Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2023

ΔΙΑΜΑΧΗ ΜΗΤΣΟΥ ΚΑΙ ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

Ο Μήτσος Χατζόπουλος άνθρωπος με σπάνια μόρφωση, καλλιέργεια, διορατικότητα και γλωσσομάθεια είχε ένα φοβερό ελάττωμα, τις απότομες μεταλλαγές: μπορούσε να αλλάξει γνώμη για σημαντικά ζητήματα κυριολεκτικά μέσα σε λίγες μέρες. Έτσι έγινε με τις απόψεις του για το γλωσσικό ζήτημα, για τις αισθητικές και φιλοσοφικές αναζητήσεις, για το κοινωνικό πρόβλημα, για τη ζωή κοντά στη φύση.
Όταν εκδόθηκε από τον αδελφό του Κωσταντίνο το περιοδικό “Τέχνη”, πρώτο περιοδικό στα ελληνικά χρονικά γραμμένο αποκλειστικά στη δημοτική γλώσσα, όχι μόνο δεν συνεργάστηκε, αλλά κατάκρινε και προσπάθησε να γελοιοποιήσει την προσπάθεια.
Με ένα άρθρο που έγραψε στην εφημερίδα “Εμπρός” της 1ης Ιανουαρίου του 1899 όχι μόνο “έθαψε” χωρίς πολλές περιστροφές το πόνημα του αδελφού του, αλλά βρήκε κιόλας την ευκαιρία να επιτεθεί ανοιχτά και στον Κ. Παλαμά, η ποιητική παραγωγή του οποίου “τον είχε μπουχτίσει προ πολλού” όπως είχε εξομολογηθεί εκείνη την εποχή στον στενό του κύκλο (Γ. Καμπύση / ...λείπει η αναφορά).
Μέσα σε λίγους μήνες ο Μήτσος Χατζόπουλος άλλαξε πάλι γνώμη, πράγματι στο “Περιοδικό μας” που εκδόθηκε αμέσως μετά εμφανίστηκαν 10 κείμενα του Μποέμ (Δ.Χατζόπουλου) και 3 κείμενα του Πέτρου Βασιλικού (Κώστα Χατζόπουλου), μάλιστα στο τεύχος της 30 Νοεμβρίου 1900 μετά από τα ποιήματα “Η balade της ομίχλης - Ο χορός των ίσκιων” του Πέτρου Βασιλικού στις σελίδες 241-243 ακολουθούσε αμέσως το διήγημα “Το κοκκοράκι” του Μποέμ στις σελίδες 243-247, γεγονός πολύ απίθανο για να είναι σύμπτωση.
Όταν αργότερα ο Δημ. Χατζόπουλος με το Γ. Καμπύση εξέδωσαν τον “Διόνυσο” (1901-1902) η διαμάχη πρέπει να είχε πλέον αποσοβηθεί, ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος συνεργάστηκε με δεκάδες κείμενα, ποιήματα και κριτικές.
Αργότερα η διαφοροποίηση των δύο αδελφών συνεχίστηκε με την διαφορετική αντιμετώπιση
από μέρους τους.του σοσιαλιστικού κινήματος, που ήταν της μόδας εκείνη την εποχή.
Με το άρθρο του “Το κοινωνικό μας ζήτημα” που δημοσιεύτηκε στο “Νουμά” της 28ης Οκτωβρίου 1907 ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος έδωσε δημόσια μαρτυρία της προσχώρησης του στον μαρξισμό, έτσι όπως εκφραζόταν τότε από την γερμανική σοσιαλδημοκρατία, η οποία είχε προσανατολιστεί οριστικά στη νόμιμη δράση μετατοπίζοντας σε νέα αόριστο μέλλον μία κάποια επαναστατική αλλαγή. Ο Δημ. Χατζόπουλος αντίθετα ασπάστηκε και έγινε ένθερμος οπαδός της μαξιμαλιστικής συνδικαλιστικής εκδοχής του μαρξισμού, που ήταν σε πλήρη αντίθεση με την επικρατούσα ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατική πολιτική.
Η διαμάχη αυτή από το αισθητικό - πολιτικό επίπεδο πέρασε και στο προσωπικό, σε σημείο που οι οικογένειες των δύο λογοτεχνών συνέχισαν να έχουν κάκιστες σχέσεις ακόμη και πολλά χρόνια μετά το θάνατο των δύο αδελφών. Για το θέμα αυτό θα προσπαθήσω να μαζέψω στοιχεία και να ασχοληθώ εκτενέστερα σε μιά από τις προσεχείς αναρτήσεις μου.

Παραθέτω (συντομευμένο) το επίμαχο άρθρο του Δημ. Χατζόπουλου για το περιοδικό “Τέχνη”
Εφημερίδα “Εμπρός” 1η Ιανουαρίου 1899
Φιλολογία
(Σκέψεις Ρεπόρτερ)
Όταν η διεύθυνσις του “Εμπρός” μου ανέθεσε να γράψω μίαν τρίστηλον φιλολογικήν επιθεώρησιν του 1898 εσκέφθην να δηλώσω, ότι εν όσω δεν υπάρχει φιλολογική ζωή εις εν ολόκληρον διαρρεύσαν έτος, μου είνε αδύνατον να γράψω την φιλολογικήν αυτού επιθεώρησιν. …
… Ο τελεταίος ποιητικός θόρυβος οφείλεται εις μίαν μονομανίαν απλώς. Περί τους δέκα νέους απεφάσισαν να ιδρύσουν ιδίαν γλώσσαν, ιδίαν ποίησιν, ιδίαν αντίληψιν της τέχνης. Ο σκοπός των θα ήτο άγιος εάν ακολουθούντες το παράδειγμα των Στυλιτών του μεσαίωνος απεμονούντο εις τι μέρος και έζων και έδρων καθ’οίον δήποτε εκφυλισμένον τρόπον ήθελον. Αλλ’ οι άνθρωποι ούτοι τας παραδοξολογίας των και τα προϊόντα της εκτροχιασμένης εργασίας των ηθέλησαν να επιβάλωσιν εις τους άλλους, τους υγειέστερον, τους ορθώς σκεπτομένους και εργαζομένους, και να επιβάλωσιν κατά τον πλέον ενοχλητικώτερον τρόπον. Εδημιούργησαν εν είδος περιοδικού υπό τον τίτλον “Τέχνη”, του οποίου όμοιον δεν είδεν ακόμη καμμία κοινωνία γραμμάτων και εις ό η δημοτική, η αγνή δημοτική γλώσσα του λαού, σφαγιάζεται κατά τον ασπλαχνότερον τρόπον και εις ό συσσωρεύονται όλαι αι τελευταίαι επιπόλαιοι και έξω φρενών μόδαι της συμβολικής ποιήσεως, κατά την ατεχνικωτέραν αντιγραφήν και σαχλοτέραν μίμησιν. Οι τοιούτοι εξέλεξαν ως πρωτεργάτην της νόθου και αφυσίκου προς την ελληνικήν αντίληψιν και την ελληνικήν πρωτοτυπίαν πνευματικής ταύτης εργασίας τον κ. Κωστήν Παλαμάν, ο οποίος, ως γνωστόν έγραψε ποιήματα, τα οποία μετέχουν αφ’ ενός μεν γνησίας ποιητικής εμπνεύσεως και αφ’ ετέρου πλέον ή νόθου όσον και πεζής μιμήσεως παντός ξένου ποιητικού τόμου, ο οποίος περιπίπτει εις τας χείρας του. Τελευταίον μάλιστα η ποιητική του εργασία κατέστη τα μάλα πεζή και κουραστική ...

Μποέμ

_________________

Πηγές για εμβάθυνση

Μαρία Αντωνίου Τίλιου “Το περιοδικο ‘Η Τέχνη’ (1898/1899) Συμβολή στη μελέτη της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας” Διδακτορική διατριβή Ιωάννινα 1989
https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/1406#page/1/mode/2up

Βασιλείου Φρ. Τωμαδάκη Νεοελληνική Βιβλιογραφία - Τα περιοδικά “Τέχνη” και “Διόνυσος” 1969
http://epet.nlg.gr/db/icon/a1969/a69_37.pdf

Βασιλείου Φρ. Τωμαδάκη Νεοελληνική Βιβλιογραφία - Το Περιοδικό μας, 1970-71
http://epet.nlg.gr/all1.asp?id=660&pg=0

Χ. Λ. Καράογλου “Διόνυσος (1901-1902)” Εκδόσεις Διάττων 1989 Σελιδα 53
https://www.academia.edu/35238902/%CE%A4%CE%BF_%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BF%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%94%CE%B9%CE%BF_%CE%BD%CF%85%CF%83%CE%BF%CF%82_1901_1902_

Το κοινωνικό μας ζήτημα” του Κωσταντίνου Χατζόπουλου
https://xatzopoyloi.blogspot.com/2021/07/blog-post_6.html

ΤΟ ΣΑΡΑΚΙ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ ΜΕΡΟΣ Α’
https://xatzopoyloi.blogspot.com/2023/06/blog-post.html

 

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2023

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΓΕΥΜΑ – ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

