζοντας
πότε τις χαλικόστρωτες όχτες του ποταμού,
πότε την αγκαλιά του κάμπου, και πότε
τα φρύδια και πλάγια των βουνών. Κι
ανάμεσα στ' αμπέλια και στα χωράφια,
στην τρισευτυχισμένη αυτή γις, που δω
θρέφεται πολύχυμος ο καπνός, κι εκεί
σηκόνεται ψηλότερα από μπόι το σιτάρι,
και παραπέρα πετιέται εφτάψηλη η καλαμιά
του καλαμποκιού, κι αλλού γίνεται άφθονο
το βαμπάκι, κι εκείθε τσακίζονται από
το βάρος τα κλήματα των αμπελιών και
της σταφίδας, κι ανάμεσα στον τρισαγιασμένο
αυτόν ομορφότοπο, μου φαίνουνταν πως
ξάνοιγα ακόμα, όπως και την ημέρα,
χιλιάδες μέτωπα σκλάβων και δούλων σε
τσιφλίκια, κι αγροικίες και χωριά
αφεντάδων να στάζουν πικρό, φαρμακωμένο
ίδρωτα, και να ποτίζεται περίσσια η
ελεύθερη και τρισευτυχισμένη για τους
τσιφλικάδες, η σκληρή και πικραμένη
αυτή γις για τους σκλάβους χωρικούς·
Αν έλλειπαν εδώ κι εκεί τα κάτασπρα
κωδωνοστάσια μέσα στα κάτασπρα χωριδάκια
και τσιφλίκια, αν σώζουνταν ολόρθα ακόμα
τα παλιά τζαμιά των χρόνων της Τουρκίας,
τίποτε δεν θα μούλεγε, πως αυτός ο
ομορφότοπος, είν' ελληνικός και ελεύθερος.
Η πολύχρονη σκλαβιά άφησε απάνω του
θλιβερή, άγγιχτη σφραγίδα. Ελευθερώθηκε
η γις, αλλά σκλάβοι απόμειναν οι χωρικοί
και τα χωριά τους. Ο αφέντης άλλαξε, αλλ'
ο δούλος απόμεινε ο ίδιος, όπως και
προτήτερα.
Ατέλειωτες οι λωρίδες των
μεγαλοδρόμων έσχιζαν βουνάκια και
κάμπους και χωριά, πότε ίσιες κι άσωτες,
και κουραστικές, πότε φειδωτές και
καμαρωμένες, κι όλο ομαλές κι ολόστρωτες,
χαρωπές κι ήμερες. Έτσι όμορφες, έλεγες,
πως είταν καμωμένες γι αρχοντικά κουπέ,
για βασιλικά άτια, να τις διαβαίνη απαλά
ξαπλωμένη σε μεταξωτά προσκέφαλα,
βουτηγμένη σε ηλιοτροπίου ανάλαφρη
μυρουδιά, κομψή Αθηναία, μέσα στην
τριανταφυλλένια δύση. Κάρα και αμάξια,
άμαξες και σούστες, άλογα με μπρούζινα
κουδούνια στο λαιμό, άλλα φορτωμένα
ξύλα μεγάλα, άλλα γυρίζοντας από τους
μύλους φορτωμένα αλέσματα, άλογα της
καβάλλας, βώδια και γαϊδουράκια, μουλάρια
φορτωμένα κάρβουνα και κοπάδια πρόβατα
και γίδια, πλημμύριζαν τους χαρωπούς
αυτούς δρόμους. Από τις αθάνατες κορφές
του Βελουχιού, που χάνουνταν πέρα μέσα
σε μολυβένια σύγνεφα, κατέβαιναν κι
έπεφταν στον κάμπο, έσχιζαν τους δρόμους
μπλούκια, μπλούκια, οι βλάχοι με τις
φαμελιές τους φορτωμένες τα βυζασταρούδια
τους, τα ρούχα τους και τις σκάφες τους
γυρίζοντας τόρα στα χειμαδιά τους με
κατακόκκινα μάγουλα, κι ολόδροση θωριά,
καλοθρεμμένοι στα κρύα νερά των βουνών
όλο το καλοκαίρι. Κι όλο αυτό το δροσερό
πανόραμα της εξοχής, άλλαζε κ' έπαιρνε
στα μάτια μου όλα τα μεθυστικά χρώματα
της χινοπωριάτικης βραδιάς.
Το
χωριό με τη μικρή πλατεία του, τριγυρισμένη
από φουντωτές σκαμνιές, με τους χωριανούς,
πόπιναν το τσίπουρό τους απόξω στα
μαγαζάκια τους, με τ' αρχοντικά σπίτια
του και τις φτωχικές καλύβες του,
απλόνουνταν κάτω απ' το παράθυρο σ' απαλή
γαλήνη. Ένας νερόμυλος άλεθε εκεί κοντά
και το βογκητό του νερού του γέμιζε τη
βραδιά από πρόσχαρη μελωδία. Στην άκρη
του φειδωτού μυλαύλαυκου, κατάψηλες
λεύκες αραδωτά φυτεμμένες, μουρμούριζαν
απαλά τραγουδάκια, ένα ήμερο ελαφάκι
με χυτό κορμί και με μικρά κουδουνάκια
στο λαιμό, πηδούσε ανάμεσα στα χωριατόπουλα,
πόπαιζαν στα στρογγυλά αλώνια με ξεφωνητά
κι αγριοφωνές.
Γύρισα κάποια ώρα τα
μάτια μου προς την απέραντη κάμαρα του
σπιτιού. Ξεπεσμένο χωριάτικο μεγαλείο
φυσούσε μελαγχολικά εκεί μέσα. Ψηλά το
ταβάνι κατάμαυρο, κάτω το πάτωμα,
μισοσαπισμένο, χοροπηδούσε στο παραμικρό
κούνημα, στα θαμπά ντουβάρια οι αράχνες
έπλεκαν ελεύθερες, πυκνές σφαλαγκωδιές.
Τα παραθυρόφυλλα κρέμουνταν αλλού
σάπια, κι αλλού έλειπαν ολότελα, τα
γυαλιά έλειπαν όλα από τα γυαλοπαράθυρα,
και ξεσκλίδια από κολλημένα στρατσόχαρτα
κρέμουνταν στα σαρακοφαγωμένα ξύλα.
Δύο τρεις κουτσές καρέκλες τριγύρω, και
στο βάθος ένα παλιό σιδερένιο κρεββάτι
με ψηλά ως το ταβάνι τέσσαρα σίδερα, ένα
τραπεζάκι με κόκκινο τραπεζομάντηλο,
με δύο μισοσπασμένα φουρφουρένια βάζα,
γεμάτα από ξερά αστάχυα, με λίγες μικρές
κιτρινισμένες φωτογραφίες φουστανελάδων
και γυναικών με παλιά κοζοκιά (***) και
βλάχικες φορεσιές, στόλιζαν μονάχα την
απέραντη κάμαρα. Από την ανοιχτή πόρτα
φαίνουνταν άλλη απέραντη κάμαρα, κι απ'
αυτή άλλη ακόμα, κι από την άλλη, άλλη
πάλι, όλες μεγάλες, γυμνές, παράξενες.
Ποδάρια γυμνά σέρνουνταν μέσα στο
ατέλειωτο αυτό παλιοσαράγι, παπούτσια
χωριάτικα έτριζαν σκιές βιαστικές
διάβαιναν, φουστάνια με χωριάτικα
χρώματα πηγαινοερχώνταν, πλεξίδες
μαύρες και ξανθές ανέμιζαν εδώ κι εκεί,
μαύρες και καφετιές σκέπες, και κίτρινα
κλαρωτά μαντήλια σε γεροντικά κεφάλια,
σα κοριτσιάτικα κεφαλάκια, κουνούνταν
πέρα δώθε, κι ένα πέλαγος από χωριάτικο
θηλυκόκοσμο με ψιθυρίσματα και λόγια,
που μόλις έφταναν στ' αυτιά μου, αντηχούσε
τόση ώρα τόρα.
Ο νοικοκύρης του
σπιτιού, που μ' είχ' αφήση για μια στιγμή,
μπήκε επί τέλους στην κάμαρα:
— Με
συμπάθειο π' άργησα, μούπε. Έχουμε
ανακατωσούρες απόψε, κοιλοπονάει η
φαμελιά μου.
Και κάθησε κοντά μου με
το ψηλό τ' ανάστημα, καμπουριασμένο, το
χλωμιασμένο πρόσωπό του ανήσυχο.