 Εφημερίδα “ΣΚΡΙΠ”, 25 Δεκεμβρίου 1895

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΓΕΥΜΑ

Περί το μεσημέρι μας τον έφεραν εις το Θεραπευτήτιον. Δεν είχαμεν πολλούς ασθενείς την ημέραν των Χριστουγέννων και δύο τρεις απ’ αυτούς εν αναρρώσει ευρισκόμενοι είχον κατέλθη μαζί μας με την λινήν περιβολήν των εις την ευρείαν αυλήν, όπου αντί άλλης διασκεδάσεως ο προϊστάμενος του Θεραπευτηρίου, ένας κοντός δεκανίσκος, οι δύο νοσοκόμοι, οι τρείς οικουροί, και ο υποφαινόμενος ο φαρμακοτρίπτης ερρίχναμε τα φέσια μας στον αέρα, “οποιανού πάει ψ’λότερα ορέ”. Ότε μας τον έφεραν τέσσαρες άνδρες επί τινος ψάθας ξαπλωμένον, φρικωδώς οιμώζοντα με βλοσυρούς οφθαλμούς και φοβερά κόκκινον τον ωραίον εύσωμον όσον και κοντόχονδρον και ολοστρόγγυλον λοχίαν του δ’ λόχου, αν δεν απατώμαι, του τάγματος.
- Τι τρέχει ορέ; εβόηξε το προσωπικόν του Θεραπευτηρίου και προσέδραμεν ολόκληρον προς τον εξαφνικόν εκείνο φορτίον.
- Ντέτε ορέ, ου κυρ λοχίας είναι, τι καν’ τε έτσι, απήντησαν κάθιδροι οι φορείς.
Αλλ’η διαβεβαίωσις των αύτη δεν καθησύχασεν την περιέργειάν μας. Τι συνέβαινε, τι είχε πάθει ο λοχίας; Και περεκυκλώναμεν ολοέν τον ατυχή φερόμενον λοχίαν, όστις εφαίνετο, από στιγμής εις στιγμήν ότι θα διερρηγνίετο. Τόσην στενοχώριαν ενείχε το πρόσωπόν του, το σώμα του ολόκληρον! Οι νοσοκόμοι, οι οικουροί συγκινηθέντες εκ του απαισίου αυτού θεάματος ηρώτησαν με απαλήν, παρηγορητικήν φωνήν.
- Τι έχεις, κυρ λοχία;
Και ο κατακείμενος τότε μη απολέσας ουδόλως την στρατιωτικήν του μεγαλοπρέπειαν και το αρειμάνιον ύφος του παρόλην την φοβεράν αγωνίαν που τον παράδερνεν, εβρυχήθη.
- Μωρ’ σύρτε με απάνω, κουθώνια τ’ διαόλου κι θα σκάσου η κακομοίρης!…
~ ~ ~
Τον ανεβάσαμεν επάνω εις την μεγάλην αίθουσαν των ασθενών, ενώ η κλίμαξ έτριζεν απαισίως εκ των βαρέων βημάτων και εκ των μηκυθμών(1) του λοχίου. Τον εξαπλώσαμεν τότε επί τινος κλίνης , και προσεπαθήσαμεν να τον γδύσωμεν, μόλις τολμήσαντος του προϊσταμένου δεκανέως, να τον ερωτήση τι είχε, τι ησθάνετο.
- Ορ’ τι έχου ρουτάς; Για αγγούσα(2) μούρχεται πάου να σκάσου η κακομοίρης!... Ανοίξ’ τι ορέ χαϊβάνια τ’διαόλ’ κάνα περιθύρι. Θα σκάσου δεν ακούτε;…
Ανοίξαμεν παραπλεύρως εν παράθυρον, σκεπάσοντες καλά προηγουμένως τους πλησίον ασθενείς. Ήλιος θερμός ήρχετο εκ του παραθύρου θωπεύων απαλά το φαιόν σανίδωμα και τους υψηλούς ωχρούς τοίχους. Ήτο γλυκεία χειμωνιάτικη θαλπωρή, τα πουλιά επτερύγιζαν τρελλά και πέραν από την πόλιν ήρχετο ζωηρός ο θόρυβος των εορταζόντων την πρώτην Χριστουγεννιάτικην ημέραν Χριστιανών. Και όσον η θαλπωρή απέβαινε χλιαρωτέρα και ο ήλιος εθώπευε μαλακά, εκνευρισμένα την αυλήν κάτω, το Θεραπευτήριον όλον με τους προσεγγίζοντας επί των παραθύρων του πρωϊμως ανθισμένους κλώνους μερικών γηραιών αμυγδαλεών, και ζέστη σχεδόν εαρινή υπήρχε, τότε εμαίνετο ο ατυχής λοχίας, βροχώμενος.
- Θα σκάσου ου μαύρος, θα σκάσου!… Καμ’ τε μου αέρα με τα λαγγιόλα(3) σας ουρέ, με τς’ φουστανέλλες σας κάματ’ αέρα, θα σκάσου ου άτυχους.
~ ~ ~
Περί την δευτέραν ώραν μ.μ. έφθασεν ο ιατρός. Λοχαγός, μεσόκοπος, με ψαρά γενειάδα, μ’ένα οφθαλμόν κόκκινον από θερμήν λατρείαν προς την εγχώριον οινοπνευματοπαραγωγήν και τον άλλον κόκκινον τις οίδεν εκ τίνος δυστυχήματος, αγαθός όσον δεν έπαιρνε, περιπατών πάντοτε κατά γραμμήν των οικιών, και τρικλιζόμενος, ως ήτο κόκκινος κόκκινος, σαν παπαρούνα θωπευομένη υπό της αύρας. Ανέβη όχι με πολλήν ευκολίαν την κλίμακα και ήλθεν εις την αίθουσαν.
Τσιμουδιά ήδη εν αυτή, ησυχία απόλυτος και ευθεία στάσις σωμάτων ακινήτων. Ως είδε τον ιατρόν ο λοχίας ανεθάρρησε κάπως, ανεκάθησεν ολίγον επί της κλίνης και εμουρμούρησεν εν αμηχανία:
- Θα σκάσου κυρ γιατρέ!
Ο ιατρός προσήγγισε πλησιέστερον, επήρε την χείρα του, προσπαθών να εύρη τον σφιγμόν του, και τον ηρώτησε τι ησθάνθη, τι έπαθεν. Ο λοχίας ευτυχώς ήρχισε διαλευκαίνων το γεγονός με ολίγας λέξεις:
- Να με συμπαθής , κυρ γιατρέ, έχου κουμάτ’ αδύνατου στουμάχι. Λίγου πλειότερου να φάου μι σακατεύει.
- Ε! Τι έφαγες σήμερα;
- Είχαμε ένα γρουνοπ’λάκ’ ιγώ κιου Μήτρους η Μηλιάς ου δικανέας. Τούχαμε στου φούρνου, κι θάτανε εξ ιφτά ουκάδες. Καθόμαστε τ’λες , κυρ γιατρέ, και δυο μπονουρούλια κι του κάνουμε για του ταψί. Πως διάτανον μι χάλιασε, έχου γλέπεις, κυρ γιατρέ αδύνατου στουμάχι, ή Μηλιάς η δικανέας δεν έπαθε ντιπ του ζαγάρι. Ου!… ου…! Ου…! Θα σκάσου, τι θα γένου η μαύρος!
Ο ιατρός παρ-όλην την εκτάκτως χριστουγεννιάτικην ερυθρότητά του, εμειδία σατανικώτατα και τρικλιζόμενος, με φουσκωμένες τις κυλλότες του και τας τριζούσας μπότας του, είπε:
- Ποιός σούπε να το φας μονάχος σου. Δεν άφινες να πάθωμε κι’ ημείς.
Μ. Χ.
______________________

(1) μηκυθμός: μούγκρισμα.
(2) αγγούσα: πνιγμονή. ασφυξία
(3) λαγγιόλι ή λαγκιόλι: Τρίγωνο κομμάτι τής φουστανέλλας.


Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

Τ' ΑΓΟΡΙ – ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Διήγημα του Μήτσου Χατζόπουλου απ' το βιβλίο του “Ντόπιες Ζωγραφιές” που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1896. Όπως επισήμανε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (*), διαβάζοντας το κείμενο με δυσκολία καταφέρνουμε να ξεχωρίσουμε το ύφος και τη γλώσσα απ΄αυτή του αδελφού του, Κώστα Χατζόπουλου. Το διήγημα αφιερώνεται στο Νίκο Λάσκαρη (*), θεατράνθρωπο, με τον οποίο ο Μήτσος Χατζόπουλος συνδεόταν με στενή φιλία. Παρόλο που ήταν επηρεασμένος από τις ελιτίστικες – και αντιδραστικές – θεωρίες του Νίτσε που ήταν της μόδας εκείνη την εποχή, στο διήγημα αυτό ο Μήτσος Χατζόπουλος περιγράφει την κοινωνική πραγματικότητα στην ελληνική ύπαιθρο με ψυχρό και κριτικό μάτι: “ … Ελευθερώθηκε η γις, αλλά σκλάβοι απόμειναν οι χωρικοί και τα χωριά τους. Ο αφέντης άλλαξε, αλλ' ο δούλος απόμεινε ο ίδιος, όπως και προτήτερα”.

Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του κειμένου.
Γ.Χ.

Μήτσου Χατζόπουλου (Μποέμ)
ΝΤΟΠΙΕΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ
Τυπογραφείο Αναστάση Τρίμη
Αθήνα 1896

𝚻𝚶 𝚨𝚪𝚶𝚸𝚰

Στον Νίκο Λάσκαρη (**)
Από τ' ανοιχτό παράθυρο του σπιτιού, που με φιλοξενούσε, απλόνουνταν στα μάτια μου όλος ο κάμπος, που τον διάβηκα την ημέρα, ομορφότερος και μεθυστικώτερος στο ηλιοβασίλεμμα της χινοπωριάτικης βραδιάς. Είχε βρέξη το μεσημέρι κι ο ουρανός ξάστερος και ροδοβαμμένος, χαμογελούσε ως πέρα στα βουνά και στις ράχες που φαίνουνταν σα να ζύγοναν από στιγμή σε στιγμή κοντήτερα στα μάτια μου.
Βασίλευε απαλά ο ήλιος, και τα βουνά της Αταλάντης και της Χαλκίδας πέρα πότε φλογίζουνταν κατακόκκινα, πότε κολυμπούσαν σε χρυσογάλανη καταχνιά, και πότε ξάνοιγαν σαν πελώρια μενεξεδένια ανοιξάτικα μπουκέτα. Η νεροπεριχυμένη Λαμία χάνουνταν ανάμεσα σε τριφυλλοσπαρμένες ραχούλες και στου στενόμακρου απέραντου κάμπου την πρασινισμένη στρώση. Χαμογελούσε αριστερά η κατάγυμνη Όρθρυς — ατέλειωτη σειρά με χυτά, καταστρόγγυλα βουνά — με τους ρειπωμένους εδώ κ' εκεί παλιούς στρατιωτικούς σταθμούς των παλιών συνόρων και δεξιά καμάρονε πρασινισμένη, η ελατοφυτεμμένη και βελανιδοφουντωμένη Οίτη, με μοναστηράκια κυπαρισσοστολισμένα και μ' αφροστεφάνωτους μύλους από λαγκαδιά σε λαγκαδιά. Κι ο Σπερχειός κάτου στον κάμπο κατεβασμένος από τα χινοπωριάτικα νερά, φειδωτός, μέγας κι ατέλειωτος, ξεχύνουνταν σα γιγαντιαίο ασημοστόλιστο φίδι μέσα στου κάμπου τις πικροδάφνες, τις λυγαριές, τα πλατάνια και τα κυπαρίσσια, ανάμεσα στα πρασινισμένα χωράφια και λειβάδια. Και στην όμορφη αυτή εξοχή ξεπετιώνταν άφθονα χωριά εδώ, χωριά εκεί, τσιφλίκια κάτω, τσιφλίκια απάνω, σκορπιστά σε χαριτωμένη ανακατωσιά, στολίζοντας πότε τις χαλικόστρωτες όχτες του ποταμού, πότε την αγκαλιά του κάμπου, και πότε τα φρύδια και πλάγια των βουνών. Κι ανάμεσα στ' αμπέλια και στα χωράφια, στην τρισευτυχισμένη αυτή γις, που δω θρέφεται πολύχυμος ο καπνός, κι εκεί σηκόνεται ψηλότερα από μπόι το σιτάρι, και παραπέρα πετιέται εφτάψηλη η καλαμιά του καλαμποκιού, κι αλλού γίνεται άφθονο το βαμπάκι, κι εκείθε τσακίζονται από το βάρος τα κλήματα των αμπελιών και της σταφίδας, κι ανάμεσα στον τρισαγιασμένο αυτόν ομορφότοπο, μου φαίνουνταν πως ξάνοιγα ακόμα, όπως και την ημέρα, χιλιάδες μέτωπα σκλάβων και δούλων σε τσιφλίκια, κι αγροικίες και χωριά αφεντάδων να στάζουν πικρό, φαρμακωμένο ίδρωτα, και να ποτίζεται περίσσια η ελεύθερη και τρισευτυχισμένη για τους τσιφλικάδες, η σκληρή και πικραμένη αυτή γις για τους σκλάβους χωρικούς· Αν έλλειπαν εδώ κι εκεί τα κάτασπρα κωδωνοστάσια μέσα στα κάτασπρα χωριδάκια και τσιφλίκια, αν σώζουνταν ολόρθα ακόμα τα παλιά τζαμιά των χρόνων της Τουρκίας, τίποτε δεν θα μούλεγε, πως αυτός ο ομορφότοπος, είν' ελληνικός και ελεύθερος. Η πολύχρονη σκλαβιά άφησε απάνω του θλιβερή, άγγιχτη σφραγίδα. Ελευθερώθηκε η γις, αλλά σκλάβοι απόμειναν οι χωρικοί και τα χωριά τους. Ο αφέντης άλλαξε, αλλ' ο δούλος απόμεινε ο ίδιος, όπως και προτήτερα.
Ατέλειωτες οι λωρίδες των μεγαλοδρόμων έσχιζαν βουνάκια και κάμπους και χωριά, πότε ίσιες κι άσωτες, και κουραστικές, πότε φειδωτές και καμαρωμένες, κι όλο ομαλές κι ολόστρωτες, χαρωπές κι ήμερες. Έτσι όμορφες, έλεγες, πως είταν καμωμένες γι αρχοντικά κουπέ, για βασιλικά άτια, να τις διαβαίνη απαλά ξαπλωμένη σε μεταξωτά προσκέφαλα, βουτηγμένη σε ηλιοτροπίου ανάλαφρη μυρουδιά, κομψή Αθηναία, μέσα στην τριανταφυλλένια δύση. Κάρα και αμάξια, άμαξες και σούστες, άλογα με μπρούζινα κουδούνια στο λαιμό, άλλα φορτωμένα ξύλα μεγάλα, άλλα γυρίζοντας από τους μύλους φορτωμένα αλέσματα, άλογα της καβάλλας, βώδια και γαϊδουράκια, μουλάρια φορτωμένα κάρβουνα και κοπάδια πρόβατα και γίδια, πλημμύριζαν τους χαρωπούς αυτούς δρόμους. Από τις αθάνατες κορφές του Βελουχιού, που χάνουνταν πέρα μέσα σε μολυβένια σύγνεφα, κατέβαιναν κι έπεφταν στον κάμπο, έσχιζαν τους δρόμους μπλούκια, μπλούκια, οι βλάχοι με τις φαμελιές τους φορτωμένες τα βυζασταρούδια τους, τα ρούχα τους και τις σκάφες τους γυρίζοντας τόρα στα χειμαδιά τους με κατακόκκινα μάγουλα, κι ολόδροση θωριά, καλοθρεμμένοι στα κρύα νερά των βουνών όλο το καλοκαίρι. Κι όλο αυτό το δροσερό πανόραμα της εξοχής, άλλαζε κ' έπαιρνε στα μάτια μου όλα τα μεθυστικά χρώματα της χινοπωριάτικης βραδιάς.