Φουστανελλάς ως εκεί απάνω, καμμιά
πενηνταριά χρόνων κ' ακόμα, ξεραγκιανός
και μαυροδέματος, ο Δημήτρης Πουρναράς,
χωριάτης απ' αυτούς που βρίσκεις με το
σωρό στα χωριά. Αγάλι' αγάλια η κουβέντα
μας ζωντάνεψε, και με την παιδιάστικη
εκείνη αφέλεια των χωρικών, μου διηγήθηκε
σε λίγα λόγια τη ζωή του και τα βάσανά
του. Η φαμελιά του είταν από τις πρώτες
στο δήμο του. Από τ' ακούραστο κυνήγι
του Χάρου, απόμειναν τρία αδέρφια. Ο
μικρότερος υπηρετούσε τόρα, ως
καθυστερούμενος στο στρατό από το
καλοκαίρι που μας πέρασε, ο δεύτερος,
αχ! ο δεύτερος που να μην έσωνε κι αυτός,
εκεί που βρέθηκε, 'ρίχτηκε στα πολιτικά
και τους συνεπήρε κι αυτούς μαζί του.
Ότι είχαν και δεν είχαν γιώτα Παναγιώτα
σε δύο τρεις εκλογές, βαρέθηκαν στα
ύστερα και τα χτήματά τους, τον έπιασαν
ως χρεοφειλέτη και τον ίδιο και στενάζει
τόρα τρεις μήνες στις φυλακές της Λαμίας.
Τι να κάμη κι αυτός σήμερα; χαμένα τα
είχε, φτωχός και φαμελίτης άνθρωπος.
Και τι λυκοφαμελιά να πης; Οχτώ κορίτσια,
με συμπάθειο, τα δικά του μοναχά, άλλα
δύο τ' αδερφού του, τη νύφη του, την πεθερά
του, και τη συμπεθέρα του. Δε τόφτανε
αυτό το μπλούκι, χήρεψε την περασμένη
άνοιξη η πρώτη θυγατέρα του, και του
κουβαλήθηκε κι αυτή. Από κακό σε κακό.
Δεν ήξερε τι να πη. Τι διάολο, από μοναστήρι
έτρωγε αυτός και το σπίτι του, ή μήπως
χάλασε καμμιά εκκλησιά κανένας απ' το
σόι του; Και για κακή γρουσουζιά, λες, η
φαμελιά του, να μη κάμη έν' αγόρι κι αυτή
η δυστυχισμένη τόσα χρόνια. Από τσούπα
σε τσούπα. Παραγγελιά να της είχε, πάλι
έτσι δε θα γίνουνταν. Οι γυναικούλες
έλεγαν πως τους έχουν ρίξη μάγια. Αγγούρια
ξυδάτα! πού τα πίστευε αυτός αυτά. Η
μοίρα του, αυτή η στρίγλα κι η στραβομούτρα,
αυτή είταν αφορμή σ' όλη τη δυστυχία
του. Ε! τι να γίνη, πάλι, με το Θεό δε
μπορεί να πιαστή κανείς. Ό, τι θέλη ο
Μεγαλοδύναμος. Α! και νάκανε αρσενικό
απόψε η φαμελιά του! θα ξανάνιωνε. Μπα
και γύρεζε σε γούρι το καλωσόρισμά μου
απόψε…
Και τάλεγε όλ' αυτά ήσυχος
και γαληνημένος, με τη ξεχωριστή
ευλογημένη εκείνη χωριάτικη υπομονή
στα βάσανα και στις κακοτυχιές της
βαρειάς κι ανυπόφορτης ζωής. Καταστραμμένος,
τόρα στα γεράματά του, φωτίζουνταν όμως
ακόμα από της ελπίδας την αχτίδα, ο
φτωχός χωριάτης. Να καλλιτέρευε αυτή η
πικραμένη ζωή, αυτή η παλιοζωή! Άξαφνα
γίνεται ένα ποδοβολητό κι αντηχούν
φοβερά ξεφωνητά στις πλαγιανές απέραντες
κάμαρες, κι όλος ο γυναικόκοσμος ορμά
μέσα στη μελαγχολική κάμαρα, και μια
φωνή μεγάλης χαράς, από τις χαρές εκείνες,
που όχι πολύ συχνά νιώθει κανείς στη
ζωή του, σείει όλο το παλιοσαράγι του
Δημήτρη Πουρναρά:
— Αγόρι, πατέρα!
αγόρι, Δημήτρη!… Αρσενικό!…. να ζήσης,
να το χαρής!