Το χωριό με τη μικρή πλατεία του, τριγυρισμένη από φουντωτές σκαμνιές, με τους χωριανούς, πόπιναν το τσίπουρό τους απόξω στα μαγαζάκια τους, με τ' αρχοντικά σπίτια του και τις φτωχικές καλύβες του, απλόνουνταν κάτω απ' το παράθυρο σ' απαλή γαλήνη. Ένας νερόμυλος άλεθε εκεί κοντά και το βογκητό του νερού του γέμιζε τη βραδιά από πρόσχαρη μελωδία. Στην άκρη του φειδωτού μυλαύλαυκου, κατάψηλες λεύκες αραδωτά φυτεμμένες, μουρμούριζαν απαλά τραγουδάκια, ένα ήμερο ελαφάκι με χυτό κορμί και με μικρά κουδουνάκια στο λαιμό, πηδούσε ανάμεσα στα χωριατόπουλα, πόπαιζαν στα στρογγυλά αλώνια με ξεφωνητά κι αγριοφωνές.
Γύρισα κάποια ώρα τα μάτια μου προς την απέραντη κάμαρα του σπιτιού. Ξεπεσμένο χωριάτικο μεγαλείο φυσούσε μελαγχολικά εκεί μέσα. Ψηλά το ταβάνι κατάμαυρο, κάτω το πάτωμα, μισοσαπισμένο, χοροπηδούσε στο παραμικρό κούνημα, στα θαμπά ντουβάρια οι αράχνες έπλεκαν ελεύθερες, πυκνές σφαλαγκωδιές. Τα παραθυρόφυλλα κρέμουνταν αλλού σάπια, κι αλλού έλειπαν ολότελα, τα γυαλιά έλειπαν όλα από τα γυαλοπαράθυρα, και ξεσκλίδια από κολλημένα στρατσόχαρτα κρέμουνταν στα σαρακοφαγωμένα ξύλα. Δύο τρεις κουτσές καρέκλες τριγύρω, και στο βάθος ένα παλιό σιδερένιο κρεββάτι με ψηλά ως το ταβάνι τέσσαρα σίδερα, ένα τραπεζάκι με κόκκινο τραπεζομάντηλο, με δύο μισοσπασμένα φουρφουρένια βάζα, γεμάτα από ξερά αστάχυα, με λίγες μικρές κιτρινισμένες φωτογραφίες φουστανελάδων και γυναικών με παλιά κοζοκιά (***) και βλάχικες φορεσιές, στόλιζαν μονάχα την απέραντη κάμαρα. Από την ανοιχτή πόρτα φαίνουνταν άλλη απέραντη κάμαρα, κι απ' αυτή άλλη ακόμα, κι από την άλλη, άλλη πάλι, όλες μεγάλες, γυμνές, παράξενες. Ποδάρια γυμνά σέρνουνταν μέσα στο ατέλειωτο αυτό παλιοσαράγι, παπούτσια χωριάτικα έτριζαν σκιές βιαστικές διάβαιναν, φουστάνια με χωριάτικα χρώματα πηγαινοερχώνταν, πλεξίδες μαύρες και ξανθές ανέμιζαν εδώ κι εκεί, μαύρες και καφετιές σκέπες, και κίτρινα κλαρωτά μαντήλια σε γεροντικά κεφάλια, σα κοριτσιάτικα κεφαλάκια, κουνούνταν πέρα δώθε, κι ένα πέλαγος από χωριάτικο θηλυκόκοσμο με ψιθυρίσματα και λόγια, που μόλις έφταναν στ' αυτιά μου, αντηχούσε τόση ώρα τόρα.
Ο νοικοκύρης του σπιτιού, που μ' είχ' αφήση για μια στιγμή, μπήκε επί τέλους στην κάμαρα:
— Με συμπάθειο π' άργησα, μούπε. Έχουμε ανακατωσούρες απόψε, κοιλοπονάει η φαμελιά μου.
Και κάθησε κοντά μου με το ψηλό τ' ανάστημα, καμπουριασμένο, το χλωμιασμένο πρόσωπό του ανήσυχο. Φουστανελλάς ως εκεί απάνω, καμμιά πενηνταριά χρόνων κ' ακόμα, ξεραγκιανός και μαυροδέματος, ο Δημήτρης Πουρναράς, χωριάτης απ' αυτούς που βρίσκεις με το σωρό στα χωριά. Αγάλι' αγάλια η κουβέντα μας ζωντάνεψε, και με την παιδιάστικη εκείνη αφέλεια των χωρικών, μου διηγήθηκε σε λίγα λόγια τη ζωή του και τα βάσανά του. Η φαμελιά του είταν από τις πρώτες στο δήμο του. Από τ' ακούραστο κυνήγι του Χάρου, απόμειναν τρία αδέρφια. Ο μικρότερος υπηρετούσε τόρα, ως καθυστερούμενος στο στρατό από το καλοκαίρι που μας πέρασε, ο δεύτερος, αχ! ο δεύτερος που να μην έσωνε κι αυτός, εκεί που βρέθηκε, 'ρίχτηκε στα πολιτικά και τους συνεπήρε κι αυτούς μαζί του. Ότι είχαν και δεν είχαν γιώτα Παναγιώτα σε δύο τρεις εκλογές, βαρέθηκαν στα ύστερα και τα χτήματά τους, τον έπιασαν ως χρεοφειλέτη και τον ίδιο και στενάζει τόρα τρεις μήνες στις φυλακές της Λαμίας. Τι να κάμη κι αυτός σήμερα; χαμένα τα είχε, φτωχός και φαμελίτης άνθρωπος. Και τι λυκοφαμελιά να πης; Οχτώ κορίτσια, με συμπάθειο, τα δικά του μοναχά, άλλα δύο τ' αδερφού του, τη νύφη του, την πεθερά του, και τη συμπεθέρα του. Δε τόφτανε αυτό το μπλούκι, χήρεψε την περασμένη άνοιξη η πρώτη θυγατέρα του, και του κουβαλήθηκε κι αυτή. Από κακό σε κακό. Δεν ήξερε τι να πη. Τι διάολο, από μοναστήρι έτρωγε αυτός και το σπίτι του, ή μήπως χάλασε καμμιά εκκλησιά κανένας απ' το σόι του; Και για κακή γρουσουζιά, λες, η φαμελιά του, να μη κάμη έν' αγόρι κι αυτή η δυστυχισμένη τόσα χρόνια. Από τσούπα σε τσούπα. Παραγγελιά να της είχε, πάλι έτσι δε θα γίνουνταν. Οι γυναικούλες έλεγαν πως τους έχουν ρίξη μάγια. Αγγούρια ξυδάτα! πού τα πίστευε αυτός αυτά. Η μοίρα του, αυτή η στρίγλα κι η στραβομούτρα, αυτή είταν αφορμή σ' όλη τη δυστυχία του. Ε! τι να γίνη, πάλι, με το Θεό δε μπορεί να πιαστή κανείς. Ό, τι θέλη ο Μεγαλοδύναμος. Α! και νάκανε αρσενικό απόψε η φαμελιά του! θα ξανάνιωνε. Μπα και γύρεζε σε γούρι το καλωσόρισμά μου απόψε…
Και τάλεγε όλ' αυτά ήσυχος και γαληνημένος, με τη ξεχωριστή ευλογημένη εκείνη χωριάτικη υπομονή στα βάσανα και στις κακοτυχιές της βαρειάς κι ανυπόφορτης ζωής. Καταστραμμένος, τόρα στα γεράματά του, φωτίζουνταν όμως ακόμα από της ελπίδας την αχτίδα, ο φτωχός χωριάτης. Να καλλιτέρευε αυτή η πικραμένη ζωή, αυτή η παλιοζωή! Άξαφνα γίνεται ένα ποδοβολητό κι αντηχούν φοβερά ξεφωνητά στις πλαγιανές απέραντες κάμαρες, κι όλος ο γυναικόκοσμος ορμά μέσα στη μελαγχολική κάμαρα, και μια φωνή μεγάλης χαράς, από τις χαρές εκείνες, που όχι πολύ συχνά νιώθει κανείς στη ζωή του, σείει όλο το παλιοσαράγι του Δημήτρη Πουρναρά:
— Αγόρι, πατέρα! αγόρι, Δημήτρη!… Αρσενικό!…. να ζήσης, να το χαρής!
Όλη η μολυβένια εκείνη θλίψη, που βάραινε το σπίτι συντρίφτηκε σαν από ξαφνικό φύσημα ευσπλαγχνικού ανέμου και το παλιοσαράγι, φάνηκε σα να ξανάνιωσε, σα να ξανάγινε καινούργιο, χαρωπό! Τα κορίτσια τιναγμένα απ' ανεπάντεχο τιναγμό, με δροσερά κόκκινα μάγουλα, με φαρδειές πλεξίδες κάτω απ' τα μαντηλάκια τους, αυτή εδώ με πεταχτά στήθη μέσα στο στενό πολκάκι της, εκείνη εκεί με κοντό φουστάνι και τις γάμπες ολόχυτες, άλλη με κοντήτερο, κι άλλη με πιο κοντήτερο ακόμα, κι άλλη πιο μικρή, κι άλλη πιο μικρούλα ντιπ, σαν πουλάκι που πρωτοτσεβίζει, μια πλημμύρα από δροσερά κεφαλάκια, με τη λιγερή κορμοστασιά και το χλωμό πρόσωπο της μαυροφόρας χήρας στη μέση, με τα ζαρωμένα μουτράκια των γριών παραπέρα, όλη αυτή η δυστυχισμένη φαμελιά, τριγύριζε τον καμπουριασμένο και ξερακιανό χωριάτη, και τον έπνιγε με φωνές, με ξεφωνητά, με άδολη και ξέχειλη χαρά.
— Άιστε να μου το φέρετε, μορές, να το δω, έκραξε μια φορά, ξαναγεννημένος, άλλος άνθρωπος, νιος, παλληκάρι, ο κακόμοιρος πατέρας.

Σε λίγη ώρα ήρθε η μαμμή, κοντόχοντρη σα πάπια, με κόκκινα μάτια, με ζαρωμένο πλακωτό πρόσωπο, σκεπασμένη μ' ένα κιτρινισμένο μαύρο σάλι, με το νιογέννητο τυλιγμένο στις φασκιές του, ένα μικρό εκεί πανένιο δεματάκι, π' ανάμεσά του μόλις χώριζε ένα κομματάκι άσπρης σάρκας, ένα κεφαλάκι σχεδόν άμορφο, απαλό, τρυφερό. Το σήκωσε προσεχτικά με τρεμουλιαστά χέρια ο φτωχός πατέρας, και ψηλός και ζανανιωμένος, κι άλλος άνθρωπος τόρα, νιος, παλληκάρι μια στιγμή, ξαστοχώντας όλα τα βάσανα της ζωής του, όλες τις κακοτυχιές του και τις πίκρες του ανάμεσα στην πλημμύρα των δροσερών κεφαλιών ευτυχής, ροδοβαμμένος αυτός και το νιογέννητο από τις υστερνές πέρα αχτίδες του ήλιου που βασίλευε, κόλλησε τα χείλη του ζεστά και παράφορα στην τρυφερή, στην απαλή εκείνη σάρκα, και μουρμούρισε πνιγμένος σε χαράς δάκρια, αυτά τα λίγα λόγια:
— Θεέ μου, να δώσης να ζήση και να γίνη καλός άνθρωπος…..

_________________________

* “Δημ. Χατζόπουλος-Μποεμ” Ζαχ. Παπαντωνίου, Νέα Εστία 15.10.1936

** Ο συγγραφέας και ιστορικός του θεάτρου, Νικόλαος Λάσκαρης, (1868-1945) σπούδασε νομικά στην Αθήνα και το Παρίσι, αλλά εγκατέλειψε νωρίς τη δικηγορία και αφοσιώθηκε στο θέατρο. Έγραψε δεκάδες κωμωδίες, επιθεωρήσεις, οπερέτες και μονόπρακτρα. Ορισμένες κωμωδίες του, μεταφράστηκαν και παίχτηκαν σε ξένα θέατρα, ενώ μουσική για οπερέτες του, έγραψαν οι Θ. Σακελλαρίδης, Σαμάρας και Λαυράγκας. Ως ιστορικός του θεάτρου, δημοσίευσε τα έργα «Ιστορία του αρχαίου ελληνικού θεάτρου», «Ιστορία του ρωμαϊκού θεάτρου», «Ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου» κ.ά. Πέθανε το 1945 (Πηγή: Κώστας Γεωργουσόπουλος, λήμμα «Λάσκαρης Νικόλαος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, 1991).
https://hellenicmills.gr/wp-content/uploads/2021/10/07_MYLOLOGOS-FALL-2021.pdf

*** kozok είδος τουρκικού πουλόβερ.

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2023

“Τ' ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ” ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Από το βιβλίο “Ντόπιες Ζωγραφιές” του Δ. Χατζόπουλου που εκδόθηκε στο 1896. Ο πρωταγωνιστής, ένας άξεστος και βίαιος δεκανέας “... κοντός, με το φέσι ριγμένο μπροστά στο μέτωπο, τη μεγάλη φούντα του σκορπισμένη, την κάπα του ριγμένη στον ένα ώμο” περνάει από χωριό σε χωριό με το στρατιωτικό απόσπασμα ευζώνων και με την πειθώ αλλά και πιο πολύ με την ράβδο συλλέγει τα χρέη των χωρικών προς το δημόσιο. Η περιγραφή της κατάστασης στην ρουμελιώτικη ύπαιθρο είναι σχεδόν τραγική, πέρα απ΄την ανέχεια και την κακομοιριά οι χωρικοί πρέπει να αμυνθούν από τις αυθαιρεσίες των κρατικών λειτουργών, πράγματι ο “πάρεδρος” αντιμετωπίζει τον δεκανέα σαν οθωμανό αγά που λίγες δεκαετίες πριν έκανε την ίδια δουλειά. Το διήγημα, όπως και όλα τα άλλα διηγήματα του βιβλίου, είναι γραμμένο σε “μαλλιαρή” δημοτική, πράγμα που λίγο προβληματίζει, γιατί από χρόνια πλέον ο Δ. Χατζόπουλος δημοσιογραφούσε στην καθαρεύουσα. Ήδη από το το 1894, πέρα από τα άλλα διηγήματα και καθημερινά χρονογραφήματα, δημοσίευε στην εφημερίδα “Σκριπ” την παρεμφερή σειρά “Λησμονημένα στρατιωτικά” στην καθαρεύουσα, πιθανώς η διεύθυνση της εφημερίδας να μην επέτρεπε δημοσίευση κειμένων στη δημοτική.

Γ.Χ.

ΝΤΟΠΙΕΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ (ΜΠΟΕΜ)
ΑΘΗΝΑ 1896
ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΡΙΜΗ
Οδός Πραξιτέλους αριθ. 14