Όλη η μολυβένια εκείνη
θλίψη, που βάραινε το σπίτι συντρίφτηκε
σαν από ξαφνικό φύσημα ευσπλαγχνικού
ανέμου και το παλιοσαράγι, φάνηκε σα να
ξανάνιωσε, σα να ξανάγινε καινούργιο,
χαρωπό! Τα κορίτσια τιναγμένα απ'
ανεπάντεχο τιναγμό, με δροσερά κόκκινα
μάγουλα, με φαρδειές πλεξίδες κάτω απ'
τα μαντηλάκια τους, αυτή εδώ με πεταχτά
στήθη μέσα στο στενό πολκάκι της, εκείνη
εκεί με κοντό φουστάνι και τις γάμπες
ολόχυτες, άλλη με κοντήτερο, κι άλλη με
πιο κοντήτερο ακόμα, κι άλλη πιο μικρή,
κι άλλη πιο μικρούλα ντιπ, σαν πουλάκι
που πρωτοτσεβίζει, μια πλημμύρα από
δροσερά κεφαλάκια, με τη λιγερή κορμοστασιά
και το χλωμό πρόσωπο της μαυροφόρας
χήρας στη μέση, με τα ζαρωμένα μουτράκια
των γριών παραπέρα, όλη αυτή η δυστυχισμένη
φαμελιά, τριγύριζε τον καμπουριασμένο
και ξερακιανό χωριάτη, και τον έπνιγε
με φωνές, με ξεφωνητά, με άδολη και
ξέχειλη χαρά.
— Άιστε να μου το φέρετε,
μορές, να το δω, έκραξε μια φορά,
ξαναγεννημένος, άλλος άνθρωπος, νιος,
παλληκάρι, ο κακόμοιρος πατέρας.
Σε
λίγη ώρα ήρθε η μαμμή, κοντόχοντρη σα
πάπια, με κόκκινα μάτια, με ζαρωμένο
πλακωτό πρόσωπο, σκεπασμένη μ' ένα
κιτρινισμένο μαύρο σάλι, με το νιογέννητο
τυλιγμένο στις φασκιές του, ένα μικρό
εκεί πανένιο δεματάκι, π' ανάμεσά του
μόλις χώριζε ένα κομματάκι άσπρης
σάρκας, ένα κεφαλάκι σχεδόν άμορφο,
απαλό, τρυφερό. Το σήκωσε προσεχτικά με
τρεμουλιαστά χέρια ο φτωχός πατέρας,
και ψηλός και ζανανιωμένος, κι άλλος
άνθρωπος τόρα, νιος, παλληκάρι μια
στιγμή, ξαστοχώντας όλα τα βάσανα της
ζωής του, όλες τις κακοτυχιές του και
τις πίκρες του ανάμεσα στην πλημμύρα
των δροσερών κεφαλιών ευτυχής, ροδοβαμμένος
αυτός και το νιογέννητο από τις υστερνές
πέρα αχτίδες του ήλιου που βασίλευε,
κόλλησε τα χείλη του ζεστά και παράφορα
στην τρυφερή, στην απαλή εκείνη σάρκα,
και μουρμούρισε πνιγμένος σε χαράς
δάκρια, αυτά τα λίγα λόγια:
— Θεέ μου,
να δώσης να ζήση και να γίνη καλός
άνθρωπος…..
_________________________
*
“Δημ. Χατζόπουλος-Μποεμ” Ζαχ. Παπαντωνίου,
Νέα Εστία 15.10.1936
**
Ο συγγραφέας και ιστορικός του θεάτρου,
Νικόλαος Λάσκαρης, (1868-1945) σπούδασε
νομικά στην Αθήνα και το Παρίσι, αλλά
εγκατέλειψε νωρίς τη δικηγορία και
αφοσιώθηκε στο θέατρο. Έγραψε δεκάδες
κωμωδίες, επιθεωρήσεις, οπερέτες και
μονόπρακτρα. Ορισμένες κωμωδίες του,
μεταφράστηκαν και παίχτηκαν σε ξένα
θέατρα, ενώ μουσική για οπερέτες του,
έγραψαν οι Θ. Σακελλαρίδης, Σαμάρας και
Λαυράγκας. Ως ιστορικός του θεάτρου,
δημοσίευσε τα έργα «Ιστορία του αρχαίου
ελληνικού θεάτρου», «Ιστορία του ρωμαϊκού
θεάτρου», «Ιστορία του νεοελληνικού
θεάτρου» κ.ά. Πέθανε το 1945 (Πηγή: Κώστας
Γεωργουσόπουλος, λήμμα «Λάσκαρης
Νικόλαος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό,
Εκδοτική Αθηνών, 1991).
https://hellenicmills.gr/wp-content/uploads/2021/10/07_MYLOLOGOS-FALL-2021.pdf
***
kozok είδος τουρκικού πουλόβερ.