Τ' ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Καιρός τόρα και τη θυμούμαι αυτή την ιστορία. Σαββάτο βράδι είταν την ώρα που κουρνιάζουν οι κότες, π'ανάβουν τους φούρνους τους οι χωριάτισσες για το ψωμί τους, που παίζουν τις αμάδες και πηδούν τις τρεις τα χωριατόπουλα, πόρχουνται καταποσταμένοι απ' τα χωράφια τους με τ' αλέτρια τους και τα ζώα τους οι χωριάτες. Σάββατο βράδι που χόρευε ο γονιός το χοντρομπαλάτο μαξούμι του απάνω στα γόνατά του, και παρατούσε τον αργαλιό της η λιγερή, για ν' ανάψη το καντήλι της εμπρός στο κόνισμα του σπιτιού· το κόνισμα με την Παναγία και τα στέφανα των γονιών της, καπνισμένο από τόσων χρόνων καπνό, που τον είδαν ν'ανεβαίνη αγάλι' αγάλι' στα δοκάρια της στέγης, πότε χαρούμενα και πότε κλαμένα τα μάτια της φαμελιάς.
Είτανε η καλή ώρα όλου του χωριού που γύριζε στο σπίτι του ν' αλλάξη το λερωμένο μέσα στις λάσπες μια βδομάδα ντύμα του, να πάη στην εκκλησιά του το πρωί της Κυριακής, να κρεοφαγήση το μεσημέρι, να μεθοκοπήση κάμποσο τ' απόγιομα και να κοιμηθή μια νύχτα ακόμα στο σπίτι του, για να ξεκινήση θαμπά τη Δευτέρα για τα χωράφια του.
Εκεί απάνω ξεμπουκάρει τ' απόσπασμα στο χωριό. Δέκα ευζώνοι κι ο δεκανέας έντεκα. Η πανούκλα νάτανε δε θα τρόμαζε τόσο το χωριό. Φευγιό και πάλι φευγιό. Φτωχοί άνθρωποι. Μια φωνή ακούστηκε:
— Τ' απόσπασμα!
Κι έσβυσαν οι φούρνοι, βουβάθηκαν τα παιδιά, ανεμοζάλη φύσηξε.
Το μισό χωριό πήρε το λόγκο κι όπου φύγη φύγη.
Ο δεκανέας κοντός, κοντός με το φέσι ριγμένο μπροστά στο μέτωπο, τη μεγάλη φούντα του σκορπισμένη, την κάπα του ριγμένη στον ένα ώμο, τον γκρα, αναρτισμένον σέρνοντας τη ψηλή του γκλίτσα, φάνηκε πρώτος πρώτος. Ίδιοι κι απαράλλαχτοι οι από πίσω με γκράδες και γκλίτσες. Απόσπασμα χωρίς γκλίτσα δε γίνεται. Όσο πλειότερες τόσο και καλλίτερα. Με τη γκλίτσα πατούν τα κατσάβραχα, μ' αυτή βαρούν τα σκυλιά, μ' αυτή τους χωριάτες, άμα δε δουλεύει ο κόπανος του γκρα, και με την ίδια γραπόνουν καμιά ψιμαδούλα αρνάδα για το σουβλί. Έφτασαν στου κυρ πάρεδρου. Τα σκυλιά, τα μαντρόσκυλα του χωριού, χαλώντας τον κόσμο με τ' αλυχτίσματά τους, τους έκλεισαν ζουνάρι. Έν' απ' αυτά ψηλό, νευρωμένο κι άγριο άγριο, με μαλλί δασύ και σταχτερό σαν το θαμπό φως της αυγής, χύθηκε απάνω τους ίσα, ανοίγοντας τα σαγόνια του, πετώντας όξω κόκκινη φωτιά τη γλώσσα του και τα κοφτερά δόντια του. Λίγο ακόμα και το σκυλί [θα] κατάσκιζε τη χυτή και καλοκαμωμένη άντζα, με τη ρούχινη Αστακιώτικη κάλτσα, του δεκανέα.
— Τι το φυλάτε, μωρέ, και δε το σκοτόνετε, φωνάζει, κ' ένας στρατιώτης σηκόνει τον κόπανο, του καταφέρνει μια και τ' ανοίγει σε δυο το κεφάλι. Το σκυλί ξαπλώθηκε βαρειά, το αίμα του πετάχτηκε ζεστό, ζεστό. Τ' άλλα σκυλιά το ζύγωσαν βουβαμένα, το τριγύρισαν δυο τρεις φορές, κι άρχισαν να γλύφουν το αίμα του, που πότιζε τη φράχτη του κήπου του πάρεδρου. Ο στρατιώτης σφόγγισε με τη λερή φουστανέλλα του, τον ματωμένο κόπανο του όπλου του, λέγοντας:
— Μια τόχω, πάει σκαστό ντιπ!…
Ζύγωσαν κ' οι άλλοι στρατιώτες, το σκουντούσαν με τις άκρες των τσαρουχιών τους κι έλεγαν ξαφνισμένοι:
— Ορέ, τ' άτιμο, μήτε γκιχ! δεν έκαμε!…
Κανένας δεν έβγαινε όξω απ' τα σπίτια. Ο δεκανέας γύρισε κ' είπε:
— Σούρα, μπρε, ένας σας!. Τι θανατικό έπεσε σ' αυτό το διαλοχώρι!…
Σούριξε ένας στρατιώτης κι ο κυρ πάρεδρος που καθόμαστε μαζί κ' οι δυο μέσα στο σπίτι του βγήκε έξω. Ο δεκανέας είπε θυμωμένα:
— Πού είσ 'να τρυπωμένος γέροντα;
— Πού νάμουνα, παιδί μου, γέροντας άνθρωπος, βαρυακούω κι όλας…Καλώς ωρίσατε! Και τους έδοσε το χέρι του.
— Έλα, τόρα, κυρ πάρεδρε, του λόγου σου, να μας μοιράσης, τα καταλύματα, είπε ο δεκανέας. Ήρθαμε για κάτι εντάλματα και θα μείνουμε εδώ απόψε.
Ο πάρεδρος έκατσε μπροστά στη μακριά πεζούλα μπρος στο σπίτι του μαζί με τον δεκανέα και ενώ χάραζε με την άκρη της γκλίτσας του γραμμίτσες στο χώμα, είπε:
— Έντεκα είστε, ε; Του λόγου σου ναρθής στο φτωχικό μου. Έχω και του λόγου του μουσαφίρη, από δω απόψε, κ' έδειξε εμένα πούχα βγη έξω. Τόρα έχουμε άλλους δέκα. Δυο να πάνε στου Παλούκα, άλλοι δυο στου Σταύρου, άλλοι δυο στου Μάνθου, άλλοι δυο στου Μπανιά κ' οι άλλοι δυο στου Νικολού. Να! πόγιναν και τα κονάκια. Άιστε τόρα, παιδιά. Του λόγου σου, κυρ δεκανέα κόπιασε μέσα.
Το στράτεμμα σκόρπισε· οι χωριανοί άρχισαν να ξεθαρρεύουν, όσοι είχαν πληρώση τα εντάλματά τους, και ξεπετάχτηκαν. Βγήκαν κ' οι λιγερές κ' οι γυναίκες στα πηγάδια, το πήραν απάνω τους τα παιδιά, ξανάναψαν οι φούρνοι, και μέσα στο ξεθάρρεμα του χωριού, αγροικιώνταν κάπου κ' η φωνή κανενός στρατιώτη:
— Κότα πήττα, σταυρομάννα, θέλει η καρδούλα μου, κότα πήττα!…
Μπήκαμε κ' εμείς στου κυρ πάρεδρου το σπίτι. Μια μεγάλη κάμαρα όλο πέρα με τα ντουβάρια του αχύλωτα, με καπνισμένα τα δοκάρια της στέγης, που κρέμουνταν απ' αυτά καμιά εικοσαριά βαντάκια καπνού. Η γωνιά μεγάλη και χαμηλή στην άκρη· η γις χάμου είταν αλειμμένη με γλίνα και γύμνια περίσσια ολόγυρα. Μονάχα στην άκρη έν' αμπάρι μελό κι από πίσω τα ρούχα και τα σκαφίδια και τα κόσκινα, και χίλιων ειδών σιγύρια του σπιτιού.
Στη γωνιά είταν κρεμασμένο ένα λυχναράκι, κούτσουρα φλογισμένα στο βυθό της έκαιαν. Ένας γάτος μαύρος, ξαπλωμένος μέσα στη στάχτη κοιμούνταν βαθύτατα.
Η γυναίκα του κυρ πάρεδρου ήρθε και χαιρέτησε το δεκανέα, μια γυναικούλα κατασκοτωμένη απ' τη δουλειά, τέσσαρα κόκκαλα, που λένε. Χαιρέτησε το δεκανέα κ' η κόρη του, μια παχουλή, κοντούλα κοπέλλα, χωρίς να σηκώση τα μάτια της.
Ο δεκανέας πέταξε την καπότα του στο πλάι της γωνίας, έβγαλε τα τσαρούχια του και ξαπλώθηκε σα σωστός καπετάνιος.
— Ε! δε μας δίνεις κάνα ρακάκι, κυρ πάρεδρε είπε. Κόψε μας και λίγο καπνό να φκιάσουμε τσιγάρες. Συ σταυρομάννα, ξέρεις τόρα· αποσταμένος είμαι, κάνα π'λί στη σούβλα, καμιά κλούρα με τυρί και κάν' αυγό στο τηγάνι. Έλα, κυρ πάρεδρε, τι χαμπέρια στο χωριό;
— Τι χαμπέρια, παιδί μου, να μολοήσουμε μεις δω στο χωριό, του λόγου σας, είπε ο ασπρομάλης γέροντας, με την μποτίλλια με τη ρακή στο χέρι, και το σουγιά στο άλλο.
— Ε!. τι λες, θα πλερώσουν αύριο οι χωριάτες τα εντάλματα;
— Ξέρω κι εγώ;, μπρε παιδί. Τι να πω; Ξέκαμαν αυτές τις μέρες κάμποσα καλαμποκάκια, όχι και πολλά να πης.
Δε γυρεύονται τα έρμα τα γεννήματα κ' έχει ανέχεια ο κοσμάκης· τι να σου κάμη!…Κι ο πάρεδρος αφού μας τράταρε μαστίχα έκατσε χάμου. Ακούμπησε τον καπνό στα γωνολίθι κ' άρχισε να κόβη με το σουγιά του αγάλ' αγάλια χτιπ, χτιπ.
Κουβέντα με κουβέντα πέρασαν κάμποσες ώρες, όταν:
— Ε! σταυρομάννα, κοντολογάει το φαΐ; ρώτησε ο δεκανέας. Η γριά αποκρίθηκε:
— Μια ψύχα ακόμα, καπετάνε μου. Άιντε, μωρή Λιώ, να στρώσης το
σουφρά.
Η Λιώ, η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα, έβαλε το σουφρά μπρος στη γωνιά κ' άρχισε να μπαινοβγαίνη με τα σιγύρια.
Φάγαμε. Ο δρόμος της ημέρας κ' η αποσταμάρα, μας έκαμε να νυστάζουμε όλοι, να βαραίνουν σα μολύβι τα μάτια μας.
Έχωσε τη φωτιά η γριά και ξαπλωθήκαμε όλοι αραδωτά. Ο δεκανέας κοντά στο ένα γωνολίθι, στ' άλλο ο πάρεδρος με τη γριά του, δίπλα τους η Λιώ, και σε μιαν αγκωνή εγώ. Έξω βαρυχειμώνιασε· φύσηξε ένας αέρας ζεστός που μας έπνιγε η μούχλα· κ' ύστερα έπιασε ένα νερό, ένας χειμώνας που χόρευαν τα κεραμίδια του σπιτιού. Μέσα στην ανεμοζάλη με πήρε αρπαχτικά, γλυκά ο ύπνος.
Όντας ξάφνω ξύπνησα παγουδιασμένος. Άνοιξα βαρειά τα μάτια μου. Το λυχναράκι έτρεμε τόσο τρεμουλιαστά, που μόδοσε πολύ παράξενη εντύπωση. Γύρω μου ροχάλιζαν όλοι και κάτω στο βάθος το παράθυρο 'μισανοιγμένο, άφινε να μπαίνη μέσα το ανεμόβροχο και να φωτίζεται απ' τις αστραπές ένα ξερόδεντρο του κήπου, κ' ένα κομμάτι ουρανού συγνεφιασμένου, ντιπ πίσσα.
Δε κουνήθηκα, μονάχα μισόκλειστα τα μάτια μου για να ξανακοιμηθώ. Άξαφνα εκεί δίπλα μου ένιωσα αναδέμματα. Σε μια λάμψη αστραπής φάνηκε αντικρύ μου ένας μαύρος ίσκιος κοντά στη μεριά που πλάγιαζε η Λιώ η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα του πάρεδρου. Σαν πως άκουσα κάτι τι σαν ψιθύρισμα, σαν φιλί. Ανασηκώθηκα αγάλι' αγάλια.
Κάποιος φιλούσε πολύ μεθυστικά το κορίτσι, που οι τρεμουλιαστές αναλαμπές του λυχναριού, τόδειχναν αριά και που καταλιγωμένο.
Η κοπέλλα έλεε πολύ ψιθυριστά:
— Δεν έπρεπε ναρθής απόψε… Τι άνθρωπος είσαι!… Δε μπορώ να καταλάβω… Κ' έχεις πολλά εντάλματα;
Μια αντρική φωνή αποκρίθηκε σιγαλά κι αυτή:
— Τι σε νοιάζει γι αυτά. Πώς δεν έχω. Από πού να τα πλερώσω; συ τα ξέρεις τόρα. Καρτερώ να γεννήσουν τα πρότα, κι απέ. Σάματ' θα φάω γω το δημόσιο…
— Κι αν σε πιάσουν αύριο, Γιώργο μου… μου πιάνεται η καρδιά μου… γύρευε πότε θα σε δω…
Εκείνος τη φιλούσε. Ύστερα σε λίγο η φωνή της ακούστηκε πάλι:
— Δε φεύγεις τόρα… πώς φοβάμαι, είν' ώρα, μη σε πάρουν χαμπάρι….
— Σα να πούμε με διώχνεις; Κι εγώ πόχω μήνα να σε δω μ' αυτά τα κρυφτούλια… Κι άρχισε να την ξαναφιλή.
Κρατούσα την αναπνοή μου να μη με καταλάβουν πως τους παραμόνευα. Σε λίγο ο νιος σηκώθηκε μαζί με την κοπέλλα. Αδρασκέλισε το χαμηλό παραθυράκι και σε λίγο δε φαίνουνταν παρά το κεφάλι του· μι' αστραπή έλαμψε· ένα κεφάλι τσοπάνου φάνηκε μαυριδερό, λεβέντικο, όμορφο, με γλυκά μάτια. Το πήρε στα χέρια της η κόρη, τόσφιξε μέσα στα μεστωμένα στήθη της, και το φίλησε, το φίλησε παράφορα…. Ύστερα ξαπλώθηκε στη βελέντζα της μ' έναν αναστεναγμό, πνιγμένο στη βοή της ανεμοζάλης που παράδερνε έξω ακόμα φριχτά….
Θαμπά, θαμπά ξυπνήσαμε. Η αυγή ξημέρονε κρύα και καθάρια, ο ουρανός έφεγγε λαγαρός.
Ο δεκανέας μάζεψε τους στρατιώτες του, τους είπε ολονών κάτι τι κρυφά στ' αυτί και τους αμόλησε δεξιά κι αριστερά. Αυτός έκατσε μαζί μας σ' ένα μαγαζάκι του χωριού, παίζοντας σκαμπίλι μ' ένα κοντόχοντρο χωριάτη, τρώγοντας λουκούμι και πίνοντας ρακί.Ίσα με το γιόμα οι στρατιώτες πλάκωσαν. Το κυνήγι τους δε πήγε χαμένο. Έφεραν καμιά δεκαριά χρεοφειλέτες, άλλους αμολυτούς κι άλλους λιταριασμένους. Ο δεκανέας τους δέχτηκε χαρούμενος. Ύστερα από καμιά ώρα έφτασε κι ο εισπράχτορας που γύριζε τα χωριά για εισπράξεις καβάλλα σ' ένα μουλάρι μαζί με τα εντάλματα του δημόσιου στο σακκούλι. Παράξενο εκείνη τη μέρα όλοι οι χρεοφειλέτες έλυσαν τα κομποδέματά τους, έβγαλαν απ' το σελάχι τους και πλήρωσαν το δημόσιο. Μονάχα ένας δεν είχε να πληρώση. Χρωστούσε ο δυστυχισμένος τα μαλλοκέφαλά του, και δήλωσε πως δεν είχε πεντάρα. Ο δεκανέας τον έδεσε πιστάγκωνα, τον έβαλε στη μέση τ' ασκεριού του και τ' απόσπασμα ξεκίνησε, ενώ τα σκυλιά τους αλύχτιζαν για ύστερη φορά.
Πέρασαν μπροστά απ' το σπίτι του κυρ πάρεδρου που καθόμαστε αυτός κι εγώ έξω στην πεζούλα του σπιτιού, και μας χαιρέτησαν. Όταν είδα τον χρεοφειλέτη στη μέση ανατρίχιασα. Είχε τα ίδια γλυκά μάτια, το ίδιο μαυριδερό, λεβέντικο κεφάλι, που κρατούσε ανάμεσα στα μεστωμένα στήθη της, τη νύχτα η Λιώ, η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα που κει που άπλονε τα ρούχα πούχε πλύνη πρωί, πρωί, σαν τον είδε κιτρίνησε. Τον κοίταξε ίσα με που χάθηκε αυτός και τ' απόσπασμα, κ' ύστερα κάθησε στη ρίζα μιας συκιάς κι άρχισε να κλαίη κρυφά και σιγαλά τον πόνο της.

Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2023

ΜΟΝΗ ΒΟΥΛΚΑΝΟΥ – ΙΘΩΜΗ 1927 – ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Δημ. Χατζόπουλος γύρω στο 1923 άρχισε να έχει σοβαρό πρόβλημα με τα γόνατα του - πράμα που αντιμετωπίζουμε λίγο ή πολύ ακόμη όλοι οι Χατζοπουλαίοι- οπότε περιόρισε τις εξουθενωτικές πολύωρες πεζοπορίες και θεώρησε σκόπιμο να πάψει να υπογράφει σαν “Πεζοποπόρος”. Βέβαια δεν σταμάτησε τις περιηγήσεις, ούτε έπαψε να γράφει για τα ταξίδια στην Ελλάδα και τις ανακαλύψεις που έκανε στα απόμακρα και δύσβατα μέρη που πήγαινε. Στον “ Ελληνικό Ταχυδρόμο” είχε δύο σειρές χρονογραφημάτων, μιά “ελαφριά” όπου υπέγραφε σαν “Καρυοθράυστης” και μιά “σοβαρή” όπου υπέγραφε σαν “Αττικός”. Η ιστορία με τον επαίτη που ζητάει όλο και πιο πολλά λεφτά με τη δικαιολογία ότι είναι ιδιοκτήτης των διαφόρων περασμάτων μου φαίνεται ότι είναι κάποιο παλιό γερμανικό ανέκδοτο, δεν κατάφερα να βρω κάποια πηγή που να το επιβεβαιώνει οπότε την χρεώνω στη φαντασία και εφευρετικότητα του Χατζόπουλου. Βλέπουμε ότι χάριν συντομίας καταφεύγει σε περικοπές του τύπου “κ.τ.λ., κ.τ.λ.” , “μη έχοντα θέσιν ενταύθα”, “πως και διατί άλλα ζητήματα” γιατί δεν τον ενδιαφέρει να περιγράψει την περιήγηση με λεπτομέρειες, σκοπός του είναι να διηγηθεί μια διασκεδαστική ιστορία σε δύο μισές στήλες εφημερίδας.
Γ.Χ.

Η Μονή Βουλκάνου Μεσσηνίας

Ελληνιικός Ταχυδρόμος
Σάββατον 2 Ιουλίου 1927
Χρονογράφημα
Ο ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ

Ήρχισα την άνοδον εκ της μονής Βουλκάνου προς την ακρόπολιν της Ιθώμης την μεσημβρίαν, ότε έκαιον και εφλόγιζον οι λίθοι. Είνε κάποια ανηφόρα αξιόλογος. Φύεται υπέρ την μονήν Βουλκάνου (Βουρκάνου) αρκετόν πυκνόν δάσος επί τι διάστημα εκ πρίνων, σκιερόν. Αίφνης παρουσιάσθη ενώπιόν μου άνθρωπος ρακένδυτος και ανυπόδητος. Είχε όμως την πολυτέλειαν στρατιωτικού πηλικίου εις την κεφαλήν. Εξεπήδησε από πυκνόν φράκτην επί της ευσκίου ατραπού και εστάθη ενώπιόν μου:
- Δος μου τσιγαρέττον! Είπε λακωνικώς.
Εγένετο το θέλημά του. Του προσέφερον μάλιστα και πυρείον. Αφού ανήψε το τσιγαρέττον μου είπε εις το αυτό επιτακτικό ύφος:
- Δος μου δίδραχμον!
Εγένετο και πάλιν το θέλημά του. Τότε εδήλωσε συγκαταβατικώς:
- Πήγαινε! Είνε ιδικόν μου το μοναστήριον.
Απεκαλύφθην ευλαβώς και εξηκολούθησα την πορείαν μου. Μετά το δάσος ανηφόρησα προς την “Λακωνικήν πύλην”. Ήμην μουσκευμένος εξ ιδρώτος. Εδροσίσθην εις την παρακειμένην πηγήν, μεθ’ ό επέστρεψα εις την Πύλην και ήρχισα να την φωτογραφώ. Μίαν, δύο, εξ πλάκας. Με μικρόν διάφραγμα και μεγίστην ταχύτητα επέτυχα κάτι καλόν κατά την φωτεινοτάτην εκείνην ώραν. Αίφνης βλέπω πάλιν τον ίδιον τύπον, τον οποίον είχον αφήση κάτω εις την μονήν. Είπε και πάλιν αυθεντικώς:
- Δος μου τσιγαρέττον.
Συνεμορφώθην με την αίτησίν του. Του ανήψα και σπίρτον.
- Τώρα δος μου τάλληρον!
Του έδωσα εικοσιπεντάδραχμον, διότι δεν είχον τάλληρον.
- Θα πας επάνω εις το Καθολικόν; με ηρώτησε.
- Μάλιστα, απήντησα.
- Είνε ιδικόν μου και το Καθολικόν, εδήλωσε κατηγορηματικώς>
- Σε συγχαίρω, φίλε μου. Είσαι μεγαλοκτηματίας εις εποχήν όπου εκηρύχθη ο διωγμός της μεγάλης ιδιοκτησίας.
Απήλθον. Ήρχισα την ανάβασιν. Διαρκεί αύτη ώραν εκ της Λακωνικής πύλης. Έκαιε και εφλόγιζε ο θερινός ήλιος. Ανωφερούσα με το υποκάμισον, και πάλιν κάθιδρως. Μόνον εις Πρίνος υπάρχει δια σκιάν καθ’όλην την ανωφέρειαν. Έφθασα επάνω εις τρία τέταρτα. Εθεωρήθη ως ρεκόρ το γεγονός παρά του μοναχικού ασκητού εκεί υψηλά, το οποίον κ.τ.λ. κ.τ.λ. μη έχοντα θέσιν ενταύθα. Μετά τρεις ώρας αφού διήλθον όλον το οροπέδιον, το οποίον κ.τ.λ., κ.τ.λ. κατέληξα εις την σκιεράν Κλεψύδραν, η οποία υπό βράχους, πως και διατί άλλα ζητήματα. Ήντλησα ύδωρ εις εν των δύο φρεάτων, ότε τσουπ! Πάλιν ενώπιόν μου ο ίδιος τύπος.
- Φέρε τσιγάρον!
Έφερον κ.τ.λ.
- Θα κατεβής εις το Μαυρομμάτι;
- Μάλιστα.
- Φέρε εικοσιπέντε δραχμάς!
Μη έχων άλλο εικοσιπεντάδραχμον του έδωσα πεντηκοντάδραχμον.
- Είνε ιδικόν μου και το Μαυρομμάτι, μου εδήλωσε.
Ανέλαβον το σακκάκιόν μου, ρίψας αυτό επί των ώμων μου, ανέλαβον και την ράβδον μου και ήρχισα την δεινοτάτην κατηφόραν. Είδον τον τρελλόν του μοναστηρίου ερευνώντα το τρομερόν έδαφος.
Προφανώς ήθελε να ευρεθή προ εμού κάτω. Τότε του είπον, κινών ελαφρώς την ράβδον μου:
- Φίλτατε, μάθε, ότι το Μαυρομμάτι είνε ιδικόν μου!
- Εις το καλόν, κύριε γείτων, μου απήντησε.
Ευτυχώς κάτω εις την μεγάλην κρήνην με τας πελωρίους πλατάνους δεν τον συνήντησα πλέον ως ιδιοκτήτην.

Ο ΚΑΡΥΟΘΡΑΥΣΤΗΣ


Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

“Ο ΚΛΑΚΑΙΡ”*, ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Χιουμοριστικό χρονογράφημα γραμμένο 107 χρόνια πριν, παρόλα αυτά διασκεδαστικό και επίκαιρο. Το κείμενο είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα των εφημερίδων της εποχής, οπότε ορισμένες φράσεις φαίνονται παρωχημένες ή ανορθόγραφες με τα μάτια του σήμερα (“της περισσότερες φορές”, “προσπαθούσαν να κρυβούν πίσω από το δάχτυλό τους”, “έχεις δίκηο”, κλπ.)
Γ.Χ.

Honoré Daumier “Bohémiens de Paris – Le claqueur” 1842

Εφημερίδα “ΠΑΤΡΙΣ”, 25 Μαϊου 1916

ΤΑ ΚΩΜΙΚΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Ο ΚΛΑΚΑΙΡ

Χθες συνηντήθην μ’ ένα κλακαίρ των θεάτρων όστις μόλις και μετά βίας ηδυνήθη να συνομιλήση μαζή μου.
-
Δεν ξέρετε τι βιαστικός που είμαι, μου είπε.
- Ώστε έχετε πολλήν εργασίαν εφέτος;
- Τρομακτικήν, κύριε. Δεν βλέπετε τα χέρια μου;
Μου έδειξε τα χέρια του, φουσκωμένα και κατακόκκινα, και προσέθεσεν:

- Εφέτος είναι που έβγαλαν κάλους τα χέρια μου.
- Χειροκροτείτε, λοιπόν, τόσον πολύ;

-
Όσο ποτέ στη ζωή μου.
-
Τι καταπονετική εργασία, παρετήρησα.
- Αλλά ευχάριστη, κύριε. Και θέλει και πολλή
τέχνη. Ξέρετε τι θα πη να χειροκροτήτε στη κατάλληλη στιγμή, να δίνετε εκεί που χρειάζεται το σύνθημα των χειροκροτημάτων;
- Όχι, δεν το ξέρω.
- Βέβαια, αυτό δεν μπορεί να το ξέρη όλος ο κόσμος.
- Και τι χειροκροτείτε ιδίως με περισσοτέραν προθυμίαν;
- Όλα, κύριος. Και κωμωδίες και δράματα και τραγωδίες και φάρσες και επιθεωρήσεις.
Ηθέλησα να τον συγχαρώ και να του σφίξω το χέρι, αλλά το απέσυρε βιαστικά.
- Προς Θεού, κύριος, ανέκραξε , γιατί μου πονούν τρομερά τα χέρια μου από το χθεσινό δαιμονιώδες χειροκρότημα.
- Ώστε χθες εχειροκρότησες πολύ;
- Πάρα πολύ, κύριε. Εις το τέλος μάλιστα εζητωκρ
αύγασα!
- Και τι έπαιζαν χθες;
- Να σας πω, κύριος, πολύ καλά δεν κατάλαβα τι ήταν. Θέτε τραγωδία πέστε, θέτε κωμωδία το ίδιο κάνει. Αλλά το πράγμα ήταν διασκεδαστικό να βλέπετε τόσο γέρους ανθρώπους να λένε τέτοιες κουταμάρες.
- Όχι δα; Ώστε φάρσα θα έπαιζαν;
- Μπορεί νάταν και φάρ
σα, γιατί όσο μπόρεσα να καταλάβω, αυτοί οι άνθρωποι προσπαθούσαν να κρυβούν πίσω από το δάχτυλό τους. Αλλά με συγχωρείτε. Δεν μπορώ να μείνω περισσότερο…
Εκύτταξε το ρολόγι του και ανεφώνησε με ζωηράν ανησυχίαν:
- Πωπώ έξ η ώρα! Άργησα να παρ’ η οργή και αυτοί θ’άρχισαν.
- Τι, απογευματινήν παράστασιν δίνουν;
- Βιάζομαι, σας λέω, κύριος… Και απογευματινή και και εσπερινή. Αυτοί, άμα αρχίσουν, δύσκολα να τελειώσουν.
- Καλά, αλλά δεν κάνουν διακοπήν διόλου;
- Μάλιστα, κάνουν μιά ώρα διακοπή και ξαναρχίζουν. Τι μπελάς, κύριε! Δεν προφθάνω να βάλω μιά μπουκιά στο στόμα μου και τρέχω πάλιν στο θεωρείο.
- Τι, έχεις και θεωρείο; ηρώτησα έκπληκτος.
- Ένα μονάχα, κύριε; Όσα θέλω θεωρεία. Και την καλλίτερη πάντα θέσι. Μπροστά- μπροστά.
- Έχεις δίκηο, το απαιτεί η τέχνη σου.
- Αμή πως κύριος; Χαίρετε λοιπόν γιατί με περιμένουν.
- Δεν αρχίζουν χωρίς εσένα;
- Πω
ς είνε δυνατόν ν’αρχίσουν χωρίς την τέχνη μου. Και δεν ξέρετε τι απαιτητικοί που σου είνε. Την ώρα που μιλούν με κυττάζουν διαρκώς στα μάτια. Της περισσότερες φορές μάλιστα μου νεύουν για να χειροκροτήσω.
- Και πληρώνεσαι καλά, δεν αμφιβάλλω.
- Καλά λέει, κύριος; Και ζάχαρη ακόμα μου δίνουν! Λοιπόν, μη με
κρατήτε περισσότερο, γιατί σας λέω, ότι με χρειάζονται οι άνθρωποι. Μάλιστα άργησα πολύ και πρέπει να πάρω αυτοκίνητο.
Πράγματι εφώναξεν ένα σωφέρ και του είπε:- Σωφέρ, γλήγορα σε παρακαλώ, Σε ένα λεπτό πρέπει να με πας στη Βουλή.
- Πως, στη Βουλη; είπα έκπληκτος.
Αλλά ο κλακαίρ μου είπε βιαστικά ενώ ανέβαινεν εις το αυτοκίνητον:
- Βέβαια, στη Βουλή, κύριος. Είνε το καλύτερο θέατρο εφέτος!

________________

* Κλακαίρ ή κρακέρ ή και κλακαδόρος, μέλος μιάς κλάκας, απο το γαλλικό claque, οργανωμένη ομάδα θεατών που χειροκροτεί ή αποδοκιμάζει μία παράσταση ή εκδήλωση με αποκλειστικό σκοπό να δημιουργήσει εντυπώσεις, με αντάλλαγμα μια οικονομική ή άλλη αποζημίωση.

https://fr.wikipedia.org/wiki/Claque_(th%C3%A9%C3%A2tre)

https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=%CE%BA%CE%BB%CE%AC%CE%BA%CE%B1

https://www.lifo.gr/culture/boyli-palati-me-tis-exoterikes-toyaletes-poy-egine-koinoboylio



Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2023

The Greek Tycoon Ρόδος – Κάρπαθος 1977

Το καλοκαίρι του 1977, εποχές απόλυτης ανεμελιάς, σχεδίαζα τις διακοπές μου στην Αμοργό όταν ο αγαπημένος μου ξάδερφος Κώστας Μεντής μου’κανε μια ασυνήθιστη πρόταση:
- Θες να κάνεις μια δουλειά που θα σε πληρώνουνε και μάλιστα με αγγλικό μεροκάματο για να μην κάνεις τίποτα;
Δεν μπορούσα να φανταστώ τι είδους δουλειά μπορούσε να ήταν αυτή…
Μου εξήγησε ότι εκείνες τις μέρες άρχιζαν τα γυρίσματα στην Ελλάδα μιας χολιγουντιανής ταινίας, και ο Κώστας είχε καταφέρει να προσληφθεί σαν φροντιστής, βοηθός του διευθυντή παραγωγής. Ο τίτλος της ταινίας ήταν “The Greek Tycoon” (“Ο Έλληνας μεγιστάνας, βασικά η ιστορία του Α. Ωνάση ) πρωταγωνιστές ο Άντονι Κουίν και η Ζακλίν Μπισσέ, σκηνοθέτης ήταν ο Jack Lee Thompson που αρκετά χρόνια πριν είχε γυρίσει στην Ελλάδα πάλι με τον Α. Κουίν τα “Κανόνια του Ναβαρόνε”. Ο διευθυντής παραγωγής ήταν ‘Αγγλος και δεν σκάμπαζε πολλά από την ελληνική πραγματικότητα, οπότε στην ουσία έκανε τα πάντα ο Κώστας. Επειδή είχαν ανάγκη από ένα σωσία σώματος για τον Άντονι Κουίν, ο ξάδερφος μου σκέφτηκε να προτείνει εμένα και έπειτα από συνοπτικές διαδικασίες προσελήφθην σαν “standist”. Η δουλειά μου ήταν να ποζάρω πριν από τα γυρίσματα στη θέση του διάσημου ηθοποιού με τα ρούχα της εκάστοτε σκηνής, ώστε οι τεχνικοί να κάνουν τις σωστές μετρήσεις αποστάσεων και φωτός.

Ο Κώστας Μεντής σε μία ταβέρνα στη Λίνδο, Αύγουστος 1977, Yashica FR με φακό Carl Zeiss T* 50mm f1.7 planar, φιλμ Kodak Tri-X

Τα γυρίσματα γινόταν αρχικά στην έδρα του Ναυτικού Ομίλου στον Πειραιά, μετά στο Μοναστηράκι, στο Σούνιο και αργότερα στο ξενοδοχείο Αστήρ Παλάς στη Βουλιαγμένη. Κάθε πρωί ερχόταν να με πάρει από το σπίτι μου στη Νέα Σμύρνη μια κούρσα με οδηγό, λες και ήμουνα κάποια σημαντική προσωπικότητα. Για ένα διάστημα μεταφερθήκαμε στην Κέρκυρα, όπου είχα ευκαιρία να γνωρίσω το νησί διανυκτερεύοντας σε πολυτελή ξενοδοχεία και τρώγοντας σε ακριβά εστιατόρια με έξοδα της παραγωγής.

Η εμπειρία ήταν για μένα μοναδική: γνώρισα από κοντά τους ηθοποιούς, είδα πως γίνονται τα γυρίσματα από σοβαρό τεχνικό προσωπικό, έγινα ένας απ’ αυτούς για ένα μήνα.
Ο σκηνοθέτης, Jack Lee Thompson, στη δουλειά ήταν άψογος, τυπικός, ψείρας με τα τεχνικά και πολύ απαιτητικός με τους ηθοποιούς. Είχε τη μανία να δείχνει στους ηθοποιούς πως έπρεπε να κινούνται - με τον Άντονι Κουίν δεν τολμούσε- και του είχε μπεί η έμμονη ιδέα ότι η Μπισσέ (που είχαν επιβάλει οι παραγωγοί) ήταν κρυόκολη. Η Ζακλίν Μπισσέ, παρόλο που ήταν πλέον καταξιωμένη ηθοποιός, είχε μείνει μια ντροπαλή συνεσταλμένη Αγγλιδούλα, όταν o σκηνοθέτης την επέπληττε για κάτι γινόταν κόκκινη σαν παντζάρι. Κάθε φορά που έκανε πρόβες μ΄αυτήν, όλο κάτι δεν πήγαινε.
-
Κουνήσου πιο πολύ…!
- Να φα
ίνεται το μπούτι …!
- Με πάθος, Χριστέ μου, δεν έχεις φιλήσει άνδρα στη ζωή σου;

Τα σπασμένα τα πλήρωνα εγώ, γιατί θέλοντας να της δείξει πως έπρεπε να κάνει με αγκάλιαζε και έκανε ότι με φιλούσε, είχε μια ανάσα που απόπνεε καθαρό οινόπνευμα…
O Άντονι Κουίν έμενε τον περισσότερο χρόνο κλεισμένος στο καμαρίνι του, τι έκανε εκεί μέσα μυστήριο, έβγαινε μόνο όταν οι μετρήσεις αποστάσεων, φωτομετρήσεις και πρόβες βαδίσματος – που έκαναν με μένα - είχαν τελειώσει. Αργότερα άλλαξε, όταν είδε ότι μίλαγα ιταλικά έπαψε να μου απευθύνεται στα αγγλικά, μιλούσαμε αποκλειστικά ιταλιστί, οι άλλοι δεν καταλάβαιναν, αυτός φαινόταν να το διασκεδάζει. Στα διαλείμματα των γυρισμάτων με υποχρέωνε να παίζουμε σκάκι και πολλές φορές αρνιόταν να παρουσιαστεί στη σκηνή για το γύρισμα επειδή έπρεπε να τελειώσει μιά κίνηση… Στα γυρίσματα ήταν πάντα παρών ο γραμματέας του, ένας ξερακιανός ψηλέας, απροσδιορίστου εθνικότητος και ηλικίας. Κάποιο απόγευμα με πλησίασε και που είπε εμπιστευτικά ότι ο Άντονι ήθελε να πάμε να φάμε κάπου μαζί το βράδυ “α λα ελληνικά”. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να τους πάω στα κρεατάδικα στη Βάρη, τελικά καταλήξαμε σε ένα ψαρομεζεδοπωλείο στο Πασαλιμάνι, που μου φάνηκε πιό κυριλέδικη λύση. Τρία άτομα ήπιαμε οχτώ καραφάκια ούζο, και θα πίναμε κι άλλο, αν κάποιος βλάκας του μαγαζιού δεν καλούσε τους φωτογράφους να μας παραμονέψουν, οπότε ο Άντονι έγινε έξω φρενών και άρχισε να τους κυνηγάει, τελικά έφυγε με τον κολαούζο του και άφησε εμένα να πληρώσω… Από τότε κάθε πρωί όταν συναντιόμασταν στο σετ ο Άντονι με χαιρετούσε γελώντας με ένα “Buongiorno, giovane ubriacone” (καλημέρα νεαρέ μεθύστακα).

Τα γυρίσματα κάποτε τελείωσαν κι εγώ με τον ξάδερφο βρεθήκαμε με ένα ασύλληπτο για μας πόσο στην τσέπη, μέσα Αυγούστου σε μια άδεια Αθήνα. Ο Κώστας ήταν στενοχωρημένος γιατί η τότε κοπέλα του έκανε νερά, από άλλες πηγές είχαμε μάθει ότι είχε πάει διακοπές με κάποιον άλλον. Εκείνες τις μέρες ερχόταν να με βρει από την Ιταλία η κοπέλα που αργότερα έγινε γυναίκα μου, οπότε σχεδιάσαμε στο άψε σβήσε διακοπές και φύγαμε την άλλη μέρα.

Πήγαμε στη Ρόδο με αεροπλάνο, ταξιδέψαμε με Boeing 747 για πρώτη φορά στη ζωή μας. Μόλις φτάσαμε νοικιάσαμε αμέσως αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε χωρίς πρόγραμμα -και χωρίς βιασύνη- για να κάνουμε το γύρο του νησιού. Την εποχή εκείνη τα ενδιαφέροντα μας ήταν διαφορετικά, οπότε ούτε που πλησιάσαμε μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους και ιστορικά μνημεία, το μόνο που μας ένοιαζε ήταν οι πλάζ, τα μπαρ και οι ταβέρνες. Είχαμε μαζί μας μια σκηνή και την πρώτη βραδιά κοιμηθήκαμε στην σχεδόν έρημη παραλία Μασσαρη. Η εμπειρία ήταν λίγο τραυματική, γιατί στηρίξαμε τη σκηνή σε έδαφος με κοτρόνες που δεν επέτρεπαν άνετο ύπνο. Αργότερα μεταφερθήκαμε στην παραλία της Καλάθου, δυο τρία χιλιόμετρα πιο κάτω, ερημική τότε και γιαυτό γοητευτική για μας. Τις επόμενες μέρες τις περάσαμε στη Λίνδο, που ήταν πήχτρα από τουρίστες, όπου όμως υπήρχε μεγάλη επιλογή από ταβέρνες και φαγάδικα. Εγκαταλείψαμε την ιδέα της διανυκτέρευσης σε σκηνή, διαλέξαμε τη διαμονή σε ξενοδοχείο με τις ανέσεις που προσφέρει. Την ημέρα μετά το μπάνιο πηγαίναμε παγανιά προς άγραν σύκων που ήταν άφθονα, σε κάθε ερημική τοποθεσία υπήρχαν συκιές φορτωμένες με ώριμα, λαχταριστά αρωματικά σύκα που δεν μάζευε κανείς... Στη Λίνδο δοκιμάσαμε τα τοπικά κρασιά, στην αρχή χύμα, αργότερα εμφιαλωμένα, και το ροδίτικο απόσταγμα που λέγεται “σούμα”. Αποκάλυψη!

Η Ρόδος, παρόλο πούταν από τότε τουριστικό νησί, δεν είχε την ανάπτυξη που έχει τώρα, πέρναγες χιλιόμετρα ολόκληρα χωρίς να συναντήσεις τίποτε, ούτε σπίτια, ούτε μαγαζιά. Κάπου στην παραλία Γεννάδη σταματήσαμε σε κάτι που φαινόταν καφενείο, εστιατόριο, παντοπωλείο, μόνο κτίσμα στην ερημιά, σε μία άγρια περιοχή με λίγα δέντρα, πάντως δίπλα στη θάλασσα. Ένα παιδι οχτώ-δέκα χρονών μα έβαλε να καθήσουμε, είμασταν οι μοναδικοί πελάτες, και ένα κάπως μεγαλύτερο ήρθε να πάρει παραγγελία. Σκέφτηκα να πάω στην κουζίνα να δω τα ψάρια οπότε με έκπληξη είδα ότι χρέη μάγειρα έκανε ένα άλλο παιδί, προφανώς αδερφός των άλλων. Διαλέξαμε κάτι ψαρούκλες που ψήθηκαν εν τω άμα από χέρια λες επαγγελματία. Ήπιαμε τοπικό λευκό κρασί του μαγαζιού που ήταν αριστουργηματικό, στο τέλος μας κέρασαν και καρπούζι ή κάτι τέτοιο. Το λογαριασμό μας τον έκανε ο δωδεκάχρονος αδελφός, ακόμη θυμάμαι και τους τρεις παρατεταγμένους έξω από το μαγαζί να μας χαιρετάνε καθώς φεύγαμε, ο απογευματινός ήλιος ήταν αφόρητος και το αυτοκίνητο σήκωσε πολύ σκόνη γιατί ο δρόμος ήταν φυσικά χωματόδρομος...

Κάποτε φτάσαμε στη ανατολική πλευρά του νησιού. Ανακαλύψαμε μία κυριολεχτικά πανέμορφη, ατελείωτη παραλία (αργότερα μάθαμε ότι λέγεται Απολάκια), ερημική με την πραγματική σημασία της λέξης: δεν υπήρχε πουθενά κανείς, ψυχή ζώσα. Τσιτσιδωθήκαμε και απολαύσαμε τον ήλιο και το τοπίο. Φύσαγε ένα δροσερό αεράκι και η θάλασσα ήταν αγριεμένη, μπήκαμε μέσα το ίδιο, όταν ήρθε η ώρα να βγούμε τα βρήκαμε σκούρα, τα κύματα ήταν τόσο μεγάλα που μας πετάγανε όπου τύχαινε και μετά μας ξανατραβάγανε μέσα. Παρόλα αυτά το διασκεδάσαμε μην έχοντας συναίσθηση του κινδύνου. Εκεί που κάναμε ηλιοθεραπεία, από το πουθενά παρουσιάστηκε ένας στρατιώτης που μας έπιασε συζήτηση, ζήτησε τσιγάρο, μίλαγε για θέματα αδιάφορα, ούτε καν μας ρώτησε ποιοι ήμασταν, αλλά εμείς πιστέψαμε ότι είχαμε μπει σε κάποια απαγορευμένη στρατιωτική περιοχή και με την πρώτη ευκαιρία χαιρετήσαμε και το σκάσαμε.

Από την Κάμειρο περάσαμε στα πεταχτά, βιαζόμασταν να επιστρέψουμε στην πόλη της Ρόδου για να πάρουμε το πλοίο και να κάμε στην Κάρπαθο, πατρίδα του φίλου μας Αντώνη Χαλκιά που μας είχε καλέσει να πάμε να τον επισκεφτούμε. Πήραμε μάλλον τον “Κανάρη” δεν θυμάμαι καλά, το καράβι ήταν ήδη παλιό, είχε μιά ελαφριά κλίση από μία μεριά, μόλις βγήκαμε στο πέλαγος άρχισε να κουνάει στα σοβαρά.

Φτάσαμε στο Διαφάνι κατά τις 4 το πρωί, από το πλοίο κατεβήκαμε με λάντζες μέσα στο πηχτό σκοτάδι, στο λιμάνι δεν υπήρχαν φώτα αναμμένα. Βρήκαμε κάτι πεζούλια και λαγοκοιμηθήκαμε όσο να φέξει. Το πρωί ανακαλύψαμε ότι το λιμάνι ήταν μερικά σπίτια και δυό τρία μαγαζιά. Κάποτε έφτασε το λεωφορείο που έκανε τη διαδρομή Διαφάνι – Όλυμπος, ένα μίνι-βαν Μερσεντές παλιό αλλά καλοδιατηρημένο. Δεν είχαμε ιδέα πόση ήταν η απόσταση για την Όλυμπο, όταν το λεωφορείο άρχισε να σκαρφαλώνει μάς έπιασε τρόμος: ο δρόμος, φυσικά χωματόδρομος, γεμάτος στενές στροφές και περάσματα να σου κόβεται η αναπνοή, μας φάνηκε ατελείωτος. Όταν  φτάσαμε στον προορισμό μας νομίσαμε ότι είχαμε βρεθεί σε μιά άλλη εποχή: τα σπίτια, οι δρόμοι, το περιβάλλον απόπνεαν δέκατο ένατο αιώνα, οι γυναίκες του χωριού κυκλοφορούσαν με τις παραδοσιακές καρπαθιώτικες φορεσιές. Ο Αντώνης μας το είχε πεί, μα εμείς δεν τον είχαμε πολυπιστέψει. Τέλος πάντων βρήκαμε το σπίτι του φίλου μας, ο ίδιος και οι γονείς του ήταν περιποιητικοί και φιλόξενοι υπέρ του δέοντος, εγκλιματιστήκαμε σε μερικές ώρες. Το χωριό ήταν πανέμορφο, η πεμπτουσία της αμόλυντης παραδοσιακής δωδεκανησιακής αρχιτεκτονικής, το γυρίσαμε όλο με προσοχή και ευλάβεια. Μας σαγήνεψε η άγρια, αδάμαστη ομορφιά του τοπίου, αισθανόμαστε λες και ζούσαμε μέσα σε ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη. Βέβαια έλειπαν οι ανέσεις της μοντέρνας ζωής, υπήρχε ένα μόνο καφενείο και δεν υπήρχε ηλεκτρικό: ως εκ τούτου δεν υπήρχαν ψυγεία στα σπίτια, ούτε ηλεκτρικός φωτισμός, ούτε φυσικά τηλεόραση (που ούτως ή άλλως εμείς δεν θα βλέπαμε). Η ζωή λοιπόν κυλούσε με άγνωστους για μας ρυθμούς. Ο χασάπης π,χ, έκανε το γύρο του χωριού και ανακοίνωνε την πρόθεσή του να σφάξει ένα ή περισσότερα κατσικάκια, και έπαιρνε παραγγελιές, τη συκωταριά εσύ, τα παϊδάκια ο γείτονας, ένα μπούτι κάποιος άλλος κλπ. Άλλωστε όλοι είχαν τα κηπάκια τους με ζαρζαβατικά, δεν υπήρχε ανάγκη αγοράς οπωρολαχανικών. Το ψωμί οι περισσότερες οικογένειες το έκαναν στο φούρνο του σπιτιού τους οπότε και αυτό το πρόβλημα ήταν λυμένο. Στο καφενείο υπήρχε ηλεκτρικό, πιθανώς ο καφετζής να είχε γεννήτρια.

Ο ουρανός στην Όλυμπο είχε ένα γαλανό έντονο χρώμα, ο αέρας μύριζε άγρια βότανα, θυμάρι, ανθισμένο θρούμπι. Μόλις απομακρυνόσουν μερικά μέτρα από την κατοικημένη περιοχή καταλάβαινες πόσο άγριο ήταν το μέρος. Η πιό κοντινή παραλία (Φύσες, δεν πρέπει να είναι τυχαίο το όνομα) θεωρητικά ήταν δύο βήματα από το χωριό, για να φτάσει όμως κάποιος έπρεπε να έχει ικανότητες ορειβάτη: στην πραγματικότητα δεν υπήρχε δρόμος, ένα δύσβατο μονοπάτι, στο κατέβασμα αρκετά εύκολο γιατί κατηφορικό, στην επιστροφή όμως επίπονο γιατί ο ανήφορος ήταν πραγματικά δυσβάσταχτος.

Οι μέρες πέρασαν γρήγορα και τελικά με βαριά καρδιά επιστρέψαμε Αθήνα, τέλη Σεπτέμβρη ο Κώστας έφυγε για Παρίσι, εγώ επέστρεψα Ιταλία αλλά δεν χαθήκαμε, ήδη τα Χριστούγεννα του ίδιου χρόνου είμαστε πάλι μαζί και μετά το Πάσχα, το ΄78 διακοπές και περιπέτειες μαζί , ελπίζω νάχω την ευκαιρία να να τα εξιστορήσω στο μέλλον.
Δεν βρήκα πολλές φωτογραφίες από την περίοδο, παρόλο που είχαμε μαζί μας φωτογραφική μηχανή και ο Κώστας και εγώ, θα πρέπει κάποτε να ψάξω στο αρχείο αρνητικών, Θεού θέλοντος.